Μία αναδημοσίευση από τη στήλη "Οπτική γωνία" της LIFO, ενός άρθρου του Ν. Σεβαστάκη, καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, μεταφραστή και λογοτέχνη. Καταδεικνύει ξεχωριστά τη νεοελληνική αντίληψη για το «κοινό», το δημόσιο, οτιδήποτε το «εξωτερικό» του οικιακού και στενά ατομικού καταφυγίου, το οποίο θεωρείται -από την πλειονότητα των νεοελλήνων- αδιάφορο, ουδέτερο, ανάξιο φροντίδας.
ΕΔΩ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ δέχεται κριτική η κλασική άποψη που έβλεπε μια ελληνική ιδιαιτερότητα ως ένα είδος λοξού ή «υπανάπτυκτου» χαρακτήρα μέσα στην Ευρώπη. Η κοινωνιολογική και ιστορική ερμηνεία προχώρησε σε πιο σύνθετες υποθέσεις που αντιστέκονται στο απλουστευτικό σχήμα «από εδώ η “παρωχημένη Ελλάδα”, από εκεί η “προηγμένη Ευρώπη”».
Νομίζω πως αυτή η αναθεώρηση ενός παλιού σχήματος μάς έδωσε μια πιο ισορροπημένη κατανόηση της ελληνικής περιπέτειας μέσα στον χρόνο. Έχουμε φύγει από το άσπρο-μαύρο περί εθνικής κακοδαιμονίας, από το αιώνιο παράπονο για τον μισερό, εθνικό μας χαρακτήρα. Στο φως αυτής της αναδυόμενης αυτογνωσίας δεν προσεγγίζουμε με εξιδανικεύσεις ούτε την ευρωπαϊκή Δύση, αν και αναγνωρίζουμε τη σημασία που είχαν οι τομές του μοντέρνου αστικού πολιτισμού.
Παρ’ όλα αυτά, έχω την εντύπωση πως απομένει πάντα ένα ελληνικό πρόβλημα. Όσο χρήσιμη κι αν είναι μια πανοραμική θέαση της ελληνικής Ιστορίας, υπάρχουν επιμέρους δεινά που επιμένουν. Ένα, λοιπόν, από τα πιο επίμονα προβλήματα της χώρας είναι η ασέβεια/αδιαφορία για τον δημόσιο χώρο και τα αγαθά του. Δεν το συναντάς αλλού αυτό, όχι πάντως σε χώρες με συγγενή (ας το πω έτσι) οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά.
|
|
Είμαστε η πιο αντι-οικολογική χώρα της Δύσης. Μια χώρα όπου ως οίκος εννοείται μόνο η ιδιωτική κατοικία και ένας περιφραγμένος οικογενειακός χώρος. Οτιδήποτε «εξωτερικό» του οικιακού και στενά ατομικού καταφυγίου γίνεται αδιάφορο, ουδέτερο, ανάξιο φροντίδας. |
|
Από μια άποψη, είμαστε η πιο αντι-οικολογική χώρα της Δύσης. Μια χώρα όπου ως οίκος εννοείται μόνο η ιδιωτική κατοικία και ένας περιφραγμένος οικογενειακός χώρος. Οτιδήποτε «εξωτερικό» του οικιακού και στενά ατομικού καταφυγίου γίνεται αδιάφορο, ουδέτερο, ανάξιο φροντίδας.
Προφανώς, ο κανόνας έχει εξαιρέσεις και κάποιες ατομικές και συλλογικές στάσεις που τον διαψεύδουν. Τα τελευταία χρόνια, σε τμήματα των νεότερων ηλικιακά ανθρώπων από τη μεσαία τάξη των πτυχιούχων, παρατηρεί κανείς και μια αντίστροφη τάση. Κυρίως για λόγους ατομικής υγείας ή ανησυχίας για την υγεία των παιδιών τους, κάποιες (σχετικά εύπορες) οικογένειες επαναπροσδιορίζουν τη σχέση τους με τη φύση. Νέα ζευγάρια ή και μεγαλύτεροι δείχνουν μια άλλη κατανόηση αυτής της ανάγκης.
Όμως η βαθιά δομή της ατομικότητας και της ελληνικής οικογενειακής λογικής παραμένει αμετανόητη. Δεν αντιλαμβάνεται τον χώρο και τα πράγματα εκτός οικογενειακού οίκου ως σημαντικά. Το ελληνικό βλέμμα παραμένει πάντα και σε μεγάλο βαθμό απαθές και εσωστρεφές, σαν να φέρει μέσα του μια ιδιαίτερη μορφή παθητικότητας. Υπερδραστηριοποιείται για τα «δικά του» και αδρανεί για οτιδήποτε λίγο πιο έξω. Και ακόμα και η οικεία επίκληση του κράτους έχει εδώ έναν χαρακτήρα παθητικής ικεσίας και ακατέργαστου ψόγου: δεν είναι η ενεργητική και πολιτικά αξιοπρεπής απαίτηση για κρατική προστασία αλλά μια αποσπασματική και ασυνεπής ζήτηση ενός «αναλγητικού» της στιγμής.
Το ελληνικό πρόβλημα (ή ένα από τα βασικά προβλήματα, για να είμαι ακριβής) είναι εν τέλει μια στάση ψυχρής και μικροπρεπούς αντιμετώπισης πολλών δημόσιων αγαθών. Ακόμα και η γενικόλογη και ρητορική αντίθεση στις «πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων» δεν συνοδεύεται από μια κουλτούρα πραγματικού σεβασμού στα δημόσια αγαθά.
Μπορεί, φυσικά, να απαλύνει κανείς τα ενοχλητικά συμπεράσματα, ανατρέχοντας σε διάφορους παράγοντες που αθωώνουν τη χώρα: τις υλικές στερήσεις παλαιότερων εποχών, τις δυσκολίες να χειριστούμε τα βάσανα μιας καθημερινής επιβίωσης με μπαλώματα, την έλλειψη χρόνου ενός σύγχρονου τρόπου ζωής που δεν αφήνει περιθώρια αναστοχασμού. Πολλά όμως από αυτά τα εμπόδια υπήρξαν και σε άλλες κοινωνίες, ακόμα και οι δικτατορίες, οι πολιτικές λιτότητας ή άλλα τραύματα που συνήθως τα επικαλούνται διάφοροι για να ελαφρύνουν τα δικά μας κρίματα.
Εξακολουθώ έτσι να πιστεύω πως το πρόβλημα μιας διάχυτης αδιαφορίας για τον δημόσιο χώρο δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε από τη φτώχεια, ούτε από τις πολιτικές ανωμαλίες του παρελθόντος, ούτε από κάποια μοιρολατρία «ανατολίτικη» που τάχα έχει σφραγίσει «το DNA της φυλής». Πολλές συμβατικές απαντήσεις της αριστεράς και της δεξιάς φαίνονται απλώς ως προσπάθειες συλλογικής κολακείας.
Είπαμε στην αρχή ότι είναι ευτυχές γεγονός η αναθεώρηση μιας αντίληψης που έβλεπε παντού μια ελληνική ιδιαιτερότητα μειονεξίας και υστέρησης, μια πατρίδα σημαδεμένη από αποτυχίες. Νομίζω όμως πως σε σχέση με τον σεβασμό στον περιβάλλοντα χώρο και σε οτιδήποτε δημόσιο πέραν της οικίας θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ανοιχτά μια ελληνική παθολογία. Και ίσως είναι αυτό ένα από τα ελαττώματα που οι επόμενοι, οι νεότερες γενιές, μπορούν να τα υπερβούν, αν φυσικά βρουν κάτι μη καταπατημένο για να στήσουν μια καλύτερη Ελλάδα.
Το να νοιάζεσαι για πράγματα που εκτείνονται έξω από την «αυλή σου», για κάτι σχετικώς μακρινό, αλλά ουσιαστικό κοινό και συλλογικό είναι υπόθεση δύσκολη. Χρειάζεται συναισθηματική και πολιτική ενθάρρυνση, μια άλλη εκπαίδευση μακριά από τον ρηχό παροντισμό και τη λατρεία του «άμεσου». Σε άλλες χώρες έχουν καλλιεργήσει περισσότερο μια σχετική συνείδηση. Το ελληνικό πρόβλημα είναι τελικά πως δεν έχουμε συναίσθηση ότι υπάρχει ένας κόσμος και έξω από την περίφραξη.
Πηγή