«Δημοσιογραφία θα πει να δημοσιεύεις όσα ενοχλούν τους άλλους και δεν θέλουν να μαθευτούν. Όλα τα άλλα είναι δημόσιες σχέσεις», έγραφε ο Τζωρτζ Όργουελ*.
Ο αφορισμός του Όργουελ αποκτάει ιδιαίτερο σφρίγος και ορθώνεται ολοζώντανος στην εποχή μας, όπου τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) αποτελούν στόχο ελέγχου από τις εξουσίες,. Μικρές και μεγάλες. Ο έλεγχος των ΜΜΕ είναι ένα θέμα αμφιλεγόμενης ηθικής. Μάλιστα στην περίπτωση εκείνη που ένα μέσο θέτει εαυτόν αυτοβούλως ως υποπόδιο ή ως ποδόμακτρο του κάθε εξουσιαστή, η ηθική τόσο του ίδιου του μέσου όσο και του «ελεγκτή» του παύει να είναι αμφιλεγόμενη και είναι ξεκάθαρα εκφυλισμένη.
Η δημοσιογραφία θα έπρεπε ιδανικά να είναι ανεξάρτητη, αντικειμενική και χωρίς πολιτικές πεποιθήσεις. Αυτά είναι θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αληθινής δημοσιογραφίας. Ο δημόσιος λόγος πάλι, δεν οφείλει να είναι άχρωμος αλλά να διαθέτει ιδεολογικό υπόβαθρο. Να έχει ιδεολογικές αναφορές και σε καμία περίπτωση να εκφράζει δουλοπρεπή προσωπολατρεία. Για να καταλάβουμε καλύτερα τη διαφορά, ένας επαγγελματίας δημοσιογράφος δημοσιολογεί αλλά δεν προπαγανδίζει ούτε λατρεύει ούτε θαυμάζει πρόσωπα, που υποτίθεται πως ελέγχει.. Ως εκπρόσωπος της αποκαλούμενης «τέταρτης εξουσίας» οφείλει να ενοχλεί τα κέντρα εξουσίας με στόχο την εδραίωση της ισονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οφείλει να είναι παρατηρητής, σχολιαστής και κριτής. Να είναι δηλαδή η ενοχλητική για τα κέντρα εξουσίας φωνή, που κάνει διαρκώς αισθητή τη –σταθερά κριτική- παρουσία της.
Όποιος εκφράζει δημόσιο λόγο (που δημοσιολογεί) δεν μπορεί να μην έχει ιδεολογική συγκρότηση. Η έλλειψη ιδεολογικής συγκρότησης σηματοδοτεί την έλλειψη συνείδησης, αφού η συνείδηση αποτελεί το λίκνο του στοχασμού και των ιδεολογιών. Για παράδειγμα ένας φασίστας δεν διαθέτει ιδεολογία, αφού «ο φασισμός είναι λαϊκισμός, είναι δηλαδή κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς.»** και «….στη λεγόμενη αστική κοινωνία δεν κυριαρχούν οι αστοί αλλά οι μικροαστοί, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την απήχηση που είχαν στο λαό τα φασιστικά καθεστώτα» (ό.π) Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως ένας αληθινός δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό του και το λειτούργημα του, οφείλει να έχει πλήρη ιδεολογική συγκρότηση. Συγκρότηση που θα χαρακτηρίζει το έργο του, για να μην αποτελεί αυτό αλλά και ο ίδιος λαϊκιστικό φερέφωνο (λόγω έλλειψης συνείδησης) κατάλληλο μόνο για τον επηρεασμό των μικροαστικών μαζών.
Δυστυχώς σήμερα πλέον, στα γραφεία σύνταξης των μέσων κυριαρχεί και επιβάλλεται η σκιά των άμεσων χρηματοδοτήσεων ή των έμμεσων εισπράξεων δια των διαφημιστικών εσόδων. Αυτή η όζουσα ατμόσφαιρα επικρατεί σε μια περίοδο όπου τα πάντα έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση. Τα έντυπα ΜΜΕ και η ραδιοτηλεόραση, η κυρίαρχη πηγή πληροφόρησης των πολιτών, αναζητούν με κάθε τρόπο πηγές εισοδημάτων ενώ παράλληλα ανταγωνίζονται τα ψηφιακά μέσα και την πληθώρα δωρεάν ειδήσεων. Στο κυνήγι αυτό (των εσόδων και όχι της είδησης) οργιάζει η παραπληροφόρηση και μάλιστα κορυφώνεται στην πιο αηδιαστική της μορφή, εκείνη του συστηματικού «γλειψίματος» της εξουσίας. Μίας εξουσίας που έχει φροντίσει να αναδειχθεί σε βασικό παράγοντα για την επιβίωση ενός μέσου ενημέρωσης..
Η δημοσιογραφία της «άποψης»
«Η επικρατούσα άποψη, που συμμερίζονται πολλοί δημοσιογράφοι και πολίτες σήμερα, είναι πως τα γεγονότα της πραγματικότητας, όπως εξελίσσονται καθημερινά, απουσιάζουν από τα ρεπορτάζ που ακούμε, κυρίως γιατί επικρατεί η «δημοσιογραφία της άποψης». Αυτή δια μέσου της οποίας, ο/η ίδιος/α δημοσιογράφος εκφράζει τη δική του/της άποψη για το θέμα που παρουσιάζει. Μα αυτός δεν είναι ο ρόλος του δημοσιογράφου, ούτε ο σκοπός του λειτουργήματος που προσπαθεί να φέρει εις πέρας.»***
Τα παραπάνω μας μεταφέρει η Μαρία- Χριστίνα Δουλάμη σε άρθρο της στη διαδικτυακή επιθεώρηση Huffington post. Είναι απόλυτα σωστή θέση σε ό,τι αφορά στα μέσα τα οποία αυτοαναγορεύονται σε «δημοσιογραφικά». Η δημοσιογραφία στα μέσα αυτά υποφέρει για τον απλό λόγο πως της απαγορεύεται να αναπνεύσει. Αντί της δημοσιογραφίας, στα μέσα κυριαρχεί η στρατευμένη άποψη. Στρατευμένη στην κατεύθυνση της εξασφάλισης εσόδων (διαφημιστικών ή άμεσων) και της επιβίωσης τους. Έτσι φτάνουμε στο σημείο στο οποίο τα μέσα που οφείλουν να στέκονται κριτικά απέναντι στα κέντρα εξουσίας, να χρηματοδοτούνται από αυτά τα ίδια κέντρα και τελικά τα αυτοαποκαλούμενα «δημοσιογραφικά μέσα» να μετατρέπονται σε λιβανιστήρια της εξουσίας. Της κάθε εξουσίας που τα χρηματοδοτεί για να την χαϊδεύουν (και στην πιο αηδιαστική περίπτωση να τη γλείφουν).
Η αξίωση της «αξιοπιστίας»
Τα πλαγίως εξαγορασμένα μέσα, παρότι γνωρίζουν πως ο λόγος τους είναι ελεγχόμενος από αυτούς που θα έπρεπε να ελέγχουν, αξιώνουν δάφνες αξιοπιστίας. Είναι παράλογη η αξίωση αυτή αλλά η αξιοπιστία αποτελεί το προϊόν που εμπορεύονται και φυσικά κάθε απαξίωση του προϊόντος αυτού, αποτελεί πλήγμα για τα ίδια τα μέσα. Αποτελεί ηθικό και οικονομικό πλήγμα. Το θέμα είναι πως τα ίδια αυτά μέσα έχουν κάνει την αρχή, απαξιώνοντας μόνα τους την αξιοπιστία τους. Κάποια φροντίζουν να «σκεπάσουν» τα κακώς πεπραγμένα τους με επιδερμικές δημοσιεύσεις (συνήθως εξωτερικές όπως δελτία τύπου ή ανακοινώσεις) της αντίθετης από τους χρηματοδότες τους, πλευράς. Άλλα πάλι αδιαφορούν και περνάνε σε κλιμάκωση του χαϊδέματος του υποστηρικτή τους και παράλληλα «κατακεραυνώνουν» τις αντίθετες φωνές.
Και οι δύο περιπτώσεις είναι ορατές από μερίδα του κοινού στο οποίο απευθύνονται και η συνέπεια είναι να διαβάζουμε πως ένας στους τέσσερις Έλληνες δεν πιστεύει τα μέσα, ποσοστό το οποίο έχει αυξηθεί δραματικά από τον καιρό που έγινε η μέτρηση του Reuters, από την οποία πήραμε τα δεδομένα****.
Συμπέρασμα: Όσα και αν γραφούν, από οιονδήποτε για τον εκφυλισμό της δημοσιογραφικής ενημέρωσης στην Ελλάδα και σε όλα τα επίπεδα συγκρότησης της ελληνικής διοίκησης, δεν μπορούν να απαξιώσουν περαιτέρω τα μέσα. Δεν μπορούν να τα απαξιώσουν περισσότερο από όσο τα ίδια έχουν φροντίσει –αυτοκτονικά- να απαξιώσουν τον εαυτό τους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα των ειδήσεων που μεταφέρουν και αντικαθιστώντας τις με «απόψεις» ή εύπεπτο lifestyle, καταβαραθρώνοντας έτσι τελικά την ίδια την αξιοπιστία τους.
____
Παραπομπές:
* The Collected Essays, Journalism and Letters of George Orwell Volume 1 – An Age Like This 1945–1950 - «Why I Write» (Penguin)
** Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους 1830-1974 (1993, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου). Βασίλης Ραφαηλίδης
*** Η δημοσιογραφία υπό αμφισβήτηση: Ένας στους τέσσερις Έλληνες δεν πιστεύει στα ΜΜΕ (Huffpost -Μαρία-Χριστίνα Δουλάμη)
**** Greeks are the only Europeans that trust social media more than their country’s legacy media