“ Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι; ” αναρωτιέται από το 1983 ο Αργύρης Χιόνης στην ποιητική συλλογή του «Λεκτικά Τοπία» για να δώσει μόνος του μιαν απάντηση που δεν είναι ακριβώς απάντηση. “ Ήταν ωραίο, αλλά και επικίνδυνο. Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν ξέρει». Δέκα χρόνια περίπου αργότερα, το 1992, ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας μελοποιούν το ποίημά του “ Το ωραίο καλοκαίρι “. Πώς θα ένιωθε άραγε ο ποιητής αν βίωνε το φετινό καλοκαίρι, ένα καλοκαίρι που πέρα από το βάρος των ματαιωμένων προσδοκιών που κουβαλά έτσι κι αλλιώς κάθε καλοκαίρι που φτάνει στο τέλος του, φορτώθηκε επιπλέον το βάρος του φόβου και της «κοινωνικής απόστασης» ;
Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
Μια κάτασπρη τουρίστρια τα `φτιαξε με τον ήλιο
κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απʼ το τοπίο
τώρα οι δικοί της την αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
αν τους βαστάει τώρα ας με ξαναδείρουν, είπε
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά μαχαίρι και πηρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν, του φάγαν την καρδιά
Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο
ακίνητο ένα καλοκαίρι
φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά
δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε
κανείς δεν ξέρει
Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
κανείς δεν ξέρει
ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
κανείς δεν ξέρει ...