" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ

Ο Χρήστος Ράμμος απαντά στο "Χωρίς εφημερίδα" (αναδημοσίευση) Κύριο

Αναδημοσιεύουμε τη συνέντευξη του Χρ. Ράμμου στην Άντα Ψαρρά και το "Χωρίς Εφημερίδα" όπου ένας από τους κορυφαίους δικαστικούς, ο οποίος τίμησε τη θέση του, το Συμβούλιο της Επικράτειας και την ίδια την έννοια της Δικαιοσύνης. Και αυτό  σε καιρούς όπου η αναεξαρτησία τόσο του θεσμού όσο και των λειτουργών του δεν είναι αυτονόητη. Σε μία εποχή όπου τα αντιδημοκρατικά νομοθετήματα και η εφαρμογή τους έχουν γίνει καθημερινότητα και αυτό καταγράφεται και επισημαίνεται από διεθνείς και ευρωπαϊκούς οργανισμούς, ο Χρήστος Ράμμος επέμεινε στο να διατηρήσει την ανεξαρτησία της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Για αυτή του την έντιμη στάση πλήρωσε ακόμα και προσωπικά, το τίμημα που το επέβαλλε ένα διεφθαρμένο καθεστώς. 

Ο Χρήστος Ράμμος απαντά στο "Χωρίς εφημερίδα"

Συνέντευξη στην Άντα Ψαρρά - 22.10.2025

Μέσα στη ζοφερή για το κράτος δικαίου και τη δικαστική εξουσία σημερινή συγκυρία είναι πολύ ενθαρρυντικό να συνομιλήσει κανείς με έναν ανώτατο δικαστικό που κράτησε και κρατάει τόσο ανοιχτή τη σκέψη και τις απόψεις του. Η για πρώτη φορά συνομιλία μου με τον Χρήστο Ράμμο ήταν μια πολύτιμη εμπειρία και με τη σύμφωνη γνώμη του καταλήξαμε σε μια γραπτή συνέντευξη που στο μέτρο του δυνατού αποτύπωσε μερικές από τις σκέψεις που μοιράστηκε μαζί μου. Ένας δικαστικός που ποτέ δεν απασχόλησε την επικαιρότητα στα 38 χρόνια που υπηρέτησε το ΣτΕ ούτε με πρωτοσέλιδους τίτλους για την προσωπική και επαγγελματική του ζωή, ούτε με υπονοούμενα για πολιτικές σκοπιμότητες, ούτε για κατευθυνόμενες ή επηρεασμένες από την εκτελεστική εξουσία αποφάσεις, ούτε για εμπλοκή σε οποιασδήποτε μορφής παραδικαστικές δραστηριότητες. Η επικαιρότητα ασχολήθηκε με τον Χρήστο Ράμμο όταν ο ίδιος στον μετά τη συνταξιοδότηση διορισμό του στην συνταγματικά κατοχυρωμένη Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) επέμεινε να τιμήσει την ανεξαρτησία της Αρχής με βαρύτατο προσωπικό κόστος, έχοντας απέναντι το σύνολο της εκτελεστικής εξουσίας και των καλοταϊσμένων συνοδοιπόρων της στα ΜΜΕ. Δυστυχώς, ειδικά τα τελευταία χρόνια, η ανεξαρτησία ενός δικαστικού έχει πάψει να είναι αυτονόητη, όχι μόνο με μια σειρά αντιδημοκρατικών νομοθετημάτων που περιορίζουν τη δικανική κρίση αλλά και με ωμές παρεμβάσεις καταγεγραμμένες ήδη σε δεκάδες διεθνείς και ευρωπαϊκές εκθέσεις και δείκτες αλλά πάνω από όλα στη συνείδηση των πολιτών. Ο λόγος λοιπόν στον Χρήστο Ράμμο:

Christos Rammos parΑ.Ψ.: Ανήκετε στην πρώτη μεταδικτατορική γενιά δικαστών, έχοντας αποφοιτήσει στα ύστερα χρόνια της χούντας. Πέστε μας δυο λόγια από τις δικές σας αναμνήσεις ως φοιτητής στη μαύρη αυτή εποχή κατάλυσης της δημοκρατίας και του Συντάγματος.

Χρήστος Ράμμος: Εκείνα τα σκοτεινά και ασφυκτικά για ένα νέο χρόνια με σημάδεψε το φοιτητικό κίνημα. Συμμετείχα στις δύο καταλήψεις της Νομικής (Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1973) και στις διαδηλώσεις γύρω από το Πολυτεχνείο. Η συμμετοχή μου αυτή ήταν μια εμπειρία προσωπικής χειραφέτησης που με κοινωνικοποίησε, με πολιτικοποίησε, με έμαθε να ενδιαφέρομαι για τα κοινά, να προβληματίζομαι, να συμμετέχω, να ελέγχω τους φόβους μου και να τολμώ. Επρόκειτο εν συντομία για γεγονότα που προσδιόρισαν αυτό που έγινα και που είμαι πάντα.

Α.Ψ.: Πώς και με ποιες σκέψεις επιλέξατε να ακολουθήσετε τον δικαστικό κλάδο κι όχι τη δικηγορία για παράδειγμα;

Χρήστος Ράμμος: Το ελεύθερο επάγγελμα δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα μου. Ο στόχος μου, όμως, δεν ήταν να γίνω δικαστής, έτσι γενικά. Ο στόχος μου ήταν συγκεκριμένος. Ήταν το Συμβούλιο Επικρατείας. Γιατί το Συμβούλιο Επικρατείας; Διότι το Συμβούλιο Επικρατείας ήταν στα μάτια μου ένας θεσμός (ο μόνος) που αντιστάθηκε στη χούντα, με τις αποφάσεις που εξέδωσε το 1969, με τις οποίες ακύρωσε τις απολύσεις δημοκρατικών δικαστών στις οποίες είχε προβεί η Δικτατορία. Τότε ήμουν ακόμη στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου και είχα μέσα σε εκείνη την μαυρίλα πολύ ενθουσιασθεί με την στάση αυτή του Δικαστηρίου, που κόστισε μάλιστα την θέση του στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, τον Μιχαήλ Στασινόπουλο, όσο και σε άλλους Συμβούλους Επικρατείας, κάποιοι από τους οποίους διέφυγαν στο εξωτερικό ή φυλακίστηκαν. Έτσι έγινε ένα προσωπικό μου στοίχημα το να υπηρετήσω κάποια στιγμή στο μέλλον τον θεσμό αυτό.

Α.Ψ.: Ποια ήταν η σχέση σας με την πολιτική και σε ποιο ιδεολογικό χώρο χωρούσαν οι δικές σας αρχές και οι δικές σας αξίες;

Χρήστος Ράμμος: Θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου αδέσμευτο στον προοδευτικό χώρο. Περισσότερες ετικέτες δεν θα έβαζα στον εαυτό μου. Θεωρώ πιο διαφωτιστικό το να προσδιορίζεται κάποιος με βάση το ποιες ειδικότερες και συγκεκριμένες αξίες υπερασπίζεται και τιμά στην ζωή του. Για μένα αυτό που μετράει είναι η υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου, της ελευθερίας, της ισοπολιτείας, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και φυσικά είμαι εναντίον όλων των αντιδημοκρατικών, ξενοφοβικών, ρατσιστικών, μισαλλόδοξων και αυταρχικών ιδεολογιών. Στις μέρες μας, στις οποίες κυριαρχεί μεγάλη σύγχυση, είναι πιο εύκολο και σαφές να λες τι δεν είσαι παρά τι είσαι.

Α.Ψ.: Τώρα που πλέον δεν είσαστε δεσμευμένος, έχοντας αποχωρήσει από το δικαστικό σώμα, θα βλέπατε κάποια εμπλοκή σας στην πολιτική;

Χρήστος Ράμμος: Θα ήθελα να κάνω μια διάκριση μεταξύ πολιτικής ως ένταξης στο κομματικό παιχνίδι και πολιτικής ως καθημερινής μέριμνας για τα κοινά που οφείλει να έχει κάθε πολίτης και παρέμβασης, εκτός όμως κομματικών διαδικασιών. Η πολιτική με την δεύτερη από τις πιο πάνω έννοιες ήταν πάντα ένα από τα κορυφαία ενδιαφέροντα μου. Είναι κάτι που με κινητοποιεί. Θέλω όμως να κρατώ την ελευθερία στις κρίσεις μου και τις επιλογές μου, και δεν μπορώ να με φανταστώ να υπακούω σε μια κομματική πειθαρχία ή να ακολουθώ πειθήνια μια γραμμή. Να μην παρεξηγηθώ. Δεν υποτιμώ με αυτό καθόλου αυτούς που αγωνίζονται για τις ιδέες τους μέσα στο πλαίσιο ενός κόμματος ή μιας πολιτικής παράταξης. Απλώς κάτι τέτοιο δεν μου ταιριάζει. Γι’ αυτό αποκλείω κάθε συμμετοχή μου στην πολιτική εν στενή εννοία.

Α.Ψ.: Το αποτύπωμα σας στο ΣτΕ, όπως άλλωστε κι εκείνο της πρώην ΠτΔ, έχει τη σφραγίδα του σεβασμού στις ευρωπαϊκές αξίες και στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, ανεξάρτητα από καταγωγή, θρησκεία, πεποιθήσεις κλπ. Δώστε μας μερικά παραδείγματα όπου είτε ως πλειοψηφία είτε ως μειοψηφία υπερασπιστήκατε αυτές τις αρχές;

Χρήστος Ράμμος: Η σταδιοδρομία μου στο ΣτΕ επί 38 ολόκληρα χρόνια ήταν μια συνεχής διαδικασία προσωπικής, επαγγελματικής και επιστημονικής ωρίμανσης. Ένα μεγάλο σχολείο θα έλεγα. Τώρα, αν θα έπρεπε να αναφερθώ στις πιο σημαντικές για εμένα στιγμές, θα έλεγα ότι αυτές ήταν κυρίως οι μειοψηφίες μου σε διάφορες αποφάσεις. Θα αναφερθώ εδώ ενδεικτικά μόνο, σεβόμενος τα όρια που μπορεί να πάρει μια συνέντευξη, πρώτον στην υπόθεση που αφορούσε την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας στα παιδιά των εξωκοινοτικών μεταναστών και την αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου στις αυτοδιοικητικές εκλογές στους αλλοδαπούς που διαμένουν μονίμως στην χώρα. Πρόκειται για την απόφαση ΣτΕ 460/2013 στην οποία έχω ταχθεί με την μειοψηφία σε όλα τα κριθέντα θέματα.

Πολύ σημαντικές για μένα ήταν ακόμη και οι μειοψηφίες μου στην απόφαση ΣτΕ 2348/2017 σε σχέση με τα δικαιώματα των πολιτικών προσφύγων, όπου υποστήριξα -και μάλιστα μόνος μου – την άποψη ότι η Τουρκία δεν μπορεί για σειρά από λόγους να θεωρηθεί τρίτη ασφαλής χώρα για τους Σύρους πρόσφυγες.

Τέλος, σημαντική για μένα υπήρξε και η τελική μου ενέργεια ως δικαστής, όταν προήδρευσα το 2018 στην Ολομέλεια του Συμβουλίου στην υπόθεση χορήγησης ασύλου στους 8 Τούρκους, οι οποίοι μετά το πραξικόπημα κατά του Ερντογκάν στην Τουρκία διέφυγαν με ελικόπτερο στην Ελλάδα και οι οποίοι, αν εκδίδονταν στην Τουρκία κινδύνευαν να καταδικασθούν για εσχάτη προδοσία. Για μένα η απόφαση αυτή συμβολίζει μια Ελλάδα η οποία παρέχει προστασία στους πολιτικά κατατρεγμένους. Πρόκειται για την απόφαση ΣτΕ 1694/2018.

Α.Ψ.: Τα ίδια ΜΜΕ και οι ίδιοι πολιτικοί που τώρα σας λοιδορούν για τη στάση σας σε μείζονα θεσμικά ζητήματα, λίγα χρόνια πριν σας επικροτούσαν όταν υποβάλλατε μαζί με την Κατερίνα Σακελλαροπούλου τις παραιτήσεις σας από την Ένωση Δικαστών του ΣτΕ για τον τρόπο που ο τότε πρόεδρος του ΣτΕ αντιμετώπισε το κρίσιμο θέμα με το νόμο για της τηλεοπτικές άδειες. Σε δικό μου άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών (5.10.2016) παρατηρούσα μεταξύ άλλων ότι «Είναι θλιβερό ότι αυτή η πρωτοφανής αντίδραση των δικαστών γίνεται με αφορμή έναν νόμο που στόχο έχει να εισαγάγει τη νομιμότητα σε ένα απολύτως παράνομο και διαπλεκόμενο τοπίο λειτουργίας της ιδιωτικής τηλεόρασης». Ποιοι ήταν τότε οι λόγοι της έμπρακτης διαμαρτυρίας σας και πώς σχολιάζετε τη σημερινή στάση των ΜΜΕ;

Χρήστος Ράμμος: Με όλο τον σεβασμό και κυρίως την ιδιαίτερη εκτίμηση στο πρόσωπο σας, για τον τρόπο με τον οποίο τιμάτε την δημοσιογραφία, θα μου επιτρέψετε να αναφέρω ότι, η παρατήρηση σας στην Εφημερίδα των Συντακτών εκείνη την χρονική περίοδο δεν ήταν ορθή. Ίσως διότι δεν έγινε ευρύτερα κατανοητό το τι ακριβώς πράξαμε τότε, η Κατερίνα Σακελλαροπούλου και εγώ.

Θα αναφερθώ μόνο στον εαυτό μου, διότι δεν έχω δικαίωμα να μιλάω εξ ονόματος άλλων. Παραιτήθηκα, λοιπόν,  τότε από την Ένωση Δικαστών του ΣτΕ, όχι σε σχέση με την ουσία του νόμου για τα κανάλια της ιδιωτικής τηλεόρασης που είχε ψηφίσει η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η συζήτηση για την συνταγματικότητα του οποίου είχε τεθεί ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου. Να σημειώσω πρώτα ότι δεν μετείχα στην σύνθεση εκείνη. Ο λόγος της παραίτησης μου ήταν ότι, ήθελα να εκφράσω δημόσια την διαμαρτυρία μου για το γεγονός ότι, ο τότε Πρόεδρος του Δικαστηρίου, που είχε αναβάλει αρκετές φορές την διάσκεψη επί της υπόθεσης, έβγαλε το πρωί μιας προγραμματισμένης διάσκεψης μια ανακοίνωση, στην οποία ανέφερε ότι ενόψει της έντασης των δημοσίων αντεγκλήσεων σε σχέση με το επίδικο θέμα, δεν υπήρχε προς το παρόν το απαραίτητο ήρεμο κλίμα στον δημόσιο διάλογο, που θα επέτρεπε και στο Δικαστήριο να αποφασίσει με την σειρά του με την δέουσα νηφαλιότητα επί του θέματος. Θεώρησα αδιανόητο ένα Δικαστήριο να λέει επίσημα δια του Προέδρου ότι οι εξωτερικές εντάσεις το εμποδίζουν να είναι και το ίδιο ήρεμο, ώστε να αποφασίσει επί μιας υποθέσεως που είναι εκκρεμής προς συζήτηση ενώπιον του, και ότι θα περιμένει να επανέλθει εκτός Δικαστηρίου ένα κλίμα ηρεμίας προκειμένου να μπορέσει να διασκεφθεί επί του θέματος. Τα δικαστήρια οφείλουν να μην επηρεάζονται από τις δημόσιες πολεμικές, οι οποίες ούτως ή άλλως πάντα υπάρχουν στην χώρα μας στα ευαίσθητα θέματα που διχάζουν  και να εκδικάζουν απτόητα, έγκαιρα και κατά συνείδηση τέτοιου είδους υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον τους. Υπενθύμισα τότε ότι το Συμβούλιο Επικρατείας δεν είχε διστάσει να δικάσει υποθέσεις σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, εν μέσω Δικτατορίας, όταν όλοι γνώριζαν ποια ήταν η θέση και οι προθέσεις των κυβερνώντων σε σχέση με τις υποθέσεις αυτές. Θεώρησα τότε ότι, η αναβολή της διάσκεψης με μια τέτοια αιτιολογία ισοδυναμούσε με αρνησιδικία εκ μέρους του ΣτΕ και το είπα ανοικτά στην δήλωση της παραίτησης μου. Όταν έβγαλα την σχετική ανακοίνωση, δεν είχα ιδέα προς τα που θα οδηγούνταν η κρίση του Δικαστηρίου, για την επίμαχη υπόθεση και ούτε με ενδιέφερε αν ο νόμος θα κρίνονταν συνταγματικός ή αντισυνταγματικός. Με ενδιέφερε το Δικαστήριο να κάνει το καθήκον του το ταχύτερο δυνατό και να διασκεφθεί επιτέλους. Αυτό ήταν όλο.

Τώρα, σε ότι αφορά την στάση κάποιων πολιτικών και καναλιών σε σχέση με την ενέργεια μου εκείνη, έχοντας πλέον αρκετή πείρα από τα ελληνικά δημόσια πράγματα, δεν με εκπλήσσει το γεγονός ότι κάποιοι τότε εγκωμίασαν την στάση μου εκείνη, διότι θεώρησαν ότι στρέφονταν κατά της κυβερνήσεως της εποχής εκείνης, κάτι που συνέπιπτε με την δική τους πολιτική τους γραμμή, ενώ μετά την υπόθεση των υποκλοπών πολλοί από αυτούς που με εγκωμίασαν τότε, μου έκαναν αυτή την φορά μια σειρά από προσωπικές επιθέσεις, διότι θεώρησαν ότι με τις ενέργειες μου, ως Πρόεδρος της ΑΔΑΕ, στρέφομαι κατά της παρούσης κυβερνήσεως, την οποία υποστηρίζουν. Μάλλον δεν μπορούν να φανταστούν και να αποδεχθούν ότι ίσως υπάρχει ένας δημόσιος λειτουργός που δεν σκέπτεται με βάση πολιτικές σκοπιμότητες και ενεργεί κατά το νόμο και την συνείδηση του χωρίς να τον απασχολεί ποιος κυβερνά και τι θα τον ευχαριστούσε. Όμως, το ότι δεν με εκπλήσσει δεν σημαίνει και ότι δεν μου προκαλεί μελαγχολικές σκέψεις για την έκπτωση του δημοσίου ήθους και του δημοσίου λόγου.

Α.Ψ.: Είναι δυστυχώς κοινή αίσθηση των πολιτών ότι διαχρονικά η δικαιοσύνη στεκόταν στο πλευρό της εκτελεστικής εξουσίας, ακόμα κι όταν η δεύτερη πίεζε αφόρητα και απροκάλυπτα να ταυτιστεί κατά κύριο λόγο η ηγεσία της δικαιοσύνης με τις πολιτικές επιλογές της. Αυτό δε ακόμα κι όταν οι επιλογές αυτές παραβίαζαν και παραβιάζουν το Σύνταγμα. Ίσως είναι και αυτός ένας από τους λόγους που είναι κλονισμένη σε μεγάλο βαθμό η εμπιστοσύνη των πολιτών στον θεσμό. Πώς σχολιάζετε αυτή την παρατήρηση;

 Χρήστος Ράμμος: Δυστυχώς, στην χώρα μας υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα αξιοπιστίας της Δικαιοσύνης, δηλαδή για να ακριβολογούμε της Δικαστικής Εξουσίας. Κυρίως σε ότι αφορά το ζήτημα κατά πόσο λειτουργεί με ανεξαρτησία σε σχέση με την πολιτική εξουσία και δεν κρίνει με βάση σκοπιμότητες. Όλες οι μετρήσεις της κοινής γνώμης αναδεικνύουν συνεχώς αυτό το πρόβλημα και μάλιστα με ένταση. Δεν ωφελεί να κλείνει κάποιος τα μάτια στο υπαρκτό αυτό ζήτημα. Θα κάνουν μεγάλο λάθος η Πολιτεία αλλά και η ηγεσία της Δικαστικής Εξουσίας, αν δεν προβληματιστούν σοβαρά σε σχέση με το μήνυμα που εκπέμπουν οι μετρήσεις αυτές. Και τούτο προκειμένου να δουν τι πρέπει να διορθωθεί και να αλλάξει. Για να υπάρχει ένα τέτοιο έλλειμμα στην αντίληψη της κοινής γνώμης, κάτι (ή ενδεχομένως και πολλά) δεν πάει (δεν πάνε) καλά. Και όσο τα κακώς κείμενα δεν διορθώνονται, το έλλειμμα αξιοπιστίας θα αυξάνει, με όσες αρνητικές συνέπειες αυτό μπορεί να έχει στην πίστη των πολιτών στους θεσμούς του κράτους δικαίου, στην Δικαιοσύνη, και άρα και στην ίδια την δημοκρατία.

Το πρόβλημα με την Δικαστική Εξουσία αγγίζει πολύ ευαίσθητα θέματα και είναι πολυσύνθετο και πολυπαραγοντικό. Μακράν εμού η πρόθεση να μηδενίσω την λειτουργία ενός θεσμού σαν την Ελληνική Δικαστική Εξουσία, από την οποία, εξ άλλου, προέρχομαι και εγώ. Η επιθυμία μου και θα έλεγα η αγωνία μου είναι να πάψει να εκπέμπεται αυτή η δυσάρεστη εικόνα.

Θα επιχειρήσω εν συντομία να παραθέσω κάποιες σκέψεις για το πως βλέπω εγώ το όλο πρόβλημα. Υπάρχει, κατ’ αρχάς το γνωστό πρόβλημα των συχνά απαράδεκτων καθυστερήσεων στην απονομή της Δικαιοσύνης, το οποίο είναι διαχρονικό και για το οποίο καταβάλλονται συνεχώς προσπάθειες να αντιμετωπισθεί, χωρίς, όμως, αυτό να έχει επιτευχθεί.

Υπάρχει ακόμη ένα πρόβλημα, το οποίο έχει επισημανθεί και από άλλους, το οποίο συνίσταται στο ότι πολλοί δικαστικοί λειτουργοί χαρακτηρίζονται συχνά από μια έντονη τυπολατρία και νομικισμό. Από την άλλη ενώ ισχύει αυτή η τυπολατρία, πρόσφατα έχει αρχίζει να παρουσιάζεται και μια τάση να ερμηνεύεται το Σύνταγμα με μια ελευθεριότητα που δεν προσήκει σε ένα αυστηρό Σύνταγμα, όπως το ελληνικό. Είναι κατά τη γνώμη μου προβληματικό το να διαβάζονται και να ερμηνεύονται σε κάποιες περιπτώσεις διατάξεις του Συντάγματος με τρόπο αντίθετο προς το σαφές γράμμα τους.

Όμως, κατά τη γνώμη μου όσο σημαντικά και αν είναι αυτά τα προβλήματα, δεν είναι τα κύρια. Το κύριο πρόβλημα είναι το γεγονός ότι, η Δικαστική Εξουσία με τα πεπραγμένα της σε διάφορες κορυφαίες για το πολίτευμα ή σε υποθέσεις ιδιαίτερης ευαισθησίας για την κοινή γνώμη, όπως ενδεικτικά η υπόθεση των υποκλοπών ή το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη δεν έχει πείσει την κοινωνία, τους Έλληνες πολίτες, επ’ ονόματι των οποίων απονέμει εξ άλλου Δικαιοσύνη, ότι την απονέμει έγκαιρα και επίκαιρα και, μάλιστα, προς κάθε κατεύθυνση, χωρίς εξαιρέσεις, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή και των πιο ισχυρών στο κράτος και στην κοινωνία,  και έχοντας επιτύχει μια πλήρη διαλεύκανση, χωρίς δηλαδή να αφήνονται πτυχές των ερευνώμενων υποθέσεων ανεξέταστες. Υπάρχει πλούσια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Στρασβούργου, σύμφωνα με την οποία η Δικαστική Εξουσία μιας χώρας δεν αρκεί να είναι ανεξάρτητη. Πρέπει και να φαίνεται ότι είναι. Να πείθει ότι είναι. Πρόκειται για αυτό που αποκαλείται στο γαλλικό νομικό ιδιόλεκτο «la théorie des apparences». Εκεί βρίσκεται η καρδιά του προβλήματος, που αντιμετωπίζει σήμερα η Δικαστική Εξουσία στην χώρα μας.

Επίσης, πολύ συχνά παρατηρείται το φαινόμενο, ηγετικά στελέχη της εν λόγω Εξουσίας να παρεμβαίνουν σε υποθέσεις που εκκρεμοδικούν σε κατώτερα δικαστήρια με δημόσιες δηλώσεις τους για την διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί ή με αφαίρεση δικογραφιών, χωρίς πειστική αιτιολογία, δημιουργώντας την εικόνα ότι προσπαθούν κάτι να καλύψουν. Παρατηρείται επίσης το φαινόμενο να αντιδικούν δημόσια με διαδίκους σε εκκρεμείς δίκες ή με άλλους κοινωνικούς φορείς, τους οποίους δίνουν την εικόνα ότι επιχειρούν να επιπλήξουν. Όλα αυτά είναι νομίζω σαφές για τον καθένα ότι δεν βοηθούν στο να βελτιωθεί η κατάσταση, που περιέγραψα. Ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Επίσης κάποια από τα ηγετικά αυτά στελέχη αντιδρούν συχνά με εμφανή ενόχληση όταν ασκείται κριτική στα πεπραγμένα της Δικαστικής εξουσίας, ενώ θα έπρεπε να θυμούνται ότι η κριτική σε όλες τις πολιτειακές εξουσίες και σε όλες τις πολιτειακές πράξεις είναι απαραίτητο συστατικό και δείγμα υγείας για μια δημοκρατία. Ακόμη και η πιο αυστηρή και αιχμηρή κριτική, υπό την προϋπόθεση ότι είναι καλόπιστη και τεκμηριωμένη, μπορεί μεν να είναι εκ πρώτης όψεως δυσάρεστη, όμως βοηθάει τους θεσμούς, όπως ακριβώς και τους ανθρώπους, στο να βελτιώνονται και να γίνονται καλύτεροι. Φυσικά δεν αγνοώ ότι ασκείται συχνά και άδικη, κακόπιστη ή ισοπεδωτική κριτική. Αυτή όμως δεν βλάπτει την δικαστική εξουσία, ούτε το κύρος της. Αντίθετα εκθέτει αυτούς που την διατυπώνουν και ο κόσμος το καταλαβαίνει.

Α.Ψ.: Οι πολίτες έχουν πολλές φορές απογοητευτεί από ανώτατους δικαστικούς που μετά τον διορισμό τους σε ανώτατες θέσεις της δικαιοσύνης «ξεχνούν» την ανάγκη υπεράσπισης της ανεξαρτησίας του θεσμού απέναντι στις όποιες κυβερνητικές παρεμβάσεις πολιτικής σκοπιμότητας. Πολύ δε περισσότερο όταν οι επιλογές μιας κυβέρνησης για τους διορισμούς στην ηγεσία της δικαιοσύνης σαφέστατα απορρέουν από «καλές» και «φιλικές» δικαστικές αποφάσεις σε μείζονα θέματα. Το ίδιο συμβαίνει συχνότατα και με δικαστικούς που αμέσως μετά τη συνταξιοδότησή τους αναλαμβάνουν επιτελικές θέσεις ακόμα κι αν συγκέντρωσαν αρχικά την αποδοχή από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους. Πώς μπορεί να υπάρξει φραγμός σε μια τόσο αρνητική για το θεσμό της ανεξάρτητης δικαιοσύνης πορεία;

 Χρήστος Ράμμος: Κοιτάξτε, πρέπει να αποφύγουμε να επεκτείνουμε την κριτική σε όλους ανεξαίρετα τους δικαστικούς λειτουργούς. Κάτι τέτοιο θα ήταν αβάσιμο και άρα άδικο. Υπάρχουν βέβαια δικαστικοί λειτουργοί, κυρίως στους ανώτατους βαθμούς, που κατά καιρούς και διαχρονικά με ενέργειες τους έχουν προβεί σε ενέργειες, για τις οποίες δημιουργείται η υπόνοια ότι πίσω τους κρύβονται πολιτικές σκοπιμότητες. Τα πρόβλημα αυτό δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι, όπως και σε όλους τους επαγγελματικούς κλάδους υπάρχουν και λειτουργοί, οι οποίοι εκτελούν πλημμελώς τα καθήκοντα τους, έτσι υπάρχουν και στην Δικαστική Εξουσία τέτοιοι λειτουργοί. Το πρόβλημα έχει, κατά τη γνώμη μου, και μια συγκεκριμένη θεσμική αιτία που αφορά την χώρα μας. Και αυτή η αιτία συνίσταται στο γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 90 του Συντάγματος, οι πρόεδροι και αντιπρόεδροι των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας (Συμβούλιο της Επικρατείας, Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο) καθώς και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επιλέγονται από το υπουργικό συμβούλιο. Αυτή η συνθήκη δημιουργεί σχέσεις εξαρτήσεως της ηγεσίας της Δικαστικής εξουσίας (δηλαδή μιας από τις τρεις ανεξάρτητες εξουσίες, που κατοχυρώνει το Σύνταγμα) με την κυβέρνηση (δηλαδή μια άλλη συντεταγμένη εξουσία, την εκτελεστική, την οποία μάλιστα η Δικαστική Εξουσία έχει αρμοδιότητα να ελέγχει). Δεν θέλω, βέβαια, με αυτό να πω ότι, όλοι οι δικαστές που επελέγησαν στις κορυφαίες θέσεις της Δικαστικής Εξουσίας απώλεσαν την ανεξαρτησία τους και θέλησαν να ευνοήσουν την κυβέρνηση που τους επέλεξε. Και εγώ επελέγην στην θέση του Αντιπροέδρου του ΣτΕ με αυτό το σύστημα. Κάποιοι όμως, όπως ήδη είπα, με τις ενέργειες τους δημιούργησαν αντικειμενικά προς τα έξω αυτή την εικόνα. Και αυτό έχει προκαλέσει μεγάλη ζημιά στα μάτια της κοινής γνώμης και της νομικής κοινής γνώμης. Αυτή η θεσμική «αδυναμία» πρέπει να αλλάξει οπωσδήποτε και μάλιστα αυτό πρέπει να γίνει στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, η οποία αναμένεται να ξεκινήσει τον προσεχή Νοέμβριο. Το τι θα αντικαταστήσει τον τρόπο αυτό επιλογής της ηγεσίας της Δικαστικής εξουσίας είναι ένα δυσχερές και πολύπλοκο θέμα, το οποίο δεν επιδέχεται μαγικές λύσεις και εύκολες «συνταγές». Και δεν μπορεί να αναπτυχθεί στο πλαίσιο της παρούσας γενικής συνέντευξης. Έχω διατυπώσει μια πρόταση, την οποία έχω επιχειρήσει να τεκμηριώσω, σε άρθρο μου της 8.11.2024 στον νομικό δικτυακό τόπο nomarchia.gr με τον τίτλο «Η ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης του τρόπου επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων»

Τέλος, σε ό,τι αφορά την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων (πχ σε θέσεις διοίκησης σε ανεξάρτητες αρχές) σε δικαστικούς λειτουργούς μετά την συνταξιοδότηση τους, έχει διατυπωθεί η άποψη (και από τους Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας και αν δεν κάνω κάποιο λάθος και από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ) ότι πρέπει να μπει στο Σύνταγμα διάταξη, σύμφωνα με την οποία οι δικαστικοί λειτουργοί θα πρέπει να μην αναλαμβάνουν άλλα δημόσια καθήκοντα πριν από την πάροδο τεσσάρων ετών από την αφυπηρέτηση τους. Έχω μια δυσχέρεια να τοποθετηθώ στο θέμα αυτό, διότι τοποθετήθηκα στην θέση του προέδρου της ΑΔΑΕ ένα μόλις χρόνο μετά την συνταξιοδότηση μου από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ανεξάρτητα όμως από την προσωπική μου περίπτωση, και δεδομένου ότι το θέμα είναι γενικότερο, σκέπτομαι ότι αν μια τέτοια πρόταση θα βοηθούσε στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας της Δικαστικής Εξουσίας στα μάτια της κοινής γνώμης, εκεί που έχουν φτάσει σήμερα τα πράγματα, θα πρέπει να υιοθετηθεί.

 Α.Ψ.: Ζήσατε από πρώτο χέρι και μάλιστα προς το τέλος της κατά κοινή ομολογία αψεγάδιαστης σταδιοδρομίας σας την πίεση του λεγόμενου επιτελικού κράτους. Ως πρόεδρος της ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών) δεχτήκατε προσωπικά εσείς όπως και άλλα μέλη της Ανεξάρτητης Αρχής ανελέητες επιθέσεις ακόμα και απειλές αποκλειστικά και μόνο επειδή προτάξατε τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές προστασίας του απορρήτου. Επιθέσεις ακόμα και από εν ενεργεία ανώτατους δικαστικούς με κορυφαίο παράδειγμα την αδιανόητη εκείνη γνωμοδότηση-παρέμβαση του π. εισαγγελέα Αρείου Πάγου Ι. Ντογιάκου («Διακοσμητικός ο ρόλος της ΑΔΑΕ κατά τον κ. Ντογιάκο», ΕφΣυν 11.1.2023) αλλά και την αιφνιδιαστική αφαίρεση της καυτής δικογραφίας από τα χέρια των εισαγγελέων Πρωτοδικών και την ανάθεση της υπόθεσης στον αντιεισαγγελέα Α.Π. κ. Α. Ζήση δια χειρός της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Το δε ΣτΕ, με απόφασή του, αλλά και με τη σημαντική καταγραφή της αντίθετης μειοψηφίας έκρινε ότι το αίτημα του ΔΣΑ που υποβλήθηκε δια του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου στερείται εννόμου συμφέροντος και ως εκ τούτου δεν νομιμοποιείται η προσφυγή και δεν γίνεται δεκτό, μια και διαφορετικά θα είχε το χαρακτήρα μιας λαϊκής αγωγής! Μάταια ο πρόεδρος του ΣτΕ κ. Πικραμένος με την εν των υστέρων επιστολή του προσπάθησε να δικαιολογήσει την απόφαση αυτή. («Κρίσιμες αποφάσεις του ΣτΕ για τη δικαιοσύνη», x-efimerida 12.11.2024).

Χρήστος Ράμμος: Για τη γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου έχω μιλήσει πολλές φορές και δεν θέλω να επανέλθω στο θέμα.

Για το θέμα του πορίσματος του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου του κ. Ζήση έχουν γραφτεί πολλά στον Τύπο και στο διαδίκτυο. Γράφτηκε, μεταξύ άλλων, ότι κατέληξε σε συμπεράσματα για την έλλειψη ποινικών ευθυνών στην υπόθεση των υποκλοπών χωρίς προηγουμένως να έχει προβεί σε εξαντλητική διασταύρωση του συνόλου των τηλεφωνικών συνδέσεων, για τις οποίες είχε διαταχθεί η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών από την αποσπασμένη στην ΕΥΠ εισαγγελική λειτουργό, με το σύνολο των τηλεφωνικών συνδέσεων των περιεχομένων στην λίστα που συνέταξε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (υπό την προεδρία του κ. Μενουδάκου) η οποία είχε καταγράψει περιπτώσεις τηλεφωνικών συνδέσεων, για τις οποίες είχε διαπιστωθεί ότι υπέστησαν «επίθεση» από αγνώστους με το παράνομο πειρατικό λογισμικό «Predator».

Πάντως σε ότι με αφορά προσωπικά,  δεν είμαι έτοιμος να κάνω νομική κριτική, διότι το μόνο που γνωρίζω είναι η δημοσιευθείσα στον Τύπο σχετική λακωνική ανακοίνωσης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γ. Αδειλίνη, και όχι το πλήρες πόρισμα του κ. Ζήση (ούτε κατά μείζονα λόγο την δικογραφία), το οποίο δεν έχει δημοσιοποιηθεί στο σύνολο του και το οποίο γνωρίζουν μόνο οι διάδικοι.

Η μόνη νομική άποψη που θα μπορούσα, κάτω από τις συνθήκες αυτές, να διατυπώσω είναι ότι, δεν είναι ορθή η γνώμη που τείνει να επικρατήσει ότι δεν υπάρχει εκ των προτέρων καμία περίπτωση να αναζητηθούν ποινικές και πειθαρχικές ευθύνες από κάποιο εισαγγελικό λειτουργό, ο οποίος είχε αποσπασθεί στην ΕΥΠ ή στην ΔΑΕΕΒ (κοινώς γνωστή ως Αντιτρομοκρατική) για τις από αυτόν εκδοθείσες διατάξεις άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Η γενικότερη επί του θέματος άποψη μου, την οποία δεν μπορώ να αναπτύξω εδώ εν εκτάσει, διότι θα μπλέξουμε σε πολλές νομικές λεπτομέρειες, είναι ότι οι διατάξεις αυτές είναι μεν άμα τη εκδόσει τους νομότυπες και πρέπει να εκτελούνται αμέσως, αλλά ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν  αυτομάτως και άνευ ετέρου νόμιμες εις το διηνεκές. Το κάτω από ποιες προϋποθέσεις οι επίμαχες διατάξεις μπορεί να μην είναι τελικά νόμιμες, με περαιτέρω συνέπεια να μπορούν να αναζητηθούν πειθαρχικές ή ποινικές ευθύνες από τον υπογράψαντα αυτές εισαγγελικό λειτουργό, το έχω αναπτύξει σε άρθρο μου στις 5.8.2024 στον διαδικτυακό τόπο Syntagma Watch με τον τίτλο «Oι διατάξεις άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας είναι νόμιμες εξ ορισμού ή είναι απλώς κατ’ αρχήν νομότυπες, ελέγξιμες όμως, περαιτέρω, ως προς την καθ΄όλα νομιμότητα τους;»

Θέλω στο σημείο αυτό να κάνω μια αναφορά σε μια σχετικά πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αναφέρομαι στην υπ’ αριθ. 1640/2024 απόφαση της Ολομέλειας του. Με αυτήν κρίθηκε ότι στερείται εννόμου συμφέροντος ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, να προσβάλει τις αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης, με τις οποίες σε συνέχεια απόφασης της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής που ελήφθη στις 28.9.2023, χωρίς να έχει επιτευχθεί η απαιτούμενη από το Σύνταγμα (άρθρο 101Α) πλειοψηφία των τριών πέμπτων του συλλογικού αυτού οργάνου, διορίστηκαν τρία νέα μέλη της Διοίκησης της ΑΔΑΕ. Συνέπεια αυτού του σκεπτικού ήταν ότι η αίτηση ακυρώσεως απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου έκρινε ότι, η τυχόν αποδοχή ως παραδεκτής της εν λόγω αιτήσεως ακυρώσεως θα μετέτρεπε το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως σε λαϊκή αγωγή (actio popularis). H μειοψηφία όμως του Δικαστηρίου υπενθύμισε και ορθά στην πλειοψηφία σειρά προηγούμενων αποφάσεων του Δικαστηρίου, με τις οποίες είχε αναγνωρισθεί, κατ’ επίκληση διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων, ευρύτατο έννομο συμφέρον των Δικηγορικών Συλλόγων να προσβάλλουν διοικητικές πράξεις, πολύ πέραν αυτών που αφορούν τα επαγγελματικά, εργασιακά και οικονομικά συμφέροντα του δικηγορικού σώματος. Περαιτέρω, η πλειοψηφία του Δικαστηρίου παραγνώρισε το γεγονός ότι, με την απόφαση της αυτή κρίθηκε ουσιαστικά ότι, ουδείς έχει έννομο συμφέρον να προσβάλλει μια υπουργική απόφαση με την οποία, ύστερα από απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, επιλέγονται μέλη μιας συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης αρχής, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια κατηγορία πολιτειακών πράξεων εκφεύγουσα παντός δικαστικού ελέγχου. Μια κατάσταση όμως προβληματική για το συνταγματικά κατοχυρωμένο κράτος δικαίου, εφόσον θα αναγνώρισε περιπτώσεις στην λειτουργία του κράτους, στις οποίες δεν επεκτείνεται η εγγυητική λειτουργία του κράτους δικαίου. Με άλλα λόγια ένα κενό στο κράτος δικαίου. Θα ήθελα στο σημείο αυτό να προσθέσω ότι τέτοιου τύπου εξελίξεις με στενοχωρούν ιδιαίτερα και διότι προέρχομαι από αυτό το δικαστήριο, στο οποίο και έχω σταδιοδρομήσει.

 Α.Ψ.: Το σκάνδαλο των υποκλοπών κουκουλώθηκε και διά χειρός δικαιοσύνης και όπως πάντα κανένας αξιωματούχος δεν θα κριθεί ένοχος με αποκλειστική απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Μάλιστα εισαγγελείς της ΕΥΠ που υπέγραψαν χιλιάδες παρακολουθήσεις «υπόπτων εθνικά» ανταμείφθηκαν με επαναδιορισμό τους στις ίδιες θέσεις. Τι κόστος είχε όλο αυτό για σας προσωπικά αλλά και συνολικά για την δυνατότητα της Αρχής να λειτουργεί ανεξάρτητα όπως επιβάλλει το Σύνταγμα; Ειδικά όταν η κυβέρνηση με τις «κατάλληλες» αλλαγές άλλαξε τη σύνθεση της διοίκησης της ΑΔΑΕ και το σκάνδαλο των αθρόων παρακολουθήσεων ακόμα και αξιωματούχων της κυβέρνησης ξεχάστηκε πλέον στα συρτάρια («Τίτλοι τέλους για την ανεξαρτησία της ΑΔΑΕ», ΕφΣυν 28.9.2023).

Χρήστος Ράμμος: Για το θέμα των χειρισμών της Δικαστικής Εξουσίας σε σχέση με τις εν ευρεία εννοία ποινικές ευθύνες για τις υποκλοπές, σας απάντησα σε προηγούμενη ερώτηση σας.

 Θα ήθελα με την ευκαιρία της παρούσας ερώτησης σας να σταθώ στο κόστος που προκάλεσε όλη αυτή η ιστορία των υποκλοπών. Πιο σημαντική αντικειμενικά, αλλά και κατά την προσωπική μου εκτίμηση, είναι η ζημιά που προκάλεσε στους θεσμούς (και ειδικότερα στον θεσμό των ανεξαρτήτων αρχών και στην δυνατότητα τους να λειτουργούν πραγματικά ανεξάρτητα) , στο κράτος δικαίου και στην συνταγματική μας τάξη (και ειδικότερα στο άρθρο 19 του Συντάγματος που κατοχυρώνει -και μάλιστα σε απόλυτο βαθμό- το θεμελιώδες δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών). Αυτή η ζημιά, αυτό το κόστος, είναι πάρα πολύ μεγάλα και, δυστυχώς, όχι εύκολα ανατάξιμα. Η κοινή γνώμη εξοικειώνεται με τις εξελίξεις αυτές με την σκέψη ότι, το Σύνταγμα μπορεί και να παραβιάζεται, κάποιες συνταγματικές διαδικασίες να μην τηρούνται, ότι δεν χάνεται και ο κόσμος αν γίνεται κάτι τέτοιο σε κάποιες περιπτώσεις και, τέλος, ότι, ούτως ή άλλως, όλοι οι ασκούντες την εξουσία δεν σέβονται τίποτε και κάνουν όλοι τα ίδια. Αυτό οδηγεί, περαιτέρω, τους πολίτες σε μια μορφή μιθριδατισμού, κυνισμού, πολιτικής απάθειας, σε τάσεις αυτοδικίας και τελικά στην απώλεια της πίστης στη δυνατότητα της Δικαστικής Εξουσίας να τους παράσχει έννομη προστασία, στο κράτος δικαίου δηλαδή τελικά στην δημοκρατία. Κάτι τέτοιο είναι άκρως επικίνδυνο ειδικά σε μια εποχή, σαν την σημερινή, όπου οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς και της αντιπολιτικής έχουν αρχίσει να κυριαρχούν παγκοσμίως, επικαλούμενες ακριβώς την παρακμή των θεσμών της δημοκρατίας, την οποία απειλούν ευθέως.

Μπροστά στην ζημιά αυτή οι ύβρεις, οι απειλές και η δολοφονία χαρακτήρα που υπέστην ως πρόσωπο είναι δευτερεύουσες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πέρασα πολύ δύσκολες στιγμές κατά την ενάσκηση των καθηκόντων μου ως Πρόεδρος της Αρχής. Όμως ο τελικός απολογισμός από αυτή την περιπέτεια είναι θετικός για μένα. Είναι πολύ σημαντικό θα έλεγα ακόμη και ανεκτίμητο για μένα το γεγονός ότι έχω ήσυχη τη συνείδηση μου, ότι έκανα το καθήκον μου και ότι αυτό αναγνωρίστηκε. Επίσης μου έδωσε μεγάλη δύναμη και ικανοποίηση η αυθόρμητη συμπαράσταση πολλών προσώπων επωνύμων, αλλά – και αυτό είναι το πιο σημαντικό- και ανωνύμων, που ήταν κάτι που δεν το περίμενα, ή δεν το περίμενα πάντως σε αυτή την έκταση. Το γεγονός ότι κάποιοι με εξύβρισαν ή με απείλησαν, χωρίς μάλιστα να μπουν στον κόπο να κάνουν μια συγκεκριμένη νομική κριτική στο που δεν άσκησα συννόμως τα καθήκοντα μου, φυσικά και με ενόχλησε σε πρώτη φάση, όμως το ξεπέρασα πολύ γρήγορα, σκεπτόμενος ότι η εχθρότητα των συγκεκριμένων υβριστών δεν έχει καμία απολύτως σημασία και καμία βαρύτητα. Αντίθετα μάλλον είναι δείγμα ότι έκανα καλά την δουλειά μου. Αλλοίμονο στον δημόσιο λειτουργό, που μέριμνα του θα ήταν να μην δυσαρεστήσει κάποιους για να μην ακουστεί τίποτε δυσάρεστο γι’ αυτόν και να εισπράττει από όλους επαίνους.

Α.Ψ.: Πρόσφατα υπουργοί της κυβέρνησης έφτασαν στο σημείο να αμφισβητούν ανοιχτά το ρόλο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αλλά και το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Πόσο απέχει αυτή η στάση από το σεβασμό των ευρωπαϊκών θεσμών; Ειδικά τώρα που όλοι βλέπουμε καθαρά το τι κάνει ο Τραμπ προκειμένου να ανατρέψει την κατοχυρωμένη ανεξαρτησία της αμερικανικής δικαιοσύνης. Σε ότι αφορά τα ελληνικά δρώμενα θα θέλατε να αναφέρετε επιγραμματικά τις πλέον κραυγαλέες για σας περιπτώσεις ωμής παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στη δικαιοσύνη που οδήγησαν και οδηγούν στο «μπάζωμα» της αλήθεια και στην υποβάθμιση του θεσμού; Ήδη τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα σε όλες τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εκθέσεις καταγράφει αληθινή κατρακύλα και στο δείκτη εμπιστοσύνης στην ελληνική δικαιοσύνης αλλά κυρίως στην παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στο έργο της. Μόλις χθες, σε δημοσκόπηση της Kapa Research, πέρα από το ζοφερό εύρημα ότι το 97% των πολιτών θεωρεί ότι η διαφθορά στην Ελλάδα είναι πολύ ή αρκετά διαδεδομένη, είναι τρομακτικό ότι μόλις το 3% θεωρεί ότι στη χώρα υπάρχει δικαιοσύνη. Όσο για το ίδιο το σύστημα δικαιοσύνης, πάνω από 70% είτε δεν το εμπιστεύονται καθόλου, είτε το εμπιστεύονται ελάχιστα. Θα ήθελα ένα σχόλιο σας για το μεγάλο αυτό θεσμικό πρόβλημα.

Χρήστος Ράμμος: Για την χαμηλή εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στον θεσμό της Δικαστικής Εξουσίας και για το ποιες περιπτώσεις θεωρώ πιο χαρακτηριστικές του ότι η Δικαστική Εξουσία δεν κατάφερε να πείσει ότι λειτούργησε με ανεξαρτησία και χωρίς να εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες σας έχω ήδη απαντήσει σε προηγούμενες ερωτήσεις. Εδώ θα περιοριστώ να ξαναπώ ότι ανησυχώ βαθύτατα για τις εξελίξεις αυτές.

Σε ό,τι αφορά, τέλος, τις επιθέσεις, που συχνά είναι προσωπικές και από ανοίκειες έως και υβριστικές, εναντίον της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, τις θεωρώ απαράδεκτες και επικίνδυνες ειδικά όταν προέρχονται από πολιτικά πρόσωπα. Δεν είναι δυνατόν όταν ένας τόσο σημαντικός θεσμός της Ενωμένης Ευρώπης, την οποία σε άλλες περιπτώσεις (όπως πχ όταν ο κρατικός προϋπολογισμός εισπράττει μεγάλα κονδύλια σε ενισχύσεις) εξυμνούμε, ομνύοντας στο όνομα της Ευρώπης, μας επισημαίνει τα κακώς κείμενα στην χώρα μας, αντί να ερευνήσουμε καλόπιστα αυτά που μας επισημαίνει, να της επιτιθέμεθα, σαν να επισημαίνει ότι επισημαίνει επειδή είναι προκατειλημμένη εναντίον της χώρας μας, ή σαν να μην έχει το δικαίωμα να κρίνει τα συμβαίνοντα στην πατρίδα μας ως εκ της χώρας από την οποία προέρχεται, όπως πολλοί ισχυρίζονται. Μάλιστα θα πρέπει να επισημανθεί η εξής αντίφαση. Πολλοί από αυτούς οι οποίοι της επιτίθενται, ισχυρίζονται ταυτόχρονα ότι είναι οι πιο πιστοί υποστηρικτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όλα αυτά είναι δείγματα μεγάλης πολιτικής και ηθικής παρακμής και δίνουν το λάθος μήνυμα και στην κοινή γνώμη. Ότι δηλαδή τους θεσμούς τους σεβόμαστε à la carte, δηλαδή μόνο όταν μας συμφέρει.

Α.Ψ.: Η τελευταία ερώτηση αφορά την κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος και συγκεκριμένα του Άρθρου 16 που απαγορεύει ρητά την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Με μια ακραία διασταλτική ερμηνεία η κυβέρνηση νομοθέτησε και το ΣτΕ υιοθέτησε την «συνταγματικότητα» της ανατροπής του αρ. 16.

Χρήστος Ράμμος: Τρεις σχεδόν μήνες μετά μια λακωνική ανακοίνωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας (εκδοθείσα κατ’ επίκληση του άρθρου 34 παρ.8 του π.δ/τος 18/1989) ότι, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, διασκεφθείσα, έκρινε ότι το Σύνταγμα της χώρας δεν απαγορεύει την ίδρυση και λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων προερχομένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από χώρα συμβεβλημένη στην GATS, η σχετική απόφαση δεν έχει ακόμη, εξ όσων γνωρίζω, δημοσιευθεί. Δεν θα σχολιάσω αυτή την φορά από άποψη νομικής βασιμότητας την κρίση αυτή, όπως την ανακοίνωσε ο Πρόεδρος του ΣτΕ. Το έχω κάνει με παλιότερη ανάρτηση μου της 14.6. Απλώς επαναλαμβάνω ότι προκαλεί τουλάχιστον τεράστια (δεν είναι υπερβολική η λέξη) απορία το πως το Συμβούλιο της Επικρατείας, που είναι ο βασικός εγγυητής της συνταγματικής νομιμότητας, παρέκαμψε δύο σαφέστατες συνταγματικές διατάξεις (αυτές του άρθρου 16 §§5 και οκτώ) που ρητώς και αδιάστικτα (καλώς ή κακώς είναι άλλο θέμα) απαγορεύουν την ίδρυση πανεπιστημίων από ιδιώτες.

Το κείμενο της ανάρτησης (16.6.2025):

«H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται”. Αυτό ορίζει ρητά και ξεκάθαρα το Σύνταγμα στο άρθρο 16 § 8. Το Σύνταγμα είναι το κοινωνικό μας συμβόλαιο, η προστασία μας από τις ενδεχόμενες αυθαιρεσίες του κοινού νομοθέτη. Όσο καιρό ισχύει μια συνταγματική διάταξη την σεβόμαστε και την εφαρμόζουμε. Με ΚΑΜΙΑ ερμηνευτική μέθοδο το κατηγορηματικό, σαφέστατο και χωρίς άλλους προσδιορισμούς “απαγορεύεται” δεν μπορεί να διαβαστεί ως “επιτρέπεται”, που είναι το ακριβώς αντίθετο του. Αυτό, εξ άλλου, έλεγε επί δεκαετίες και παγίως και το ίδιο το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Η δε επίμαχη κρίση του ΣτΕ έγινε μάλιστα χωρίς καν την προηγούμενη διατύπωση και υποβολή εκ μέρους του προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, ως προς την έννοια των διατάξεων του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου, τις οποίες επικαλείται το δελτίο τύπου του Προέδρου του ΣτΕ, σε σχέση με την τεκμηρίωση που υιοθετήθηκε για την ερμηνεία της επίμαχης συνταγματικής διάταξης.

Αν αρχίσουμε να παρακάμπτουμε τα στοιχειώδη και να κάνουμε τέτοιες ερμηνείες, μπορεί στο μέλλον να “ξηλώσουμε” το Σύνταγμα και σε άλλες του διατάξεις, κατ’ επίκληση άλλων διατάξεων διεθνών ή ευρωπαϊκών κανόνων δικαίου. Επικίνδυνους δρόμους άνοιξε η απόφαση του ΣτΕ. Δυστυχώς!»

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Οι απόψεις του κ. Ράμμου αποτυπώνονται καθαρά σε δύο δικά του άρθρα βιβλιοκριτικής (στο booksjournal.gr) για το βιβλίο του Αντ. Μανιτάκη «Ο ελληνικός συνταγματισμός 200 χρόνια μετά. Δημοκρατικός, νεωτερικός, ακμαίος» (Αθήνα 2020) και το βιβλίο του Κων/νου Παπαγεωργίου « Οι πρόσφυγες και τα καθήκοντά μας απέναντί τους» (Αθήνα 2017). Παραθέτουμε εδώ μικρά αποσπάσματα από τα δύο άρθρα:

   – «Η νομολογία του Αρείου Πάγου χαρακτηριζόταν πάντα από έναν νομικό επαρχιωτισμό και μια συστηματική άρνηση να υιοθετήσει σύγχρονη αντίληψη για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ακόμη και όταν υπήρχε καταδίκη της χώρας από το ΕΔΔΑ. Ο πιο χαρακτηριστικός τομέας είναι ο τομέας της θρησκευτικής ελευθερίας. Αν δεν υπήρχε η πίεση του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ θα είχαμε ακόμη μείνει μια κλειστή, φοβική, συντηρητική και επαρχιώτικη κοινωνία, με τη Δικαιοσύνη και φυσικά με τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία να αντανακλούν και να απηχούν αυτές τις αξίες».

   – «Δημοκρατική υποχρέωση η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες. […] Οι γηγενείς αισθάνονται ότι απειλείται η εθνική τους ταυτότητα, φοβούνται ότι στο μέλλον μπορεί και να γίνουν μειοψηφία στις πατρίδες τους και βλέπουν τους νεοεισερχόμενους ως ανταγωνιστές στην αγορά εργασίας και στην άντληση κρατικών οικονομικών πόρων. Οι φόβοι αυτοί, είτε είναι δικαιολογημένοι είτε υπάρχει σ’ αυτούς κάποιο στοιχείο υπερβολής, είναι υπαρκτοί και αποτελούν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από πολλούς δημαγωγούς ή λαϊκιστές πολιτικούς, που έχουν στηρίξει την πολιτική τους σταδιοδρομία κυρίως στην εκμετάλλευση αυτή. Έτσι, και λόγω της πρωτόγνωρης μαζικότητας και της ταχύτητας, δίκην βίαιου φυσικού φαινομένου, του προσφυγικομεταναστευτικού προβλήματος, βρίσκονται σε διαρκή αμυντική υποχώρηση οι φωνές οι οποίες υπενθυμίζουν την ιστορική αξία της αρχής της χορήγησης ασύλου, που πρέπει να χορηγείται σε κάθε διωκόμενο του οποίου κινδυνεύουν οι ελευθερίες και τα δικαιώματα, ως κορυφαία αξία του ευρωπαϊκού (και του “δυτικού”) νομικού πολιτισμού».

 

πηγή: Χωρίς εφημερίδα 22.10.2025

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)
Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 22 Οκτωβρίου 2025 11:30

Προσθήκη σχολίου

Σιγουρευτείτε πως έχετε εισάγει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες με το σύμβολο (*). Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Youtube Playlists

youtube logo new

atticavoicepodcasts

atticavoiceyoutube

rafnews

rafdoumentaries

Χρήσιμα

farmakia

HOSPITAL

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.