«Όταν οι ναζιστές ήρθαν για να πάρουν τους κομμουνιστές, σιώπησα επειδή δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν φυλάκισαν τους σοσιαλδημοκράτες, σιώπησα γιατί δεν ήμουν σοσιαλδημοκράτης.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους συνδικαλιστές, σιώπησα γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβαίους σιώπησα γιατί δεν ήμουν Εβραίος
Όταν ήρθαν να συλλάβουν εμένα, δεν υπήρχε πια κανείς για να διαμαρτυρηθεί».
Martin Niemoeller (1892-1984)
Στον απόηχο του σοβαρού τραυματισμού του αστυνομικού και της ναζιστικού αρώματος αντίδρασης της αστυνομίας με την περικύκλωση του γηπέδου βόλευ και τη μαζική προσαγωγή όλων των αρρένων θεατών του αγώνα , αφού προηγουμένως επιτράπηκε στα γυναικόπαιδα να φύγουν, θυμηθήκαμε τρεις περιπτώσεις όπου οι αστυνομικοί πολύ εύκολα τράβηξαν πιστόλι και σκότωσαν παιδιά ανήλικα ή στα όρια της ενηλικιότητας. Φαίνεται πως δεν αξίζουν το ίδιο όλες οι ανθρώπινες ζωές και οι αστυνομικοί φροντίζουν να μας το υπενθυμίζουν διαρκώς. Από την Εφημερίδα των Συντακτών ένα πολύ χρήσιμο άρθρο για όσους δεν θέλουν να ξεχνούν
Πώς συνδέονται μεταξύ τους οι τρεις δολοφονίες νεαρών Ρομά από αστυνομικούς μέσα σε τρία χρόνια | Πού βρίσκεται η δικαστική διερεύνηση των υποθέσεων και γιατί θεωρούνται ταξικά εγκλήματα
Η Αλίαρτος, τα Διαβατά και το Πέραμα είναι τρία σημεία του χάρτη θεωρητικά ασύνδετα, όμως κάθε περιοχή σημαδεύτηκε τα τελευταία τρία χρόνια από θανάτους νεαρών Ρομά από αστυνομικά πυρά, με ανατριχιαστικά κοινά μοτίβα τόσο στον τρόπο δράσης όσο και στον τρόπο με τον οποίο στη συνέχεια κάθε υπόθεση πήρε τον δρόμο της Δικαιοσύνης.
Ο Νίκος Σαμπάνης, ο Κώστας Φραγκούλης και ο Χρήστος Μιχαλόπουλος, όλοι τους ανήλικοι ή στα όρια της ανηλικότητας, όλοι τους άοπλοι και όλοι τους Ρομά, δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ, με τους αστυνομικούς να τους καταδιώκουν γνωρίζοντας την ταυτότητά τους, παρά τα όσα ισχυρίστηκαν αργότερα στις καταθέσεις τους. Και στις τρεις περιπτώσεις οι αστυνομικοί προχώρησαν σε καταδίωξη εντός κατοικημένης περιοχής, εκτιμώντας ότι τα θύματα είχαν διαπράξει αδικήματα σε βαθμό πλημμελήματος, και άνοιξαν πυρ ακόμα και όταν το Κέντρο της Άμεσης Δράσης τους έδωσε εντολή (όπως στην περίπτωση του Νίκου Σαμπάνη) να σταματήσουν την καταδίωξη για να μην τεθεί σε κίνδυνο η ασφάλεια διερχόμενων πολιτών. Σε όλες τις περιπτώσεις οι αστυνομικοί πυροβόλησαν με ευθείες βολές, ούτε στον αέρα ούτε στα λάστιχα. Είχαν ανθρωποκτόνο πρόθεση και ας επιμένουν στους ισχυρισμούς τους ότι το έκαναν για εκφοβισμό. Και ακριβώς επειδή τα θύματα ήταν άοπλα και οι δράστες δεν μπορούν να αποδείξουν ότι κινδύνευαν, επικαλούνται τον ισχυρισμό του αυτοκινήτου των θυμάτων ως φονικού όπλου.
Ακόμη μία σημαντική ομοιότητα, τουλάχιστον μεταξύ των δολοφονιών του Νίκου Σαμπάνη και του Χρήστου Μιχαλόπουλου, είναι η εξαφάνιση ουσιωδών αποδεικτικών στοιχείων, όπως και η αλλοίωση του τόπου του εγκλήματος, δηλαδή τα αυτοκίνητα που οδηγούσαν. Το αυτοκίνητο μέσα στο οποίο σκοτώθηκε από αστυνομικά πυρά ο Νίκος Σαμπάνης το 2021 γύρισε πίσω στον Αιγύπτιο ιδιοκτήτη του και στάλθηκε για παλιοσίδερα τρεις μέρες αργότερα. Στην Αλίαρτο, οι αστυνομικοί καθάρισαν όλο το εσωτερικό του αμαξιού -κηλίδες αίματος και αποτυπώματα, δηλαδή τα πιο κρίσιμα στοιχεία- και οι ίδιοι χρησιμοποίησαν αυτό το αυτοκίνητο για να μεταφέρουν το θύμα στο νοσοκομείο. Όλα αυτά κατά παράβαση των κανονισμών, αφού και στις δύο υποθέσεις τα αυτοκίνητα έπρεπε να είναι καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης διαθέσιμα να εξεταστούν και να περάσουν από ενδελεχή έλεγχο και εργαστηριακή πραγματογνωμοσύνη.
Μέχρι στιγμής η Δικαιοσύνη αντιμετώπισε τους αστυνομικούς με τον ίδιο τρόπο: κανείς δεν προφυλακίστηκε παρότι κατηγορούνται για ανθρωποκτονίες από πρόθεση και με δόλο (ή ενδεχόμενο δόλο). Όσο για την κυβέρνηση, είχε παρόμοια αντίδραση σε όλες τις περιπτώσεις. Ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Τάκης Θεοδωρικάκος, έσπευσε να επισκεφθεί τους επτά κατηγορούμενους αστυνομικούς αμέσως μετά τη δολοφονία του Νίκου Σαμπάνη και πριν καν οδηγηθούν στον ανακριτή για να απολογηθούν. Ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει την επίσκεψη «συμβολικού και ανθρώπινου χαρακτήρα», με την κίνησή του αυτή να προκαλεί σοβαρές αντιδράσεις για το μήνυμα ασυλίας που παρείχε σε εν δυνάμει μελλοντικούς θύτες.
Επιβράβευση
Εναν χρόνο αργότερα, την ημέρα της δολοφονίας του Κώστα Φραγκούλη, η κυβέρνηση ανακοίνωνε τη χορήγηση επιδόματος 600 ευρώ στους ένστολους. Οσο για την ανθρωποκτονία του Χρήστου Μιχαλόπουλου, ο διάδοχος του Τάκη Θεοδωρικάκου, Γιάννης Οικονόμου, ήταν μεν πιο προσεκτικός στις διατυπώσεις του, ωστόσο βρήκε την ευκαιρία να υπενθυμίσει πως «η αστυνομία δίνει καθημερινή μάχη για την ασφάλεια των πολιτών» και έκανε λόγο για «συνθήκες παραβατικότητας και απείθειας» που πολλαπλασιάζονται, όπως και «οι πιθανότητες να έχεις περιστατικά με τραγική κατάληξη».
«Πόση ακόμη έρευνα χρειάζεται για νεκρούς Ρομά μέχρι να αποφασίσουμε ως κράτος και ως κοινωνία να αντιμετωπίσουμε προληπτικά και με θάρρος τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία, για να μη θρηνεί ακόμα μία οικογένεια;», αναφέρει η Πανελλαδική Συνομοσπονδία Ελλήνων Ρομά (ΕΛΛΑΝ ΠΑΣΣΕ) και σημειώνει: «Ενα πάθημα (Νίκος Σαμπάνης, 2021), που έγινε πάθημα (Κώστας Φραγκούλης, 2022) και ξαναγίνεται πάθημα (Χρήστος Μιχαλόπουλος, 2023). Πάντα για Ρομά».
Μέχρι σήμερα σε καμία από τις τρεις περιπτώσεις δεν έχει αποδοθεί στους δράστες ρατσιστικό κίνητρο.
Δύο χρόνια ανάκριση για τη δολοφονία του 18χρονου Νίκου Σαμπάνη , της Γιώτας Τέσση
Στο στάδιο της ανάκρισης βρίσκεται ακόμα η υπόθεση δολοφονίας του 18χρονου Ρομ Νίκου Σαμπάνη από αστυνομικούς στις 23 Οκτωβρίου 2021 στο Πέραμα. Για την υπόθεση κατηγορούνται επτά αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ, αλλά κανείς δεν προφυλακίστηκε. Η εισαγγελέας που χειρίστηκε τη δικογραφία πρότεινε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά να παραπεμφθούν και οι επτά σε δίκη για ανθρωποκτονία με δόλο και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, αλλά το Συμβούλιο με το υπ’ αριθμόν 176/2023 βούλευμα επέστρεψε την υπόθεση στο στάδιο της κύριας ανάκρισης, καθώς διαπίστωσε πλήθος παραλείψεων στη διερεύνηση κρίσιμων ζητημάτων.
Για τις παραλείψεις αυτές η οικογένεια του θύματος φώναζε από την πρώτη στιγμή, κατέθετε υπομνήματα στην ανακρίτρια Πειραιά και στο τέλος ζητούσε την εξαίρεσή της, κάνοντας λόγο για υπόνοιες μεροληψίας εκ μέρους της. Άλλωστε, η ίδια η ανακρίτρια είχε ζητήσει την εξαίρεσή της με το που ανέλαβε την υπόθεση, επικαλούμενη ότι είχε εργαστεί στο παρελθόν στο γραφείο του συνηγόρου υπεράσπισης των αστυνομικών, Αλέξη Κούγια. Τότε η εξαίρεσή της δεν έγινε δεκτή, αλλά, όπως αποδεικνύει το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ούτε η ανάκριση έγινε σωστά και γι’ αυτό ο φάκελος της υπόθεσης της επιστράφηκε με την επισήμανση να προχωρήσει ξανά σε κύρια ανάκριση, ακολουθώντας συγκεκριμένες αποδείξεις. Τελικά η συγκεκριμένη ανακρίτρια μετατέθηκε από τον Πειραιά στην Αθήνα και την υπόθεση ανέλαβε από την αρχή η νέα ανακρίτρια Πειραιά.
Το πρώτο και κρίσιμο ζήτημα που πρέπει να διερευνηθεί είναι οι συνθήκες τέλεσης της δολοφονίας επειδή, όπως επισημαίνεται στο βούλευμα, η ιατροδικαστική έκθεση δεν διευκρινίζει αν ο θάνατος του 18χρονου ήταν ακαριαίος, ούτε ποιο από τα τραύματα προκάλεσε τον θάνατο, παρόλο που στο αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας αποτυπώνεται η κατεύθυνση των βολίδων και συγκεκριμενοποιούνται οι αστυνομικοί που πυροβόλησαν και οι οπές που προκάλεσε το όπλο του καθενός. Γι’ αυτό το Συμβούλιο έχει ζητήσει νέα γνωμοδότηση από τον ιατροδικαστή αφού εκείνος λάβει υπόψη τη βαλλιστική έκθεση, την έκθεση αυτοψίας, το γενετικό υλικό, καθώς και το φωτογραφικό υλικό.
Το δεύτερο και εξίσου κρίσιμο είναι η διερεύνηση για το ποιος οδηγούσε το όχημα στο οποίο επέβαιναν οι ανήλικοι Ρομά και το χρονικό σημείο κατά το οποίο άνοιξαν πυρ οι αστυνομικοί. Οι τελευταίοι ισχυρίζονταν ότι οδηγός του κλεμμένου αυτοκινήτου ήταν ο Νίκος Σαμπάνης και ότι ξεκίνησαν να πυροβολούν βρισκόμενοι σε άμυνα εξαιτίας των επικίνδυνων ελιγμών του αυτοκινήτου. Ωστόσο, σε βιντεοληπτικό υλικό που τράβηξε γείτονας και αναρτήθηκε στο YouTube από το omniatv αποτυπώνεται ότι το αυτοκίνητο ακινητοποιείται, ο οδηγός του κατεβαίνει κι αρχίζει να τρέχει για να γλιτώσει τις σφαίρες. Το ίδιο υποστηρίζουν και οι δύο ανήλικοι Ρομά που ήταν στο αυτοκίνητο, ο ένας εκ των οποίων τραυματίστηκε σοβαρά από τα πυρά των αστυνομικών. Και οι δύο αντιμετωπίζουν το αδίκημα της συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας των αστυνομικών, παρόλο που ήταν άοπλοι, όπως και ο Ν. Σαμπάνης. Για όλους αυτούς τους λόγους το Συμβούλιο έχει ζητήσει να σταλεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών το συγκεκριμένο βιντεοληπτικό υλικό προκειμένου μέσα από την ανάλυσή του να αποτυπωθούν καρέ καρέ οι θέσεις και οι κινήσεις όλων των εμπλεκομένων.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει το βούλευμα και στις αντιφατικές απολογίες των κατηγορούμενων αστυνομικών σχετικά με τις κινήσεις του αυτοκινήτου, καθώς και στο ότι στο αποδεικτικό υλικό δεν περιλαμβάνονται φωτογραφίες που να παρέχουν συνολική εποπτεία του χώρου. Για τους λόγους αυτούς το Συμβούλιο κρίνει απαραίτητο να ζητηθεί από την ανακρίτρια πραγματογνωμοσύνη που θα απεικονίζει: διάγραμμα της περιοχής, την πορεία του οχήματος, το πού και πότε ακινητοποιήθηκε, καθώς και σε ποιο σημείο βρίσκονταν οι εμπλεκόμενοι σε σχέση με την κατεύθυνση των βολίδων. Ύστερα από αυτά, το Συμβούλιο κρίνει απαραίτητο να κληθούν σε συμπληρωματική απολογία οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί και να τους αποδοθεί και η κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας εναντίον του τρίτου ανήλικου Ρομ, για το αδίκημα σε βάρος του οποίου δεν υπήρξε ρητή κατηγορία.
Δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του Νίκου, η οικογένειά του ζητάει ακόμα «Δικεοσίνη», όπως έγραψε ο πατέρας του σε ένα πανό λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Νίκου στις διαδηλώσεις για την επέτειο του Πολυτεχνείου το 2021. Η ανορθόγραφη λέξη έγινε σύνθημα για την απονομή δικαιοσύνης σε όλα τα εγκλήματα με δράστες αστυνομικούς. Ήδη από το 2021 οι δικηγόροι της οικογένειας Σαμπάνη (Θανάσης Καμπαγιάννης, Αλεξάνδρα Καραγιάννη, Ηλίας Γιαννόπουλος) προειδοποιούσαν ότι οι χειρισμοί της κυβέρνησης θα όπλιζαν το χέρι και άλλων αστυνομικών και κατήγγελλαν τη στάση τού τότε υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Τάκη Θεοδωρικάκου, που έσπευσε να επισκεφθεί τους αστυνομικούς αμέσως μετά τη δολοφονία, στέλνοντας μήνυμα ασυλίας τους. Ακολούθησαν οι δολοφονίες του 16χρονου Ρομ Κώστα Φραγκούλη στα Διαβατά και του 17χρονου Χρήστου Μιχαλόπουλου στην Αλίαρτο.
Σύμφωνα με τον δικηγόρο Θανάση Καμπαγιάννη, «πρόκειται για τρεις εν ψυχρώ δολοφονίες που παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία. Τα θύματα είναι Ρομά και αυτό οι αστυνομικοί δράστες το έχουν αντιληφθεί. Έχουν επίσης αντιληφθεί ότι είναι νέοι άνθρωποι και τους πυροβολούν παρόλο που υπάρχει ρητή αναφορά στον νόμο για μη χρήση όπλου σε τέτοιες ηλικίες. Και οι τρεις γειτονιές (Πέραμα, Διαβατά, Αλίαρτος) είναι φτωχές· δεν έγινε αστυνομική καταδίωξη με κίνδυνο την ασφάλεια διερχόμενων πολιτών στην Κηφισιά, αλλά στο Πέραμα έπεφταν ασταμάτητα 36 σφαίρες. Μιλάμε σαφέστατα για ταξικά εγκλήματα. Ολα τα θύματα είναι άοπλα και ως εκ τούτου δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός των αστυνομικών ότι βρίσκονταν υπό απειλή. Και ακόμη μία ομοιότητα είναι ότι κανένας αστυνομικός, που κατηγορείται για το κακούργημα της ανθρωποκτονίας, δεν προφυλακίζεται».
Για 20 ευρώ βενζίνη η ανθρωποκτονία του 16χρονου Κώστα Φραγκούλη, του Νίκου Φωτόπουλου
Ο Κώστας Φραγκούλης δολοφονήθηκε από 35χρονο αστυνομικό της ομάδας ΔΙΑΣ κατά τη διάρκεια καταδίωξης επειδή δεν πλήρωσε 20 ευρώ σε ένα βενζινάδικο
Η υπόθεση του 16χρονου Κώστα Φραγκούλη είναι ακόμη μία χαρακτηριστική περίπτωση του πόσο εύκολα «εκπυρσοκροτούν» τα όπλα αστυνομικών όταν πρόκειται για Ρομά. Την εντύπωση αυτή ενισχύει, δυστυχώς, η επίσημη θέση συνδικαλιστικών οργάνων των αστυνομικών που, αντί να εκφράσουν έναν προβληματισμό ή έστω να σιωπήσουν, εκδίδουν ανακοινώσεις που «πυροβολούν» τους εισαγγελείς για τη δικανική τους πεποίθηση…
Η δολοφονία του Κώστα Φραγκούλη για 20 ευρώ δεν μπορεί παρά να συγκλονίζει την κοινωνία. Ένας 16χρονος, πατέρας μωρού, έπεσε νεκρός τον Δεκέμβρη του 2022 στη δυτική Θεσσαλονίκη από πυρά αστυνομικού επειδή έκανε το μοιραίο λάθος να μην πληρώσει τη βενζίνη που έβαλε στο φορτηγάκι του. Ας θυμηθούμε τα γεγονότα εκείνης της αποφράδας νύχτας.
Ήταν περίπου 1.00 το πρωί όταν ο ανήλικος Ρομά σταμάτησε με το Ι.Χ. φορτηγάκι που οδηγούσε, ιδιοκτησίας του πατέρα του, σε πρατήριο υγρών καυσίμων της οδού Μοναστηρίου. Έβαλε 20 ευρώ καύσιμα, αλλά, αντί να πληρώσει, επιβιβάστηκε στη θέση του οδηγού και έσπευσε να εξαφανιστεί. Ο υπάλληλος του πρατηρίου το ανέφερε στους αστυνομικούς της ομάδας ΔΙΑΣ που είχε δει ότι βρίσκονταν κοντά. Ισχυρίζεται όμως ότι, παρόλο που τους ανέφερε το γεγονός, στη συνέχεια τους απέτρεψε από το να τον καταδιώξουν «γιατί δεν άξιζε τον κόπο για 20 ευρώ». Παρά ταύτα, εκείνοι ενημέρωσαν το κέντρο της Άμεσης Δράσης και άρχισαν μια ξέφρενη καταδίωξη με τραγικά αποτελέσματα. Προσπαθώντας να διαφύγει, ο ανήλικος Ρομά άρχισε να παραβιάζει σηματοδότες και κατευθύνθηκε προς την περιοχή των Διαβατών. Η ΕΛ.ΑΣ. διατείνεται ότι επιχείρησε να εμβολίσει μετωπικά ένα δίκυκλο της ομάδας ΔΙΑΣ. Τότε οι αστυνομικοί τράβηξαν όπλα και τον πυροβόλησαν, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του οχήματός του και να προσκρούσει σε παρακείμενο τοιχίο. Μία σφαίρα είχε καρφωθεί στο κεφάλι του.
Δολοφονική... άμυνα
Ως δράστης του φονικού προσδιορίστηκε ένας 35χρονος αστυνομικός της ομάδας ΔΙΑΣ που ισχυρίζεται ότι βρισκόταν σε άμυνα και πυροβόλησε για εκφοβισμό λόγω των επικίνδυνων ελιγμών που πραγματοποιούσε ο 16χρονος, θέτοντας σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα τόσο του ίδιου όσο και των συναδέλφων του. Αυτό είναι το αφήγημα του κατηγορούμενου που, εν τω μεταξύ, έχει αφεθεί ελεύθερος με μόνο περιοριστικό όρο την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα.
Ο εισαγγελέας, ωστόσο, στην πρότασή του προς το δικαστικό συμβούλιο είχε μια ξεκάθαρη αντίληψη των γεγονότων, έχοντας μελετήσει εκτενώς τη δικογραφία και τα στοιχεία. Στον ισχυρισμό του 35χρονου αστυνομικού ο εισαγγελικός λειτουργός σημειώνει: «Αν ήθελε πραγματικά απλώς να εκφοβίσει τον 16χρονο, θα μπορούσε να πυροβολήσει μία ή και περισσότερες φορές στον αέρα». Σχολιάζοντας την ενέργεια του αστυνομικού να πυροβολήσει, ο εισαγγελέας επισημαίνει –μεταξύ άλλων– ότι «πυροβόλησε προκειμένου να αναγκάσει τον 16χρονο να σταματήσει την πορεία του οχήματός του και να τερματίσει με τον τρόπο αυτό την καταδίωξη», ενώ παρακάτω τονίζει: «Ίσως και εμφορούμενος από αισθήματα οργής και εκδικητικότητας για τον επικίνδυνο τρόπο που οδηγούσε ο ανήλικος και την άρνησή του μέχρι τότε να συμμορφωθεί στα σήματα στάσης, σε συνδυασμό με την ελλιπή εκπαίδευση που έχει λάβει και λαμβάνει για την αντιμετώπιση παρόμοιων περιστατικών (εκπαίδευση ως αστυνομικός επί τέσσερις μήνες, εκπαίδευση στη χρήση όπλου άπαξ ετησίως)».
Αναφορικά με την κατηγορία περί άσκοπων πυροβολισμών εξουδετέρωσης, στην εισαγγελική πρόταση επισημαίνεται ότι ο πυροβολισμός «στη συγκεκριμένη περίπτωση απαγορευόταν, καθώς στρεφόταν εναντίον ανηλίκου, όπως γνώριζε ο κατηγορούμενος, χωρίς μάλιστα να αποτελεί μοναδικό μέσο για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου, αφού αφενός ο 16χρονος επιχειρούσε πλέον μόνο να διαφύγει και δεν επιτίθετο στους αστυνομικούς, αφετέρου θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να πυροβολήσει προς εκφοβισμό στοχεύοντας ψηλά». Συμπερασματικά επισημαίνει ότι «δεν επρόκειτο για απόκρουση επίθεσης ενωμένης με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου, ούτε για διάσωση ομήρων, όπως προβλέπεται από τον νόμο».
Η εισαγγελική πρόταση προκάλεσε δυσφορία σε πολλούς αστυνομικούς. Ωστόσο, αξιοσημείωτη είναι η αντίδραση του πρόεδρου της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης, Θόδωρου Τσαϊρίδη, στο Facebook: «Σε μια χώρα που υποτίθεται σοκάρονται καθημερινά από την εγκληματικότητα, που κάθε τρεις και λίγο “αυστηροποιούνται” οι ποινές, που προσφάτως ακούσαμε ότι το βασικό πρόβλημα είναι η μικροεγκληματικότητα και ότι θα πρέπει να δοθεί έμφαση σε αυτόν τον τομέα, το να βάζεις 20 ευρώ και να φεύγεις ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΑΞΙΟΠΟΙΝΗ ΠΡΑΞΗ με βάση τις ισχύουσες διατάξεις, όπως αναγράφει ο κ. Εισαγγελέας. Δεν υπάρχει κανένα υπηρεσιακό καθήκον να ενεργήσουν οι αστυνομικοί. Θα μπορούσε να αποτελεί κακόγουστο αστείο, αλλά είναι η ελληνική πραγματικότητα το 2023».
Άνετη οπλοχρησία
Η τοποθέτηση αυτή αποτυπώνει ξεκάθαρα πώς βλέπουν οι αστυνομικοί την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών και την άνεση που νιώθουν στη χρήση των όπλων τους – αντίληψη που προφανώς δεν συνάδει με εκείνη του νομοθέτη. «Βρισκόμαστε στη φάση που περιμένουμε το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου για την παραπομπή σε δίκη. Ο εισαγγελέας έχει προτείνει να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία με πρόθεση (ενδεχόμενο δόλο) και παράνομους πυροβολισμούς εξουδετέρωσης. Μπορεί η δίωξη να μην περιλαμβάνει το 82α του Ποινικού Κώδικα για ρατσιστικά κίνητρα, όμως ο εισαγγελέας στην πρότασή του υπονοεί ότι υπάρχουν ρατσιστικά κίνητρα, δεχόμενος ότι ο αστυνομικός έχει γνώση ότι καταδιώκει έναν Ρομά ενδεχομένως ανήλικο, όπως του έχει πει ο πρατηριούχος», αναφέρει στην «Εφ.Συν.» ο δικηγόρος της οικογένειας Φραγκούλη, Θεόφιλος Αλεξόπουλος.
«Το σημαντικό της πρότασης είναι ότι δεν υπήρχε υπηρεσιακό καθήκον διότι δεν υφίσταται αξιόποινη πράξη. Πρόκειται για μη καταβολή τιμήματος ήσσονος σημασίας. Αν δεν μου πληρώσουν το ενοίκιο, π.χ, δεν μπορώ να βρω έναν αστυνομικό και να του πω να πιάσει τον νοικάρη. Το Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι έκανε μια αναφορά για ρατσιστικά κίνητρα και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζήτησε να διευκρινιστεί αν ο αστυνομικός γνώριζε τη φυλετική καταγωγή του θύματος. Ο ανακριτής ξανακάλεσε τον πρατηριούχο και εκείνος κατέθεσε ότι είπε στους αστυνομικούς πως “το γυφτάκι έβαλε βενζίνη κι έφυγε, αλλά μην τους κυνηγήσετε, θα μπλέξω”. Οι αστυνομικοί μάλιστα λένε στο Κέντρο της Άμεσης Δράσης “καταδίωξη αυτοκινήτου πιθανώς από οικισμό Αγία Σοφία Διαβατών”. Φαίνεται λοιπόν ότι οι αστυνομικοί όχι μόνο γνωρίζουν ότι πρόκειται για Ρομά, αλλά το λένε κιόλας. Στην πρότασή του ο εισαγγελέας αναφέρει ρητώς ότι γνώριζαν πως καταδιώκουν Ρομά. Για μας ένα βασικό μας αίτημα στη δίκη θα είναι η επέκταση της δίωξης για ρατσιστικά κίνητρα», σημειώνει ο κ. Αλεξόπουλος.
Καταδιωγμένος για ένα δίπλωμα, νεκρός για ένα... κατσαβίδι, της Εύας Παπαδοπούλου
Καθώς η ανακριτική διαδικασία στην υπόθεση της δολοφονίας του 17χρονου Χρήστου Μιχαλόπουλου βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, ένα ένα τα κομμάτια του παζλ που συνθέτουν τον τρόπο με τον οποίο ο νεαρός Ρομ έχασε τη ζωή του από το όπλο του αστυνομικού της ΟΠΚΕ το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου στην Αλίαρτο Βοιωτίας τίθενται υπόψη των ανακριτικών αρχών που έχουν αναλάβει να χειριστούν τη δικογραφία. Ο Μιχαλόπουλος, μαθητής νυχτερινού Λυκείου και παράλληλα εργαζόμενος, έπεσε νεκρός από πυροβολισμό που βαφτίστηκε «εκπυρσοκρότηση» και ο ίδιος παρουσιάστηκε αρχικά ως μη Ρομ, μετά ενήλικος και τελικά δυνητικά «επικίνδυνος» από τον 41χρονο κατηγορούμενο αστυνομικό και τον συνήγορο υπεράσπισής του, Αλέξη Κούγια.
Με τον αστυνομικό να βρίσκεται σήμερα ελεύθερος, αφού δεν κρίθηκε προφυλακιστέος μετά την απολογία του, οι δικαστικές αρχές πρέπει να απαντήσουν σε μια σειρά από ερωτήματα, πόσο μάλλον αφού η οικογένεια του θύματος από την πρώτη στιγμή έχει κάνει σοβαρότατες καταγγελίες για αλλοίωση του αποδεικτικού υλικού. Με υπόμνημα που κατατέθηκε στον αρμόδιο ανακριτή, επισημαίνονται εγκληματικές παρεμβάσεις στον τόπο του εγκλήματος. Γιατί μετά τη διακομιδή του Χρήστου στο νοσοκομείο άφησαν μόνο του στο σημείο τον κατηγορούμενο αστυνομικό για να φυλάει τον χώρο; Γιατί μέχρι να φτάσει η Σήμανση ο τόπος του εγκλήματος είχε πλυθεί σχολαστικά με νερό; Γιατί έγγραφα που συμπεριλαμβάνονται στη δικογραφία αναφέρουν πως πλύθηκαν τα χέρια του θύματος πριν γίνουν οι απαραίτητες ιατροδικαστικές και βαλλιστικές εξετάσεις; Πώς πλύθηκε και το εσωτερικό του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο 17χρονος και το οποίο χρησιμοποίησε η ΕΛ.ΑΣ. για να τον μεταφέρει νεκρό στο νοσοκομείο, με αποτέλεσμα να έχουν εξαφανιστεί τα πιο κρίσιμα στοιχεία της δικογραφίας για τη διαλεύκανση του εγκλήματος;
Η οικογένεια του θύματος ζητά πλήρη διαφάνεια και δικαιοσύνη, όπως υπογραμμίζει ο δικηγόρος της οικογένειας, Γιάννης Μπαρκαγιάννης, και γι’ αυτό «έχουμε ζητήσει από την ανακριτική αρχή να προβεί σε έρευνα για τα γεγονότα που έχουν να κάνουν με την εξάλειψη των αποδεικτικών στοιχείων». Όπως σημειώνει, αίτημα είναι «να κινηθεί η δίωξη για τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα σε όλους τους υπεύθυνους προανακριτικούς υπαλλήλους». Aυτό είναι και μία από τις βασικές πτυχές της τέλεσης του εγκλήματος που πρέπει να διερευνηθούν, όπως επίσης και ο ισχυρισμός του δράστη ότι το όπλο του εκπυρσοκρότησε χωρίς εκείνος να πατήσει τη σκανδάλη εξαιτίας κίνησης του 17χρονου που ακούμπησε το όπλο «από τον φόβο και τον πανικό του». Ο 16χρονος αδελφός του θύματος, που ήταν και συνοδηγός του στο αυτοκίνητο, την περασμένη Τετάρτη βρέθηκε ενώπιον του ανακριτή και διέψευσε τον ισχυρισμό. Το ίδιο και οι δύο κοπέλες που βρίσκονταν στις πίσω θέσεις του Ι.Χ.
Ζητούνται απαντήσεις
Το ιατροδικαστικό πόρισμα όπως και η βαλλιστική εξέταση που αναμένεται να εκδοθούν μέσα στο επόμενο διάστημα θα διαφωτίσουν τις ακριβείς συνθήκες τέλεσης της δολοφονίας, όπως και τον τρόπο με τον οποίο η σφαίρα διαπέρασε τον αριστερό του αντίχειρα, έφτασε στον λαιμό του και τελικά προκάλεσε ελαφρύ τραύμα στον θώρακα, υποδεικνύοντας πως το θύμα ήταν σκυμμένο, σε στάση που δείχνει πως προσπαθούσε να προστατευτεί. Επιβαρυντικό για τον θύτη είναι και το γεγονός πως βίντεο από παρακείμενο κτίριο που έχει συμπεριληφθεί στη δικογραφία όχι μόνο καταγράφει τις φωνές του αστυνομικού, αλλά αποδεικνύει πως δεν έδωσε καν περιθώριο χρόνου στον 17χρονο να βγει από το αμάξι: από την πρώτη του εντολή να κατέβει το παιδί από το αυτοκίνητο («Κατέβα κάτω, ρε!») μέχρι τον πυροβολισμό μεσολάβησαν μόλις 7 δευτερόλεπτα.
Tα ρατσιστικά αντανακλαστικά του δράστη είναι ακόμα μία διάσταση εμφανής και στην υπόθεση του 17χρονου Χρήστου. Ειδικά αν συνυπολογίσει κανείς τι είχε προηγηθεί: Σύμφωνα με τον δικηγόρο της οικογένειας κ. Μπαρκαγιάννη, ο ανήλικος είχε εντοπιστεί από την ΕΛ.ΑΣ. λίγες μέρες νωρίτερα να οδηγεί το αυτοκίνητο –το οποίο είναι στο όνομα της μητέρας του– χωρίς δίπλωμα για παραβίαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Αυτό εξηγεί γιατί όταν εντοπίστηκε ξανά το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου στην Επαρχιακή Οδό Λιβαδειάς - Θηβών, ο Χρήστος επιχείρησε να ξεφύγει από τους αστυνομικούς που ξεκίνησαν την καταδίωξη.
Όπως έχει γίνει μέχρι στιγμής γνωστό, όταν οι αστυνομικοί της ΟΠΚΕ έγραψαν στο σύστημα τις πινακίδες του Ι.Χ. που οδηγούσε ο Χρήστος, βγήκαν τα στοιχεία της μητέρας του, στο όνομα της οποίας είναι καταχωρισμένο το όχημα, όπως επίσης και ότι πιθανόν και πάλι οδηγός είναι ο Χρήστος που προσπαθούσε να διαφύγει επειδή εντοπίστηκε ξανά να οδηγεί χωρίς δίπλωμα. Αυτό συνηγορεί στο γεγονός πως, και σε αυτή την περίπτωση αστυνομικής καταδίωξης, ο δράστης έχει αντιληφθεί εξαρχής την ταυτότητα του Χρήστου. Είναι ενδεικτικό ότι, κατά την απολογία του, ο αστυνομικός προσπάθησε να αποτινάξει την ευθύνη και να παρουσιαστεί ο ίδιος ως δυνητικό θύμα, αφού ισχυρίστηκε πως «ένα μεγάλο κατσαβίδι» που βρέθηκε στη θήκη της πόρτας του αυτοκινήτου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως όπλο σε βάρος του.
Η οικογένεια έχει αιτηθεί να συμπεριληφθούν στη δικογραφία και οι συνομιλίες μεταξύ του Κέντρου και των αστυνομικών της ΟΠΚΕ, οπότε και είναι πιθανό να φανεί ποιες οδηγίες και ενημερώσεις προηγήθηκαν της δολοφονίας. Τότε, οι ανακριτικές αρχές πρέπει να απαντήσουν αν πρέπει να συμπεριληφθεί το ρατσιστικό κίνητρο στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας: αν δηλαδή ο Χρήστος μετουσίωνε στα μάτια του δράστη το προφίλ ενός ανήλικου παραβατικού Ρομ που οδηγούσε χωρίς δίπλωμα.