Η atticavoice συνεχίζει το μεγάλο αφιέρωμά της στο ανεξάντλητο έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Μετά τον λυρικό Μίκη, τον κινηματογραφικό και τον συμφωνικό , σειρά έχει τώρα ο λαϊκός Μίκης. Αυτός που κατάφερε να ενώσει το λαϊκό με το έντεχνο στοιχείο, παίρνοντας την ποίηση των μεγάλων μας ποιητών και ντύνοντάς την με μουσική, μετατρέποντάς την έτσι σε λαϊκό τραγούδι και κάνοντας έναν ολόκληρο λαό να τραγουδάει υψηλή ποίηση
Από παλιότερη συνέντευξη του Μίκη στο Νίκο Ξυδάκη και στην Καθημερινή διαβάζουμε: «Υπήρχε όμως και ένα άλλο στοιχείο που οδηγούσε τότε τη σκέψη μου: το καθαρά ιδεολογικό. Δηλαδή, πίστευα -και πιστεύω- ότι η πιο βασική αντίθεση μέσα σε μια κοινωνία δεν είναι τόσο η ταξική όσο η πολιτισμική. Με άλλα λόγια, η κύρια υπεροχή των αστών έναντι του προλεταριάτου ήταν το γεγονός ότι μονοπωλούσαν τα έντεχνα καλλιτεχνικά έργα σε αντίθεση με τους φτωχούς και αγράμματους αγρότες, εργάτες που αρκούνταν στα δημοτικά και τα λαϊκά. Όμως, για μένα το λαϊκό στοιχείο αποτελεί την πρώτη ύλη, ενώ το έντεχνο εμπεριέχει το στοιχείο της πνευματικής καλλιέργειας, που μόνο αυτή ολοκληρώνει την ανθρώπινη προσωπικότητα. Άρα, υπήρχε μια αγεφύρωτη καθαρά ταξική αντίθεση ανάμεσα στο λαϊκό και το έντεχνο και επομένως το σπάσιμο αυτής της αντίθεσης ήταν εξ ίσου και ίσως περισσότερο ισχυρό σαν επαναστατική πράξη που στόχευε στην εξαφάνιση των διακρίσεων μέσα σε μια κοινωνία.
Χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω, θεωρώ ότι στη δεκαετία του ’60 κυριάρχησαν τελικά αυτά τα δύο στοιχεία: Πρώτον, η συνένωση των δύο στοιχείων, έντεχνου και λαϊκού μέσα σε ενιαία έργα τέχνης (Ποίηση όπου κυριαρχούσε το έντεχνο και μουσική όπου δέσποζε το λαϊκό)
Δεύτερον, ο λαός και ειδικά η νεολαία συνέλαβαν την πολιτική διάσταση αυτού του εγχειρήματος, ότι δηλ. η καλλιτεχνική δημιουργία συντελούσε αποφασιστικά στην πολιτική τους συνειδητοποίηση. Γεγονός που έλαμψε κυριολεκτικά με την δημιουργία του Κινήματος των Λαμπράκηδων. Ένα Κίνημα μοναδικό στην ιστορία των πολιτικών κινημάτων, δεδομένου ότι υπήρξε το μόνο που συνδύασε την κοινωνική με την πολιτιστική αλλαγή»
Στο σημείωμά του στο εσώφυλλο της πρώτης έκδοσης του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (1964), ο Μίκης Θεοδωράκης εξηγεί – μετά από μια μακρόχρονη πορεία στο χώρο της Δυτικής έντεχνης μουσικής – τη στροφή του προς το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, η οποία είχε συμβεί τέσσερα χρόνια πριν, με τη μελοποίηση του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ του Γιάννη Ρίτσου με το Γρηγόρη Μπιθικώτση και λαϊκή ορχήστρα: “ … Έλεγα τότε πως μπαίνω μέσα στο στίβο του λαϊκού μας τραγουδιού σαν ένας μαθητής που φιλοδοξεί να γράψει το ίδιο απλά κι αυθόρμητα όσο και οι λαϊκοί μας συνθέτες. Δεν είναι σχήμα λόγου αυτό, αλλά μια αληθινή πράξη ζωής … Εδώ στην πατρίδα μας η μουσική ήταν ακόμα ζωντανή. Βέβαια το λαϊκό μας τραγούδι δεν είχε το μεγαλείο των ηχητικών αρχιτεκτονημάτων της δυτικής μουσικής. Η ουσία όμως είναι πως τα κλασσικά λαϊκά μας τραγούδια είναι ολοκληρωμένα έργα που προσφέρουν ολοκληρωμένη αισθητική απόλαυση και επί πλέον συνδέονται άμεσα, ενεργητικά – και όχι μόνον μουσειακά – με το λαό και στην εποχή μας, όπως άλλωστε συμβαίνει στις κλασσικές περιόδους της τέχνης …»
Εμείς επιλέξαμε να σας παρουσιάσουμε μια λίστα με αγαπημένα τραγούδια αυτής της πλευράς του Μίκη Θεοδωράκη, της λαϊκής. Μια λίστα που, όπως όλες οι λίστες άλλωστε, δεν μπορεί ποτέ να είναι πλήρης και σαφώς εμπεριέχει και το στοιχείο της υποκειμενικότητας. Η παρουσίαση των τραγουδιών γίνεται με βάση τη χρονολογία της πρώτης ηχογράφησής τους. Ακολουθεί μια αναλυτική παρουσίαση των τραγουδιών με την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία του καθενός. Σας ευχόμαστε καλή ακρόαση
1. Μέρα Μαγιού. Πρώτη ηχογράφηση το 1960 σε μια λυρική μουσική εκδοχή του Μάνου Χατζιδάκι με τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη, όμως η εκδοχή που κυριάρχησε ήταν αυτή που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Θεοδωράκης με λαϊκή ορχήστρα, το Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι και ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση
Είναι ένα από τα οχτώ τραγούδια του κύκλου τραγουδιών ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ, που εγκαινίασε μια νέα εποχή στο ελληνικό τραγούδι με μελοποιημένη ποίηση.
«Θεσσαλονίκη, Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών - των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της...»
Έτσι ξεκινά η ποιητική σύνθεση "Επιτάφιος" (1936/1956) του Γιάννη Ρίτσου, αποτελούμενη από είκοσι ποιήματα. Δύο χρόνια μετά την επίσημη κυκλοφορία του "Επιταφίου" το 1956, ο ίδιος ο Ρίτσος στέλνει ένα αντίτυπο του βιβλίου στον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος τότε σπουδάζει μουσική στο Παρίσι.
Ο Μίκης αρχίζει να μελοποιεί τον ''Επιτάφιο'' και οχτώ μέρη του ποιήματος γίνονται τραγούδια. Είναι η πρώτη μελοποίηση ποιήματος, αυτή που άνοιξε το δρόμο στο μεγάλο κεφάλαιο που ονομάστηκε "μελοποιημένη ποίηση" και που έκανε έναν ολόκληρο λαό να τραγουδάει στίχους ποιητών.
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου `λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα `ν’ δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας
2. Στο παραθύρι στέκοσουν. Πρώτη ηχογράφηση το 1960. Και αυτό το τραγούδι προέρχεται από τον κύκλο τραγουδιών ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
Η ποίηση, όπως προαναφέραμε, είναι του Γιάννη Ρίτσου, ο οποίος σχετικά με τη μελοποίηση του Επιτάφιου από τον Μίκη, απευθυνόμενος στο συνθέτη, ανέφερε : «Ήταν τα πρώτα ποιήματά μου που είχαν μελοποιηθεί. Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με την μουσική. Μέχρι πρότινος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από την βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον “Επιτάφιο” και αργότερα φυσικά την “Ρωμιοσύνη” που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσω της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ».
Στο παραθύρι στεκόσουν
κι οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια τη μπασιά
τη θάλασσα τις τράτες.
Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος
πλημμύριζε το σπίτι
κι εκεί στ’ αυτί σου σπίθιζε
η γαζία τ’ αποσπερίτη.
Κι ήταν το παραθύρι μας
η θύρα όλου το κόσμου
κι έβγαζε στον παράδεισο
που τ’ άστρα ανθίζαν φως μου.
Κι ως στεκόσουν και κοίταζες
το λιόγερμα ν’ ανάβει
σαν τιμονιέρης φάνταζες
κι η κάμαρα καράβι.
Και μες στο χλιό και γαλανό
το απόβραδο έγια λέσα
μ’ αρμένιζες στη σιγαλιά
του γαλαξία μέσα.
Και το καράβι βούλιαξε
κι έσπασε το τιμόνι
και στου πελάγου το βυθό
πλανιέμαι τώρα μόνη.
3. Είχα φυτέψει μια καρδιά. Πρώτη ηχογράφηση το 1960, όταν ο Μίκης Θεοδωράκης ξεκίνησε να κυκλοφορεί μικρούς δίσκους 45 στροφών με ερμηνευτές την Μαίρη Λίντα και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Το 1976 συγκέντρωσε αυτά τα τραγούδια και τα συμπεριέλαβε στο μεγάλο δίσκο ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ. Οι στίχοι ήταν γραμμένοι από τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιάννη Θεοδωράκη, τον Δημήτρη Χριστοδούλου, τον Πάνο Κοκκινόπουλο και κάποιον Νίκο Γεωργίου ο οποίος υπέγραφε το τραγούδι «Είχα φυτέψει μια καρδιά». Ο Νίκος Γεωργίου δεν είναι άλλος από τον Νίκο Γκάτσο
Με τ’ αστεράκι της αυγής
στο παραθύρι σου σαν βγεις
κι αν δεις καράβι του νοτιά
να ’ρχεται από την ξενιτιά
στείλε με τ’ άσπρα σου πουλιά
γλυκά φιλιά.
Με τ’ αστεράκι της αυγής
στο παραθύρι σου σαν βγεις
κι αν δεις καράβι του νοτιά
να `ρχεται από την ξενιτιά
στείλε με τ’ άσπρα σου πουλιά
χίλια γλυκά φιλιά.
Είχα φυτέψει μια καρδιά
στου χωρισμού την αμμουδιά
μα τώρα που `ρθα να σε βρω
με δαχτυλίδι και σταυρό
γίνε το φως μου και του κόσμου η ξαστεριά
κι απ’ το παλιό μας το κρασί
δώσ’ μου να πιω και πιες κι εσύ
να μείνω αγάπη μου για πάντα στην πικρή στεριά.
4. Η Μαργαρίτα, η Μαργαρώ. Πρώτη ηχογράφηση το 1960 με ερμηνευτή το Γρηγόρη Μπιθικώτση, από την ίδια ομάδα τραγουδιών με το «Είχα φυτέψει μια καρδιά» που συμπεριλήφθηκε αργότερα στον κύκλο τραγουδιών ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ
Οι στίχοι είναι του ίδιου του συνθέτη
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ,
περιστεράκι στον ουρανό...
τον ουρανό μες στα δυο σου μάτια κοιτάζω,
βλέπω την πούλια και τον Αυγερινό.
Η μάνα σου είναι τρελή
και σε κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω νά `μπω στην κάμαρή σου
μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα,
μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ,
βαρκούλα στο Σαρωνικό...
Σαρωνικέ μου, τα κυματάκια σου δώσ’ μου,
δώσ’ μου τ’ αγέρι, δώσ’ μου το πέλαγο.
Η μάνα σου είναι τρελή
και σε κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω νά `μπω στην κάμαρή σου
μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα,
μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ,
δεντράκι στο Βοτανικό...
Πάρε το τραμ μόλις δεις πως πέφτει η νύχτα,
πέφτουν οι ώρες, πέφτω, λιποθυμώ.
Η μάνα μου είναι τρελή
και με κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω νά `μπεις στην κάμαρή μου
σου ρίχνω μεταξωτό σχοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα
μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.
5. Δραπετσώνα. Πρώτη ηχογράφηση το 1960. Κυκλοφόρησε σε δισκάκι 45 στροφών με ερμηνευτή το Γρηγόρη Μπιθικώτση, έχοντας στην άλλη πλευρά το «Μάνα μου και Παναγιά». Τα δύο αυτά τραγούδια σχεδόν ταυτόχρονα ηχογραφήθηκαν και με τη φωνή της Μαίρης Λίντα σε 45άρι, ενώ αργότερα μπήκαν αργότερα στον κύκλο τραγουδιών του Θεοδωράκη ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Οι στίχοι είναι του Τάσου Λειβαδίτη. Για το πώς γεννήθηκε το τραγούδι, ο Μίκης αφηγείται:
«Ο Tάσος Λειβαδίτης, θυμάμαι, είχε έλθει στο σπίτι μου στη Nέα Σμύρνη και είχε ακούσει ένα μέρος από ένα κοντσέρτο για πιάνο που είχα αρχίσει να γράφω. Tου άρεσε πολύ, έβαλε λόγια στη μουσική και έτσι γράψαμε το ‘‘Mάνα μου και Παναγιά’’. Για να βγει σε δίσκο, όμως, έπρεπε να γράψουμε άλλο ένα τραγούδι, να το ‘‘ζευγαρώσουμε’’, γιατί τότε βγαίνανε οι δίσκοι μικροί, με δύο τραγούδια ο καθένας. Ο αδελφός μου είχε προτείνει να γράψω ένα τραγούδι για τα γεγονότα. Εκείνη την εποχή, η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες απ’ τις παράγκες τους στη Δραπετσώνα, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση. Για εκείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής ή θανάτου, καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια. Mια μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο προς την ‘‘Kολούμπια’’ για φωνοληψία τού ‘‘Mάνα μου και Παναγιά’’, μου ήρθε ξαφνικά η έμπνευση για τη ‘‘Δραπετσώνα’’, μπροστά στο θέατρο Kαλουτά. Σταμάτησα απότομα και έγραψα τη μελωδία. Tο ίδιο βράδυ τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του τραγούδησα απ’ το τηλέφωνο τη μελωδία κι εκείνος έγραψε τους στίχους. Έτσι βγήκαν τα δύο τραγούδια σ’ένα 45άρι».
Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
Το `δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.
Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός
Κι όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά
Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
6. Βρέχει στη φτωχογειτονιά. Πρώτη ηχογράφηση το 1961 με ερμηνευτή το Γρηγόρη Μπιθικώτση. Περιλαμβάνεται στον κύκλο τραγουδιών ΠΟΛΙΤΕΙΑ, ενώ το τραγούδι ακούστηκε σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές και συγκλονιστικές σκηνές της εξαιρετικής νεορεαλιστικής ταινία «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη
Οι στίχοι είναι του Τάσου Λειβαδίτη
Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου
Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
π’ άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου
Οι συμφορές αμέτρητες,
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες
7. Βράχο-βράχο τον καημό μου. Πρώτη ηχογράφηση το 1961 με ερμηνευτή τον Στέλιο Καζαντζίδη. Δεύτερη φωνή η Μαρινέλλα και στο μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης. Κυκλοφόρησε σε δίσκο 45 στροφών. Στην άλλη όψη του δίσκου υπήρχε το «Παράπονο» των Θεοδωράκη - Χριστοδούλου με τον Καζαντζίδη. Την ίδια χρονιά το ηχογράφησαν οι Πάνος Γαβαλάς - Ρία Κούρτη, επίσης σε δίσκο 45 στροφών
Γράφει ο Μίκης: “ Όταν ο Στέλιος Καζαντζίδης τραγούδησε το Βράχο-βράχο που έσπασε τότε όλα τα ρεκόρ πωλήσεων, ήταν ήδη ένας βασιλιάς του λαϊκού τραγουδιού. Όμως μαζί μου θυμήθηκε τον άλλο εαυτό του, τον καταπιεσμένο, της προσφυγιάς και της Μακρονήσου, έτσι που έβγαλε όλη την τρυφερότητα και την αγάπη που τον πλημμυρίζανε. Γίναμε φίλοι κολλητοί. Μαζί φυσικά και η Μαρινέλλα. Συχνά κοιμόμασταν κάτω απ' την ίδια στέγη, ιδιαίτερα μετά τα λουκούλλεια γεύματα στη Δροσιά με πεϊνιρλί και όλες τις ποντιακές λιχουδιές”
Οι στίχοι είναι του Δημήτρη Χριστοδούλου
Είναι βαριά η μοναξιά
είναι πικρά τα βράχια
παράπονο η θάλασσα
και μου ‘πνιξε τα μάτια
Βράχο βράχο τον καημό μου
τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονό μου
πότε μάνα θα σε δω
Πάρε με θάλασσα πικρή
πάρε με στα φτερά σου
πάρε με στο γαλάζιο σου
στη δροσερή καρδιά σου
Βράχο βράχο τον καημό μου
τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονό μου
πότε μάνα θα σε δω
Πάρε με να μην ξαναδώ
τα βράχια και το χάρο
κάνε το κύμα όνειρο
και τη σιωπή σου φάρο
Βράχο βράχο τον καημό μου
τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονό μου
πότε μάνα θα σε δω
Γίνε αστέρι κι ουρανός
γίνε καινούργιος δρόμος
να μην βαδίζω μοναχός
να μην πηγαίνω μόνος
Βράχο βράχο τον καημό μου
τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονό μου
πότε μάνα θα σε δω
8. Σαββατόβραδο. Πρώτη ηχογράφηση το 1961 με ερμηνευτή το Στέλιο Καζαντζίδη. Περιλαμβάνεται στον κύκλο τραγουδιών ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Αφηγείται ο Μίκης: «Μια μέρα μου λέει ο Λαμπρόπουλος – τότε διευθυντής της Κολούμπια – … «Ξέρεις, ο ταγματάρχης που βάζει τους δίσκους θέλει να σε γνωρίσει». Πήγαμε στο σταθμό των ενόπλων δυνάμεων, που ήταν σε ένα κήπο μια παράγκα, όπου στεγαζόταν το στούντιο. Από εκεί βγήκε ο ταγματάρχης, ο οποίος μόλις με είδε χάρηκε αφού έπαιζε μουσική δική μου. Καθίσαμε και κουβεντιάζαμε. Αρχίζει να παίζει το «Σαββατόβραδο».
“Μια στιγμή”, μου λέει, “πρέπει να πάω μέσα”. Και την ώρα που έλεγε ο Καζαντζίδης «…τις κοπελιές», παπ, το σήκωνε και το ξανάβαζε. «Τι κάνετε;», λέω.
Μου απαντάει ο ταγματάρχης, «Το φτιάχνω το τραγούδι, γιατί το βάζουμε μεν, αλλά βγάζουμε αυτό το “Φτωχοπλυσταριό”»
… Έκπληκτος τον ξαναρωτάω, γιατί; δε μπορεί να περάσει; «Κρίναμε», λέει αυτός, «ότι αυτό είναι δυσφημιστικό». Οπότε του λέω κι εγώ : «Μπορούσα να το αλλάξω, να βάλω “Πλούσιο μπιντέ”, ήταν πολύ απλό για μένα. Δε μου το λέγατε αυτό από πριν, για να το κάνω;»
Οι στίχοι είναι του Τάσου Λειβαδίτη
Μοσχοβολούν οι γειτονιές
βασιλικό κι ασβέστη,
παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μάντρες τα παιδιά.
Σαββάτο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη,
ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κάπου μακριά.
Πάει κι απόψε τ’ όμορφο
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο,
από Δευτέρα πάλι
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να ’ταν η ζωή μας
Σαββατόβραδο
κι ο Χά-, κι ο Χάρος να ’ρχονταν
μια Κυριακή το βράδυ.
Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά
και το βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε
στο υπόγειο καπηλειό.
Και το φεγγάρι ντύνει, λες,
με τ’ άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό.
Πάει κι απόψε τ’ όμορφο
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο,
9. Το παράπονο. Πρώτη ηχογράφηση το 1961 με ερμηνευτή το Στέλιο Καζαντζίδη. Περιλαμβάνεται στον κύκλο τραγουδιών ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Οι στίχοι είναι του Δημήτρη Χριστοδούλου
Τι θέλεις απ’ τα νιάτα μου
που είναι πικραμένα
δεν ξέρεις τι θα πει καημός
τι θέλεις από μένα
Εγώ περπάτησα γυμνός
εγώ βαδίζω μόνος
μου `γινε ρούχο ο σπαραγμός
και σπίτι μου ο πόνος
Δεν ξέρεις τι `ναι μοναξιά
καρδιά που κλαίει τη νύχτα
όσα τραγούδια σου `γραψα
στην κρύα νύχτα ρίχ’ τα
Εγώ περπάτησα γυμνός
εγώ βαδίζω μόνος
μου `γινε ρούχο ο σπαραγμός
και σπίτι μου ο πόνος
10. Απρίλης. Πρώτη ηχογράφηση το 1962 με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Από τον κύκλο τραγουδιών ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ, γραμμένο μεταξύ 1960 και 1961 στο Παρίσι, με αφετηρία την εκτέλεση ενός φίλου και συναγωνιστή του Μίκη Θεοδωράκη στα χρόνια του Εμφυλίου.
Οι στίχοι είναι του ίδιου του Μίκη
Απρίλη μου, Απρίλη μου ξανθέ
και Μάη μυρωδάτε, καρδιά μου πώς αντέ
Καρδιά μου πώς, καρδιά μου πώς αντέχεις
μέσα στην τόση αγάπη και στις τόσες ομορφιές
Γιομίζ’ η γειτονιά τραγούδια και φιλιά
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ, μα το `χω μυστικό
Αστέρι μου, αστέρι μου χλωμό
του φεγγαριού αχτίδα στο γαϊτανόφρυδο
Στο γαϊτανο , στο γαϊτανοφρυδό σου
κρεμάστηκε η καρδιά μου σαν το πουλάκι στο ξόβεργο
Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό
και ρόδο μυρωδάτο, στη μάνα σου θα `ρθω
στη μάνα σου, στη μάνα σου θα `ρθω
να πάρω την ευχή της και το ταίρι που αγαπώ
11. Τ’ όνειρο (Δυο γιους είχες μανούλα μου). Πρώτη ηχογράφηση το 1962 με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Από τον κύκλο τραγουδιών ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ
Για το έργο αυτό, ο συνθέτης σημείωνε : «Έγραψα επτά ποιήματα και τραγούδια που το καθένα ήταν μια ολοκληρωμένη μικρή ιστορία με τα δικά της πρόσωπα, σύμβολα και δράση. Και όλες μαζί αυτές οι μικρές ιστορίες φαίνονταν να συγκλίνουν προς μία ενιαία κατεύθυνση - σα να ήταν μέρος μιας μοναδικής μεγάλης ιστορίας»
Σχετικά με την πηγή έμπνευσης του μύθου του έργου, ο συνθέτης είχε σημειώσει:
«Από πού θα δανειζόμουν το μύθο του έργου; Ξαφνικά ανακάλυψα ότι ζούμε περικυκλωμένοι απ' τους σύγχρονους ήρωες, θεούς, ημίθεους, πεπρωμένα και σύμβολα. Απ' τη σύγχρονη, τη δική μας μυθολογία. Η φυλή μας, σαν μια καινούρια γενιά του Οιδίποδα, χωρίστηκε σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Όπως άλλοτε ο Πολυνείκης και ο Ετεοκλής, το ίδιο και τώρα, αδέλφια, φίλοι, συγγενείς, συμπολίτες, αλληλοσκοτώθηκαν μπροστά στα μάτια της Ιοκάστης, που εμείς τη φωνάζουμε Μάνα! Μου 'τυχε να ζήσω προσωπικά μια τέτοια σκηνή. Ο ένας αδελφός βρισκόταν μέσα στο μπουλούκι που δεχότανε το ομαδικό ξύλο. Ο άλλος ήταν βασανιστής. Σε μια στιγμή, αναγνωρίζονται. Ορμά ο πρώτος να πνίξει το δήμιο αδελφό του. Κι αυτός, ενώ οι βασανιστές τρέχουν να τον βοηθήσουν, ακούστηκε να τους φωνάζει: "Μην τον αγγίζετε! Είν' αδέλφι μου! Αφήστε τον να με πνίξει!" Εγραψα το πρώτο τραγούδι και το ονόμασα "Το Ονειρο". Κι ένιωσα πως ολόκληρο το έργο βρισκότανε "τελειωμένο" μέσα στο λόγο, στη μουσική και στην κίνηση αυτού του τραγουδιού».
Οι στίχοι είναι του ίδιου του Μίκη
Δυο γιους είχες μανούλα μου
δυο δέντρα, δυο ποτάμια,
δυο κάστρα Βενετσιάνικα,
δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες.
Ένας για την ανατολή
κι ο άλλος για τη δύση
κι εσύ στη μέση μοναχή
μιλάς, ρωτάς, μιλάς, ρωτάς
τον ήλιο.
Ήλιε που βλέπεις τα βουνά,
που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας
και τις φτωχές μανούλες.
Αν δεις τον Παύλο φώναξε
και τον Ανδρέα πες μου.
Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα
μ’ έναν λυγμό τα γέννου.
Μα κείνοι παίρνουνε βουνά
διαβαίνουνε ποτάμια
ο ένας τον άλλο ψάχνουνε
για ν’ αλληλοσφαγούνε.
Κι εκεί στο πιο ψηλό βουνό,
στην πιο ψηλή ραχούλα
σιμά κοντά πλαγιάζουνε
κι όνειρο ί κι όνειρο ίδιο βλέπουν.
Στης μάνας τρέχουνε κι οι
δυο το νεκρικό κρεβάτι.
Μαζί τα χέρια δίνουνε της
κλείνουνε τα μάτια.
Και τα μαχαίρια μπήγουνε
βαθιά μέσα στο χώμα.
Κι απέκει ανέβλυσε νερό
να πιεις να ξε να πιεις να ξεδιψάσεις.
12. Ένα δειλινό. Πρώτη ηχογράφηση το 1962 με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Από τον κύκλο τραγουδιών ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ
Οι στίχοι είναι του ίδιου του Μίκη
Ένα δειλινό, ένα δειλινό
ένα δειλινό σε δέσαν στο σταυρό
Σου κάρφωσαν τα χέρια σου, μου κάρφωσαν τα σπλάχνα
Σου δέσανε τα μάτια σου, ω, ω, μου δέσαν την ψυχή μου
Ένα δειλινό, ένα δειλινό
ένα δειλινό με τσάκισαν στα δυο
Μου κλέψανε την όραση, μου πήραν την αφή μου
Μόν’ μου `μεινε η ακοή, ω, ω, να σ’ αγρικώ, παιδί μου
Ένα δειλινό, ένα δειλινό
ένα δειλινό σαν τον σταυραετό
Χίμηξε, πα στις θάλασσες, χίμηξε, πα στους κάμπους
Κάνε ν’ ανθίσουν τα βουνά, ω, ω, και να χαρούν οι ανθρώποι
13. Το τραγούδι της ξενιτιάς (Φεγγάρι μάγια μου 'κανες). Πρώτη ηχογράφηση το 1962 με ερμηνευτή το Γρηγόρη Μπιθικώτση, για τις ανάγκες της μουσικοθεατρικής παράστασης «Όμορφη πόλη», που ανέβηκε στη σκηνή του θεάτρου «Παρκ» το καλοκαίρι του 1962.
Οι στίχοι είναι του Ερρίκου Θαλασσινού
Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες
και περπατώ στα ξένα
είναι το σπίτι ορφανό
αβάσταχτο το δειλινό
και τα βουνά κλαμένα
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
ένα χελιδονάκι,
να πάει να χτίσει τη φωλιά
στου κήπου την κορομηλιά
δίπλα στο μπαλκονάκι,
στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή
Να πάει στη μάνα υπομονή
δεμένη στο μαντίλι
προικιά στην αδερφούλα μου
και στη γειτονοπούλα μου
γλυκό φιλί στα χείλη
14. Βάρκα στο γιαλό. Πρώτη ηχογράφηση το 1963 για τις ανάγκες της παράστασης «Μαγική πόλη» , τη θρυλική πλέον σύμπραξη του Μίκη Θεοδωράκη με τον Μάνο Χατζιδάκι, που ανέβηκε στη σκηνή του θεάτρου «Παρκ» το 1963.
Στο πρόγραμμα της παράστασης ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε: «Η Μαγική πόλη, είναι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, του Μίκη και μένα. Είναι ένα δραματικό έργο. Οι στίχοι έχουν κοινωνικό περιεχόμενο και, περιέργως πώς, ερωτικόν. Αυτό είναι ακριβώς και το δραματικό στοιχείο των στίχων. Μπορώ να σας πω ακόμα ότι είμεθα απόλυτα πεπεισμένοι πως η Μαγική πόλη είναι ένα ιστορικό έργο με την τραγική μοίρα των μεγάλων έργων. Δεν πρόκειται δηλαδή να ξαναπαιχτεί ποτέ και πουθενά. Γι’ αυτό όλος ο κόσμος πρέπει να τρέξει να το δει…»
Οι στίχοι είναι του Μίκη Θεοδωράκη
Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα ανεβαίνω τα σκαλιά
για τα δυο σου μάτια
για τις δυο φωτιές
που όταν με κοιτάζουν
νιώθω μαχαιριές.
Βάρκα στο γιαλό
βάρκα στο γιαλό
γλάστρα με ζουμπούλι
και βασιλικό.
Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα θα σου δίνω τα φιλιά.
Κι όταν σε μεθύσω
κι όταν θα σε πιω
θα σε νανουρίσω
με γλυκό σκοπό.
Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα κατεβαίνω τα σκαλιά
φεύγω για τα ξένα
για την ξενιτιά
και μην κλαις για μένα
αγάπη μου γλυκιά.
15. Γωνιά-γωνιά. Πρώτη ηχογράφηση το 1964 με ερμηνευτή το Γρηγόρη Μπιθικώτση. Από τον κύκλο τραγουδιών ΠΟΛΙΤΕΙΑ Β, στον οποίο εντάχθηκαν σκόρπια τραγούδια του συνθέτη γραμμένα στο Παρίσι και στην Αθήνα στις αρχές του 1964
Οι στίχοι είναι του Δημήτρη Χριστοδούλου
Γωνιά γωνιά σε καρτερώ
γωνιά γωνιά σε ψάχνω
ψάχνω να βρω τα μάτια σου
κι απ’ τον καημό τα χάνω
Αλλού απλώνεται δροσιά
κι αλλού χιονιάς σφυρίζει
και τ’ όνειρο που χάνεται
πάει και δε γυρίζει
Γωνιά γωνιά σε ζήτησα
γωνιά γωνιά σε βρήκα
σου φίλησα τα μάτια σου
και στους καημούς σου μπήκα
Αλλού απλώνεται δροσιά
κι αλλού χιονιάς σφυρίζει
και τ’ όνειρο που χάνεται
πάει και δε γυρίζει
16. Οι μοιραίοι. Πρώτη ηχογράφηση το 1964 με ερμηνευτή το Γρηγόρη Μπιθικώτση. Και αυτό, από τον κύκλο τραγουδιών ΠΟΛΙΤΕΙΑ Β’.
Πρόκειται για μελοποίηση των τριών πρώτων στροφών του ποιήματος «Οι μοιραίοι» του Κώστα Βάρναλη, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1922 στο περιοδικό Μαύρος Γάτος. Όπως γράφει η εφημερίδα της εποχής Ελευθερία (30/5/1964), ο Μίκης Θεοδωράκης «ως ελάχιστο φόρο τιμής στον μεγάλο ποιητή» μελοποίησε δύο ποιήματα του Κώστα Βάρναλη. Το ένα ποίημα ήταν «οι μοιραίοι» και το άλλο η «μπαλάντα του Αντρίκου».
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους αν τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
17. Η μπαλάντα του Αντρίκου. Πρώτη ηχογράφηση το 1961 με ερμηνευτή το Γρηγόρη Μπιθικώτση. Περιλαμβάνεται στον κύκλο τραγουδιών ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Πρόκειται για μελοποίηση ενός ποιήματος του Κώστα Βάρναλη, για την ιστορία του οποίου μαθαίνουμε από τον ίδιο τον ποιητή από ένα χρονογράφημά του στην εφημερίδα Πρωΐα του 1941
«Ο καπετάν Αντρίκος, ένας καμπούρης κι ασθενικός ανθρωπάκος, που όλο ξερόβηχε, δεν έβγαινε καθόλου από τη βάρκα του. Την είχε δεμένη στο μουράγιο, αντίκρα στα φώτα των μαγαζιών, κι από κει αντιμετώπιζε τον πλανήτη. Το νερό τον εχώριζε από τον άλλο κόσμο. Κι αυτού ήταν η ησυχία του. Όταν καμιά παρέα ήθελε να κάνει μια βουτιά στ’ ανοιχτά με το φεγγάρι κι έπαιρνε τη βάρκα του Αντρίκου, αυτός έβαζε τα κουπιά στους σκαρμούς, έλυνε τα σκοινιά και άρχιζε να λάμνει χωρίς να μιλά. Υπήρχε όμως μια παρέα τρελοκόριτσα, που τον παίρνανε ταχτικά το μεσημέρι για να πηγαίνουνε μακριά έξω από το λιμάνι κι εκεί κολυμπούσανε. Πετάγανε τα φουστάνια τους, μένανε με το μαγιό και μπλούμ! μια μια πέφτανε το νερό. Γέλια, φωνές, σκαρφαλώματα στη βάρκα, ξαναβουτήματα κτλ. Κι ο Αντρίκος καθισμένος στην πρύμνη κάπνιζε… Ποιος τόνε λογάριαζε, σακάτη άνθρωπο! Νεράιδες αυτές, σγόμπος εκείνος!
Έτσι όλο το καλοκαίρι η τρελή παρέα κολυμπούσε έξω από το λιμάνι και γινότανε ανάμεσα ουρανού και πελάου («μάγεμα, λάγγεμα, τρεμούλα»!) μέσα στη βάρκα του Αντρίκου και μάτι δεν τις έβλεπε. Το μάτι του Αντρίκου ήτανε γυάλινο! Και η καρδιά του; Εκείνος το ήξερε!»
Οι στίχοι που μελοποίησε ο Μίκης είναι ένα μέρος μόνο από το ποίημα του Βάρναλη
Είχε την τέντα ξομπλιαστή
Η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
Ονείρατα έβλεπεν ωραία.
Η Κατερίνα, η Ζωή,
Τ' Αντιγονάκι, η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.
Τα μεσημέρια τα ζεστά
Τη βάρκα παίρνανε τ' Αντρέα
Για να τις πάει στ' ανοιχτά
Όλες μαζί, τρελή παρέα.
Ήρθ' ο χειμώνας ο κακός
Και σκόρπισε η τρελή παρέα
Και σένα βήχας μυστικός
Σ' έριξε χάμω, μπάρμπα Αντρέα.
18. Σ΄αυτή τη γειτονιά. Πρώτη ηχογράφηση το 1971 στη Ρώμη με ερμηνευτές τον Αντώνη Καλογιάννη και τη Μαρία Δημητριάδη. Το 1974 ηχογραφήθηκαν με ερμηνευτή το Μανώλη Μητσιά. Από τον κύκλο τραγουδιών ΤΑ ΛΑΪΚΑ. Είναι τα πρώτα τραγούδια που γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου το 1967-1968
Οι στίχοι, όπως προαναφέραμε, είναι του Μάνου Ελευθερίου
Σ’ αυτή τη γειτονιά
και βράδυ και πρωί
περάσαμε και χάσαμε
ολόκληρη ζωή
Σ’ αυτή τη γειτονιά
μας πήραν οι καημοί
μας πήραν και μας πρόδωσαν
για μια μπουκιά ψωμί
Σ’ αυτή τη γειτονιά
μες στο μικρό στενό
χαθήκαμε και ζήσαμε
μακριά κι απ’ το Θεό
19. Εδώ το φως. Πρώτη ηχογράφηση το 1973. Από τον κύκλο τραγουδιών 18 ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ. Πρόκειται για 18 τετράστιχα του Γιάννη Ρίτσου, εκ των οποίων τα 16 ο ποιητής τα έγραψε στο Παρθένι της Λέρου στις 16 Σεπτεμβρίου του 1968.
Όπως σημειώνει ο μεγάλος Έλληνας ποιητής: «Τα δεκαέξι από τα “Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας” γράφτηκαν μέσα σε μια μέρα – στις 16 του Σεπτέμβρη του 1968 – στο Παρθένι της Λέρου, ύστερα από κρυφό μήνυμα του Μίκη Θεοδωράκη με την παράκληση να μελοποιήσει κάτι δικό μου ανέκδοτο. Τα λιανοτράγουδα αυτά τα ξαναδούλεψα στο Καρλόβασι της Σάμου το Νοέμβρη του 1969. Το 16 και 17 γράφτηκαν την Πρωτομαγιά του 1970. Το 7 αλλάχτηκε ριζικά τον Σεπτέμβρη του 1973 στην Αθήνα».
Η σύνθεση του δίσκου έγινε στο Παρίσι τη διετία 1971-1973 από τον Μίκη Θεοδωράκη, και η πρώτη εκτέλεση στις 17 Ιανουαρίου 1973 στο Albert Hall με τραγουδιστές τους: Μαρία Φαραντούρη, Πέτρο Πανδή, Αφροδίτη Μάνου, Αχιλλέα Κωστούλη και τον ίδιο το συνθέτη. Η πρώτη ηχογράφηση του έργου έγινε το 1973 στο Παρίσι με τους ίδιους τραγουδιστές και κυκλοφόρησε στην Γαλλία την ίδια χρονιά από την EMI France. Παράλληλα ηχογραφήθηκε και στην Ελλάδα, κρυφά κατά τη διάρκεια της Χούντας, με τον Γιώργο Νταλάρα και την Άννα Βίσση. Με την πτώση της χούντας κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα πρώτα η έκδοση με τον Νταλάρα και μετά η έκδοση με Φαραντούρη, Πανδή, Μάνου και Κωστούλη. Λίγους μήνες αργότερα κυκλοφόρησε και τρίτη έκδοση του έργου με την Μ.Δημητριάδη, Ε.Βιτάλη, Κ.Καμένο, Σ.Πασπαράκη και Σ.Κρυστάλη.
Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα
κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού
και στ’ αγεριού το πόδι
Εδώ το φως εδώ ο γιαλός
χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν
τα σίδερα μασάνε
20. Μέσα σε κήπο. Πρώτη ηχογράφηση το 1976 με ερμηνευτή τον ίδιο το συνθέτη. Από τον κύκλο τραγουδιών ΑΡΚΑΔΙΑ ΙΙΙ – ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ που ο συνθέτης μελοποίησε στις αρχές του 1969, εξόριστος στη Ζάτουνα της Αρκαδίας
Οι στίχοι είναι του Μάνου Ελευθερίου
Μέσα σε κήπο κάθησα και σ’ ένα περιβόλι
μια Κυριακή απόγευμα, μια Κυριακή και σχόλη
Τους φίλους μου συνάντησα και πήγαμε σεργιάνι
στης Τερψιθέας τα στενά και στο Πασαλιμάνι
Τώρα ο κήπος χάθηκε κι οι φίλοι στο περβόλι
και το σεργιάνι στ’ όνειρο έρχεται κάθε σχόλη
Τους φίλους μου συνάντησα και πήγαμε σεργιάνι
στης Τερψιθέας τα στενά και στο Πασαλιμάνι
21. Το παλικάρι έχει καημό. Πρώτη ηχογράφηση το 1969 με ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη και με αυτή την εκτέλεση ακούγεται στην ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά.
Οι στίχοι είναι του Μάνου Ελευθερίου
Το παλικάρι έχει καημό
κι εγώ στα μάτια το κοιτώ
και το κοιτώ και δε μιλώ
απόψε, απόψε που έχει τον καημό
Βδομάδα πάει χωρίς δουλειά
κι έξω χιονίζει και φυσά
χωρίς τσιγάρο και δουλειά
απόψε, απόψε μου σκίζει την καρδιά
Το παλικάρι έχει καημό
μα όταν κοιτάει τον ουρανό
τα μάτια του είναι δυο πουλιά
απόψε, απόψε το δάκρυ μου κυλά
22. Μια φυλακή. Πρώτη ηχογράφηση το 1985 με ερμηνευτή το Θανάση Μωραΐτη. Από τον κύκλο τραγουδιών ΔΙΟΝΥΣΟΣ, την πρώτη παραγωγή του Σείριου, της ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας που έχει μόλις ιδρύσει ο Μάνος Χατζιδάκις. Πρόκειται για μια μεταφορά στο παρόν ενός νέου που, αφού σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά, περνάει μέσα από όλους τους αγώνες των Ελλήνων τα νεώτερα χρόνια.
Οι στίχοι είναι του ίδιου του συνθέτη
Μια φυλακή, πώς μας φτάσαν ως εκεί,
μια φυλακή, η ζωή μου φυλακή.
Χωρίς ποινή, πώς μας φτάσαν ως εκεί
και δικαστή, η ζωή μου φυλακή.
Στου Μακρυγιάννη πριν προλάβεις να μιλήσεις,
Εγγλέζου βόλι σε γονάτισε,
μας κοίταζες με βλέμμα μελαγχολικό,
να σκεφτόσουνα θαρρείς πόσο λίγο η μέρα κράτησε...
Μες στις πλατείες ένας ένας καθισμένοι,
τη μοναξιά μας τη γραμμένη,
τη σφράγισες με βλέμμα μελαγχολικό,
ποιος θα πει το μυστικό στη ζωή μας τη χαμένη.
23. Κοίτα με στα μάτια. Πρώτη ηχογράφηση το 1996 με ερμηνευτή τον Βασίλη Λέκκα. Από τον κύκλο τραγουδιών ΑΣΙΚΙΚΟ ΠΟΥΛΑΚΙ, μια αναφορά του στη Μικρασιάτικη καταγωγή της μητέρας του και στον δικής του έμπνευσης ασίκικο χορό.
Οι στίχοι είναι του Μιχάλη Γκανά
Χάρτινος ο κόσμος, ψεύτικος ντουνιάς,
όμως το τραγούδι ξέρει πού πονάς.
Μόνο στο ρυθμό του είναι νόμιμο
το ανυπότακτο που κρύβω και το φρόνιμο.
Βήμα κι άλλο βήμα, βήματα παλιά,
ο χορός ανοίγει σαν την αγκαλιά.
Κοίτα με στα μάτια, πάτα όπου πατώ,
κράτα με καλά απόψε, μην αναληφθώ.
Πότε σαν πουλάκι, πότε στα δεσμά,
όλη η ζωή μου ένα ξάφνιασμα.
Νιώθω πιο δικό μου ό,τι έχασα
κι όσα έχω δε μου κάνουν και τα ξέχασα.