Σύνθετο και δύσκολο πράγμα η ανάγνωση και η συναίσθηση της Ιστορίας. Ειδικά όταν γενιές ολόκληρες έχουν διαπαιδαγωγηθεί από την κρατούσα αφήγηση, που είχε ως σκοπό τη βίαιη ομογενοποίηση του πληθυσμού. Έτσι, οποιαδήποτε διαφορετική ανάγνωση της Ιστορίας προκαλεί αντιδράσεις και κραυγές περί «προδοσίας» και «ανθελληνισμού» και χρειάζονται σαφώς ιδιαίτεροι χειρισμοί, ειδικά σε μια χώρα σαν τη δική μας όπου η λέξη «προδότης» ξεστομίζεται με το παραμικρό και η απειλή για «κρεμάλες» ανήκει στο καθημερινό λεξιλόγιο του μέσου Έλληνα. Ένας τρόπος για να αποκρούει κανείς αυτές τις αήθεις και παράλογες επιθέσεις είναι να χρησιμοποιεί τα αυθεντικά λόγια ανθρώπων που η συλλογική συνείδηση δε θα τολμούσε ποτέ να χαρακτηρίσει ως προδότες.
Ποιος για παράδειγμα, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ως εθνοπροδότη ή ανθέλληνα την Πηνελόπη Δέλτα ή το Στρατή Μυριβήλη; Τις αναφορές της Πηνελόπης Δέλτα στα Μυστικά του Βάλτου για το λαό που κατοικούσε στη Μακεδονία και είχε ως εθνική συνείδηση τη μακεδονική, τις είδαμε σε προηγούμενη ανάρτηση. Ας δούμε σήμερα τις αναφορές του Στρατή Μυριβήλη στο περίφημο βιβλίο του “Ζωή εν τάφω” που έγραψε ο συγγραφέας ενώ πολεμούσε στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου
Στο βιβλίο αυτό αποτυπώνεται με εξαιρετική σαφήνεια η εθνολογική συνείδηση των κατοίκων της περιοχής του Μοναστηρίου. Ο αφηγητής, ένας ταλαιπωρημένος Έλληνας στρατιώτης, αναρρώνει σε ένα αγροτόσπιτο του Μοναστηρίου. Η σπιτονοικυρά του σπιτιού ονομάζεται Άντσω. Με αφορμή τη γυναίκα αυτή, μαθαίνουμε από το συγγραφέα για τους κατοίκους της περιοχής αυτής:
“Να τώρα κι ο ακριβός θησαυρός που ξεσκάλιξα μες στη χωριάτικη τη «βάρβαρη» αυτή ψυχή, που ’ναι αμόλευτη και παρθενικιά σαν τ’ απάτητο χιόνι μιας βουνοκορφής. Η Άντσω έχει δυο γιους στρατιώτες. Κι οι στρατιώτες αυτοί είναι μες στους οχτρούς που βρίσκονται αντίκρυ μας στα χαρακώματα του Περιστεριού. Αυτοί εδώ οι χωριάτες, που τη γλώσσα τους την καταλαβαίνουν περίφημα κι οι Βουργάροι κι οι Σέρβοι, αντιπαθούνε τους πρώτους γιατί τους πήρανε τα παιδιά τους στο στρατό. Μισούν τους δεύτερους που τους κακομεταχειρίζουνται για Βουργάρους. Και κοιτάνε με αρκετά συμπαθητική περιέργεια εμάς τους περαστικούς Ρωμιούς επειδή είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υπήκοοι του Πατρίκ, δηλαδή του «Ορθοδόξου Πατριάρχη της Πόλης». Γιατί η ιδέα του απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη μέσα σε μια θαμπή μυστικοπάθεια πολύ παράξενη, πάνου σ’ αυτό τον απλοϊκό χριστιανικό κόσμο. Έπειτα οι τάφοι των παλιώ τους προεστών έχουνε πάνω στις πέτρες σκαλισμένα ελληνικά γράμματα. Τα ίδια γράμματα που ’ναι γραμμένα πάνου στα σκεβρωμένα κονίσματά τους, και στα παλιά εκκλησιαστικά βιβλία των εκκλησιώ τους. Ωστόσο, δε θέλουν να ’ναι μήτε «Μπουλγκάρ», μήτε «Σρρπ», μήτε «Γκρρτς». Μοναχά «Μακεντόν ορτοντόξ»”
Δεξιά η πρώτη έκδοση του 1924, αριστερά η «οριστική» του 1956.
Αυτή η μικρή φράση, «Μακεντόν ορτοντόξ», αλλά τόσο σημαντική, γιατί αποδεικνύει ότι εκείνη τη στιγμή είχε ήδη γεννηθεί ένα έθνος μέσα από τη διαφοροποίησή του από τα γειτονικά έθνη, έγινε αντιληπτή και διαγράφηκε. Ενώ υπήρχε στην πρώτη έκδοση του βιβλίου το 1924, εξαφανίστηκε από μεταγενέστερες εκδόσεις από τον ίδιο το συγγραφέα, που θεώρησε πως δεν ήταν πολιτικά φρόνιμο να υπάρχει. Δεν υπάρχει, επίσης, στο ανθολόγιο των νεοελληνικών κειμένων που διδάσκεται στα σχολεία.
Δυστυχώς, αποφασίσαμε ως κράτος να στρουθοκαμηλίζουμε και να μη βλέπουμε πως στα βόρεια σύνορά μας υπάρχει ένα κράτος που οι κάτοικοί του αυτοαποκαλούνται Μακεδόνες και σταδιακά όλα τα υπόλοιπα κράτη το αποκαλούν «Μακεδονία». Έτσι, αντί να προσπαθήσουμε να επιλύσουμε με συνεννόηση ένα υπαρκτό θέμα, αποφασίσαμε ότι δεν υπάρχει και πείσαμε τους εαυτούς μας πως είμαστε τόσο δυνατοί ώστε να επιβάλλουμε την άποψή μας στη διεθνή κοινότητα. Δυστυχώς αντί να συμφωνήσουμε, όταν μπορούσαμε, στη σύνθετη ονομασία «Σλαβομακεδονία», παραστήσαμε τους σύγχρονους Μακεδονομάχους και αυτό που πετύχαμε τελικά είναι όλα τα κράτη να αποκαλούν το κράτος αυτό «Μακεδονία». Τώρα είναι πλέον αργά. Αλλά, σε τελική ανάλυση, εκεί είναι το πρόβλημά μας;
Πηγή: https://sarantakos.wordpress.com