Στις ελληνικές παραλίες το καλοκαίρι ενδημεί ένα ιδιαίτερο είδος ζωής. Ο συστηματικός ρυπαντής της ήδη ρυπαρής, από την ανθρώπινη δραστηριότητα- άμμου και της παραλίας γενικότερα. Οι ρύποι πολλοί. Λάδια, αντηλιακά γαλακτώματα, ενίοτε και τα μπουκάλια τους, χαρτιά υγείας, μεταχειρισμένα και αμεταχείριστα, μπουκάλια νερού, σακούλες, αλουμινόχαρτα, σαγιοντάρες, μπαλάκια από ρακέτες και πολλά ακόμη ευφάνταστα. Βέβαια, μαζί με όλα τα παραπάνω, ευδοκιμούν και οι τσιγαριές, δηλαδή τα μικρά εκείνα μοσχεύματα - γόπες, συνήθως καφέ χρώματος αλλά κει λευκά ή μαύρα, τα οποία φιλότιμοι «καλλιεργητές» τα παραχώνουν στην άμμο, αλλά αυτά ούτε ριζώνουν ούτε μεγαλώνουν.
Για τον σοβαρό κόσμο οι γόπες δεν είναι καθαυτές πρόβλημα, αφού τις μαζεύει και δεν τις αφήνει να «φυτρώσουν». Μετά το μπάνιο του τις απορρίπτει σβησμένες, στα πολλά καλαθάκια και στους κάδους απορριμμάτων των δήμων. Για τους υπόλοιπους (τους ασόβαρους) οι γόπες αποτελούν ένα είδος παράλιας χλωρίδας ή βιοαποικοδομήσιμης ύλης, που δεν τους προβληματίζει η μοίρα τους. Και ακόμα και αν όσο πάει ελαττώνονται αυτοί, το πρόβλημα που προκαλούν τελικά παραμένει μεγάλο. Ακόμα όμως κι αυτοί, σιγά σιγά αποκτούν συνείδηση και λογικά το πρόβλημα θα εξαφανιστεί, ακόμα και στην Ελλάδα.
Υπάρχει και μία κατηγορία όμως που θεωρεί τις γόπες ευκαιρία. Ευκαιρία προβολής, ευκαιρία επίδειξης. Αυτοί είναι συνήθως δήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι και αιώνιοι υποψήφιοι για τις θέσεις αυτές. Αυτοί και αυτές εμπνέονται από μία φιγούρα που έμεινε γνωστή ως «ο παλιάτσος», από την χρήση του όρου αυτού από την Ελένη Βλάχου για να τον περιγράψει. Φυσικά αναφερόμαστε στον Στ. Παττακό. Τον χουντικό με το μυστρί, τον μανιακό αντικαπνιστή που είχε θεσπίσει και νομοθεσία για το κάπνισμα, αλλά και για το «πέταμα της γόπας» ή τσίχλας.
Ιστορική έχει μείνει η καταδίωξη ενός οδηγού στην Λ. Κηφισίας, ο οποίος πέταξε γόπα από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Αφού τον καταδίωξε ο ίδιος ο Παττακός (με τα «ΕΚΑΜ» της εποχής), τον γύρισε στον «τόπο του εγκλήματος», τον υποχρέωσε να μαζέψει την γόπα και να μαζέψει και τις γόπες που είχαν ρίξει άλλοι στον δρόμο. Ο «εγκληματίας» οδηγός ήταν γιατρός. Ο κόσμος που παρακολουθούσε τη σκηνή, ταυτιζόταν με τον αγράμματο υπαξιωματικό απέναντι στον γραμματιζούμενο γιατρό. Ο Παττακός είχε διδάξει με την εμμονή του για τις γόπες, πολιτικό μάρκετινγκ για «μέσους πολίτες».
Τον φαιδρό Παττακό μας θύμισε η φωτογραφία του σκηνικού που έστησαν οι συνεχιστές του έργου του, στη Ραφήνα. Αν δεν είχε εξαντλήσει τα 104 χρόνια της ζωής του, ο Παττακός θα επισκεπτόταν το μνημείο της γόπας στην Ραφήνα, για να σφίξει το χέρι των εμπνευστών του και –που ξέρεις- να τους γράψει και μία αφιέρωση, όπως αυτές που συνήθιζε να προσφέρει στους φίλους του (και φίλους της «επανάστασης» όπως αποκαλούσε το πραξικόπημα του 67.
Οι εμμονές του Παττακού με τις γόπες, είχαν επεκταθεί και στις τσίχλες. Έτσι καταδίωκε όχι μόνο όσους πετούσαν γόπες γόπες αλλά και όσους πετούσαν τσίχλες. Άξιος συνεχιστής του Παττακού, θέλησε να γίνει και ο εμπνευστής του Μεγάλου Περιπάτου και αναμορφωτής της Ομόνοιας -αν δεν τον έτρωγαν τα μεταλλικά παγκάκια, το κυκλοφοριακό που προκάλεσε, η άσκοπη καταξόδευση πόρων του δήμου και η….καραφατμέ- Κ. Μπακογιάννης. Αλλά απέτυχε να υλοποιήσει τα σχέδια του.