" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ

Η ιστορία ενός τραγουδιού. Η μπαλάντα του Αντρίκου Κύριο

«Αλλά τα κορίτσια; Δεν εννοούμε τα κορίτσια του νησιού. Αυτά τα βλέπεις δεν τα βλέπεις! Πρέπει να μπεις στα σπίτια για να ιδείς όταν… σφουγγαρίζουνε τις πλάκες της αυλής κι ασπρίζουνε τους τοίχους ή να πας στην εκκλησία την Κυριακή να… μετανοήσεις για τα αμαρτήματά σου, οπότε και θα… αμαρτήσεις περισσότερο. Εννοώ τα κορίτσια της Αθήνας, που παραθερίζουνε τα καλοκαίρια στα νησιά. Άνθη ξωτικού παραδείσου, ανάερα, διάφανα, καημός και αλλοφροσύνη. Στα μπάνια, στο μόλο, στα καφενεία, στον περίπατο, στο χορό με το γραμμόφωνο, παντού όπου υπάρχει αέρας να τον ανασάνουν και γης να την πατήσουν και θάλασσα να την κομματιάσουν, παντού φέρνουν τα θάμα –με τα μάτια, με τα χείλια, με την πνοή!

Ο καπετάν Αντρίκος, ένας καμπούρης κι ασθενικός ανθρωπάκος, που όλο ξερόβηχε, δεν έβγαινε καθόλου από τη βάρκα του. Την είχε δεμένη στο μουράγιο, αντίκρα στα φώτα των μαγαζιών, κι από κει αντιμετώπιζε τον πλανήτη. Το νερό τον εχώριζε από τον άλλο κόσμο. Κι αυτού ήταν η ησυχία του. Όταν καμιά παρέα ήθελε να κάνει μια βουτιά στ’ ανοιχτά με το φεγγάρι κι έπαιρνε τη βάρκα του Αντρίκου, αυτός έβαζε τα κουπιά στους σκαρμούς, έλυνε τα σκοινιά και άρχιζε να λάμνει χωρίς να μιλά. Υπήρχε όμως μια παρέα τρελοκόριτσα, που τον παίρνανε ταχτικά το μεσημέρι για να πηγαίνουνε μακριά έξω από το λιμάνι κι εκεί κολυμπούσανε. Πετάγανε τα φουστάνια τους, μένανε με το μαγιό και μπλούμ! μια μια πέφτανε το νερό. Γέλια, φωνές, σκαρφαλώματα στη βάρκα, ξαναβουτήματα κτλ. Κι ο Αντρίκος καθισμένος στην πρύμνη κάπνιζε… Ποιος τόνε λογάριαζε, σακάτη άνθρωπο! Νεράιδες αυτές, σγόμπος εκείνος!

Έτσι όλο το καλοκαίρι η τρελή παρέα κολυμπούσε έξω από το λιμάνι και γινότανε ανάμεσα ουρανού και πελάου («μάγεμα, λάγγεμα, τρεμούλα»!) μέσα στη βάρκα του Αντρίκου και μάτι δεν τις έβλεπε. Το μάτι του Αντρίκου ήτανε γυάλινο! Και η καρδιά του; Εκείνος το ήξερε!»

Αυτά έγραφε ο Κώστας Βάρναλης σ΄ένα χρονογράφημα του 1941, στην εφημερίδα Πρωΐα με την οποία συνεργαζόταν, όπως διαβάζουμε στο πάντα ενδιαφέρον ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου. Κι έτσι μάθαμε κι εμείς την ιστορία του όμορφου αυτού τραγουδιού του Μίκη Θεοδωράκη

Όπως σημειώνει ο Νίκος Σαραντάκος, ο Αντρέας ήταν υπαρκτό πρόσωπο, όπως και τα τέσσερα κορίτσια. Ο Αντρέας λεγόταν Γελαδάκης, ενώ η Ζωή ήταν η Ζωή Γιαννούλη. Η Κατερίνα και το Αντιγονάκι ήταν αδερφές: Κατίνα και Αντιγόνη Ζέρβα, ενώ η αρχηγίνα της κοριτσοπαρέας ήταν η Ζηνοβία Μπήτρου, από μεγάλη οικογένεια του νησιού, που έφερε κι άλλα καινά δαιμόνια στην Αίγινα, όπως το ότι οδήγησε αυτοκίνητο.

Ολόκληρο το ενδιαφέρον άρθρο, όπως και ολόκληρο το ποίημα του Βάρναλη που ένα μέρος του μελοποίησε ο Μίκης, μπορείτε να το διαβάσετε εδώ

 

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Προσθήκη σχολίου

Σιγουρευτείτε πως έχετε εισάγει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες με το σύμβολο (*). Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Youtube Playlists

youtube logo new

Χρήσιμα

farmakia

HOSPITAL

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.