Ο Μίκης Θεοδωράκης (στο αριστερό μέρος της φωτογραφίας) στο Σύνταγμα κρατώντας μία ματωμένη σημαία στις 3 Δεκέμβρη του 1944.
«Πολέμησε το Δεκέμβρη». Αυτό θα ήθελε ο Μίκης Θεοδωράκης να είναι το επίγραμμα στον τάφο του. Αυτή του η δήλωση μαζί με την εκφρασμένη του επιθυμία στο γράμμα του προς το γ.γ του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, πως θα ήθελε να ταφεί σαν κομμουνιστής, ματαιώνει τις όποιες πιθανότητες υπήρχαν – και ήταν πολλές αυτές – να καπηλευτούν το θάνατό του οι πολιτικοί απόγονοι των συνεργατών των Γερμανών, των οργάνων των Άγγλων, των ιδρυτών της Μακρονήσου και αυτών που «στην ταράτσα χτυπούσαν τον Αντρέα»
Ο Μίκης είναι αλήθεια πως δίχασε πολλές φορές το χώρο της κομμουνιστικής και μη αριστεράς με κατά καιρούς τοποθετήσεις του. Ήταν πολύ μεγάλος για να χωρέσει σε στεγανά και εκφραζόταν ελεύθερα. Ήταν πολύ αυθόρμητος και πολύ ορμητικός για να μην κάνει λάθη. Το σίγουρο είναι πως ό,τι έκανε, δεν το έκανε από ιδιοτέλεια. Φρόντισε επίσης, έστω και την τελευταία στιγμή, να ξεκαθαρίσει με ποιους πραγματικά ήταν και να βάλει πάγο σε οποιαδήποτε προσπάθεια να γίνει καπηλεία του θανάτου του από τη Δεξιά και την Ακροδεξιά
Πολέμησε το Δεκέμβρη ο Μίκης. Και το φέρει ως παράσημο ζωής, πιο σημαντικό από το παγκόσμιας αξίας έργο του. Αυτό το ματωμένο και συκοφαντημένο Δεκέμβρη του ’44 όπου ο επαναστατικός στρατός του ΕΛΑΣ συγκρούστηκε με τα αγγλικά στρατεύματα, με τους Έλληνες υποτακτικούς τους αλλά και με τους επίσης Έλληνες συνεργάτες των ναζί.
Ο εφεδρικός ΕΛΑΣ, άπειρος στον πόλεμο, τόλμησε και τα έβαλε με τον εμπειροπόλεμο αγγλικό στρατό, με τους χίτες και με τους γερμανοτσολιάδες. Και έχασε. Για να παραδοθεί τελικά η Ελλάδα στον Άγγλο βασιλιά της που είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα τρέχοντας για να γλιτώσει από τους ναζί. Για να παραδοθεί τελικά η Ελλάδα στο πολιτικό της προσωπικό που επίσης είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα τρέχοντας και μεταξύ Καΐρου και Λονδίνου συνωμοτούσε και κινούσε παρασκηνιακά τα νήματα για να επανέλθει στην εξουσία μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα. Για να παραδοθεί τελικά η Ελλάδα στους παραδοσιακούς πάτρωνές της , στους Άγγλους, οι οποίοι μη μπορώντας να σηκώσουν πλέον το οικονομικό βάρος της κατοχής, παρέδωσαν τελικά την Ελλάδα ως δώρο στους Αμερικανούς
Σε αυτό τον ηρωϊκό Δεκέμβρη πολέμησε ο Μίκης. Και χάλασε τη σούπα που ετοίμαζαν οι χυδαίοι της εξουσίας. Και βούλωσε τα στόματα στα παπαγαλάκια των τηλεοπτικών σταθμών που αμήχανα προσπαθούν τώρα να ζυγίσουν τις λέξεις τους. Και έκανε όποιον τιμήσει το Μίκη για την ιδεολογία του, να τιμήσει μαζί του και το ματωμένο Δεκέμβρη. Ακόμη και σε αυτό, μεγάλος στάθηκε ο Μίκης
Ας δούμε, όμως, μέσα από τα μάτια του Μίκη, το Δεκέμβρη του ’44.
Δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το «Ο δικός μου Δεκέμβρης» του Μίκη Θεοδωράκη. Ολόκληρο το κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ
Η μάχη του Δεκέμβρη του 1944 κράτησε 33 μέρες. Συμμετείχα σε όλη τη διάρκειά τους, στην αρχή ως διμοιρίτης και από τη μάχη του Μακρυγιάννη έως το τέλος ως καπετάνιος του Πρώτου Λόχου τους Πρώτου Τάγματος στο Πρώτο Σύνταγμα του Εφεδρικού ΕΛΑΣ που είχε έδρα του στην Άνω Νέα Σμύρνη.
Ο οπλισμός μας ήταν απλά τουφέκια, χειροβομβίδες και από 2-3 μυδράλια και όλμους σε κάθε διμοιρία. Η εκπαίδευσή μας ήταν στοιχειώδης και ουσιαστικά έγινε στη διάρκεια της Κατοχής και μέσα από τις συγκρούσεις μας με τους Γερμανούς και κυρίως τους ταγματασφαλίτες. Εκεί εφαρμόζουμε την τακτική του ανταρτοπόλεμου αποφεύγοντας τις μετωπικές αντιπαραθέσεις λόγω της συντριπτικής υπεροχής των αντιπάλων μας.
Όμως στα Δεκεμβριανά είχαμε απέναντί μας στον Βρετανικό Στρατό, τους Ινδούς, τους Σχηρ, τους συνεργάτες των Γερμανών, χωροφύλακες και τους "Τσολιάδες", εφοδιασμένους με εικοσαπλάσιο από εμάς εξοπλισμό, καλά εκπαιδευμένους και υποστηριζόμενους από τανκς, αεροπορία και τα κανόνια του αγγλικού στόλου από το Φάληρο. Δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς πόσοι ήμαστε, όμως γενικά η δύναμή μας υπολογιζόταν σε 20.000 σε Αθήνα, Πειραιά και συνοικίες. Ο μόνιμος ΕΛΑΣ ουσιαστικά ήταν απών.
Και όμως εμείς του Εφεδρικού ΕΛΑΣ δείξαμε ότι είχαμε τη δύναμη όχι μόνο να αντισταθούμε αλλά και να ρίξουμε τους Εγγλέζους στη θάλασσα τις πρώτες δέκα μέρες, εάν το Π.Γ. του ΚΚΕ δεν μας εμπόδιζε. Ο λόγος που δεν μας άφησαν ήταν ότι εξακολουθούσαν να θεωρούν τους Άγγλους συμμάχους και γι΄αυτό είχαμε τη ρητή εντολή να μην πυροβολούμε τους Άγγλους στρατιώτες έως τις 22 του μηνός, τη στιγμή που εκείνοι ξεκίνησαν από την αρχή των συγκρούσεων τις δικές τους επιθέσεις.
[…] Όσο για την προοπτική της κατάληψης της εξουσίας, δεν υπήρχε ούτε ίχνος σκέψης. Γιατί αν ήταν αυτός ο στόχος τους, γιατί θα κρατούσαν τον Άρη με τους δεκάδες χιλιάδες έμπειρους αντάρτες να ξύνουν αμήχανοι τα γένια τους εκατοντάδες χιλιόμετρα από την Αθήνα, ενώ εκεί υποτίθεται ότι θα κρινόταν η τύχη της Εξουσίας. Εμείς τα αμούστακα παιδάκια θα κρίναμε ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα όπως είναι η κατάληψη της Εξουσίας.
[…] Οι πιο πολλοί στο λόχο μου ήμαστε τελειόφοιτοι γυμνασίου και φοιτητές. Είχαμε ιδανικά. Αγαπούσαμε τους ανθρώπους. Στη Νέα Σμύρνη πιάσαμε 200 αστυνομικούς, όλοι πήγαν στα σπίτια τους. Τον αστυνόμο της Ασφάλειας τον πήγα ό ίδιος στο δικό του. Μετά τέσσερα χρόνια όμως ήρθε ο ίδιος και με συνέλαβε στο σπίτι μου. Τέτοιοι ήμασταν εμείς. Ίσως βλάκες .. Πιθανόν, γιατί ζούσαμε με τη σκέψη μας σε μια διαφορετική Ελλάδα. Που όσοι τη ζήσαμε τότε, αλλά δυστυχώς επιζήσαμε, μετανιώνουμε κάθε στιγμή γι΄αυτό το κακό που μας βρήκε.
[…] Μου είναι αδύνατο να περιγράψω τις εκδηλώσεις αγάπης που δεχόμασταν, όχι μόνο στα φτωχόσπιτα και τις παράγκες αλλά και στα αστικά σπίτια, όπου όλοι ήταν πρόθυμοι να μας συμπαρασταθούν με κάθε τρόπο. Και αυτό ατσάλωνε το χαρακτήρα μου, τη θέλησή μου και την πίστη μου στον αληθινό ελληνικό λαό. Και γι΄αυτό άλλωστε από τότε αποφάσισα να του αφιερώσω τη ζωή μου και το έργο μου χωρίς ποτέ να παρεκκλίνω από το δρόμο που χάραξα. Όλα τα υπόλοιπα που υποχρεώθηκα να κάνω ήταν ασήμαντα μπροστά στον χαλύβδινο άξονα που δημιούργησε μέσα μου ο Μεγάλος Δεκέμβρης.
[…] Το ΕΑΜ ήταν για μένα μία τέτοια μεγάλη, μοναδική στιγμή με ένα λαό ελεύθερο και συγχρόνως επικίνδυνο για όσους είχαν πιστέψει - όπως οι Άγγλοι - ότι είχαν έως τότε να κάνουν με ανθρωπάκια που τρέμανε μπροστά στην εξουσία. Και για να μην πολυλογώ, όρμησα με το κεφάλι ψηλά μέσα στο καμίνι- από τα Δεκεμβριανά ως σήμερα- χτυπώντας με όσες δυνάμεις διέθετα τον ίδιο εχθρό που πολέμησα στον Μεγάλο Δεκέμβρη και που εξακολουθεί έως σήμερα να μας φοβάται και να μας υπολογίζει , γιατί αυτός μόνο ξέρει ότι αυτός ο γίγας λαός, που τόσο καλά γνώρισε στις μάχες του Δεκέμβρη, παραμένει ζωντανός, έτοιμος να ξαναδείξει το ωραίο του πρόσωπο στην πρώτη ευκαιρία που θα βρεθεί μπροστά τους.