Από το ανέκδοτο βιβλίο του Theo "Ανορθολογικαί Αποδράσεις"
Ω, τι θα κάναμε χωρίς τα βιβλιοπούλια; Έρχονται και φεύγουν ελεύθερα, σαν τις σκέψεις μας, σε έναν κόσμο γεμάτο μαύρα σύννεφα όξινης βροχής… Στο πέρασμά τους θροϊζουν οι κουρτίνες των βιβλιοπωλείων, των αναγνωστηρίων, οι επιφάνειες των φλιτζανιών του καφέ ριγούν ελαφρά και τα γυάλινα τραπεζάκια καθρεφτίζουν φευγαλέα τις ιπτάμενες φιγούρες τους. Οι άνθρωποι ανεβάζουν προς στιγμήν τα σκεφτικά τους βλέμματα προς τον ουρανό – θυμούνται λες τον τίτλο τους, άνω θρώσκουν…
Αλλά τα βιβλιοπούλια συνεχίζουν αδιάφορα τη θριαμβική τους πτήση, εκεί, στις υψηλές αλάνες, εκεί όπου η φθορά και η ρουτίνα των ανθρώπων είναι άγνωστες, εκεί όπου το φως και το σκοτάδι παίζουν χαρούμενο κρυφτό κάτω απ’τη σκέπη τ’ ουρανού…
Κοντινότερα από τους ανθρώπους στους συμπαντικούς ρυθμούς, στους τόπους όπου κατοικεί η μουσική αφού αναδυθεί από τα όργανα προς τα πάνω, τα βιβλιοπούλια οσμίζονται το φως σβησμένων αστεριών, τις ηλεκτρομαγνητικές θύελλες, το σιωπηλό κενό της σκοτεινής διαστημικής ύλης. Αισθάνονται το χάδι από τις ουρές των διερχόμενων κομητών και δεν ανησυχούν καθόλου για το μέλλον των ανθρώπων – ξέρουν καλά ότι και αν χαθεί το είδος μας, ο υπέροχος γαλάζιος πλανήτης θα συνεχίσει τις περιστροφές του μέσα στο σύμπαν!...
Κάπου-κάπου ξεκολλάει μία λέξη από το βιβλιοφτέρωμά τους και προσγειώνεται σαν πούπουλο στη γη. Λένε ότι όποιος τη βρει θα συναντήσει την τύχη του σύντομα!...
Μια μέρα ένας μεγάλος γυάλινος άνθρωπος ράισε στο πέρασμά τους.
Κατασκευασμένος, βλέπετε, με προδιαγραφές αντοχής σε ισχυρότατους κραδασμούς και δονήσεις, ευρέθη απροστάτευτος μπροστά στον υπόηχο από το ψιθύρισμα των φτερών τους. Ναι, ράισε και μετά από λίγες ώρες διαλύθηκε.
Μάζεψαν τα θραύσματα γυαλιού από το δάπεδο και τα πέταξαν στην ανακύκλωση – με προσδοκίαν ανάστασης άραγε;
Συνέβη λοιπόν, και αυτό….