“Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι μήπως όλοι υποφέρουμε από αμνησία. Έγραψα για να ανακαλέσω τη μνήμη του ανθρώπινου ουράνιου τόξου, που βρίσκεται σε κίνδυνο ακρωτηριασμού’’
Eduardo Galeano
Μιλάμε όλοι για την έξοδο από την κρίση. Όμως αυτή η κρίση πώς προέκυψε; Πριν από την κρίση ήμασταν ικανοποιημένοι από την κοινωνία που είχαμε οικοδομήσει; Μήπως ξεχνάμε εύκολα;
Ξεχάσαμε τη θεοποίηση του χρήματος και τη μετατροπή μας σε παθητικούς και καθ’έξιν καταναλωτές; Ξεχάσαμε την ολοκληρωτική μας παράδοση στο κυνήγι του χρήματος και την αποξένωσή μας από οικογένεια και φίλους; Ξεχάσαμε πως απωλέσαμε την αίσθηση της κοινότητας και πως λειτουργούσαμε πλέον ως μονάδες που αποσκοπούσαν μόνο στο προσωπικό τους συμφέρον;
Ξεχάσαμε ότι πριν πτωχεύσουμε οικονομικά είχαμε ήδη καταρρεύσει πολιτισμικά; Ξεχάσαμε την εισβολή και την επικράτηση της υποκουλτούρας, του σκυλάδικου και του ευτελούς; Ξεχάσαμε ότι σταματήσαμε να διαβάζουμε;
Ξεχάσαμε το ρουσφέτι, τη διαπλοκή, τη διαφθορά και γενικότερα τις δύσοσμες σχέσεις που είχαμε αναπτύξει με την εξουσία και τους μηχανισμούς της;
Ξεχάσαμε ότι είχαμε φτιάξει ένα Δημόσιο τομέα που, αντί να υπηρετεί και να διευκολύνει τους πολίτες, ήταν δυσλειτουργικός, γραφειοκρατικός, απρόσωπος, αφιλόξενος και εχθρικός;
Ξεχάσαμε ότι το Δημόσιο Σύστημα Υγείας δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους ασθενείς με το σεβασμό που αρμόζει σε κάθε μέλος μιας οργανωμένης και εύρυθμης κοινωνίας;
Ξεχάσαμε ότι το σχολείο μετατρεπόταν πιο πολύ σε χώρο απόθεσης και φύλαξης παιδιών παρά σε χώρο που παρείχε ουσιαστική παιδεία και μόρφωση;
Ξεχάσαμε ότι βοηθήσαμε και ανεχτήκαμε την υποβάθμιση των γειτονιών στις πόλεις μας; Ξεχάσαμε πως γκρεμίσαμε τις μονοκατοικίες και τις αντικαταστήσαμε με πολυώροφες πολυκατοικίες, χωρίς πρόβλεψη για ελεύθερους χώρους, για πράσινο, για χώρους στάθμευσης των αυτοκινήτων;
Ξεχάσαμε πως εμείς – ως πολίτες και ως οργανωμένο κράτος – υποβαθμίσαμε τις συνοικίες; Με ποιο δικαίωμα μπορούμε τώρα να λέμε πως τις υποβάθμισαν οι μετανάστες αντιστρέφοντας το ρόλο αιτίου – αποτελέσματος; Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ότι οι μετανάστες ήρθαν στις συνοικίες αυτές ακριβώς επειδή ήταν υποβαθμισμένες και εγκαταλελειμμένες από εμάς και άρα προσιτές σε αυτούς;
Ξεχάσαμε πως όταν κάποιοι, ελάχιστοι και πάντα οι ίδιοι, έβγαιναν και διεκδικούσαν ελεύθερους χώρους και πράσινο, εμείς τους χλευάζαμε και τους αποκαλούσαμε γραφικούς ενώ η επίσημη πολιτεία πολλές φορές τους αντιμετώπιζε ως ταραχοποιούς αν όχι και ως τρομοκράτες;
Ξεχάσαμε ότι απωλέσαμε την επαφή μας με τη φύση και την αρμονική συμβίωση μαζί της; Ξεχάσαμε την εγκατάλειψη της υπαίθρου και της αγροτικής παραγωγής; Ξεχάσαμε ότι συστηματικά υποβαθμίζαμε το φυσικό μας περιβάλλον γεμίζοντάς το με ανεξέλεγκτες χωματερές και χτίζοντας παντού – πάνω σε ρέματα, δίπλα στη θάλασσα, μέσα σε δάση;
Αντιληφθήκαμε καθόλου πως είχαμε παγιδευθεί σε ένα σκοταδιστικό και εθνικοπατριωτικό φαύλο κύκλο που μας απομάκρυνε από τον ορθό λόγο και μας οδηγούσε κατ’ ευθείαν στο Μεσαίωνα; Νιώσαμε έστω και λίγη ντροπή για την ξιπασιά και τη σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίσαμε και εκμεταλλευτήκαμε τους ξένους που ήρθαν στη χώρα μας;
Αναρωτηθήκαμε ποτέ αν η Εκκλησία είναι πραγματικά χριστιανική και όχι μόνο κατ’ όνομα; Αν έχει καμία σχέση ο τρόπος ζωής και οι απόψεις των εκπροσώπων της που προάγουν το μίσος, το ρατσισμό, την ομοφοβία και τον εθνικισμό με την ουσία της χριστιανικής διδασκαλίας που είναι το κήρυγμα της αγάπης και της αλληλεγγύης προς όλους τους ανθρώπους;
Πώς, μετά από όλα αυτά, μπορούμε να ελπίζουμε σε μια αυτόματη έξοδο από την κρίση; Πώς γίνεται να μην καταλαβαίνουμε ότι το να επιζητούμε απλά να επανέλθουμε σε μια κατάσταση όπως ήμασταν λίγο πριν από την κρίση, δεν είναι αρκετό; Πώς γίνεται να μην αντιλαμβανόμαστε ότι και να γίνει αυτό, πολύ γρήγορα και με μαθηματική ακρίβεια θα επανέλθουμε σε μία νέα κρίση;
Αν θέλουμε να βγούμε από το αδιέξοδο, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλά με μία κρίση που θα παρέλθει και όλα θα γίνουν όπως πριν. Ούτε η κρίση θα παρέλθει γυρίζοντάς μας στην προηγούμενη κατάσταση, ούτε τα πράγματα ήταν ωραία και αισιόδοξα πριν από αυτήν. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι έχουμε φτάσει σε ένα αδιέξοδο, από το οποίο για να ξεφύγουμε πρέπει να γυρίσουμε πολύ πίσω. Πολύ πριν από την κρίση και να αρχίσουμε να αναθεωρούμε πολλά πράγματα, τα οποία μέχρι τώρα τα θεωρούσαμε δεδομένα.
Πρέπει να συζητήσουμε, για παράδειγμα, αν έχει το δικαίωμα κάποιος άνθρωπος που ζει μέσα σε μια οργανωμένη κοινωνία να πλουτίζει ανεξέλεγκτα.
Αν είναι λογικό μέσα στο ίδιο κράτος να υπάρχουν χιλιάδες άστεγοι και εκατομμύρια άνεργοι και κάποιοι άλλοι, ελάχιστοι, να διαθέτουν εκατομμύρια που δε θα τα χρησιμοποιήσουν ποτέ.
Αν είναι ηθικό ένας άνθρωπος να είναι πλουσιότερος από έναν ολόκληρο λαό.
Αν έχει το δικαίωμα κάποιος που έχει μισθό χιλιάδων ευρώ το μήνα , να αποφασίζει ότι η πλειοψηφία των συνανθρώπων του μπορεί να ζει με 500 ή 800 ευρώ .
Αν βασικά δημόσια αγαθά, όπως το ηλεκτρικό ρεύμα, το νερό, οι επικοινωνίες, οι συγκοινωνίες, μπορούν να αποτελούν εμπορικά προϊόντα και μέσα πλουτισμού ή μήπως θα έπρεπε να προσφέρονται δωρεάν στο λαό, τουλάχιστον κατά το μέρος που θα καλύπτει τις βασικές ανάγκες του καθενός.
Πρέπει να αναρωτηθούμε αν ο θεσμός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι πραγματική Δημοκρατία. Μήπως αυτό το σύστημα έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του και ήρθε πλέον η ώρα να αντικατασταθεί από κάτι καινούργιο;
Πρέπει να σκεφτούμε μέχρι πού θα φτάσει η συνεχής υπερπαραγωγή προϊόντων που την ονομάζουν ανάπτυξη και ομνύουν όλοι σε αυτήν, χάριν της οποίας ξεριζώνονται δάση, καταστρέφονται οικοσυστήματα και ρυπαίνεται το φυσικό περιβάλλον σε βαθμό που να καθιστά βέβαιη την εξαφάνιση της ζωής από τον πλανήτη. Να συζητήσουμε για μια νέα ισορροπία μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης.
Πρέπει να νιώσουμε ότι όλοι είμαστε κρίκοι της ίδιας αλυσίδας και ότι αν σπάσει κάποιος, θα μείνουμε κι εμείς ξεκρέμαστοι. Να ξορκίσουμε τον ατομικισμό, την απομόνωση και την ιδιώτευση και να περάσουμε στη συλλογικότητα, στη συνεργασία, στην αλληλεγγύη. Να σκεφτούμε ότι δίχως τον “άλλον” δεν μπορούμε να ζήσουμε και γι' αυτό επιβάλλεται να κάνουμε ό, τι μπορούμε για να υπάρχει δίπλα μας αυτός ο άλλος και να ζει με αξιοπρέπεια.
Όλα αυτά όμως υποδηλώνουν ένα άλλο μοντέλο λειτουργίας της κοινωνίας που προϋποθέτει την κατάργηση του καπιταλισμού και την αντικατάστασή του από ένα άλλο σύστημα. Αν αυτό το σύστημα ονομάζεται σοσιαλισμός ή κομμουνισμός ή λαοκρατία ή άμεση δημοκρατία είναι δευτερεύον ζήτημα.
Αυτό που προέχει είναι να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας και να αναδείξουμε την αναγκαιότητα αλλά και τη δυνατότητα αλλαγής του συστήματος οργάνωσης της κοινωνίας χωρίς περιστροφές, ώστε να πάψει να αποτελεί ταμπού, άγνωστη χώρα ή ουτοπία και να γίνει κεντρικό θέμα της πολιτικής συζήτησης και της καθημερινότητάς μας.
Αν περιμένουμε μόνο από κάποιο κόμμα να το κάνει αυτό, μάλλον θα περιμένουμε πολύ. Τα κόμματα, από τη φύση τους και το ένστικτο αυτοσυντήρησης που διαθέτουν, αυτολογοκρίνονται, αυτοεγκλωβίζονται, γίνονται αρτηριοσκληρωτικά, τελματώνουν, υποχωρούν, συμβιβάζονται. Το είδαμε με το ΣΥΡΙΖΑ
Αν θέλουμε να ελπίζουμε, πρέπει σε κάθε γειτονιά να δημιουργηθούν πυρήνες αντίστασης και ελέγχου της αυθαιρεσίας και της αδικίας της εξουσίας. Και θα είναι η ύπαρξή τους αυτή, βοήθεια για όποιο κόμμα θελήσει πραγματικά να κάνει ένα βήμα παραπέρα.