Στη Λατινική Αμερική εξακολουθούν ακόμη να ανθίζουν τα λουλούδια της ελπίδας. Με αφορμή τη μεγάλη νίκη που πέτυχε ο ο 35χρονος υποψήφιος της Αριστεράς στη Χιλή, απέναντι στον οπαδό του δικτάτορα Πινοσέτ, θυμηθήκαμε το μεγάλο τροβαδούρο και αγωνιστή Victor Hara. Αυτόν, που τα ανδρείκελα του Πινοσέτ του έσπασαν τα χέρια και τον βασάνισαν φριχτά μέχρι να τον εκτελέσουν με μια σφαίρα στο κεφάλι .
Το πραξικόπημα του Πινοσέτ, ενορχηστρωμένο από τη CIA, βρήκε τον Βίκτορ Χάρα σπίτι του. Ήταν 11 Σεπτεμβρίου 1973, η δική μας χούντα ήταν στα τελειώματά της, των Χιλιανών μόλις άρχιζε
Ο Βίκτορ αποχαιρέτησε τη σύζυγο του, πήρε την κιθάρα του και έφυγε για το Πανεπιστήμιο. Από εκεί έκανε και το τελευταίο τηλεφώνημα του. "Μου μίλησε σαν να με αποχαιρετούσε. Μου είπε ότι θα μείνει κοντά στους φοιτητές του. Μου ζήτησε να προσέχω τον εαυτό μου και τα παιδιά. Ήταν η τελευταία φορά που μιλήσαμε" θυμάται η Τζοάν Χάρα.
Την επόμενη μέρα, στρατιώτες εισέβαλαν στο Πανεπιστήμιο και συνέλαβαν όσους βρίσκονταν εκεί για να τους μεταφέρουν στο εθνικό στάδιο της Χιλής που είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως για τους οπαδούς του δολοφονηθέντος προέδρου Αλιέντε.
Εκεί, δεν άργησαν να τον αναγνωρίσουν. "Εσύ δεν είσαι ο Βίκτορ Χάρα; Γιατί δεν μας τραγουδάς τώρα;" τον ρώτησε ένας αξιωματικός γελώντας. Οι στρατιώτες άρχισαν να τον χτυπούν με τα όπλα μέχρι που έπεσε στο πάτωμα. Ο αξιωματικός πέταξε το τσιγάρο που κάπνιζε και ζήτησε από τον Βίκτορ να το μαζέψει. Όσο δεν το έκανε, οι στρατιώτες συνέχισαν να τον χτυπούν. Ο Βίκτορ άπλωσε τελικά το χέρι του και ο αξιωματικός το πάτησε. Του έσπασε τον έναν καρπό και στη συνέχεια τον άλλο. "Παίξε μας τώρα κιθάρα με σπασμένα χέρια" του φώναξε, "παίξε πουτάνας γιέ".
Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι βασανιστές του έδωσαν μια κιθάρα ζητώντας του να παίξει και ο Βίκτορ Χάρα, με σπασμένα χέρια τραγούδησε αποσπάσματα από το τραγούδι Venceremos (Θα νικήσουμε)
Ο Βίκτορ Χάρα βασανίστηκε επί ώρες. Τελικά, εκτελέστηκε με μια σφαίρα στο κεφάλι στις 16 Σεπτεμβρίου 1973. Στη συνέχεια, οι στρατιώτες γάζωσαν με 44 σφαίρες το πτώμα του και το πέταξαν στο δρόμο. Μια νοσοκόμα το βρήκε και τον αναγνώρισε. Ειδοποίησε τη σύζυγο του, που πήγε κρυφά και το παρέλαβε. "Το σώμα του ήταν γεμάτο πληγές και οι καρποί του σπασμένοι. Στο κεφάλι του είχε ένα τραύμα από σφαίρα" θυμάται. Τον έθαψε σε έναν τάφο χωρίς όνομα στο γενικό νεκροταφείο του Σαντιάγο και έφυγε από τη χώρα.
«Ορθώσου … κοίτα τα χέρια σου και σφιχτά με τα’ αδέλφι σου για να ανδριώσεις … μαζί θα προχωρήσουμε ενωμένοι … τώρα και την ώρα του θανάτου»