από τον IRafina-Dimotis
Σήμερα, στον κινηματογράφο «Αλίκη», στη Νέα Μάκρη, συμμετείχαμε σε μια ιδιαίτερη εκδήλωση που διοργάνωσαν οι «Φίλοι του Αρχαιολογικού Μουσείου Μαραθώνος».
Παρακολουθήσαμε την ταινία «Αγέλαστος Πέτρα» του Φίλιππου Κουτσαφτή και συνομιλήσαμε με τον σκηνοθέτη, ο οποίος, με τη σεμνότητα ενός προσκυνητή και την οξυδέρκεια ενός ποιητή-παρατηρητή, μας υπενθύμισε τη δύναμη του βλέμματος και της μνήμης.
Η ταινία, αποτέλεσμα δέκα ετών παρατήρησης και έρευνας, ξεκινά από την ανασκαφή του νεκροταφείου της Ελευσίνας και συνδέει το παρελθόν με το παρόν, αναδεικνύοντας την αξία του πολιτιστικού μας αποθέματος, όσο κι αν αυτό κινδυνεύει να ξεχαστεί. Χάρη στην επιμονή του Κουτσαφτή και της αρχαιολόγου Πόπης Παπαγγελή, διασώθηκαν πολύτιμες εικόνες και ιστορίες. Ένας κόσμος που διαφορετικά θα είχε χαθεί
Αντιθέτως, στην περίπτωση του Μεγάλου Ρέματος Ραφήνας, δεν υπάρχει ούτε ντοκιμαντέρ, ούτε καταγραφή, ούτε φωνή. Το ρέμα, ένας φυσικός και πολιτιστικός θησαυρός, με νεολιθικά ευρήματα, παλαιολιθικούς οικισμούς και μνημεία ανεκτίμητης αξίας, ισοπεδώνεται στο όνομα μιας αμφίβολης «ανάπτυξης». Όχι απλώς παραμελείται η αρχαιολογική του σημασία, αλλά επιβάλλεται σιωπή. Το ίδιο το Υπουργείο Πολιτισμού –ή μάλλον (Α)πολιτισμού–, απαγορεύει κάθε φωτογράφιση ή πρόσβαση στον χώρο των δήθεν σωστικών ανασκαφών.
Εκεί που κάποτε ζούσαν άνθρωποι, έστηναν σπίτια, λάτρευαν θεούς και έθαβαν τους νεκρούς τους με σεβασμό, τώρα θα περνούν αγωγοί λυμάτων. Εκεί που υπήρχε ζωή, θα κυριαρχήσει το Μπετόν, η «μαγική ύλη» της εποχής του Homo Catastroficus
Τις ίδιες πρακτικές σιωπής και αποσιώπησης βίωσε και ο αείμνηστος αρχαιολόγος Δημήτρης Θεοχάρης, ο οποίος στις δεκαετίες του ’50 και ’60 είχε τολμήσει να αναδείξει τη σημασία των προϊστορικών οικισμών της περιοχής. Αντί για στήριξη, συνάντησε την εχθρότητα και την αδιαφορία των τοπικών αρχών – και, τελικά, εκδιώχθηκε, γιατί η δουλειά του ενοχλούσε. Η μοίρα του αποκαλύπτει με σκληρό τρόπο πως η σχέση αυτής της πόλης με την ιστορία της υπήρξε πάντα προβληματική.
Και σήμερα, δεκαετίες μετά, ελάχιστα έχουν αλλάξει. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ραφηνιωτών σιωπά, αδιάφορη μπροστά στην καταστροφή. Η τοπική κοινωνία –με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις– φαίνεται πρόθυμη να ξεπουλήσει τη μνήμη της για λίγο τσιμέντο. Ένα σιωπηλό «ναι» που βαραίνει πιο πολύ κι από τις μπουλντόζες.
Σε λίγο καιρό, τα αρχαιολογικά στρώματα της Ραφήνας δεν θα υπάρχουν. Θα έχουν καλυφθεί από μπάζα και τσιμέντο, που δεν εξυπηρετούν ούτε το περιβάλλον ούτε τη δημόσια υγεία – αντιθέτως, θα μεταφέρουν, μέσα από υπόγειους οχετούς, ακόμα και ανεπεξέργαστα λύματα από το Κέντρο Επεξεργασίας Λυμάτων, όταν αυτό –όπως συχνά συμβαίνει– θα υπολειτουργεί.
Χάνεται το ποτάμι, αλλά μαζί του χάνονται και τα ίχνη του ανθρώπινου πολιτισμού.
Δεν θα υπάρξει δεύτερη ευκαιρία. Οι επόμενες γενιές δεν θα γνωρίσουν ποτέ αυτή την ιστορία – ούτε θα έχουν την ευκαιρία να την μάθουν. Γιατί δεν θα έχει απομείνει τίποτα. Ούτε πέτρα, ούτε μνήμη.
Και όπως λέει και ο σκηνοθέτης, «Η μνήμη είναι η μόνη περιουσία μας»
