Δεκέμβριος του 1821. Η Επανάσταση έχει εδραιωθεί στην Πελοπόννησο. Η κατάληψη της Τριπολιτσάς και η εξόντωση ή ο διωγμός σχεδόν όλου του μουσουλμανικού πληθυσμού της Πελοποννήσου έχει δώσει τεράστια ώθηση στο φρόνημα των επαναστατημένων Ελλήνων, οι οποίοι ετοιμάζονται για την πρώτη Εθνοσυνέλευση. Μόνο που οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ετοιμάζεται, δεν είναι οι πλέον ιδανικές. Ήδη έχουν προλάβει να σχηματισθούν οι αντίπαλες φατρίες, οι οποίες ακονίζουν τα βέλη τους για την εξασφάλιση της πρωτοκαθεδρίας
Πρώτοι και καλύτεροι οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, που διαβλέπουν τον κίνδυνο η Επανάσταση να θέσει σε κίνδυνο τα δικαιώματα αφεντάδων που απολάμβαναν επί Οθωμανού κυρίαρχου.
Ακολουθούν οι καραβοκύρηδες, κυρίως από την Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά, που έχουν επίγνωση της μεγάλης σημασίας των πλοίων τους στην έκβαση του Αγώνα και ζητούν και αυτοί μερίδιο εξουσίας.
Από την άλλη μεριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ένας κάπος, ένας άνθρωπος των όπλων που η οικογένειά του ήταν επί γενιές στη δούλεψη των κοτζαμπάσηδων ως ένοπλοι υπασπιστές, μετά την κατάληψη της Τριπολιτσάς, έχει ανεβάσει τρομακτικά το γόητρο και την επιρροή του στον απλό λαό. Με την επίγνωση της δύναμης που έχει αποκτήσει, ζητά και αυτός να έχει λόγο.
Είναι και ο Δημήτριος Υψηλάντης που, μαζί με το επιτελείο του και μέλη της Φιλικής Εταιρείας, έχει κατέβει στην Πελοπόννησο, απεσταλμένος ως “Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας” , δηλαδή του αδελφού του Αλέξανδρου Υψηλάντη, με σκοπό να αναλάβει αυτός την ηγεσία του Αγώνα
Τελευταίος, αλλά και αυτός που θα αναδειχθεί ως ο πιο καθοριστικός παράγοντας είναι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος με τις γνώσεις του και τις μηχανορραφίες του, θα κατορθώσει να είναι αυτός που θα ελέγχει τελικά τα πράγματα
Οι λίγες προσπάθειες από την πλευρά του λαού να στρέψει την Επανάσταση σε κοινωνική εξέγερση (κυρίως στα Βέρβαινα και στη Ζαράκοβα, όπου εξαγριωμένοι πολεμιστές πήγαν να λυντσάρουν τους κοτζαμπάσηδες) καταπνίγονται εν τη γεννέσει τους από τον Κολοκοτρώνη. Ο δε Αντώνης Οικονόμου, αυτός που έβαλε την Ύδρα στον Αγώνα κόντρα στη θέληση των μεγάλων οικογενειών του νησιού και που έθεσε στη διάθεση της Επανάστασης το μεγάλο στόλο του νησιού, αυτός που ανέτρεψε την εξουσία των καραβοκύρηδων εγκαθιδρύοντας ένα λαοκρατικό πολίτευμα που δεν έμελλε να κρατήσει πολύ, δολοφονείται από ειδικό απόσπασμα που έστειλε για το σκοπό αυτό και κατ’ απαίτηση των Υδραίων προκρίτων ο κοτζάμπασης της Βοστίτσας (σημερινό Αίγιο) Ανδρέας Λόντος καθώς ο Οικονόμου κατευθύνεται για να μιλήσει στην πρώτη Εθνοσυνέλευση
Όλα πλέον είναι έτοιμα για την Α’ Εθνοσυνέλευση. Οι φατρίες έχουν πάρει θέση, ενώ με διάφορους τρόπους έχουν αποκλειστεί από αυτήν οι πιο σημαντικές – και πιο απρόβλεπτες - εκείνη τη στιγμή προσωπικότητες (Ο Κολοκοτρώνης , ο Ανδρούτσος και ο Υψηλάντης).
Τελικά, από την Εθνοσυνέλευση θα προκύψει ένα Σύνταγμα που θεωρητικά είναι ένα από τα πιο προοδευτικά εκείνη την εποχή στην Ευρώπη, γέννημα των ιδεών της Γαλλικής και της Αμερικανικής Επανάστασης. Ένα Σύνταγμα, όμως, στο οποίο δεν πίστεψε ή δεν κατάλαβε κανείς από όσους το υπέγραψαν και θα τεθεί στο περιθώριο.
Ο εμφύλιος πόλεμος είναι προ των πυλών. Ο μόνος που δε θα συμμετάσχει σε αυτόν, είναι ο Δημήτριος Υψηλάντης
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή
Στις 20 Δεκεμβρίου του 1821, οι αντιπρόσωποι των επαναστατημένων Ελλήνων συγκεντρώνονται στην Πιάδα, ένα χωριό κοντά στην Αρχαία Επίδαυρο για να πραγματοποιήσουν την Α' Εθνοσυνέλευση, η οποία θα αναλάβει να ορίσει το πολίτευμα του νέου Ελληνικού κράτους.
Η Πιάδα, που σήμερα ονομάζεται Νέα Επίδαυρος, επιλέγεται αντί του Άργους που αρχικά είχε επιλεγεί, επειδή αυτή βρίσκεται μακριά από τα θέατρα των πολεμικών επιχειρήσεων (Ναύπλιο, Ακροκόρινθος) και είναι περισσότερο προστατευμένη. Το πιο πιθανό, όμως, είναι πως η Πιάδα επιλέγεται, επειδή το Άργος εκείνη την εποχή έχει κατακλυστεί από τους οπλαρχηγούς και τις ένοπλες ομάδες τους
Οι άνθρωποι που συγκεντρώνονται στην Επίδαυρο είναι ένα ετερόκλητο πλήθος που προέρχεται από διαφορετικούς κόσμους και πολιτισμούς και έχουν διαφορετικές απόψεις για την οργάνωση του κράτους. Το μόνο κοινό που έχουν οι κοτζαμπάσηδες, οι οπλαρχηγοί, οι φιλελεύθεροι λόγιοι και οι καραβοκύρηδες είναι η μύησή τους στην Εθνική Ιδέα, μια ιδέα που είχε σφυρηλατήσει τα προηγούμενα χρόνια η Φιλική Εταιρεία, με τα δίκτυα λειτουργίας και τους μηχανισμούς στρατολόγησης που είχε συστήσει όπου υπήρχαν Έλληνες.
Ας δούμε, όμως, περιγραφικά τις ετερόκλητες αυτές ομάδες
Οι κοτζαμπάσηδες
Οι κοτζαμπάσηδες ή προύχοντες ή προεστοί είναι οι τοπικοί άρχοντες των Οθωμανικών επαρχιών, της Πελοποννήσου κυρίως. Δουλειά τους είναι να κατανέμουν και να εισπράττουν φόρους, να επιβάλλουν την τάξη, να ασκούν εξουσίες και να έχουν κατοχυρωμένα προνόμια. Η πατροπαράδοτη εξουσία τους επί των χριστιανικών κοινοτήτων και η πρωταγωνιστική τους παρουσία στην κήρυξη της επανάστασης τους κάνει να διεκδικούν ηγετικούς ρόλους και στο νέο κράτος και να συνδέουν την εθνική απελευθέρωση με τη διασφάλιση της υψηλής κοινωνικής τους θέσης.
Στην Εθνοσυνέλευση θα μεταφέρουν τη δική τους αντίληψη για την άσκηση της εξουσίας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από τη συμμετοχή τους στους πολιτικούς και διοικητικούς μηχανισμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Επανάσταση, όμως, έχει δώσει έναν αέρα ελευθερίας και αμφισβήτησης των δεδομένων του παρελθόντος. Οι ξεσηκωμένοι και οπλισμένοι αγρότες και κάτοικοι των πόλεων, καθώς ανέτρεπαν το καθεστώς της υποταγής τους στην Οθωμανική εξουσία, θα μπουν στη σκέψη μαζί με το μουσουλμάνο φοροεισπράκτορα να διώξουν και το χριστιανό κοτζάμπαση
Οι καραβοκύρηδες
Οι άρχοντες και οι έμποροι των νησιών (ιδίως των Σπετσών, των Ψαρών και της Ύδρας) προσέρχονται στην Εθνοσυνέλευση με πλήρη συνείδηση του πρωταγωνιστικού ρόλου που διαδραμάτιζαν τα πλοία τους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Επανάστασης. Οι νοικοκυραίοι, όπως ονομάζονταν, επιζητούν την ενιαία πολιτική αρχή και την κρατική οργάνωση, η οποία θα μπορούσε να τους διασφαλίσει τα αναγκαία χρηματικά ποσά για τη συντήρηση και την κίνηση των πλοίων.
Οι φιλελεύθεροι λόγιοι
Οι καλαμαράδες, όπως τους ονόμαζαν, είναι μια ομάδα ανθρώπων από τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης, αποτελούμενη από διανοούμενους, φοιτητές και εμπόρους που συνδέουν την εθνική επαναστατική ιδέα με τις φιλελεύθερες ιδέες που διατρέχουν την Ευρώπη την εποχή αυτή.
Ανάμεσά τους βρίσκονται και κάποιοι που έχουν εγκαταλείψει ηγετικές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση και μαζί με τη φαναριώτικη παιδεία τους, διεκδικούν και αυτοί πρωταγωνιστικό ρόλο στον επαναστατικό Αγώνα. Ορισμένοι από αυτούς μάλιστα, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Ιωάννης Κωλέττης, έχουν προσέλθει ως εκπρόσωποι επαναστατημένων περιοχών. Οι άνθρωποι αυτοί επιδιώκουν πάνω απ’ όλα την εγκαθίδρυση ενός σύγχρονου, δυτικού τύπου, κράτους.
Οι οπλαρχηγοί
Παλιοί κλέφτες της Πελοποννήσου και οπλαρχηγοί της Ρούμελης με πλούσια παράδοση εξεγέρσεων, έχουν μάθει να ασκούν ταυτόχρονα και εξουσία, υπηρετώντας κατά καιρούς τους κοτζαμπάσηδες ή την ίδια την οθωμανική διοίκηση. Οι άνθρωποι των όπλων, που ήδη πρωτοστατούν στον πόλεμο και έχουν αποκτήσει μεγάλη δύναμη στις επαρχίες τους, θεωρούν και αυτοί πως έχουν κάθε δικαίωμα να έχουν πρωτεύοντα ρόλο στις εξελίξεις. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι ηγετικές φυσιογνωμίες των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο και Οδυσσέα Ανδρούτσου στην ανατολική Ρούμελη. Παρόλο που οι περισσότεροι από αυτούς θα απουσιάσουν ή θα αποκλειστούν από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, ο ρόλος τους δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν.
Το περιβάλλον του Δημήτριου Υψηλάντη
Εκτός από τις παραπάνω ομάδες, υπάρχουν και άλλοι πατριώτες, άνθρωποι του εμπορίου συνήθως, ενταγμένοι τα προηγούμενα χρόνια στο δίκτυο της Φιλικής Εταιρείας. Ανάμεσά τους είναι ο Παπαφλέσσας, ο Αναγνωστόπουλος, ο Αναγνωσταράς, ο Βάμβας. Όλοι αυτοί αποτελούν το περιβάλλον του πρίγκιπα Δημήτριου Υψηλάντη, πρώην αξιωματικού του ρωσικού στρατού και αδελφού του Αλέξανδρου Υψηλάντη, αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θα μετάσχουν στην Εθνοσυνέλευση έχουν βρεθεί εκεί για να υπερασπιστούν τα “δίκαια του έθνους” και να φτιάξουν μαζί ένα κοινό μέλλον στο νέο κράτος που επιθυμούν να οικοδομήσουν. Ταυτόχρονα, όμως, προσπαθούν να προωθήσουν και τις προσωπικές αξιώσεις και διεκδικήσεις τους. Για πολλούς μάλιστα από αυτούς, οι αλλαγές που φέρνει η Επανάσταση, θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους. Οι κοτζαμπάσηδες, για παράδειγμα, βλέπουν ξαφνικά τους οπλαρχηγούς να διεκδικούν από τις επαρχίες εισοδήματα που οι ίδιοι απολάμβαναν για χρόνια και να στρατολογούν ανθρώπους που επίσης για χρόνια τους θεωρούσαν δικούς τους. Βλέπουν, επίσης, τον πρίγκιπα Υψηλάντη, να θέλει να συγκεντρώσει όλη την εξουσία του τόπου τους στα χέρια του. Έτσι ,προσέρχονται στην Εθνοσυνέλευση με μεγάλες ανησυχίες και με τη θέληση να μην επιτρέψουν αλλαγές που θα θίγουν τα συμφέροντά τους.
Ένα άλλο πρόβλημα που παρουσιάζεται, είναι και οι διαφορετικές απόψεις μεταξύ των ανθρώπων που μετέχουν στην εθνοσυνέλευση για τον τρόπο με τον οποίο θα προχωρήσει η επανάσταση. Για παράδειγμα, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που έχει αναλάβει την προεδρία της Εθνοσυνέλευσης, έχει διαφορετική αντίληψη από τους οπλαρχηγούς ή τους κοτζαμπάσηδες για το πώς θα πραγματοποιηθεί το απελευθερωτικό σχέδιο.
Παρ' όλες τις παραπάνω διαφορές, οι αντιπρόσωποι του επαναστατημένου έθνους, αποφασίζουν, ταυτόχρονα με τον πόλεμο, να οργανώσουν θεσμούς, να αναδείξουν ηγεσία, να αναλάβουν και να κατανείμουν ρόλους και αρμοδιότητες. Αντιπρόσωποι όμως μόνο κατ’ όνομα, καθώς δεν είναι εκλεγμένοι άμεσα από το λαό. Οι παραστάτες του έθνους όπως ονομάστηκαν, έχουν εκλεγεί από τις περιφερειακές Γερουσίες, που έχουν ήδη συσταθεί και λειτουργούν στην Πελοπόννησο και στη Ρούμελη ή από τις κατά τόπους συνελεύσεις στα νησιά. Η εκλογή τους, δηλαδή, είναι αποτέλεσμα των συσχετισμών δύναμης ανάμεσα στις κατά τόπους ηγετικές ομάδες.
Έτσι, οι οκτώ παραστάτες της δυτικής Ρούμελης ελέγχονται από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο ενώ οι εικοσιεπτά παραστάτες της ανατολικής Ρούμελης έχουν οριστεί από την τοπική Γερουσία, τον Άρειο Πάγο όπως ονομάστηκε, που βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του Θεόδωρου Νέγρη, στενού συνεργάτη του Μαυροκορδάτου. Όλοι οι παραπάνω, μαζί με τους δέκα παραστάτες της Πελοποννήσου και τους περισσότερους από τους δεκατέσσερεις παραστάτες των νησιών, συμμαχούν για να εξουδετερώσουν τα σχέδια του Δημήτριου Υψηλάντη και των Φιλικών που τον ακολούθησαν προκειμένου να αναλάβει αυτός την ηγεσία του Αγώνα ως “Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας” , δηλαδή του αδελφού του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Η συμμαχία αυτή επιβάλλει την εκλογή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στη θέση του προέδρου της Εθνοσυνέλευσης. Ο Μαυροκορδάτος επικαλείται και αυτός καταγωγή από ισχυρή φαναριώτικη οικογένεια και φροντίζει να τον αποκαλούν πρίγκιπα επιδιώκοντας να εμφανίζεται ως ο βασικός αντίπαλος του Υψηλάντη. Η σύγκρουση των κοτζαμπάσηδων με τον Υψηλάντη, βοηθά το Μαυροκορδάτο να εκλεγεί πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης και από τη θέση αυτή να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις.
Πρώτες προσπάθειες οργάνωσης. Πώς φτάσαμε στην Α' Εθνοσυνέλευση
Από την έναρξη της Επανάστασης, οι κοτζαμπάσηδες κινούνται πρώτοι να αναλάβουν την ευθύνη για τη διεξαγωγή του πολέμου μέσα από την ίδρυση αρχικά τοπικών συμβουλίων, καθώς διέθεταν πείρα, χρήματα και πολιτική μεθοδολογία. Στην Πάτρα οι κοτζαμπάσηδες Α. Ζαΐμης, Α. Λόντος και Σ. Χαραλάμπης μαζί με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό συστήνουν το Αχαϊκό Διευθυντήριο, στη Μάνη ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τη Μεσσηνιακή Γερουσία, στο Άργος δημιουργείται η καγκελαρία του Άργους και στα Ψαρά η Βουλή των Ψαρών. Μόνο σε λίγα τοπικά συμβούλια όπως στην Ύδρα, στην Άνδρο και στη Σάμο είναι έντονο το λαϊκό στοιχείο και αυτό όμως δε θα διαρκέσει πολύ.
Οι μεγάλες όμως στρατιωτικές επιτυχίες κατά τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, έχουν ενδυναμώσει τους οπλαρχηγούς και ιδιαίτερα τον Κολοκοτρώνη. Παρά το γεγονός ότι τον τίτλο του αρχιστράτηγου φέρει τυπικά ο κοτζαμπάσης της Μάνης, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Κολοκοτρώνης με τις μεγάλες στρατιωτικές του ικανότητες αναδεικνύεται σταδιακά σε αδιαμφισβήτητο ηγέτη του ένοπλου Αγώνα, κάτι που προκαλεί ανησυχία στους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου
Όπως γράφει ο Τ. Βουρνάς : «Δύο μήνες μετά την Επανάσταση σκέφτονται πλέον [ σ.σ οι κοτζαμπάσηδες] να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τον κίνδυνο διαφυγής της εξουσίας από τα χέρια τους, με σύντονα μέτρα, κυριότερο από τα οποία ήταν η παγίωση μιας εντελώς ελεγχόμενης από αυτούς κεντρικής εξουσίας, που θα έπαιζε ρόλο κυβέρνησης και θα εξουδετέρωνε με ριζικά μέτρα τις επιπτώσεις της ταξικής πάλης των μαζών μέσα στη φωτιά της Επανάστασης»
Αποφασίζουν λοιπόν, μετά από πρωτοβουλία των δύο μεγάλων οικογενειών της Πελοποννήσου, των Δεληγιανναίων και των Μαυρομιχαλέων, να συσκεφθούν στη Μονή των Καλτεζών (στα σύνορα Λακωνίας και Αρκαδίας) κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς για να σχηματίσουν ενιαία τοπική κυβέρνηση. Με την πράξη των Καλτεζών στις 26 Μαΐου 1821 συστήνουν την Πελοποννησιακή Γερουσία με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και μέλη έναν επίσκοπο, τέσσερις κοτζαμπάσηδες, και ένα μεγαλέμπορο. Στη σύνθεση της Πελοποννησιακής Γερουσίας αγνοούνται τόσο ο Κολοκοτρώνης, όσο και άλλοι οπλαρχηγοί. Λίγο αργότερα, η Γερουσία θα διευρύνει τον αριθμό των μελών της αλλά και πάλι η σύνθεση (ένας έμπορος, δύο επίσκοποι και πολλοί πρόκριτοι) παραμένει προκλητικά ετεροβαρής, χωρίς να αντιπροσωπεύεται καθόλου το λαϊκό στοιχείο
Οι Φιλικοί, οι στρατιωτικοί και κυρίως ο λαός αισθάνονται μεγάλη δυσφορία για τις συνωμοτικές κινήσεις των κοτζαμπάσηδων, που δείχνουν πως πέρα από το διωγμό του Τούρκου, δεν θέλουν κάποια άλλη αλλαγή. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τη θερμή υποδοχή που επιφυλάσσει ο απλός λαός στο Δ. Υψηλάντη και στον Α. Αναγνωστόπουλο, ηγετικά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας, οι οποίοι έρχονται ως αντιπρόσωποι του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής για να διεκδικήσουν την πολιτική και στρατιωτική διεύθυνση του Αγώνα
Ακολουθεί στη συνέχεια μια περίοδος έντονων προστριβών στα Βέρβαινα, με τους Φιλικούς και τον Υψηλάντη από τη μια μεριά και τους κοτζαμπάσηδες από την άλλη. Ο Υψηλάντης ζητά τη συγκέντρωση όλης της εξουσίας – στρατιωτικής και πολιτικής – στα χέρια του, όπως άλλωστε ήταν το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας. Λίγες μέρες μετά την άφιξή του στην Πελοπόννησο, προτείνει στους κοτζαμπάσηδες τη σύσταση ενός “Γενικού Οργανισμού της Πελοποννήσου”, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να καταργήσει τη Γερουσία των Καλτεζών και στη θέση της να ιδρύσει ένα νέο πολιτικό σώμα, τη Βουλή. Η Βουλή, στην οποία θα είναι ο ίδιος πρόεδρος, θα ασχολείται με τα πολιτικά ζητήματα. Παράλληλα, όμως, ζητά και τον τίτλο του αρχιστράτηγου, που θα έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα οργάνωσης του στρατού και διεύθυνσης των πολεμικών επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια, δηλαδή, ο πρίγκιπας θα είναι ο διοικητής της Πελοποννήσου μέχρι την άφιξη του αδελφού του Αλέξανδρου.
Οι κοτζαμπάσηδες, όμως, δεν έχουν καμία διάθεση να παραχωρήσουν την απόλυτη εξουσία στον Υψηλάντη. Έτσι, προτείνουν τη διατήρηση της Γερουσίας με την προσθήκη του Υψηλάντη ως προέδρου αλλά με την προϋπόθεση “ούτε η Γερουσία να ενεργεί χωρίς τη συγκατάθεση του πρίγκιπα, ούτε ο πρίγκιπας χωρίς τη συγκατάθεση της Γερουσίας”. Στη νέα αυτή Γερουσία θα συμπεριλαμβάνονται όλοι οι άρχοντες του τόπου, μικροί και μεγάλοι.
Ο Υψηλάντης απορρίπτει τις προτάσεις αυτές και αφού καταγγέλλει τους κοτζαμπάσηδες για εξυπηρέτηση των προσωπικών τους συμφερόντων, αναχωρεί από τα Βέρβαινα. Το γεγονός αυτό προκαλεί την εξέγερση των χιλιάδων στρατιωτών που βρίσκονται εκεί, οι οποίοι υπό τον Παπαφλέσσα και τον Αναγνωσταρά παίρνουν τα όπλα και περικυκλώνουν το σπίτι στο οποίο βρίσκονται συγκεντρωμένοι οι πρόκριτοι, φωνάζοντας συνθήματα εναντίον τους και απειλώντας να τους σκοτώσουν.
Οι κινητοποιήσεις αυτές έχουν ενθαρρυνθεί από τα ανατρεπτικά κηρύγματα των Φιλικών, οι οποίοι τους υπόσχονται ότι θα τους απαλλάξουν και από την καταπίεση των Οθωμανών αλλά και από την τυραννία των χριστιανών αφεντάδων τους, δηλαδή των κοτζαμπάσηδων. Τους υπόσχονται ότι θα τους μοίραζαν τα κτήματα των μουσουλμάνων που τα διεκδικούσαν για λογαριασμό τους οι κοτζαμπάσηδες, και ότι δε θα πλήρωναν ποτέ πια αβάσταχτους φόρους.
Τον κίνδυνο αυτό, της εκτροπής της Επανάστασης προς ένα είδος λαϊκού ξεσηκωμού και απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης, φροντίζει να τον αποτρέψει ο Κολοκοτρώνης. Η κατευναστική παρέμβαση του Κολοκοτρώνη προς τους στρατιώτες έξω από το σπίτι των πολιορκημένων κοτζαμπάσηδων και η αποδοχή του αιτήματος τους για επιστροφή του Υψηλάντη ηρεμούν προσωρινά τα πνεύματα και σώζουν τους προκρίτους τη στιγμή, που όπως σημειώνει ο Τάσος Βουρνάς «η λαϊκή εξέγερση θα έλυνε δυναμικά το πρόβλημα της πάλης για την ηγεσία προς όφελος της Επανάστασης».
Ο Υψηλάντης επιστρέφει, αλλά οι προστριβές και οι διενέξεις ανάμεσα στις δύο παρατάξεις συνεχίζονται. Μετά από πολλές και έντονες διαπραγματεύσεις οι κοτζαμπάσηδες δέχονται τελικά την εκλογή Βουλής με την προϋπόθεση οι αποφάσεις της να υποβάλλονται για έγκριση στη Γερουσία. Ο Υψηλάντης υποχωρεί και δέχεται την έγκριση της Γερουσίας μόνο σε διπλωματικές και πολεμικές αποφάσεις.
Στις αρχές του Οκτωβρίου, ενόψει της επικείμενης Εθνοσυνέλευσης, ο Υψηλάντης παίρνει πρωτοβουλία και στέλνει προκηρύξεις στις επαρχίες καλώντας τις να στείλουν εκπροσώπους στην Τρίπολη μέχρι το τέλος του μήνα για να οριστούν παραστάτες για την εθνοσυνέλευση, όπως είχε ήδη συμβεί στη Ρούμελη με πρωτοβουλία του Νέγρη και του Μαυροκορδάτου. Η πρόσκλησή του απευθύνεται προς όλους τους πατριώτες της Πελοποννήσου και τους καλεί να παρακάμψουν τους άρχοντες, τους οποίους ταυτίζει με το παλιό καθεστώς της οθωμανικής τυραννίας, και να έλθουν να αναγνωρίσουν τον ίδιο ως ηγέτη.
Παρόλο το πατερναλιστικό ύφος της επιστολής (ας μην ξεχνάμε πως φέρει τον τίτλο του πρίγκιπα της τσαρικής Ρωσίας), εν τούτοις είναι ο μόνος από τους εξέχοντες άνδρες που απευθύνεται απευθείας στο λαό, παρακάμπτοντας τους άρχοντες, και τον καλεί να ορίσει αυτός τους εκπροσώπους του στην Εθνοσυνέλευση
«Πολίτες της Πελοποννήσου! Κληρικοί και λαϊκοί, νέοι και γέροι, άνθρωποι κάθε σειράς και ηλικίας! Ήρθε η ώρα να συγκεντρωθείτε εδώ στην Τριπολιτσά, να δώσετε τη γνώμη σας όσον αφορά τα δίκαια και τις ανάγκες της πατρίδας σας. Εγώ, ο Δημήτριος Υψηλάντης, είμαι εδώ για να παλέψω για την ελευθερίας σας. Είμαι εδώ για να υπερασπίσω τα δικαιώματα, την τιμή, τη ζωή και τα αγαθά σας. Είμαι εδώ για να σας δώσω δίκαιη νομοθεσία και δικαστήρια που θα εγγυώνται την ισονομία, έτσι ώστε κανείς να μη μπορεί να βλάψει τα συμφέροντά σας ή να διακυβεύσει την ύπαρξή σας. Ήρθε η ώρα, επιτέλους, να πάψει η τυραννά, όχι μόνο αυτή των Τούρκων, αλλά και η τυραννία εκείνων των προσώπων που συμμερίζονται τις ίδιες ιδέες με τους Τούρκους και καταπιέζουν το λαό. Ενωθείτε, Πελοποννήσιοι, αν επιθυμείτε να καταλαγιάσουν τα δεινά που σας βασάνιζαν. Είμαι ο πατέρας σας που άκουσε τις οιμωγές σας από τα βάθη της Ρωσίας και ήρθε για να σας προστατεύσει, να αγωνιστεί για τη λύτρωσή σας, να φροντίσει για την ευτυχία τη δική σας και των οικογενειών σας, να σας ανακουφίσει από την αξιοθρήνητη κατάσταση, στην οποία σας είχαν ταπεινώσει ανόσιοι τύραννοι, αλλά και οι φίλοι και συμπαραστάτες αυτών των τυράννων. Συγκεντρωθείτε, λοιπόν! Βιαστείτε, ελάτε από τις πόλεις ή τα χωριά σας, για να διατρανώσετε ενώπιόν μου τα δίκαιά σας ως ελεύθεροι πολίτες, να μου υποδείξετε εκείνους τους οποίους κρίνετε ως τους πλέον ικανούς, για να σας τους παραδώσω ως εφόρους και φρουρούς των συμφερόντων σας. Μη χάνετε καιρό. Μη γίνεστε εύκολα θύματα φαύλων ανθρώπων, προσκολλημένων στην τυραννία. Αποδείξτε ότι αντιλαμβάνεστε το νόημα της ελευθερίας και αναγνωρίστε τον στρατηγό και υπερασπιστή σας. Με αυτό τον τρόπο θα δώσετε στην υπόλοιπη Ελλάδα το παράδειγμα της σοφής και νόμιμης διακυβέρνησης. Την 30η ημέρα του τρέχοντος μηνός, επιθυμώ να σας δω συγκεντρωμένους γύρω μου, να συζητήσετε ελεύθερα τα δίκαιά σας υπό το βλέμμα του αρχηγού και πατέρα σας. Γι αυτό το λόγο, σας στέλνω καλούς πατριώτες που θα σας διαβάσουν αυτό το χαρτί και θα σας εκθέσουν δια ζώσης την αναγκαιότητα αυτής της συνάθροισης
Τριπολιτσά, 6/18 Οκτωβρίου 1821 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ
Πληρεξούσιος του Αρχιστρατήγου
Αλλά και ο Κολοκοτρώνης προσπαθεί να πάρει μέρος στα πολιτικά παιχνίδια. Διεκδικεί και αυτός την αρχηγία των όπλων στην Πελοπόννησο και θέλει να έχει επιρροή στις επαρχίες από τις οποίες στρατολογεί και μισθώνει τους ενόπλους του. Έτσι, ενώ στην αρχή είχε ταχθεί με το μέρος του Υψηλάντη στο πλαίσιο της δικής του αντιπαλότητας με τους κοτζαμπάσηδες, πολύ γρήγορα αντιλαμβάνεται πως αυτό που προτείνει ο Υψηλάντης θέτει σε κίνδυνο και τη δική του πολιτική ισχύ, η οποία έχει αρχίσει να αυξάνεται , ιδίως στην κεντρική Πελοπόννησο, στην επαρχία της Καρύταινας.
Μετά τη μεγάλη του νίκη στην Τριπολιτσά, που δίνει στον ίδιο και στην ομάδα του πλούτο και δύναμη, ακολουθεί πλέον αυτόνομη πολιτική, καθώς αναδεικνύεται ως ο μεγάλος στρατιωτικός ηγέτης στην Πελοπόννησο. Μάλιστα, τα νέα από την καταστολή της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και τη σύλληψη του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην Αυστρία, διευκολύνουν τον Κολοκοτρώνη να διεκδικεί τον τίτλο του ηγέτη που επιζητούσε στην αρχή ο Δημήτριος Υψηλάντης.
Παρά τη φαινομενική δύναμη των κοτζαμπάσηδων, από τη μια το κύρος του Υψηλάντη και η πλατιά λαϊκή αποδοχή που απολάμβανε και από την άλλη το ολοένα και αυξανόμενο γόητρο του Κολοκοτρώνη, έκανε πολύ δύσκολα τα πράγματα γι αυτούς. Οι ισορροπίες φαίνονταν πολύ λεπτές, ώσπου εμφανίστηκε ένας καινούργιος παράγοντας για να τις ανατρέψει. Και αυτός ο παράγοντας δεν είναι άλλος από την έλευση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στο Μεσολόγγι το καλοκαίρι του 1821 και η κάθοδός του μετά από λίγο στην Πελοπόννησο προκειμένου να συναντηθεί με την ηγεσία της Επανάστασης και ιδίως με τον Υψηλάντη.
Οι Αχαιοί κοτζαμπάσηδες υποδέχονται θερμά το Μαυροκορδάτο καθώς βλέπουν σε αυτόν την προσωπικότητα που θα αντιστάθμιζε τη δύναμη του Υψηλάντη και των οπλαρχηγών. Το ίδιο και οι νησιώτες της Ύδρας και των Σπετσών, οι οποίοι επιθυμούν την επίσπευση των διαδικασιών της Εθνοσυνέλευσης και την ανάδειξη κεντρικής διοίκησης που θα εξασφάλιζε σε αυτούς τη χρηματοδότηση των πλοίων και των ναυτικών επιχειρήσεών τους.
Ο Μαυροκορδάτος, με τις γνώσεις του για τη διοίκηση, τις γνωριμίες του με Ευρωπαίους αλλά και με ισχυρές προσωπικότητες του ελληνισμού, αποτελεί για πολλούς τον άνθρωπο που θα μπορούσε να στηρίξει την ελληνική υπόθεση στην Ευρώπη και να της βρει συμμάχους.
Ο Μαυροκορδάτος πείθει αρχικά τον Υψηλάντη να του αναθέσει την πολιτική οργάνωση της Ρούμελης. Στη συνέχεια, αναθέτει στο Θ. Νέγρη την ευθύνη των ανατολικών επαρχιών της Ρούμελης, ενώ ο ίδιος αναλαμβάνει τη διοργάνωση διοικητικών θεσμών στις δυτικές επαρχίες, έχοντας το Μεσολόγγι ως κέντρο της δράσης του.
Στο Μεσολόγγι, στις αρχές Νοεμβρίου του 1821, ο Μαυροκορδάτος πρωτοστατεί στη συγκρότηση της “Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος”, ενώ λίγες μέρες αργότερα ο Νέγρης συγκροτεί στην Ανατολική Στερεά τον “Άρειο Πάγο”. Στις διεργασίες αυτές συμμετέχουν οι τοπικές ηγεσίες (ιεράρχες, προεστοί, αρματολοί), αλλά και εκπρόσωποι των επαναστατών από την Ήπειρο και τη Μακεδονία.
Στο νησιωτικό χώρο (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, Κάσος), οι διαδικασίες ανάδειξης εκπροσώπων για την Εθνοσυνέλευση βρίσκονταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο των ισχυρών καραβοκύρηδων. Μόνο στην Ύδρα, αμφισβητήθηκε η εξουσία των καραβοκύρηδων. Ο Αντώνης Οικονόμου, ένας μικρός καραβοκύρης που είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα, αφού πρωταγωνίστησε στην έναρξη της Επανάστασης στην Ύδρα, στη συνέχεια προσπαθεί να στρέψει τους κατοίκους του νησιού εναντίον των Κουντουριώτηδων και των άλλων ισχυρών οικογενειών, διεκδικώντας πιο αντιπροσωπευτικές μορφές εκπροσώπησης για το νησί του
Παρά την αρχική επικράτηση του ίδιου και των υποστηρικτών του κατά τις πρώτες εβδομάδες της Επανάστασης, τελικά οι Υδραίοι άρχοντες καταφέρνουν να τον απομονώσουν, να τον συλλάβουν και να τον εξορίσουν. Στο τέλος, μάλιστα, τον δολοφονούν στο Άργος το Δεκέμβριο του 1821, καθώς ο ίδιος κατευθύνεται για να συμμετάσχει στην Α’ Εθνοσυνέλευση.
Την ίδια περίοδο, οι κοτζαμπάσηδες συγκαλούν εσπευσμένα την Πελοποννησιακή Γερουσία για την ντε φάκτο αναγνώριση της εξουσίας. Καταφέρνουν μάλιστα να ενισχύσουν τις θέσεις τους ενόψει και της Εθνοσυνέλευσης, με τον προσεταιρισμό των Υδραίων πλοιοκτητών. Ο Υψηλάντης και ο Κολοκοτρώνης ηττημένοι και παραγκωνισμένοι αναχωρούν για την Ακροκόρινθο, ενώ στους στρατιώτες επικρατεί και πάλι αναβρασμός για την εγκατάλειψη τους από τους ηγέτες τους. Οι κοτζαμπάσηδες φοβούμενοι την επανάληψη των γεγονότων των Βερβαίνων εγκαταλείπουν το Άργος και μεταφέρονται στην ερημική Επίδαυρο, όπου και υπογράφουν τον οργανισμό της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Ο Υψηλάντης και ο Κολοκοτρώνης αρχικά αρνούνται, αλλά τελικά υποχωρούν και υπογράφουν το κείμενο αυτό, που ουσιαστικά αναγνωρίζει την πολιτική κυριαρχία των κοτζαμπάσηδων και σηματοδοτεί την οριστική ήττα του επαναστατικού ιδεώδους της Φιλικής Εταιρείας.
Η Γερουσία έχει τώρα την ευχέρεια να ρυθμίσει τη σύνθεση των μελών της Εθνοσυνέλευσης. Έτσι, οι κοτζαμπάσηδες στην Πελοπόννησο, οι Φαναριώτες Μαυροκορδάτος και Νέγρης στη Ρούμελη και οι ισχυροί καραβοκύρηδες στα νησιά, έχουν υπό τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο μέρος των εκπροσώπων στην Εθνοσυνέλευση που επρόκειτο να ξεκινήσει.
Παρόλα αυτά, οι παραπάνω ομαδοποιήσεις δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση ότι οι ομάδες αυτές είναι ενιαίες και αδιάσπαστες. Οι κοτζαμπάσηδες, για παράδειγμα, αφού μετά από μεγάλες προσπάθειες κατορθώνουν να βρεθούν συσπειρωμένοι κατά τις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης, αμέσως μετά νέες διαφωνίες θα προκύψουν μεταξύ τους και θα διασπαστούν εκ νέου.
Το ίδιο ισχύει και για τους στρατιωτικούς της Ρούμελης και της Πελοποννήσου. Ανάμεσά τους υπάρχουν διαμάχες, ανταγωνισμοί και συγκρούσεις, οι οποίες δυσχεραίνουν το συντονισμό της δράσης τους, όχι μόνο για την πολιτική τους ενοποίηση, αλλά ακόμη και κατά τη διάρκεια των μαχών.
Τα αποτελέσματα της Α' Εθνοσυνέλευσης
Στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, οι επαναστατημένες περιοχές αποφασίζουν μέσω των εκπροσώπων τους, να ενταχθούν σε ένα νέο πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο. Η Εθνοσυνέλευση, την 1η Ιανουαρίου του 1822, ψηφίζει Σύνταγμα, το οποίο ονομάζει Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος. Βάσει του Συντάγματος αυτού, συγκροτείται η πολιτική Αρχή της επανάστασης, η Προσωρινή Διοίκησις, αποτελούμενη από δύο συλλογικά σώματα, το Εκτελεστικό και το Βουλευτικό. Το Εκτελεστικό είναι εκείνο που ασκεί στην πράξη την εξουσία, το Βουλευτικό έχει τη νομοθετική εξουσία.
Το Εκτελεστικό είναι πενταμελές, σύμφωνα με τα πρότυπα του Διευθυντηρίου του Γαλλικού συντάγματος. Τα πέντε μέλη του είναι τα εξής : ο Α. Μαυροκορδάτος, πρόεδρος, οι Πελοποννήσιοι κοτζαμπάσηδες Α. Δεληγιάννης και Α. Κανακάρης, ο νησιώτης Ι. Ορλάνδος και ο Ρουμελιώτης Ι. Λογοθέτης.
Το Εκτελεστικό, στη συνέχεια, εκλέγει οκτώ υπουργούς (μινίστρους). Μεταξύ αυτών, το Θ. Νέγρη, αρχιγραμματέα και υπουργό των Εξωτερικών, τον Ηπειρώτη Ι. Κωλέττη, υπουργό των Εσωτερικών, τον Πελοποννήσιο κοτζάμπαση Π. Νοταρά, υπουργό της Οικονομίας και το Σουλιώτη οπλαρχηγό Ν. Μπότσαρη, υπουργό του Πολέμου. Ορίζονται επίσης τρεις υπουργοί Ναυτικών, ένας από τα Ψαρά, ένας από την Ύδρα και ένας από τις Σπέτσες.
Ο Δ. Υψηλάντης εκλέγεται πρόεδρος του βουλευτικού σώματος με αντιπρόεδρο τον Π. Μαυρομιχάλη. Ο τελευταίος δεν αποδέχεται τη θέση αυτή και αντικαθίσταται από τον κοτζαμπάση Καλαβρύτων Σ. Χαραλάμπη.
Η Εθνοσυνέλευση ολοκληρώνει τις εργασίες της στις 15 Ιανουαρίου. Την ημέρα εκείνη, ακολουθώντας το παράδειγμα τη Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που πραγματοποιήθηκε το 1776, προχωρεί και αυτή στη Διακήρυξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Είναι μία διακήρυξη που αποτυπώνει τις πολιτικές και ιδεολογικές αρχές της Επανάστασης. Ο πόλεμος εναντίον των Οθωμανών παρουσιάζεται ως αγώνας υπέρ της ελευθερίας και της υπεράσπισης βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων καθώς και αγώνας του πολιτισμού εναντίον της βαρβαρότητας.
Η ελευθερία αυτή θα ερχόταν μόνο μέσω της εθνικής ανεξαρτησίας και έτσι στην Εθνοσυνέλευση διακηρύσσεται η βούληση των επαναστατών να απαλλαγούν οριστικά, και με κάθε τίμημα ( Ελευθερία η Θάνατος ) από την οθωμανική τυραννία και να ζήσουν ελεύθεροι, όπως ταιριάζει σε όλα τα πολιτισμένα έθνη. Η μόνη λύση γι' αυτό είναι ο πόλεμος μέχρις εσχάτων, ο οποίος είναι πόλεμος “εθνικός και ιερός”, και καμία δυνατότητα συνύπαρξης ανάμεσα στις δύο πλευρές δεν είναι πλέον δυνατή.
Το ύφος στο οποίο διατυπώνονται οι ιδεολογικές και πολιτικές αρχές και διεκδικήσεις της Επανάστασης είναι επηρεασμένο από το Διαφωτισμό, τη Γαλλική Επανάσταση και τον πολιτικό φιλελευθερισμό. Πίσω από την σύνταξη των κειμένων, βρίσκονται ο Α. Μαυροκορδάτος, ο Θεόδωρος Νέγρης, ο Αναστάσιος Πολυζωΐδης και μια ιδιότυπη προσωπικότητα, ο Ιταλός Vincenzo Gallina, ο οποίος είναι ένας διεθνής επαναστάτης, που συμμετείχε σε επαναστάσεις σε διάφορα μέρη του κόσμου και στη συγγραφή επαναστατικών κειμένων.
Στο Σύνταγμα αυτό, Έλληνες θεωρούνται «όσοι αυτόχθονες της επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν. Οι Έλληνες εισίν όμοιοι ενώπιον των νόμων, άνευ τινός εξαιρέσεως ή βαθμού ή κλάσεως ή αξιώματος. Έχουν όλοι το δικαίωμα του εκλέγειν ή εκλέγεσθαι ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, καταγωγής, επαγγέλματος και μόνο κριτήριο είναι η αξιότης εκάστου».
Τα κείμενα της Επιδαύρου είναι πραγματικά επαναστατικά, καθώς καταργούν τα ταξικά ή τα τοπικά προνόμια και δίνουν έμφαση στα ατομικά δικαιώματα, το αντιπροσωπευτικό σύστημα εκλογής, την ισονομία, στοιχιζόμενα με τα πιο προοδευτικά συντάγματα του κόσμου εκείνη την εποχή. Προβλέπουν την ανεξιθρησκία, την ισονομία και την ελευθερία του τύπου. Κάθε Έλληνας, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή την περιουσιακή του κατάσταση, θα έχει πλέον το δικαίωμα ανάληψης οποιουδήποτε αξιώματος, ενώ προβλέπεται η κατάργηση της δουλείας.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι πως η κοινωνία στην οποία απευθύνονται δεν είναι έτοιμη για αυτό και αυτή είναι η αιτία για όσα τραγικά θα ακολουθήσουν. Πολύ παραστατικές πάνω σ΄ αυτό το θέμα είναι οι διαπιστώσεις του Thomas Gordon:
« … ήταν μεν εξαίρετο στη θεωρία [σ.σ το Σύνταγμα], στην πράξη, όμως, τελείως ακατάλληλο για τους ανθρώπους στους οποίους απευθυνόταν. Σχεδόν αμέσως μετά την ψήφισή του, ορισμένες από τις καλύτερες διατάξεις του ποδοπατήθηκαν και άλλες λησμονήθηκαν. Πράγματι, ο Οργανικός Νόμος της Επιδαύρου κατέστη κενό γράμμα και μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν χρησιμοποιήθηκε μόνον ως παραταξιακό σύνθημα
… Εντυπωσιάζει πράγματι το γεγονός ότι οι συντάκτες του θα παρέδιδαν θεσμούς πέρα για πέρα δημοκρατικούς σε έναν λαό, ο οποίος, αν και επί αιώνες γόγγυζε κάτω από το δεσποτισμό, έρρεπε ταχύτατα προς τη χειρότερη μορφή ολιγαρχίας, καθώς επίσης και το ότι ο ίδιος αυτός καταστατικός χάρτης θα γινόταν αποδεκτός από την αριστοκρατία, που εκπροσωπούσε μεγάλο μέρος της συνέλευσης.
Στην πραγματικότητα, κανείς δεν πίστευε ότι αυτή η μορφή διακυβέρνησης είναι εφαρμόσιμη στην Ελλάδα. Όμως, οι φιλοδοξίες τόσο πολλών ανθρώπων, που ο καθένας τους φοβόταν μήπως δει τον ανταγωνιστή του να περιβάλλεται από ισχυρή και μόνιμη εξουσία, οδήγησαν στην ανάγκη μιας γενίκευσης και μιας κατ’ επίφασιν αναπομπής των πάντων στη γενική λαϊκή κρίση, σε τακτά και σύντομα χρονικά διαστήματα.
Ο καθένας τους έβλεπε στο Σύνταγμα το σκαλοπάτι εκείνο που θα τον οδηγούσε στα υψηλότερα αξιώματα, ενώ οι εμπνευστές του δεν υπολείπονταν καθόλου ως προς τις ίδιες επιδιώξεις. Δεδομένου ότι δε διέθεταν ερείσματα στη χώρα, αφού πρόσφατα είχαν έρθει στην Ελλάδα και δεν είχαν το πλεονέκτημα των οικογενειακών διασυνδέσεων, φρόντισαν να ορθώσουν νομικά κωλύματα στους οπλαρχηγούς και στους προεστούς, σκεπτόμενοι ότι εξασφαλίζουν για τους εαυτούς τους μια επιτυχημένη σταδιοδρομία σε πεδία όπου η νίκη εξαρτάται από την πολιτική επιδεξιότητα.
Από την άλλη πλευρά, οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου είχαν ήδη λάβει τα μέτρα τους, ώστε να παρεμποδίσουν την εδραίωση οποιουδήποτε εξωγενούς παράγοντα εξουσίας στο Μοριά, με σκοπό να παραμείνει η διοίκηση στα χέρια τους. Με αυτή τη σκέψη λοιπόν, προτού επικυρωθεί ο Οργανικός Νόμος, σε ιδιαίτερη σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στις 8 Ιανουαρίου στην Πιάδα, οι Πελοποννήσιοι πληρεξούσιοι, εξέλεξαν εικοσαμελή επιτροπή που θα εκπροσωπούσε την περιφέρειά τους στην Εθνοσυνέλευση. Κατ΄αυτό τον τρόπο συγκρότησαν την Πελοποννησιακή Γερουσία, με σκοπό στο μέλλον να συνεδριάζει στην Τριπολιτσά. Κάπως έτσι συνέταξαν ένα τοπικό Σύνταγμα, με τέτοια μαεστρία, που σχεδόν να μην αφήνει περιθώρια στην κεντρική κυβέρνηση να αναμιγνύεται στις υποθέσεις τους. Οι πολλές εκδηλώσεις σεβασμού προς την κεντρική κυβέρνηση κάλυπταν κατ’ ουσίαν την παραχώρηση στην οικεία Γερουσία όλων των υποθέσεων του Μοριά, στρατιωτικών, δημοσιονομικών και τοπικής αυτοδιοίκησης»
Η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τέλος, είναι η ληξιαρχική πράξη θανάτου της Φιλικής Εταιρείας. Από τότε, η Φιλική Εταιρεία δεν παίζει πλέον κανένα ρόλο, καθώς ο Δημήτριος Υψηλάντης θα παραμεριστεί σταθερά από τα πράγματα