" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν Τίποτα παραπάνω από το ότι Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό Και από τους θεατές περιμένουμε Τουλάχιστον να ντρέπονται"
Ο «MJ» είναι μία από τις ταινίες που θα παιχτούν το Σάββατο 27/9 στον κινηματογράφο ΑΕΛΛΩ της Ραφήνας την πρώτη ημέρα του 6ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Ραφήνας
Η ταινία απέσπασε τα βραβεία σκηνοθεσίας, ανδρικής ερμηνείας, σκηνογραφίας, ενδυματολογίας και μακιγιάζ στο 47ο Φεστιβάλ της Δράμας
Η ταινία
Ο Μιχάλης ή MJ έχει εμμονή με τη δόξα, το χρήμα και τον μπασκετμπολίστα Μάικλ Τζόρνταν. Είναι τραγουδιστής της τραπ. «Είμαι φτιαγμένος για μεγαλεία! Είμαι ήδη το Νούμερο ένα! Γιατί όμως δεν μ' αγαπάνε;»
Η ταινία προβάλλει και διαχειρίζεται χωρίς διδακτισμό και αίσθημα ανωτερότητας ένα θέμα που έχει προκαλέσει ηθικό πανικό τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία
Ο σκηνοθέτης
Ο Γιώργος Φουρτούνης γεννήθηκε στη Ρόδο και μεγάλωσε στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σπούδασε Σκηνοθεσία. Το «MJ» είναι η τέταρτη μικρού μήκους ταινία του. Από τις προηγούμενες ταινίες του, το «Πίστομα» κέρδισε τον Χρυσό Διόνυσο στο Φεστιβάλ της Δράμας το 2011 και ο «Ίκαρος» το Βραβείο Σκηνοθεσίας στις Νύχτες Πρεμιέρας το 2015.
Εμείς, σταχυολογήσαμε, από δύο συνεντεύξεις που έδωσε ο σκηνοθέτης στο flix.gr και στο lifo.gr, κάποιες ενδιαφέρουσες ερωτήσεις και απαντήσεις, που βοηθούν στο να έρθουμε σε επαφή με το φαινόμενο της trap, που πολλοί από εμάς ενστικτωδώς αρνούμαστε να έρθουμε αντιμέτωποι
Δεν είναι η τραπ το πρόβλημα. Η τραπ είναι το σύμπτωμα. Δεν διαμορφώνει η τραπ την εποχή. Η εποχή διαμορφώνει την τραπ. Τα πρωϊνάδικα της τηλεόρασης, η Δεξιά και η Ακροδεξιά, το Ακραίο Κέντρο και όλοι αυτοί οι κύκλοι που προβάλλουν και αποθεώνουν τη Δύναμη και την Επιτυχία ως πρωταρχικές αξίες. Αν θέλουμε λοιπόν να χτυπήσουμε κάτι, δεν είναι το σύμπτωμά του, αλλά η αιτία του. Και η αιτία του γίνεται όλο και πιο δυνατή, αποκτώντας - πέρα από τα ταξικά, ρατσιστικά και σεξιστικά - και εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Ο φασισμός έρχεται ολοταχώς και η τραπ μπορεί να είναι η μουσική του.
Πώς επιλέξατε το θέμα της ταινίας σας, ποια ήταν η αρχική ιδέα, ποια η ανάγκη να αφηγηθείτε αυτή την ιστορία;
Κάποτε άκουγα τραπ σαν μια ένοχη απόλαυση. Τώρα τη σέβομαι. Πλέον ξέρω καλά πως η τραπ είναι πιο κοντά μας απ' ότι νομίζουμε. Για την ακρίβεια αντανακλά τις αξίες που έχει μια ολόκληρη κοινωνία --χρήμα, επιτυχία, κοινωνική ανέλιξη, μισαλλοδοξία. Η τραπ δεν εφηύρε αυτές τις αξίες, αλλά τις βρήκε και τις υπηρετεί πιστά και απροκάλυπτα. Αν αφαιρέσουμε το γκροτέσκο της συγκεκριμένης μουσική σκηνής, θα βρούμε και πίσω από τη δική μας μάσκα τις ίδιες αξίες, τους ίδιους πόθους. Και φυσικά υπάρχουν αυτοί που μας πουλάνε και μας αγοράζουν -- κι αυτό με τη δική μας συναίνεση. Γι' αυτό ήθελα να κάνω αυτή την ταινία, γιατί βλέπω εμένα και τους γύρω μου να πνιγόμαστε σε μια εστέτ ματαιοδοξία. Κι αυτή η κατάσταση δεν θα μπορούσε παρά να είναι τραγικά αστεία. Μπορεί να μη μας αρέσει, αλλά ένας τράπερ είναι το είδωλό μας στον καθρέφτη, ο πραγματικός μας ήρωας.
Γιατί έκανες μια ταινία για την τραπ;
[…] Σιγά-σιγά, όμως, συνειδητοποίησα πως η τραπ είναι πιο κοντά μας απ’ ό,τι πίστευα. Ενώ την έβλεπα ως κάτι αξιοπερίεργο, διασκέδαζα πάρα πολύ, είχα μια σύνδεση που δεν μπορούσα να εξηγήσω και τελικά άγγιζε και τον καλλιτεχνικό πυρήνα μου. Ας πούμε, στο σινεμά, αν με έναν μαγικό τρόπο βάζαμε στην εξίσωση το γκροτέσκο και πετούσαμε στον κάλαθο των αχρήστων τη σεμνότητα του δημιουργού, θα γινόταν αυτό ακριβώς το πράγμα – ποιος είναι πιο πετυχημένος, ποιος έχει τα περισσότερα βραβεία, ποιος τα περισσότερα εισιτήρια, ποιος την καλύτερη βαθμολογία στο letterboxd, ποιος είναι ο καλύτερος γενικότερα, κάτι σαν το Chevalier της Τσαγγάρη, Αυτό που για τους τράπερ είναι νόρμα, εμείς το συγκρατούμε με νύχια και με δόντια μέσα μας. Κι έτσι είπα να γράψω το σενάριο. Μπορεί να είναι για έναν τράπερ, αλλά ένιωθα πως έγραφα για μένα και τους ανθρώπους γύρω μου.
Προσωπικά, άρχισα να βρίσκω ενδιαφέρον στη φάση του τραπ όταν συνειδητοποίησα τα αμερικανικά σύμβολα στα οποία πάτησαν στο ξεκίνημα, και σταδιακά τα έκαναν ελληνικά. Π.χ. τα «μαύρα» λεφτά κυρίως από παράνομες δραστηριότητες, που ήταν ένας τρόπος να δείξουν ότι είναι πετυχημένοι, αλλά κόντρα στο σύστημα, ήταν ένας καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας, γιατί στην ουσία αυτή τους είχε θρέψει. Δεν ήθελαν να πληρώσουν φόρους γιατί το σύστημα τους είχε απορρίψει και δεν περίμεναν από πουθενά βοήθεια. Όλα ήθελαν να τα κάνουν μόνοι τους.
Με έναν περίεργο τρόπο η τραπ σκηνή είχε να κάνει με το όραμα σε μια χώρα που δεν είχε κανένα· η σκηνή αυτή είχε το ιδανικό όραμα γι’ αυτήν τη συνθήκη. Και, κυρίως, έδινε όραμα στον Έλληνα μικροαστό που φοβάται να πέσει και φαντασιώνεται την άνοδο σε μια περίοδο που δεν υπήρχαν διέξοδοι ούτε για τους νέους αλλά ούτε και για τους μεγαλύτερους. Αυτή η σκηνή σού έλεγε ότι ναι, αν εστιάσεις στον εαυτό σου και τους γαμήσεις όλους θα τα καταφέρεις. Κι αν δεν τα καταφέρεις, δικό σου το φταίξιμο. Εδώ που τα λέμε, αυτό λέει ακριβώς και ο καπιταλισμός, άρα μικρή η αμαρτία του τραπ.
Μετά πρόσεξα ότι τα τραπ κομμάτια ήταν το αντίθετο ακριβώς του λαϊκού τραγουδιού όπου έκλαιγαν συνήθως τη μοίρα τους. Δεν είχαν αυτολύπηση και πόνο, δεν είχαν καημό, αντιθέτως είχαν αυτοδοξασμό, περιαυτολογία, μιλούσαν για ηδονή και απόλαυση, επικράτηση έναντι των αντιπάλων και επίδειξη των συμβόλων της νίκης και της χλιδής ως αποτέλεσμα των χρημάτων που κέρδισαν με νόμιμους και παράνομους τρόπους. Μιλούσαν κυρίως για τη νίκη. Οι τράπερ ήρθαν σαν το flip side των λαϊκών.
Είναι ακριβώς το αντίθετο του Πλούταρχου, του Ρέμου, αυτής της περιόδου γενικά. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον το ότι στη χρυσή εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων και λίγο μετά, που η χώρα έμοιαζε να έχει λύσει όλα της τα προβλήματα και ταξιδεύαμε στο ηλιοβασίλεμα, οι όροι με τους οποίους αντιμετωπίζαμε τον συναισθηματικό μας κόσμο είναι «αγάπησα πολύ, έλα κοντά μου / χωρίσαμε, πόσο πολύ πονάω», δεν υπήρχε κανένα οικονομικό στοιχείο μέσα σ’ αυτό. Από τη στιγμή που κατέρρευσε όλο αυτό, έγινε ακριβώς το ανάποδο. Τα χρήματα έγιναν το ζητούμενο, ο έρωτας έγινε σεξ.
Είναι και η πρώτη γενιά που μεγάλωσε με το σεξ –το πορνό– στο λάπτοπ και το κινητό, το οποίο οδήγησε σε άλλου είδους εξοικείωση από αυτή που είχαν οι προηγούμενες γενιές, από την προεφηβική ακόμα ηλικία. Ήταν και η πρώτη φορά που κάποιος μίλαγε για σεξ τόσο ανοιχτά στην ελληνική μουσική, με τη γλώσσα του δρόμου.
Ήταν άλλη η πρόσβαση που είχες στα περιοδικά και στα DVD από αυτή που έχει σήμερα ένα παιδί –και όχι μόνο– από το κινητό. Το φοβερό είναι ότι πριν από δεκαπέντε χρόνια, πέρα από την οικονομική προσαρμογή της χώρας, έγινε και μια πολιτικοκοινωνική προσαρμογή που έχει να κάνει με τον φιλελευθερισμό· η αγορά άνοιξε σε πεδία που δεν υπήρχαν πριν στη χώρα. Πλέον, το πώς εκφράζεται κάποιος για το σεξ, το πώς το αντιλαμβάνεται, έχει επηρεαστεί καθοριστικά από το πορνό.
Το πορνό δεν άλλαξε μόνο τις σχέσεις αλλά και την αντίληψη γενικά για τα πράγματα. Όταν στο πορνό η γυναίκα είναι αντικείμενο, το παιδί θεωρεί ότι αυτό είναι ok, κι αυτό κάνει μεγαλύτερο κακό από τον σεξισμό που πιθανώς βλέπει στον περίγυρό του.
Δίνεται η αίσθηση πως δεν είναι μόνο το σεξ που μπορεί να αγοραστεί αλλά και και μια σχέση, ξεκάθαρα με όρους προϊόντος. Η ’90s φαντασίωση του «Nitro», του πλούσιου με το πούρο και τις γυναίκες στο κάμπριο, έχει λουμπενοποιηθεί και κατέλθει στις μάζες, και ανάλογα με το πορτοφόλι του καθενός υπάρχουν και οι αντίστοιχες πλατφόρμες με τις υπηρεσίες τους.
Έτυχε η τραπ να πέσει και πάνω στην εποχή της ορθότητας, που κάποιες λέξεις δεν μπορούσες να πλέον τις πεις δημόσια, γιατί, όπως κι αν τις χρησιμοποιήσεις, είναι κακοποιητικές.
Δεν νομίζω πως αυτό εμπόδισε, το αντίθετο. Μπορεί να έχουμε κατηγοριοποιήσει λέξεις ως κακοποιητικές, αλλά ο κακοποιητικός λόγος είναι κυρίαρχος. Ρίξτε μια ματιά στα περίπτερα. Ο λόγος των ακροδεξιών φυλλάδων έχει ποτίσει τα πάντα. Όσο πιστεύουμε ότι μπαίνουν κανόνες και περιορισμοί στην κοινωνία, το θηρίο φουντώνει. Το τραπ αντανακλά αυτή την αδυναμία. Η ηλικία παίζει πολύ μεγάλο ρόλο, οι τράπερ είναι αθλητές που έχουν περιορισμένο χρόνο ύπαρξης και από ένα σημείο και μετά πρέπει να επανεφεύρουν τον εαυτό τους. Ο ηθικός πανικός είναι κι αυτός σημείο του καιρού μας, υπάρχει η ανάγκη να βγάλουμε τη ρετσινιά από πάνω μας, να πιστέψουμε πως δεν έχουμε σχέση με το τραπ αλλά ξέρουμε ότι έχουμε άμεση σχέση και με τη συγκεκριμένη σκηνή αλλά και με τις αξίες της. Δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε με τίποτα τη φαντασίωση της ανέλιξης, δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε με τίποτα το ΠΑΣΟΚ και τον θρύλο του ΥΠΕΧΩΔΕ. Το τραπ συνεχίζει τον μύθο.
Δεν ήταν πλασματική η ευημερία των τράπερ, έβγαλε πολλά λεφτά η σκηνή, κάποιοι τουλάχιστον, έτσι άνοιξε ο δρόμος για να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον γενικά για το ελληνικό ραπ, για όλη την σκηνή που μέχρι το 2015 ήταν παγωμένη. Ούτε νούμερα υπήρχαν ούτε ενδιαφέρον, σε τέτοια κλίμακα.
Σίγουρα κάποιοι έβγαλαν χρήματα. Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Το τραπ αντικατέστησε το λαϊκό, τις πίστες και τα γαρύφαλλα. Εκεί που ο ράπερ ήταν στην καλύτερη συμπληρωματικός του λαϊκού τραγουδιστή, τώρα τα απομεινάρια των λαϊκών είναι συμπληρωματικά της τραπ σκηνής.
Μία από τις πιο αγαπημένες μου ταινίες, το «Happiness» του Τοντ Σολόντζ, πολύ δύσκολα θα γυριζόταν σήμερα.
Ούτε η Μάχη του Αλγερίου του Ποντεκόρβο δεν θα μπορούσε να γίνει τώρα. Δεν είναι μόνο ο τρόπος γυρίσματος αλλά και το πώς βλέπουν αυτές οι ταινίες τη ζωή και τον κόσμο. Σήμερα νιώθουμε ότι πρέπει να μπούμε σε κουτάκια και υπό μία έννοια δεν πράττουμε πολύ διαφορετικά από το τραπ το ορθόδοξο. Νιώθουμε κι εμείς την ανάγκη να μπούμε σε συγκεκριμένο πλαίσιο γιατί, αν βγούμε από αυτό, είμαστε χαμένοι. Μέχρι τα ’90s και τα ’00s ο κόσμος τα έκανε και τα είδε όλα και μετά άρχισε να γίνεται συντηρητικός, οπότε και το τραπ ήταν ένα πράγμα που δεν μπορούσες να το αντιμετωπίσεις, το τοποθετούσες στο παραβατικό. Αν το τραπ είχε βγει δεκαπέντε και είκοσι χρόνια πιο νωρίς, ίσως να είχε διαφορετική αντιμετώπιση.
Το τραπ πεθαίνει στην Αμερική εμπορικά, βλέπεις ότι η μουσική βιομηχανία στρέφει το ενδιαφέρον της κάπου αλλού, στο τέκνο, στην κάντρι. Και οι μαύροι που έκαναν τραπ έχουν αντικατασταθεί από εθνικιστικές κραυγές του στυλ «ζήτω η Αμερική». Δεν θα αργήσουμε να το δούμε αυτό και στην Ελλάδα.
Έχω την αίσθηση πως ο πυρήνας παραμένει ίδιος, οι αξίες παραμένουν ίδιες. Αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ένας μοιραίος εξευγενισμός. Η σκηνή προσαρμόζεται σε εκείνους που μεγάλωσαν με αυτήν τη μουσική, αλλά δεν έχουν τις ίδιες ρίζες. Δεν έζησαν το «μπραφ» του 2009, δεν έχουν την ίδια ταξική προέλευση με αυτούς που προηγήθηκαν. Και συμφωνώ με αυτό που είπες, πολύ σύντομα θα γίνει, αν δεν συμβαίνει ήδη, η στροφή της σκηνής στην παράδοση και στην αντίληψη του εαυτού μέσω της πατρίδας. Είναι τρομακτικό και ταυτόχρονα απότοκο μιας διαρκούς πτώσης. Το λέει και ο Ραφαηλίδης, ο φασισμός είναι η συντήρηση του ονείρου και της φαντασίωσης με κάθε τρόπο.
Πώς το βλέπεις το νέο ελληνικό σινεμά που έρχεται;
Σίγουρα δεν είναι πια weird. Έχει επιρροές από παντού αλλά και μια δικιά του ταυτότητα με πολύ διαφορετική σχέση και επικοινωνία με τον κόσμο. Το Digger του Γρηγοράκη, το Πρόστιμο του Μπόγρη, το Holy Emy της Αρασέλης Λαιμού είναι τρεις διαφορετικές ταινίες που σχεδόν δεν ήμασταν έτοιμοι γι’ αυτές. Και ανέφερα μόνο τρεις, δεν είναι μόνο αυτές, τα επόμενα χρόνια θα ακολουθήσουν κι άλλες. Δεν είμαστε πια στα ’90s, στη σκιά των μεγάλων δημιουργών αλλά και μιας σχεδόν οργανωμένης εχθρότητας. Δείτε τη θρυλική εκπομπή με τον Ραφαηλίδη και τον Σαββόπουλο και θα καταλάβετε. Τώρα πιστεύω πως υπάρχει μια ορμή που δεν μπορεί πλέον να συγκρατηθεί.
Παλεύουμε, βέβαια, ακόμα με το τι είναι ελληνικό. Έχει γίνει μεγάλη κουβέντα τελευταία περί της ανάδειξης της χώρας στο εξωτερικό με ταινίες που βασίζονται στη λογοτεχνία μας και στις χαμένες πατρίδες, εμμέσως πλην σαφώς μέσω ενός ιδιάζοντος εθνικισμού. Ο εθνικισμός όμως στην πραγματικότητα δεν έχει να κάνει με την ελληνικότητα. Ο Κυνόδοντας, για παράδειγμα, είναι πραγματικά ελληνικός, γι’ αυτό έχει αφήσει το στίγμα του. Οι ξένοι μπορεί να μην το καταλαβαίνουν, αλλά η λειτουργία του είναι τόσο ισχυρή που αγγίζει κάτι που εν τέλει έχει να κάνει με όλους τους ανθρώπους. Ο λόγος του weird σινεμά είναι γέννημα-θρέμμα της προβληματικής σχέσης που έχουμε με την ελληνική γλώσσα. Σχολιάζει την υποκρισία που υπάρχει στον λόγο της εξουσίας στην Ελλάδα και τελικά σε όλο τον κόσμο. Είναι αστείο, γιατί αν μεταφράζαμε στα ελληνικά διάσημες σκηνές από κλασικές αμερικανικές ταινίες θα μας έλουζε κρύος ιδρώτας. Θα λέγαμε πως αυτά δεν γίνονται. Μας σοκάρει η χυδαιότητα της ελληνικής γλώσσας, όπως συμβαίνει στο τραπ, και θέλουμε να την αποφύγουμε κακήν κακώς, καταλήγοντας να είμαστε πιουρίστες. Αναζητούμε από τα σαλόνια και τα χίπστερ καφέ μια διέξοδο στο παρελθόν, τότε που οι άνθρωποι ήταν «κύριοι και κυρίες και κοιμόντουσαν με ανοιχτά παράθυρα». Όταν η κοινωνία συντηρικοποιείται το παρελθόν, ακόμα και το πιο χυδαίο, παρουσιάζεται σαν όαση.
MJ | Ηθοποιοί (με σειρά εμφάνισης): Γιώργος Κατσής, Παρασκευή Δουρουκλάκη, Αργύρης Πανταζάρας, Λουκιανός Μοσχονάς, Μαρία Κουμαρά, Βανέσσα Οτίλια, Χρήστος Πασσαλής, Τόνια Σωτηροπούλου, Παναγιώτα Γιαγλή, Γιώργος Τριανταφυλλίδης, Νικολάκης Ζεγκίνογλου, Φωκίωνας Μπόγρης, Εύη Σαουλίδου | Παραγωγοί: Ελένη Κοσσυφίδου, Γιώργος Φουρτούνης | Συμπαραγωγοί: Στέλιος Καμμίτσης, Κωνσταντίνος Μωριάτης | Σενάριο, Σκηνοθεσία: Γιώργος Φουρτούνης | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιώργος Κουτσαλιάρης | Μουσική: Μικές Γλύκας, Θωμάς Παπαθανάσης | Μοντάζ: Γιώργος Ζαφείρης | Σκηνικά: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης | Κοστούμια: Μάρλι Αλειφέρη | Σχεδιασμός ήχου, Foley, Μίξη: Clemens Endreß | Ηχολήψία: Δημήτρης Κανελλόπουλος | Σχεδιασμός Μακιγιάζ & Κομμώσεων: Ιωάννα Λυγίζου | Κομμώσεις: Χρόνης Τζήμος | Σχεδιασμός Τατουάζ: Γιώργος Γούσης | Color Grade: Δημήτρης Μανουσιάκης | VFX: Νεκτάριος Καρανίκας | Βοηθοί σκηνοθέτες: Κατερίνα Γιαννακοπούλου, Μίλτος Ντζούνης | Διεύθυνση παραγωγής: Μχάλης Κυρίμης | Location management: Γιάννης Σωτηρόπουλος | Trailer: Γιώργος Γεωργόπουλος | Artwork Αφίσας: Ιάσονας Μεγκούλας | Τίτλοι, Layout Αφίσας: Βανέσσα και Ουλρίκε Φερλέ | Μια παραγωγή της Blackbird Productions | Σε συμπαραγωγή με την ΕΡΤ και το Onassis Culture | Σε συμπαραγωγή με την Authorwave, τη Felony Productions και την Pan Entertainment | Με τη στήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (ΕΚΚ) | και το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (EKOME)