Η παραίτηση του Ζεμπάστιαν Κουρτς (Sebastian Kurz), του πρώην πια, Αυστριακού καγκελαρίου ο οποίος κατέστη ύποπτος για διαφθορά. Δίχως δηλαδή να έχει δικαστεί και καταδικαστεί τελεσίδικα, ο ακροδεξιός Κουρτς παραιτήθηκε. Αυστριακή, Ευρωπαϊκή ή οτιδήποτε άλλο, η παραίτηση του καγκελαρίου είναι τουλάχιστον σοβαρή αντιμετώπιση μίας σοβαρής κατάστασης που γεννήθηκε από ένα σοβαρό ατόπημα. Ένα ατόπημα, που στην βαλκανική και εντελώς ανατολίτικη Ελλάδα, δεν θεωρείται (στην πράξη) ατόπημα.
Η χρηματοδότηση και ακόμα χειρότερα, ο χρηματισμός του τύπου από την –υποτίθεται- ελεγχόμενη από αυτόν εκτελεστική εξουσία, είναι μία καταδικαστέα πράξη. Με τη Μοντεσκιανή δομή του πολιτεύματος, τόσο η Δικαστική, όσο και η Νομοθετική εξουσία, πρέπει να είναι ανεξάρτητες από την Εκτελεστική αλλά και μεταξύ τους. Να μην υπάρχουν συνδέσεις που δημιουργούν επηρεασμένες αποφάσεις και διοικητικές πράξεις. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για την αποκαλούμενη «τέταρτη εξουσία».
Στις χώρες με μακρά πολιτική παράδοση, εδραιωμένη στους πολίτες συνείδηση της λειτουργίας του πολιτεύματος και με συνείδηση της ιδιότητας του πολίτη, άσχετα με την τοποθέτηση της εκτελεστικής τους εξουσίας στο ιδεολογικό φάσμα, οι παραβιάσεις των θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος αποτελούν διαφθορά. Και η διαφθορά αποτελεί κολάσιμη ενέργεια. Ποινικά, πολίτικά, ηθικά. Αυτά συμβαίνουν εκεί. Εδώ, σε μία ανάλογη περίπτωση, καλλιεργήθηκε το ευφυολόγημα πως «οι πρωθυπουργοί δεν δικάζονται στο δικαστήριο αλλά στις εκλογές». Βέβαια οι εκλογές δεν τιμωρούν τον ένοχο με φυλακή ή άλλο σωφρονιστικό μέτρο, αλλά τον αφήνουν να απολαύσει τους καρπούς της παράνομης ενέργειας του, στο σπίτι του. Αυτό, στη χώρα της ανάπηρης δημοκρατίας και της βραδυπορούσας Δικαιοσύνης, είναι μεγάλη πρόκληση. Αλλά ο λαός της χώρας έχει κοντή μνήμη και ελάχιστο χρόνο για να ασχοληθεί με λεπτομέρειες και εύκολα τα αφήνει όλα να περάσουν.
Συγκρίνετε για λίγο τον αντίκτυπο που προκλήθηκε από τις αποχρώσες ενδείξεις διαφθοράς στην Αυστρία, με τις αποδείξεις (πλέον υπάρχει ομολογία και πρόθεση αποζημίωσης από την εταιρεία) διαφθοράς σε υψηλά κλιμάκια, των εμπλεκομένων στο σκάνδαλο NOVARTIS στην Ελλάδα. Σκεφτείτε πως αντί να δικαστούν και ενδεχομένως να τιμωρηθούν οι ένοχοι, τιμωρήθηκε η Εισαγγελέας που «έσκαψε» την υπόθεση.
Μάλλον αρχίσαμε να μη νιώθουμε καλά....
Θα νιώσουμε ακόμα χειρότερα αν σκεφτούμε τον αντίκτυπο που προκλήθηκε στην Ελλάδα από τη λίστα Πέτσα και την κοροϊδία πως πρόκειται για «στήριξη λόγω πανδημίας». Μηδενικός αντίκτυπος, τόσο απέναντι στην παροχή δημόσιου χρήματος σε καναλάρχες, όσο και απέναντι στην κραυγαλέα κοροϊδία ενός ολόκληρου λαού.
Και το πράγμα χειροτερεύει όταν ανακαλύπτουμε πως έχουμε τόσο πολύ συνηθίσει το «πρόσωπο του τέρατος», που θεωρούμε συνηθισμένη αν όχι και αποδεκτή την εμφάνιση του. Για παράδειγμα, στις τοπικές, δημοτικές ή περιφερειακές εκλογές, όλοι γνωρίζουμε πως οι καταχωρήσεις και τα δημοσιεύματα του κατά τόπους (τοπικού) τύπου είναι επ’ αμοιβή. Και μάλιστα αυτό το θεωρούμε λογικό και δικαιολογημένο. Παρότι γνωρίζουμε την συνδιαλλαγή, θεωρούμε τα δημοσιεύματα αξιόπιστα και ικανά να διαμορφώνουν άποψη ή και να κρίνουν το αποτέλεσμα των εκλογών. Όπως ισχύει και για τα κανάλια ή τα ΜΜΕ εθνικής εμβέλειας.
Η υγιής αντίδραση θα ήταν να αποκλείουμε το κάθε εξαγορασμένο μέσο από την ενημέρωση μας και να πέφτει μαύρο σε κάθε «εκλεκτό» του. Αλλά στην Ελλάδα ζούμε. Στην τρίτη χώρα σε διαφθορά, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οπότε το να ζητάμε υγιή, λαϊκή, δημοκρατική αντίδραση απέναντι στην εξαγορασμένη «δημοσιογραφία» και την παραπληροφόρηση, είναι σα να ζητάμε καλλιγραφία από της μυλωνούς τα οπίσθια.
Τα ρετιρέ της διαφθοράς στην τρίτη πιο διεφθαρμένη χώρα της Ε.Ε. Τα υπόγεια της δεν χρειάζονται ειδική αναφορά, αφού είναι δίπλα μας
Παρατηρήσεις επί του Δείκτη Αντίληψης για τη Διαφθορά
Ο Δείκτης Αντίληψης για τη Διαφθορά (Corruption Perceptions Index, CPI) εκδίδεται κάθε χρόνο από το 1995 από την οργάνωση Διεθνής Διαφάνεια (Transparency International).
Ο εν λόγω δείκτης κατατάσσει τα κράτη του κόσμου σύμφωνα «με το βαθμό στον οποίο θεωρείται ότι υπάρχει διαφθορά μεταξύ των κρατικών αξιωματούχων και των πολιτικών». Ο οργανισμός ορίζει την πολιτική διαφθορά ως «την κατάχρηση ενός δημοσίου αξιώματος για ίδιον όφελος». Ο κατάλογος του 2019 που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2020, κατατάσσει 180 χώρες σε μια κλίμακα από το 100 (εξαιρετικά αδιάφθορη) έως το 0 (εξαιρετικά διεφθαρμένη).
Η Δανία, η Νέα Ζηλανδία και η Φινλανδία θεωρούνται τα λιγότερο διεφθαρμένα έθνη στον κόσμο και κατατάσσονται σταθερά υψηλά στον δείκτη, ενώ η πιο διεφθαρμένη χώρα στον κόσμο θεωρείται η Σομαλία, με αποτέλεσμα 9-10 στα 100 από το 2017. Η Ελλάδα βρίσκεται στη θέση 60 μαζί με την Ιορδανία και την Κούβα.