" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ

Η εικόνα είναι άλλο ένα δημιούργημα της ανήσυχης, φευγάτης και "αυτόκλητης" καλλιτεχνικής παρέας της Ραφήνας που προσφέρει γενναιόδωρα το ταλέντο της, φιλοτεχνώντας ένα χώρο που φιλοδοξεί να είναι ζεστός, φιλόξενος, καλαίσθητος, δημιουργικός και ανήσυχος

 

Άσε με ν’ αναπνεύσω ώρα πολλή, πολλή, το μύρο των μαλλιών σου, να βυθίσω όλο το πρόσωπό μου σαν άνθρωπος λουσμένος στα νερά κάποιας πηγής, αναταράζοντάς τα με τα χέρια μου σαν ένα μαντίλι μοσκοβολημένο, διαλύοντας τις αναμνήσεις στον αέρα.

Αν ήξερες όλα όσα βλέπω, όλα όσα νιώθω, όλα όσα ακούω μέσα απ’ τα μαλλιά σου. Η ψυχή μου πλέει πάνω στο μόσκο όπως των άλλων πλέει πάνω στη μουσική.

Τα μαλλιά σου κλείνουν ένα καθολικό όνειρο γεμάτο κατάρτια και πανιά, μεγάλες θάλασσες με θερμούς άνεμους ωθώντας με σε κλίματα ιλαρά, εκεί όπου το διάστημα βασιλεύει βαθύτερο και γαλανότερο, όπου η ατμόσφαιρα πάλλεται αρωματική μαζί με φύλλα με καρπούς και δέρμα ανθρώπινο.

Στο πέλαο των μαλλιών σου το μάτι μου ξεκρίνει ένα λιμάνι πρησμένο με τραγούδια μελαγχολικά, στιβαρούς άντρες κάθε τόπου, πλεούμενα κάθε λογής, διαγράφοντας την πλέον περίπλοκη, λεπτοφυέστατη αρχιτεκτονική τους στο φόντο ενός απέραντου ουρανού όπου κυριαρχεί αέναη θερμότητα.

Μέσα στα χάδια των μαλλιών σου ξαναβρίσκω τη νωχέλεια των αργόσυρτων ωρών πάνω σε ένα ανάκλιντρο μες στην καμπίνα κάποιου ωραίου καραβιού, βαυκαλισμένος από το ανεπαίσθητο λίκνισμα των νερών του λιμανιού, ανάμεσα σε γλάστρες και στάμνες με δροσερό νερό.

Μες στο σπινθηροβόλο τζάκι των μαλλιών σου, ανασαίνω τη μυρουδιά καπνού ανακατωμένου με όπιο και ζάχαρη. Μέσα στη νύχτα των μαλλιών σου βλέπω να λάμπει το άπειρο του τροπικού κυανού.

Μέσα στις χαμηλές αμμουδιές των μαλλιών σου, μεθώ από τις διάχυτες οσμές του μόσχου, της πίσσας, και του κακαόλαδου.

Άσε με να δαγκάσω ώρα πολλή, πολλή, τις μελανές, βαριές πλεξούδες σου. Σαν τραγανίζω τα μαλλιά σου, ελαστικά και επαναστατικά, θαρρώ ότι μασώ τις αναμνήσεις.

 

Σαρλ Μπωντλαίρ

Μετάφραση: Νίκος Σπάνιας

Τα χέρια

Νοεμβρίου 13, 2022

Η εικόνα - αλλά και η εικόνα μέσα στην εικόνα - είναι δημιούργημα της ανήσυχης, φευγάτης και "αυτόκλητης" καλλιτεχνικής παρέας της Ραφήνας που προσφέρει γενναιόδωρα το ταλέντο της 

 

Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα.

 Αργύρης Χιόνης (Από τη συλλογή Λεκτικά τοπία, 1983)

Σαν σήμερα, στις 31 Οκτωβρίου του 1888, γεννήθηκε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, άλλος ένας από τους «καταραμένους» της λογοτεχνίας μας. Ερωτικός και αιχμηρός, έγραψε στίχους τολμηρούς και με έντονο μελαγχολικό τόνο. Οι τολμηροί του στίχοι, η δεδηλωμένη του ομοφυλοφιλία, η ελευθεριάζουσα ερωτική ζωή του και ο εθισμός του στην ηρωΐνη προκαλούσαν την κοινωνία της εποχής. Ο ίδιος, παρά την ευφυΐα του, το ταλέντο του, τις σπουδές και τη γλωσσομάθειά του, δεν μπόρεσε ποτέ να υπάρξει οικονομικά ανεξάρτητος. Έτσι, μετά το θάνατο των γονιών του, της μητέρας του το 1937 και του πατέρα του το 1942, και με δεδομένη την εξάρτησή του από την ηρωΐνη, άρχισε να ξεπουλά την πατρική του περιουσία.

Στις 7 Ιανουαρίου του 1944, οικονομικά κατεστραμμένος και εξουθενωμένος από τις στερήσεις της Κατοχής, αυτοκτονεί μέσα στο πατρικό του σπίτι στα Εξάρχεια. Η κηδεία του πραγματοποιείται τέσσερις μέρες αργότερα, μετά από έρανο των φίλων του.

Σύμφωνα με το μελετητή του έργου του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Βαγγέλη Ψαραδάκη : « … Ένα τέτοιο ακριβώς παράθυρο είναι η ποίηση του Λαπαθιώτη. Στα ανθρώπινα μέτρα. Μας μιλά με απλό και συγκινητικό τρόπο για βασικά συναισθήματα και καταστάσεις όπως ο έρωτας, η χαρά, η λύπη, ο πόνος, η ανάμνηση, η απογοήτευση, ο θάνατος κ.ά. Πιστεύω πως, όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τους ανθρώπους, τα λουλούδια, τα ζώα, το φεγγάρι, που ερωτεύονται, ενθουσιάζονται, απογοητεύονται, που γελούν ή κλαίνε – η ποίηση του Λαπαθιώτη παραμένει ενεργή. Κι επειδή ο Λαπαθιώτης ήταν τύπος κατεξοχήν νυχτερινός, η ποίησή του, νομίζω, πρέπει να διαβάζεται είτε βράδυ είτε νωρίς το πρωί. Για τις νύχτες που έγιναν – ή όχι».

Ένα από τα ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, με τίτλο Ερωτικό, μελοποίησε υπέροχα ο Νίκος Ξυδάκης και το ερμήνευσε με τον ιδιαίτερο τρόπο της η Ελευθερία Αρβανιτάκη

 

 

 

«Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,

ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα του θανάτου.

Στενό βαθύ και θλιβερό που θα θυμάμαι για καιρό

τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμά του.

 

Ας είν', ωστόσο, τι ωφελεί γυρεύω πάντα το φιλί,

στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση!

Γυρεύω πάντα το φιλί,  που μου το τάξανε πολλοί,

κι όμως δε μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει.

 

Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό,

και με τη νύχτα, μυστικά, γίνουμε, πάλι, ταίρι,

Αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,

σαν μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!»

 

Όπως διαβάζουμε στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου " [το ποίημα] ... γράφτηκε στις 7.8.1928. Όπως πρώτος αποκάλυψε ο Άρης Δικταίος στη συγκεντρωτική έκδοση του 1964, το ποίημα έχει ακροστιχίδα και σχηματίζει το όνομα «Κώστας Γκίκας» που ήταν η μεγάλη αγάπη του ποιητή. Φαίνεται πως η φιλία τους κράτησε αρκετά χρόνια, αφού ο ίδιος μνημονεύεται και σε επιστολή του 1935 (την παραθέτει ο Δικταίος) αλλά και στις Προϋποθέσεις, το σχεδίασμα του 1937"

 

Σαν σήμερα, στις 30 Οκτωβρίου του 1896, γεννιέται ο Κώστας Καρυωτάκης, για να αυτοκτονήσει τριάντα δύο χρόνια αργότερα, ζώντας μια πολύ σύντομη ζωή που έφτανε όμως για να τον τοποθετήσει στο πάνθεον των μεγάλων ποιητών.

« Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ' αὐτοὺς ἀπευθύνομαι ». Αυτά μεταξύ άλλων, ανέφερε ο αυτόχειρας ποιητής στο σημείωμα που βρήκε η αστυνομία στις τσέπες του.

Δέκα χρόνια αργότερα, ο Γιάννης Ρίτσος προέβλεπε την αθανασία του Καρυωτάκη μέσω της ποίησής του : “Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα «Ελεγεία και Σάτιρες» μας περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δε θα λείψουν ποτέ απ’ τη ζωή μας. Μαζί μ’ αυτές θα ζει για πάντα κι ο Καρυωτάκης”

Το ύφος της ποίησης του Καρυωτάκη είναι μοναδικό, προαναγγέλλοντας ίσως τις μεγάλες αλλαγές που επρόκειτο να συμβούν αργότερα στον παραδοσιακό στίχο. Το περιεχόμενο της ποίησής του, μελαγχολικό και απαισιόδοξο, μιλάει για τη ματαιότητα και την αναπόφευκτη  απώλεια. Ο Καρυωτάκης ενοχλείται ακόμη από τις κοινωνικές συμβάσεις, τη νοσηρότητα της κοινωνίας, τη δύναμη της εξουσίας. Και μέσα από την ποίησή του τα καταγγέλλει, χρησιμοποιώντας πολλές φορές την ειρωνεία και το σαρκασμό, που δεν μπορούν όμως να κρύψουν τον πόνο και την απελπισία του ποιητή για το μάταιο και το αναπότρεπτο

Για την αυτοκτονία του ποιητή έχουν διατυπωθεί πολλές υποθέσεις. Όπως και να έχει όμως, αυτή η τραγική λύση που έδωσε, ήταν σαν να αποτελούσε μέρος της ποίησής του

 

Φθορά

Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων,

και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι.

 

 

Ευγένεια

Κάνε τον πόνο σου άρπα.

Και γίνε σαν αηδόνι,

και γίνε σα λουλούδι.

Πικροί όταν έλθουν χρόνοι,

κάνε τον πόνο σου άρπα

και πέ τονε τραγούδι.

 

Μη δέσεις την πληγή σου

παρά με ροδοκλώνια.

Λάγνα σου δίνω μύρα

-- για μπάλσαμο -- και αφιόνια.

Μη δέσεις την πληγή σου,

και το αίμα σου, πορφύρα.

 

Λέγε στους θεούς “να σβήσω!”

μα κράτα το ποτήρι.

Κλότσα τις ημέρες σου όντας

θα σου 'ναι πανηγύρι.

Λέγε στους θεούς “να σβήσω!”

μα λέγε το γελώντας.

 

Κάνε τον πόνο σου άρπα.

Και δρόσισε τα χείλη

στα χείλη της πληγής σου.

Ένα πρωί, ένα δείλι,

κάνε τον πόνο σου άρπα

και γέλασε και σβήσου.

 

 

Τώρα που μήτε ο έρωτας...

Τώρα που μήτε ο έρωτας μήτε η φιλία της φέρνει,

μήτε κι αυτό το μίσος μου παρηγοριάν, α, πώς

η ώριμη θλίψη μου κατά καιρούς τα περασμένα γέρνει,

της νιότης μου καρπός!

 

Χορδή η καρδιά μου δέχονταν το Μάρτη ανατριχίλα.

Ακόμα με συνέπαιρνε γλυκιά μια συλλογή

όταν το νέο Φθινόπωρο με μαραμένα φύλλα

εράντιζε τη γη.

 

Μια πεταλούδα επέταγε και την ακολουθούσα•

ήταν η απάρθενη ζωή μου, η ζωή του κόσμου, η μια.

Ο νους μου σάμπως ξύπνημα τη χαραυγή. Και η Μούσα

μού άγγιζε τα μαλλιά.

 

Δώστε μου τα παιδιάτικα χρόνια μου πόχουν γίνει

στην ηρεμία του δειλινού χρυσός, ωραίος καπνός,

τα χρόνια που 'ρθανε χαρά, πέρασαν καλοσύνη,

κι έφυγαν ουρανός.

 

Βάλετε πάλι στο πικρό χείλος μου την αχτίδα,

στα μάτια την ανθρώπινη και θεία σταλαγματιά.

Εξωτικό μπλάβο πουλί, φέρετε την ελπίδα,

χαμένη τώρα πια.

 

Και στο χλωμό μου μέτωπο για λίγο κάμετε ώστε

χίμαιρες, οραματισμοί σαν άστρα να κυλούν.

Οι άγγελοι να διατάζουνε, κι από τα τέμπλεα δώστε

οι θεοί να μου γελούν.

 

Ύστερα, στο κορύφωμα του απελπισμένου δρόμου,

ας ήτανε ανατέλλοντα τα μάτια σου να ιδώ,

πρώτη αγαπούλα, και να κράταες άνθος τ' όνειρό μου,

τ' όνειρο που μαδώ.

 

Α, πώς η λύπη μου κατά τα περασμένα στρέφει!

Όμοια και η νύχτα πάντοτε γυρίζει στο πρωί.

Α, πώς τα χρόνια σαν καπνός εχάθηκαν, σα νέφη,

σαν πάχνη, σα ζωή!

 

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος...

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ' όνειρό μου,

κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,

κι αν σέρνομαι στ' ακάθαρτα του δρόμου,

πουλάκι με σπασμένα τα φτερά•

 

κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι

στον κήπο της καρδιά μου μαραθεί,

το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι

κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί•

 

κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου

βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ --

καθάρια πώς ταράζεται η ψυχή μου

σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,

 

η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,

και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,

μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,

μου λέει για κάποια που 'ζησα ζωή!

 

 

[Είμαστε κάτι...]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,

στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

 

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.

Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,

στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,

μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

 

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,

χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.

Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

 

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.

Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις

είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

 

 

Ανδρείκελα

Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη,

σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.

Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.

Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

 

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,

ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,

χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,

άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.

 

Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,

η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.

Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά

όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

 

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.

Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,

ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός

πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...

 

 

Ιστορία

Δεκάξι χρονών εγέλασαν,

πέρα, στ' ανοιξιάτικο δείλι.

Επειτα εσώπσαν τα χείλη,

και στην καρδιά τους εγέρασαν.

 

Εκίνησαν τότε σα φίλοι,

σα δυο ξερά φύλλα στο χώμα.

Επειτα εχώρισαν ακόμα,

κάποιο φθινοπωρινό δείλι.

 

Τώρα καθένας, με ωχρό στόμα,

σκύβοντας, φιλεί τα δεσμά του.

Επειτα θα γύρουνε ως κάτου

και θα περάσουνε στο χώμα.

 

 

Βράδυ

Τα παιδάκια που παίζουν στ' ανοιξιάτικο δείλι

μια ιαχή μακρυσμένη --

τ' αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη

ψιθυρίζει και μένει,

 

τ' ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα,

η αδειανή κάμαρά μου,

ένα τραίνο που θα 'ρχεται από μια άγνωστη χώρα,

τα χαμένα όνειρά μου,

 

οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει

ολοένα στην πόλη,

στων ανθρώπων την όψη, στ' ουρανού τον καθρέφτη,

στη ζωή μου τώρα όλη...

 

 

Αγάπες

Θα 'ρθουν όλες μια μέρα, και γύρω μου

θα καθίσουν βαθιά λυπημένες.

Φοβισμένα σπουργίτια τα μάτια τους,

θα πετούνε στην κάμαρα μέσα.

Ωχρά χέρια θα σβήνουν στο σύθαμπο

και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν.

 

«Αδελφέ» θα μου πουν «δέντρα φεύγουνε

μες στη θύελλα, και πια δε μπορούμε,

δεν ορίζουμε πια το ταξίδι μας.

Ενα θάνατο πάρε και δώσε.

Εμείς, κοίτα, στα πόδια σου αφήνουμε,

συναγμένο από χρόνια, το δάκρυ.

 

«Τα χρυσά πού 'ναι τώρα φθινόπωρα,

πού τα θεία καλοκαίρια στα δάση;

Πού οι νυχτιές με τον άπειρον, έναστρο

ουρανό, τα τραγούδια στο κύμα;

Οταν πίσω και πέρα μακραίνανε,

πού να επήγαν χωριά, πολιτείες;

 

»Οι θεοί μας εγέλασαν, οι άνθρωποι,

κι ήρθαμε όλες απόψε κοντά σου,

γιατί πια την ελπίδα δεν άξιζε

το σκληρό μας, αβέβαιο ταξίδι.

Σα φιλί, σαν εκείνα που αλλάζαμε,

ένα θάνατο πάρε και δώσε»

 

Θα τελειώσουν. Επάνω μου γέρνοντας,

θ' απομείνουν βουβές, μυροφόρες.

Ολοένα στην ήσυχη κάμαρα

θα βραδιάζει, και μήτε θα βλέπω

τα μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια τους

που γεμίζανε φως τη ζωή μου...

 

 

[Όλα τα πράγματά μου...]

Όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως

να 'χω πεθάνει πριν από καιρούς.

Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος,

και γράφω με το δάκτυλο σταυρούς.

 

Όλα τα πράγματά μου αναθυμούνται

μιαν ώρα που περάσαμε μαζί,

σ' εκείνη τα βιβλία μου λησμονούνται,

σ' εκείνη το ρολόι ακόμα ζει.

 

Ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα,

ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό.

Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα,

κι έμεινε το παράθυρο κλειστό.

 

Κανένας, ούτε ο ήλιος, πια δε μπαίνει.

Το ερημικό μου σπίτι αντιβοεί

στην ώρα κείνη ακόμα, που σημαίνει,

αυτή μονάχα, βράδυ και πρωί.

 

Δεν ξέρω δω ποιος είναι τώρα ο τόπος,

σε ξέρω ποιος χαράζει τους σταυρούς,

κι όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως

να 'χω πεθάνει πριν από καιρούς.

 

 

Υποθήκαι

Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,

μπορούνε με χείλιους τρόπους.

Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,

όταν ακούσεις ανθρώπους.

 

Όταν ακούσεις ποδοβολητά

λύκων, ο Θεός μαζί σου!

Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά

και κράτησε την πνοή σου.

 

Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,

στον πλατύ κόσμο μια θέση.

ΟΌαν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,

του δίνουν όψη ν' αρέσει.

 

Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν

με την πειθώ, με το ψέμα,

όταν [οι] άνθρωποι διαφιλονικούν

τη σάρκα σου και το αίμα.

 

Όταν έχεις μια παιδική καρδιά

και δεν έχεις ένα φίλο,

πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,

στη μπουτονέρια σου φύλλο.

 

Ασε τα γύναια και το μαστροπό

Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.

Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,

κράτησε σκήπτρο και λύρα.

 

 

Δημόσιοι υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν

σαν στήλες δύο δύο μές στα γραφεία.

(Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η Πολιτεία

κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)

 

Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν

αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.

«Συν τη παρούση αλληλογραφία

έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.

 

Και μονάχα η τιμή τους απομένει,

όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,

το βράδυ στο οχτώ, σαν κορντισμένοι

 

Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,

σκέπτονται το συνάλλαγμα, του ώμους

σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.

 

 

Ο Μιχαλιός

Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.

Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία

με το Μαρή και με τον Παναγιώτη.

Δεν μπόρεσε να μάθει καν το «επ' ώμου».

Ολο εμουρμούριζε: «Κυρ Δεκανέα,

άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».

 

Τον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,

αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.

Εκάρφωνε πέρα, σ' ένα σημείο,

το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,

σα να 'λέγε, σα να παρακαλούσε:

«Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω».

 

Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.

Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,

μαζί τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.

Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,

μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:

Ηταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.

 

 

[Επρόδωσαν την αρετή...]

Επρόδωσαν την αρετή κι ήρθαν οι έσχατοι πρώτοι.

Με χρήμα παίρνεται η καρδιά κι αποτιμάται ο φίλος.

Αν άλλοτε αντιφέγγιζε στο νου, στα μάτια, σ' ότι,

είναι η ζωή πια σκοτεινή κι ανέφικτη σα θρύλος,

είναι πικρία στο χείλος.

 

Νύχτα βαθιά. Με πνεύμα οργής έσπρωξα το κρεβάτι.

Ανοιξα τις αραχνιασμένες κάμαρες. Καμία

ελπίς. Απ' το παράθυρο, του τελευταίο διαβάτη

είδα τη σκιά. Κι εφώναξα στριγκά στην ησυχία:

«Δυστυχία!»

 

Η φρικτή λέξη με φωτιά στον ουρανόν εγράφη.

Δέντρα τη δαχτυλοδειχτούν, αστέρια την κοιτούνε,

επιγραφή την έχουνε τα σπίτια κι είναι τάφοι,

ακόμη θα την άκουσαν οι σκύλοι κι αλυχτούνε.

Οι άνθρωποι δεν ακούνε.

 

 

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται

στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,

θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται

καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

 

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι

με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,

ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη

ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

 

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει

για να ζυγίσει μια «ελλιπή» μερίδα,

θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,

κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

 

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.

Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.

Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης

πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

 

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,

«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»

Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.

Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

 

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους

αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...

Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,

θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

 

 

Στο άγαλμα της ελευθερίας

Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει

τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,

χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.

Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,

λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει

σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.

 

Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν

έμποροι και κονσόρτια κι εβραίοι.

Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,

πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν

οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν

με το πορτραίτο του Dorian Gray.

 

Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,

μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,

όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη

σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,

και τη ζωή τους εξακολουθούνε,

νεκροί που η καθιέρωσις του λείπει.

 

 

 

 

 

 

 

Η διαθήκη μου

Οκτωβρίου 28, 2022

Η διαθήκη μου (1950)

Μιχάλης Κατσαρός (1919-1998) 

Αντισταθείτε

σ᾿ αυτὸν που χτίζει ένα μικρὸ σπιτάκι

και λέει: καλὰ είμαι εδώ.

 

Αντισταθείτε σ᾿ αὐτὸν που γύρισε πάλι στο σπίτι

και λέει: Δόξα σοι ο Θεός.

 

Αντισταθείτε

στον περσικὸ τάπητα των πoλυκατοικιών

στον κοντὸ άνθρωπο του γραφείου

στην εταιρεία εισαγωγαὶ- εξαγωγαί

στην κρατικὴ ἐκπαίδευση

στο φόρο

σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

 

Αντισταθείτε

σ᾿ αὐτὸν που χαιρετάει απ᾿ τὴν ἐξέδρα

ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις

σ᾿ αὐτὴ την άγονη κυρία που μοιράζει

έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν

σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

 

Αντισταθείτε πάλι σ᾿ όλους αυτοὺς που λέγονται μεγάλοι

στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε

στις μουσικὲς τὰ τούμπανα και τις παράτες

σ᾿ όλα τ᾿ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε

πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι

 

σ᾿ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή

δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα

 

στις κολακείες τις εὐχὲς τις τόσες υποκλίσεις

από γραφιάδες και δειλοὺς για το σοφὸ αρχηγό τους.

 

Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων

στις φοβερὲς σημαίες των κρατών και τη διπλωματία

στα εργοστάσια πολεμικών υλών

σ᾿ αυτοὺς που λένε λυρισμὸ τα ωραία λόγια στα θούρια

στα γλυκερὰ τραγούδια με τους θρήνους

στοὺς θεατὲς

στον άνεμο

σ᾿ όλους τους αδιάφορους και τους σοφοὺς

στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας

 

ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ

αντισταθείτε.

 

Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την

Ελευθερία.

 

 

Youtube Playlists

youtube logo new

Χρήσιμα

farmakia

HOSPITAL

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.