Με κάθε μία, διαπραγματεύονταν ή επέβαλαν χωριστά τα δεδομένα της κατάκτησης, σε όσο το δυνατόν πιο τοπικό πλαίσιο. Στην τελική φάση της πλήρους ενσωμάτωσης στη νέα δομή, το “πολιτικό συμβόλαιο” των νέων κατακτητών προέβλεπε συχνά τρεις όρους, για τον αντίπαλο που δεχόταν την παράδοση: α) εξασφάλιση της φυσικής του επιβίωσης και της θρησκευτικής του ελευθερίας ως προστατευόμενου “jimmi” β) διατήρηση και προστασία της επικαρπίας των οικογενειακών κλήρων γης των χωρικών, παρότι η γη θα ανήκε θεωρητικά στον σουλτάνο γ) διατήρηση του εσωτερικού τους προϋπάρχοντος κοινωνικού καθεστώτος, δηλαδή προστασία των ηγετικών ομάδων.
Αυτός ο τελευταίος όρος σήμαινε ξαφνικά πως η αυτοκρατορία “έσπαγε” σε μικρές νησίδες-κόσμους. Κάθε περιοχή, συχνά κάθε χωριό, συνέχιζε την ύπαρξή του ελαφρώς αποκομμένο από τις ευρύτερες πραγματικότητες. Οι μικρές ελίτ δύσκολα συντονίζονταν μεταξύ τους, πράγμα που ελαχιστοποιούσε την πιθανότητα να εδραιωθούν αρκετά ώστε να διαταράξουν την οθωμανική τάξη.
Γιατί όμως η κεντρική εξουσία να ενδιαφερθεί για τους μικρούς αυτούς άρχοντες; Πολύ απλά, για να καταστήσει την εξουσία της ευκολότερα αποδεκτή, έτσι καθώς διαμεσολαβούταν από τους τοπικούς παράγοντες. Το κράτος, το οποίο ήταν και παρέμεινε ξένο ως προς τη γλώσσα και τη θρησκεία της πλειονότητας των υπηκόων του, είχε την ευκαιρία να νομιμοποιηθεί μέσα από τις καλά εδραιωμένες ελίτ που άρχισαν σταδιακά να λειτουργούν ως πληρεξούσιοι του σουλτάνου απέναντι στους συγχωριανούς τους.
Ήδη λοιπόν βρισκόμαστε μπροστά σε μια φαινομενική αντίφαση: ο τοπικός άρχων, γνωστός αργότερα ως προεστός, δημογέρων ή προύχοντας, αποκτούσε σημασία στα μάτια της οθωμανικής διακυβέρνησης, καθώς ήλεγχε ως ένα βαθμό το εσωτερικό της κοινότητάς του. Όμως αντιστοίχως, αυτός ο έλεγχος ήταν εφικτός, γιατί στα μάτια των συντοπιτών του, ήταν ο “άνθρωπος του σουλτάνου” ή έστω του πασά, αυτός που ήταν ενταγμένος στα μεγάλα περιφερειακά δίκτυα της διοίκησης και θα μπορούσε να μεταφέρει τα αιτήματά τους στους κυρίαρχους. Και η διαιώνιση των ελίτ καλά κρατούσε.
Η κατάσταση γίνεται πιο ενδιαφέρουσα, στον βαθμό που διάφορες κοινότητες αρχίζουν να αποκτούν το δικαίωμα να καταβάλλουν τις έκτακτες εισφορές τους κατ’ αποκοπή και συλλογικά. Αυτή είναι η περίφημη αυτονομία, πολύτιμο και με κόπο αποκτημένο προνόμιο. Στα μάτια του σύγχρονου ανθρώπου κάτι τέτοιο μπορεί να μοιάζει εξαιρετικά ασήμαντο, όμως ήταν κρίσιμο για την ομαλή λειτουργία μιας μικροκοινωνίας: Στον οθωμανικό κόσμο, ο κεφαλικός φόρος και οι ποικίλες δεκάτες θεωρούνταν ως ένα σημείο σταθερά και ανεκτά δημοσιονομικά βάρη. Ήταν οι έκτακτες εισφορές, οι αβαρίζ, με την ευκαιρία πολέμων ή κρίσεων, που μπορούσαν να γονατίσουν τον αγροτικό πληθυσμό. Οι φοροενοικιαστές, σε ένα κλιμακωτό πλαίσιο γνωστό από τα χρόνια της Ρώμης, διεκδικούσαν τον φόρο προσθέτοντας σε κάθε επίπεδο υπενοικίασης ο καθένας για λογαριασμό του αυθαίρετα δοσίματα. Τώρα η κοινότητα μπορούσε να επιμερίζει μόνη της το ποσό, με επίγνωση της φοροδοτικής ικανότητας κάθε μέλους της, ακόμη και να διαπραγματεύεται γύρω από αυτό. Η μάλλον οικονομική αρχή της αλληλεγγύης προκύπτει από εδώ, όπως και η υποχρέωση των μελών της κοινότητας να παραμείνουν γενιά προς γενιά στον τόπο τους και να είναι παραγωγικά, ώστε να μην επιβαρύνουν τους υπόλοιπους.
Σε ένα δεύτερο στάδιο, οι αυτόνομες κοινότητες κατάφερναν συχνά να πετύχουν την πλήρη απαλλαγή από έκτακτους φόρους, και να εντάξουν όλες τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις τους, ακόμη κι όσες επιβάλλονταν σε επίπεδο ατόμου ή παραγωγής σε ένα ενιαίο ετήσιο ποσό, το μακτού. Τέτοιες ρυθμίσεις πέτυχαν αρχικά περιοχές πολύ σημαντικές για την κεντρική διοίκηση, όπως οι μεγάλες πόλεις, οι κοινότητες των ορυχείων χρυσού και αργύρου της Χαλκιδικής, των ορυχείων κάρβουνου της Θεσσαλονίκης και των κοινοτήτων του Πηλίου που ασκούσαν αξιόλογη μεταποιητική δραστηριότητα. Ακόμη, οι φτωχές τότε κοινότητες των άγονων Κυκλάδων και των Αγράφων, καιρό προτού φανεί η μεγάλη τους δυναμική. Αλλά και πολλές άλλες αγροτικές ζώνες μικρής ή μεσαίας αξίας στην Αττική, την Πελοπόννησο κι αλλού κατάφεραν να διαπραγματευτούν ένα παρόμοιο καθεστώς, που επέτρεπε ξαφνικά στις μικρές κοινότητες να αυτοοργανωθούν σε σημαντικό βαθμό και να γνωρίσουν μια περίοδο ακμής.
Το πλαίσιο λειτουργίας σε αυτές τις φάσεις του 17ου αιώνα ήταν εντυπωσιακά ανοικτό. Σε πολλές περιοχές, όλοι οι άρρενες που κατέβαλαν χαράτσι μπορούσαν να συμμετάσχουν στην εκλογή των τοπικών αρχόντων, ή ακόμη και να είναι όλοι τους υποψήφιοι για τη θέση αυτή. Το αξίωμα το διατηρούσαν για έναν χρόνο, συνεπικουρούνταν από λαϊκή συνέλευση και στο τέλος της θητείας τους λογοδοτούσαν σε αυτήν και στον καδή του καζά τους. Η οθωμανική εξουσία άφηνε πλήρως ανοικτό το πεδίο για οποιοδήποτε σχήμα επέλεγαν οι υποτελείς. Αυτές οι λεπτομέρειες δεν την αφορούσαν: η ίδια δεν αναγνώριζε νομικά την ύπαρξη της κοινότητας παρά μόνο τους εκάστοτε εκπροσώπους της -σύμφωνα με το ισλαμικό δίκαιο, νομικά πρόσωπα δεν υπάρχουν, μόνο φυσικά. Αυτό που είχε σημασία ήταν ο φόρος να φτάνει έγκαιρα, κι αν αυτό δε συνέβαινε, να υπάρχει κάποιος υπεύθυνος να τιμωρηθεί για την αβλεψία του. Όλα τα άλλα ήταν υποθέσεις των ραγιάδων.
Αυτές οι συνθήκες μοιάζουν ιδανικές, και όντως πρώιμα δημοκρατικές. Ωστόσο, εφαρμόστηκαν άραγε σε κάθε κοινότητα; Όχι. Μήπως παρέμειναν σε ισχύ για καιρό; Όχι, εκτός ελάχιστων περιπτώσεων. Κι αυτό, γιατί σύντομα κάποιοι παραδοσιακοί μικροεξουσιαστές (όπως τα κατάλοιπα της λατινικής και βυζαντινής αριστοκρατίας των Κυκλάδων και της Αττικής), ή διάφοροι άλλοι που επωφελήθηκαν των προνομίων για να βελτιώσουν την προσωπική τους οικονομική κατάσταση, επιβλήθηκαν ως μοναδικοί εκλογείς και εκλέξιμοι. Οι πλοιοκτήτες στον Αργοσαρωνικό, οι συντεχνίες στις Σέρρες, οι τσελιγκάδες στο Μέτσοβο: τα περιθώρια ανάληψης καθηκόντων από πρόσωπα εκτός του κυκλώματος έγιναν τελικά τόσο στενά, ώστε αυτό που ξεκίνησε ως συλλογικό όργανο κατέληξε στη συγκρότηση διάσπαρτων ηγετικών ομάδων που συνέχισαν να διατηρούν την αποκλειστικότητά τους, δίνοντας έμφαση στις επιγαμίες μεταξύ τους.
Ως εδώ καλά: το “δημοκρατικό” πρότυπο οδηγήθηκε στην εκτροπή, αλλά τα οφέλη από την κοινοτική αυτονομία διαχέονταν στο σύνολο. Σταδιακά όμως, οι προύχοντες θα ανακαλύψουν και θα εξερευνήσουν τα ακρότατα όρια των προσωπικών τους προνομίων: ήδη διέθεταν προσωπικές φοροαπαλλαγές, μπορούσαν να προσθέτουν τα κοινοτικά -και προσωπικά τους- έξοδα στον συλλογικό φόρο και οι συγχωριανοί σε τακτά διαστήματα ήταν υποχρεωμένοι να τους κάνουν τυπικά δώρα. De facto και σταδιακά, κατέλαβαν θέση φύλακα του εθιμικού δικαίου. Επέβαλαν πρόστιμα σε μέλη της κοινότητας και, σε σχέση με αστικές και κληρονομικές υποθέσεις, μπορούσαν να συγκροτούν δικαστήρια. Τι κι αν η όποια απόφαση μπορούσε να δεχθεί έφεση ενώπιον του καδή ή του εκκλησιαστικού δικαστηρίου; Ο προεστός υπενθύμιζε στους ανθρώπους του χωριού ότι ήταν ανεπίτρεπτο ηθικά να προτιμούν εκδίκαση στο όνομα του Κορανίου (καδής) ή πεπαλαιωμένων υστεροβυζαντινών νομικών κανόνων (μητροπολίτης), κι όχι το “δικό τους” (άγραφο) νόμο. Εν μέρει, είχαν δίκιο. Και συνέχιζαν να εισπράττουν ένα ποσό επί της κάθε δίκης...
Άνθρωπος του σουλτάνου, ο προεστός μετέφερε τις εντολές του στους υπηκόους και συνεργαζόταν με τους Οθωμανούς αξιωματούχους για την εφαρμογή τους. Πρόσωπο με κύρος, ήταν εκείνος στον οποίο οι χωρικοί κατέφευγαν σε περίπτωση κακής σοδειάς για να τους βοηθήσει να δανειστούν, προκειμένου να πληρώσουν τον φόρο. Σταδιακά, κατάφεραν να χτίσουν μια περιουσία που τους επέτρεπε να δανείζουν οι ίδιοι προσωπικά τον τάδε ή τον δείνα χωρικό, ή κι ολόκληρη ακόμα την κοινότητα. Ήταν η ώρα να περάσουν στην επόμενη φάση.
Μια ωραία πρωία, κάποιος προύχοντας αποφάσισε ότι, αφού ούτως ή άλλως έφερε την ευθύνη καταβολής του φόρου, γιατί να μη γίνει και ιδιωτικός φοροεισπράκτορας (μουλτεζίμης) για την περιοχή του; Αντί δηλαδή να δέχεται την κρατική εντολή και να συγκεντρώνει τους φόρους, πλήρωνε εξαρχής το σύνολο του ποσού από τη δική του περιουσία, κι έπειτα ήταν δική του υπόθεση να εισπράξει από τους χωριανούς το ποσό -με την ελευθερία να προσθέσει πια κάθε λογής δοσίματα στο σύνολο. Το κράτος έβγαινε κερδισμένο -έτοιμο χρήμα, κι ακόμη μικρότερο ρίσκο είσπραξης-, ο ίδιος έβγαινε κερδισμένος. Η κοινότητα;
Η κοινότητα αιμορραγούσε, γιατί ως κεραυνός εν αιθρία έπεσε η συνειδητοποίηση ότι τη στιγμή που το “μικρό αφεντικό” κατέβαλε το ποσό στο “μεγάλο αφεντικό”, όλοι τους θέλοντας και μη βρίσκονταν σε καθεστώς δανεισμού απέναντί του. Καμία διαπραγμάτευση με το κράτος, κανένα έλεος. Η αυτονομία είχε εξανεμιστεί και μια νέα ηγετική ομάδα χάραζε πορεία στον αστερισμό της εξουσίας. Κι αν η σοδειά δεν πάει καλά; Δεν πειράζει, ξαναδανείσου. Κι αν συνεχίσουν οι κακές μέρες; Δεν πειράζει, θα σου αγοράσω από πριν την επόμενη σοδειά. Εννοείται σε όποια τιμή θέλω εγώ. Κι αν τα πράγματα δε φτιάξουν; Δεν πειράζει. Θα σου πάρω τον κλήρο και θα δουλεύεις στο τσιφλίκι μου μαζί με τους δικούς σου. Ή θα κάνω για άλλη μια φορά τα στραβά μάτια, αν κάνεις ό,τι σου λέω εγώ.
Συμπέρασμα: ο προύχοντας γίνεται κοτζαμπάσης. Δημιουργεί αρχικά ένα κύκλωμα προστασίας, στο οποίο όλοι του οφείλουν κι όλοι πρέπει να υπακούν. Ταυτόχρονα αγοράζει μαζικά την παραγωγή και ρυθμίζει τις τιμές στην περιοχή. Άμα λάχει, προκαλεί και τεχνητές ελλείψεις, για να ανέβει η τιμή. Λίγο-λίγο χτίζει γύρω του μια μεγάλη γαιοκατοχή (όπως οι μουσουλμάνοι αγιάνηδες την ίδια περίοδο, σε άλλη κλίμακα), δεσμεύει τους χωρικούς με σχέσεις εξάρτησης, στερώντας τους τη βασική εξασφάλιση του οθωμανικού συστήματος: την κυριότητα του οικογενειακού κλήρου. Τα νέα κτήματα δεν θα παράγουν πια λίγο από όλα, αλλά θα διεισδύσουν στη λογική της αγοράς, και θα εφαρμόσουν τη μονοκαλλιέργεια των προϊόντων που χρειάζεται η Δύση, όχι ο τόπος τους. Στην περίπτωση της Πελοποννήσου, τα ελαιόδεντρα θα κυριαρχήσουν. Η σοδειά θα πωλείται στους ανερχόμενους Έλληνες εμπόρους, που θα την εξάγουν, παράγοντας για αμφότερους ένα σημαντικό κέρδος, που οι προύχοντες θα επενδύσουν στη μεταποίηση, στην αγορά κι άλλης γης, στο εμπόριο. Ακόμη και η εξαγωγή σιτηρών, απαγορευμένη στο οθωμανικό δίκαιο υπό τον φόβο του λιμού, θα γίνει κανόνας. Τι είναι λίγο λαθρεμπόριο μπροστά στον νέο κόσμο που πλάθεται μπροστά στα μάτια τους και ραγδαία;
Φυσικά, όλα αυτά έχουν ένα ρίσκο. Αν κάποιοι ανταγωνιστικοί προύχοντες ή οι χωρικοί αποστείλουν αίτημα παραπόνων και αυτό φτάσει έως τον σουλτάνο; Τότε, ο κοτζαμπάσης ρισκάρει τη θέση, την περιουσία ή και το κεφάλι του. Αν πάλι οι αγανακτισμένοι και εξαρτημένοι χωρικοί εγκαταλείψουν τα χωριά και φύγουν στα βουνά; Τότε ο κοτζαμπάσης δεν έχει από πού να συγκεντρώσει τους φόρους, χρεοκοπεί, κηρύσσεται έκπτωτος και εκτελείται. Για να μην φτάσει σε αυτό το σημείο, κάθε προυχοντική οικογένεια διατηρεί τον βεκίλη της στην Πόλη, άνθρωπο ευκατάστατο και δικτυωμένο, υπεύθυνο να μεταβιβάζει αιτήματα των κοινοτήτων προς την Υψηλή Πύλη, αλλά πιο συχνά αιτήματα προυχόντων. Ταυτόχρονα, η αλλαγή της θέσης των χωρικών έπρεπε να γίνεται σταδιακά, ώστε να μη φοβούνται αντίδραση από εκεί. Πουλούσαν προστασία και γίνονταν μεγάλοι ευεργέτες. Ένα μέρος των κερδών τους από τον 18ο αιώνα θα κατευθύνεται σε ανέγερση σχολείων, ευαγών ιδρυμάτων, εκκλησιών, γεφυρών, δρόμων. Οι ελίτ νοιάζονται για τους συνανθρώπους τους. Οι ίδιοι εν τούτοις σπάνια θα διαθέτουν σημαντική μόρφωση. Δεν συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα πιο απαραίτητα προσόντα βέβαια.
Τη συνέχεια και την κατάληξη θα τη δούμε πιο εύκολα στο πιο εξόφθαλμο παράδειγμα: την Πελοπόννησο. Το 1685-7 καταλαμβάνεται από τους Βενετούς, οι οποίοι προσφέρουν μεγάλες εκτάσεις και θέσεις σε ορισμένες οικογένειες προυχόντων. Το 1715, με την ανακατάληψη από τους Οθωμανούς, οι προύχοντες θα συνεργαστούν με το νέο καθεστώς, θα ονομαστούν κοτζαμπάσηδες και θα αυξήσουν την ακτίνα δράσης τους. Όπως και σε άλλα μέρη, θα συγκρουστούν ανελέητα μεταξύ τους, με τους ομόλογούς τους μουσουλμάνους αγιάνηδες, με τους αρματολούς κι όποιον εμφάνιζε αντίστοιχες αξιώσεις γαιοκατοχής και ανάληψης φοροεκμισθώσεων. Θα τους εκτοπίσουν όλους, ακόμη και την Εκκλησία. Αντίθετα από όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, όπου η σύγκρουση κλεφταρματολών και κοινοτήτων ήταν διαρκής και αυτονόητη (οι κλέφτες διέφευγαν των κοινοτήτων και άρα των φόρων, ενώ οι αρματολοί γινόντουσαν φοροεισπράκτορες), στον Μοριά οι κοτζαμπάσηδες επιβλήθηκαν απόλυτα, κι οι αρματολοί έγιναν κάποι, προσωπικοί τους σωματοφύλακες. Ένας μικρός ιδιωτικός στρατός πολύ χρήσιμος στο να τρομοκρατεί τους χωρικούς που αρνούνταν να πληρώσουν ή τους άλλους προύχοντες. Κάποι υπήρξαν οι Δεληγιανναίοι και οι Κολοκοτρωναίοι. Ξαφνικά, με την οριστική κατάργηση της αυτονομίας και των αρματολικιών, οι περισσότερες εξουσίες ήταν συγκεντρωμένες στο πρόσωπό των κοινοτικών αρχόντων.
Και τώρα; Ποια ήταν η επόμενη πηγή καταπίεσης και ελέγχου για τους ίδιους, μετά από τόσες νίκες επί ανταγωνιστών; Η απάντηση ήταν απρόσμενη: η ίδια η οθωμανική διοίκηση. Αυτή που τους είχε προσφέρει την ευκαιρία να εδραιωθούν, τώρα ήταν ένα αναχρονιστικό εμπόδιο των φιλοδοξιών τους. Αυτό εξηγεί τη μεγάλη προθυμία τους να ενταχθούν μαζικά στο κίνημα των Ορλωφικών, την άνοιξη του 1770, στο πλευρό των Ρώσων. Οι εκπληκτικές επιτυχίες τους θα αναιρεθούν από την κάθετη άρνησή τους να συνεργαστούν μεταξύ τους, που θα τους καταστήσει εύκολο στόχο των Αλβανικών δυνάμεων που θα επιστρατεύσουν οι Οθωμανοί.
Παρά το κόστος της αποτυχίας, θα παραμείνουν ισχυρότατοι και την περίοδο 1818-1821 πολλοί θα ενταχθούν στη Φιλική Εταιρεία και θα θέσουν σε δράση τα στίφη των προστατευόμενων χωρικών που μπορούσαν να κινητοποιήσουν. Θα υπάρξουν κύριο και πρωταρχικό πολιτικό σκέλος υλοποίησης των ιδεών της, ιδεών που οι ίδιοι εν τούτοις ελάχιστα ενστερνίζονταν. Στο μυαλό τους, ήταν μια ακόμα εξέγερση, ένα παιχνίδι υψηλού ρίσκου, ώστε στο τέλος οι ίδιοι να βρίσκονται ένα σκαλί παραπάνω, αλλά στον κόσμο που ήξεραν.
Ειρωνεία της τύχης: Η Επανάσταση, που πράγματι χωρίς αυτούς δεν θα είχε καν αρχίσει, παρήγαγε μια δυναμική που οι ίδιοι δεν επρόκειτο να κατανοήσουν πόσο μάλλον να ελέγξουν. Ο σύνθετος και ρευστός ιδεολογικός κόσμος της τούς ξέβρασε μια μέρα στην ακτή του ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Εκεί θα μάθαιναν ότι σε ένα νεωτερικό κράτος οι αρχές γαιοκτησίας και φορολόγησης ήταν διαφορετικές, και το κυριότερο: η θέση τους ως μεσάζοντες μεταξύ κεντρικής διοίκησης και πολιτών πλέον ήταν περιττή, αφού το νέο κράτος ήταν πολύ πιο συγκεντρωτικό από μια απέραντη αυτοκρατορία. Μαζί με τις υπόλοιπες τυπικές και άτυπες ομάδες ισχύος της οθωμανικής περιόδου, γνώρισαν την πίκρα της νέας εποχής, μέχρι που οι ικανότεροι από αυτούς βρήκαν νέους ρόλους.
Εκμεταλλευόμενοι τον αναλφαβητισμό που όλο τον 19ο αιώνα παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα στην ύπαιθρο, ανέλαβαν να διαμεσολαβούν αιτήματα των πολιτών στην ελληνική κυβέρνηση, αποκομίζοντας κέρδη και χτίζοντας νέα δίκτυα. Πολλοί πολιτεύτηκαν, εξοικειώθηκαν με το λεξιλόγιο της νεωτερικότητας, τις νέες προσδοκίες, τους νέους τρόπους πλουτισμού.
Σήμερα δε λέγονται πια κοτζαμπάσηδες, δε μένουν σε έναν πύργο δίπλα στην πλατεία του χωριού, ούτε προσπαθούν να υποσκελίσουν το κράτος στις λειτουργίες του. Ωστόσο, κι ας μας επιτρέψει ο αναγνώστης αυτό το λογικό και ιστορικό άλμα, είναι πάντα ορατοί σε κάθε γωνιά της διοίκησης, έτοιμοι και πρόθυμοι να στήσουν τον μικρόκοσμο της κυριαρχίας τους παρασιτώντας στην καρδιά των κοινοτήτων, που τους εκλέγουν, τους θεωρούν εκπροσώπους τους και τελικά τους αντικαθιστούν, υπό την επίδραση άλλων, ισχυρότερων και πιο λαμπρών προεστών.