Αερικό στη λαϊκή παράδοση είναι το ξωτικό, η νεράιδα, το κακό πνεύμα. Μεταφορικά, είναι το άπιαστο. Άπιαστο όπως ο αέρας και, εξ αυτού, θαυμάσιο. Δε θα μπορούσε λοιπόν το αερικό να μην αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τους ποιητές και τους καλλιτέχνες. Την αρχή έκανε ο Νίκος Γκάτσος (1966) που έγραψε για το δικό του αερικό, για μιαν άπιαστη αγάπη που μελοποίησε ο Μάνος Χατζιδάκις
«Αερικό, αερικό λένε την κόρη που αγαπώ
Αερικό, αερικό λένε την κόρη που αγαπώ
Βγήκα στο δρόμο μια βραδιά
κι είδα να παίζουν τα παιδιά
μα πιο ψηλά στον ουρανό
έπαιζε ένα άστρο μακρινό
Αερικό Αερικό λεν το λουλούδι που αγαπώ
Πήγα και βρήκα χρυσικό
για δαχτυλίδι μαγικό
μα ήταν το δάχτυλο μικρό
και το χαμόγελο πικρό»
Από την άλλη μεριά, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου (1998) γίνεται ο ίδιος αερικό για να μπορεί να δραπετεύει, έστω και με το νου
«Όσες κι αν χτίζουν φυλακές
κι αν ο κλοιός στενεύει
ο νους μας είναι αληταριό
που όλο θα δραπετεύει
Σαν αερικό θα ζήσω
σαν αερικό»
Ενώ ο Παύλος Παυλίδης τραγουδά στο δικό του «Αερικό» (2006), για όλους τους διαφορετικούς, τους ανυπόταχτους, τους ονειροπόλους,
«Όσοι δε θέλουν να θυμούνται
πότε και που αντισταθήκαν,
ποια τείχη γκρέμισες και βγήκαν,
ποιες φυλακές να μη φοβούνται,
τώρα σε θέλουνε σκυφτό,
τώρα σε θέλουν νικημένο,
ανήμπορο κι υποταγμένο
για να ξεχνάνε αυτό που ήταν.
Θα `ρθει μια μέρα ένα παιδί,
τη μέρα που θα επιστρέψεις,
θα `ρθει αυτό, μην το γυρέψεις
και θα σου πει...
Αερικό είσαι, αερικό...
Αερικό είσαι, αερικό...»
Τρία υπέροχα τραγούδια, τρία πραγματικά αερικά