Στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 26ης Μαρτίου (ηλεκτρονική έκδοση) διαβάζουμε πως ο εκπρόσωπος της UNICEF στην Ελλάδα είπε σε συνέντευξη του πως «Η Ελλάδα μπορεί να ισχυριστεί πως είναι η χειρότερη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να είσαι παιδί» και εξηγεί πως «Αυτό μας λένε τα δεδομένα».
Τα δεδομένα στα οποία βασίζεται η δήλωση του κ. Λουτσιάνο Καλεστίνι, σε συνέντευξη του στη δημοσιογράφο Ηλιάνα Μάγρα, αφορούν την παχυσαρκία, την παιδική φτώχεια, την ψυχική υγεία, αλλά και τις παροχές των γονέων προς τα παιδιά και το σημαντικότερο, την κουλτούρα που έχουμε ως χώρα στην ανατροφή των παιδιών.
Η φράση του κ. Καλεστίνι πως «Η κατάσταση για τα παιδιά στην Ελλάδα δεν είναι πολύ καλή», είναι ένα σήμα κινδύνου. Φυσικά πολλοί θα ξεκινήσουν να εξαπολύουν κεραυνούς κατά του «κουτόφραγκους» που «δεν ξέρει πως η ελληνική οικογένεια είναι πρότυπο» και άλλα τέτοια εθνικά παραμύθια, αλλά το θέμα μας δεν είναι αυτοί οι κάτοικοι άλλου πλανήτη, ούτε οι φαντασιώσεις τους. Ας δούμε και ας σχολιάσουμε ως κάτοικοι αυτού του τόπου και συνάμα γονείς που αντέχουν ακόμα, τα τέσσερα προβληματικά σημεία που εντοπίζει ο (λάτρης της Ελλάδας όπως δηλώνει στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ) κ. Καλεστίνι.
Πρώτα ξεκαθαρίζει πως δεν μπορεί να επιρρίψει ευθύνες σε συγκεκριμένη κυβέρνηση αφού το πρόβλημα είναι απότοκο της διακυβέρνησης της χώρας επί 70 χρόνια (τουλάχιστον 70 συμπληρώνουμε εμείς) μας παρουσιάζει την εικόνα που μπόρεσε να σχηματίσει.
Ο πρώτος λόγος που η Ελλάδα είναι μία κακή χώρα για τα παιδιά αφορά την πάντα ημιτελή πολιτική ατζέντα της χώρας για τα παιδιά. Το 1993 η Ελλάδα επικύρωσε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Από τότε έχει περάσει περισσότερους από 80 νόμους ή σχέδια δράσης που αφορούν τα παιδιά, αλλά αυτά τα σχέδια δράσης δεν έχουν οριοθετημένους στόχους και χρονικά πλαίσια, ούτε κοστολογήσεις. Και το βασικότερο; Κανείς δεν ξέρει ποια είναι η εθνική ατζέντα για τα παιδιά και ποιος είναι υπεύθυνος για την τήρηση της. Η γνωστή συστηματική αδράνεια των ανευθυνοϋπευθύνων δηλαδή, που χαρακτηρίζει το ελληνικό κράτος στην πλειονότητα των λειτουργιών του. Μία εθνική ατζέντα εφαρμόζεται από την κυβέρνηση αλλά μάλλον ούτε αυτή είναι αρμόδια, όπως φαίνεται.
Ο δεύτερος λόγος αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στα παιδιά.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα απηρχαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο όσες φορές έγιναν προσπάθειες απεγκλωβισμού του από κυρίαρχες αντιλήψεις περασμένων αιώνων, όλα έμειναν στις προθέσεις. Φυσικά δεν αναφέρεται στα σχολεία και τη λειτουργία τους σε ένα δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης ή με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια αλλά στην ποιότητα του ίδιου του συστήματος. Είναι ένα σύστημα που ισχυρίζεται πως παρέχει εκπαίδευση αλλά είναι πλήρως αποσυνδεδεμένο από την Παιδεία.
Μαζί με την ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος τα παιδιά υφίστανται τα προβλήματα του συστήματος υγείας και εκείνα του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Και τα ευάλωτα παιδιά στην Ελλάδα, που χρειάζονται ένα ισχυρό σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι πλέον τα περισσότερα.
Αναφέρει ο κ. Καλεστίνι: «Η ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος αναφέρεται πιο συχνά –τι μαθαίνουν τα παιδιά μας και πώς;– αλλά είναι και η ποιότητα του συστήματος υγείας και η δυνατότητα του συστήματος κοινωνικής προστασίας να δεχθούν όλα τα ευάλωτα παιδιά μέσα σε ένα δίχτυ ασφαλείας, κάτι που δεν συμβαίνει».
Εδώ τονίζουμε πως ο κ. Καλεστίνι τα δηλώνει αυτά την ώρα που Πλεύρης- Γκάγκα – Μητσοτάκης αποπειρώνται να κλείσουν το Παίδων Πεντέλης, το ένα από τα τρία δημόσια νοσοκομεία παίδων της Αττικής των 5 εκατομμυρίων ανθρώπων. Δηλαδή να υποβαθμίσουν περαιτέρω την πρόσβαση των παιδιών στο σύστημα υγείας και μαζί να υποβαθμίσουν την κοινωνική τους προστασία. Έστω σ’ αυτόν τον ελάχιστο βαθμό που υπάρχει ακόμα. Να ξεκαθαρίσουμε πως τα ιδιωτικά νοσοκομεία δεν παρέχουν κοινωνική προστασία. Έτσι;
Τρίτος λόγος είναι ότι δεν ξοδεύουμε αρκετά για τα παιδιά μας – «η μέση χώρα της Ε.Ε. ξοδεύει 7.000 ευρώ τον χρόνο για την εκπαίδευση κάθε παιδιού, εδώ ξοδεύουμε 2.688». Παραδέχεται βέβαια πως η Ελλάδα ακόμα βγαίνει από μία από τις πιο δύσκολες περιόδους στην Ιστορία της αλλά εκτιμά και τις μελλοντικές επιπτώσεις των δημοσιονομικών επιλογών μας. Εδώ φαίνεται πως αγνοεί πως στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών για τα παιδιά εξανεμίζεται σε φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης και ξένων γλωσσών, αντικείμενα που στις άλλες χώρες της Ε.Ε. (που δαπανούν 7.000 τον χρόνο) περιλαμβάνονται ήδη στο σχολικό τους πρόγραμμα. Τα χρήματα που δαπανούν οι γονείς εκεί, προορίζονται για την βελτίωση των εκπαιδευτικών τους εμπειριών και της γενικότερης παιδείας των παιδιών, όπως ταξίδια, χόμπι, καλλιτεχνικές εμπειρίες. Στην Ελλάδα αυτά θεωρούνται πολυτέλειες και συνήθως ανέφικτα για τη μέση οικογένεια. Με αυτό το πρόσθετο βάρος, η κατάσταση μάλλον είναι πολύ χειρότερη απ’ ότι εκτιμά ο κ. Καλεστίνι
«Συνεχίζοντας να μην προτεραιοποιούμε τα παιδιά, ρισκάρουμε “εθνικό αυτοτραυματισμό”», λέει ο κ. Καλεστίνι.
«Τα τωρινά παιδιά σε 10 χρόνια θα πρέπει να ασχοληθούν με την κλιματική αλλαγή, με την ανισότητα, με το προσφυγικό – ένα φαινόμενο που δεν θα φύγει» Καθώς ο πληθυσμός μειώνεται, θα επωμιστούν το βάρος του να υποστηρίζουν οικονομικά έναν πιο γερασμένο πληθυσμό, αναφέρει. «Πρέπει να επανεξισορροπήσουμε τις δημοσιονομικές επιλογές μας». Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Ποτέ δεν θα φροντίσει το ελληνικό κράτος να φορολογήσει αυτούς που έχουν τον πλούτο της χώρας, για να εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες για τα παιδιά. Δεν το κάνει για τον γενικό πληθυσμό, δεν θα το κάνει ούτε για τα παιδιά. Άλλωστε «γενικός πληθυσμός» είναι κι αυτά για τις κυβερνήσεις. Το θέμα ήταν, είναι και θα παραμείνει ταξικό.
Καλή είναι η αναφορά του κ. Καλεστίνι σε παιδιά αποκλεισμένων ομάδων, όπως οι Ρομά και οι πρόσφυγες. Μάλιστα τονίζει πως κάποιες κοινωνικές ομάδες επηρεάζονται περισσότερο, αλλά θέλουμε να προσποιούμαστε (με το πρώτο πληθυντικό εννοεί τους Έλληνες όπου εντάσσει και τον εαυτό του) πως αυτά τα θέματα δεν είναι σε εθνικό επίπεδο – είναι όμως». «Τα παιδιά πρόσφυγες είναι λιγότερα από 30.000 κι αν υποθέσουμε πως τα παιδιά Ρομά είναι γύρω στις 100.000, μένουν περίπου 300.000 με 400.000 παιδιά». Αναφέρεται στα -κατ’ εκτίμηση- 600.000 παιδιά που είναι παχύσαρκα στην Ελλάδα, πράγμα που σημαίνει πως τα παιδιά στην Ελλάδα είναι παχύσαρκα άσχετα με την καταγωγή τους!!
Ο τέταρτος λόγος (και σημαντικότερος) αφορά την κουλτούρα, πεδίο που αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση γιατί ο κ. Καλεστίνι τονίζει πως δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί αλλά οι πρακτικές και πεποιθήσεις που αποκτούμε μεγαλώνοντας κάνουν τη μεγαλύτερη διαφορά. «Παραδείγματος χάριν, συχνά στην Ελλάδα οι παππούδες προσέχουν τα εγγόνια τους. Αν είσαι παιδί που το προσέχει κατά βάση η γιαγιά ή ο παππούς, έχεις 58% μεγαλύτερη πιθανότητα να είσαι υπέρβαρος», δηλώνει.
Εδώ πρέπει να προσθέσουμε και την παρατεταμένη περίοδο που τα παιδιά στην Ελλάδα τα αντιμετωπίζουμε ως παιδιά, δηλαδή τα διατηρούμε κάτω από την οικογενειακή στέγη και φροντίδα, δίχως να τα οδηγούμε στην «έξοδο» στην κοινωνία και στην αντιμετώπιση από τα ίδια (μετά τα 18) των προβλημάτων και των δυσκολιών που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν στο μέλλον. Αποτέλεσμα είναι να μένουν εξαρτημένα, καμιά φορά και μετά την ηλικία των 25 χρονών. Είναι η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας και η ανεργία που δεν βοηθάνε να βελτιωθεί η κατάσταση αλλά αυτό δεν ισχύει για όλα τα παιδιά. Υπάρχουν νέοι που αγωνίζονται αλλά και νέοι που δεν κάνουν καμία προσπάθεια αφού όλα είναι εξασφαλισμένα από το σπίτι των γονιών τους, όπου μένουν ως «παιδιά». Ποιοι είναι οι τυχεροί και ποιοι οι ικανότεροι; Θα το δείξει το μέλλον.
Για τη βία κατά των παιδιών λέει πως «κανείς δεν πρόσεξε το γιατί συμβαίνει». Εδώ να σημειώσουμε πως σε κάθε σχετικό περιστατικό, η συζήτηση τελειώνει μετά από λίγες μέρες και κανείς δεν ασχολείται μετά. Ακόμα και αυτοί που είναι επιφορτισμένοι με το θέμα είτε ανήκουν στην εκπαιδευτική κοινότητα είτε εργάζονται σε δομές πρόνοιας και κοινωνικής μελέτης
Αξίζει να διαβάσετε το πλήρες άρθρο της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ με τη συνέντευξη του κ. Καλεστίνι. Ο σύνδεσμος δίνεται στο τέλος της ανάρτησης. Και διαβάζοντας το να έχετε κατά νου πως ο πρωθυπουργός αυτής της χώρας έκανε δηλώσεις (με περισσό θράσος ή με απύθμενη άγνοια) πως στην Ελλάδα έχουμε πολύ καλή ποιότητα ζωής. Μάλλον θα αναφερόταν στην οικογένεια του με το πρώτο πληθυντικό. Δεν εξηγείται αλλιώς.
Πηγή