Το να απομονώσει κανείς το συμφωνικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη, προκειμένου να φτιάξει ένα στοιχειώδες αφιέρωμα για έναν κύκλο παρουσίασης αυτής της πολύπλευρης, ασύλληπτα μεγάλης μουσικής ευφυίας, είναι κάτι φοβερά δύσκολο. Όχι μόνο για τον όγκο δεδομένων που ο συντάκτης του εγχειρήματος, πρέπει να βάλει σε μία σειρά στο χαρτί (διάβαζε στην οθόνη) και στο μυαλό του, αλλά κυρίως γιατί είναι πολύ δύσκολο να σταθεί στην κατάλληλη απόσταση ασφαλείας για να μην τον απορροφήσει το ίδιο το έργο, από το οποίο διαλέγει αποσπάσματα και για το οποίο προσπαθεί να γράψει.
Με αυτή την απειλή να επικρέμεται πάνω από το υπό σύνταξη κείμενο και ακούγοντας παράλληλα αποσπασματικά, το συμφωνικό έργο του Μίκη, προτιμήσαμε να θέσουμε ως βάση για το αφιέρωμα μας τα όσα έχουν γραφεί ήδη στα εξώφυλλα των συμφωνικών έργων ή των συλλογών του, όπως και όσα αναφέρονται σε 2 ιστότοπους αφερωμένους στο έργο του. Έχοντας αυτά ως βάση και με την παράλληλη ακρόαση του ίδιου, του ζωντανού έργου του συνθέτη, είπαμε να ξεχωρίσουμε και να παρουσιάσουμε εδώ τα έργα που μας εντυπωσιάζουν για χρόνια.
Δεν συμπεριλάβαμε στο μικρό μας αφιέρωμα ορατόρια, όπερες και καντάτες ή άλλα ολοκληρωμένα έργα όπως τα πασίγνωστα, βραβευμένα και αγαπημένα κινηματογραφικά μουσικά έργα και βέβαια ούτε το λαϊκό ορατόριο «Αξιον Εστί» ή τα «Επιφάνια Αβέρωφ», την «Κατάσταση Πολιορκίας», το«Canto General». Εξαίρεση κάναμε με το κοντσέρτο «Λόρκα» και παρακάτω εξηγούμε γιατί.
Πολλά έργα των οποίων η δημιουργία δεν έχει συμφωνικό χαρακτήρα, επίσης δεν περιελήφθησαν στις επιλογές μας εδώ. Όσο και αν κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό ακούγοντας απομονωμένη τη μουσική του κάθε έργου και χωρίς να εστιάζει αποκλειστικά στα μορφολογικά της χαρακτηριστικά, η δομή ενός συμφωνικού έργου είναι συγκεκριμένη. Ο μεγάλος Μίκης κατάφερε να διατρησει την αυστηρή φόρμα και να επιβάλλει τη δική του αισθητική, αλλά εμείς δεν έχουμε τα εφόδια να ακολουθήουμε τη σκέψη του και έτσι στεκόμαστε στα έργα του, τα οποία διατηρούν λίγο ή πολύ τη φόρμα σονάτας, το χαρακτηριστικό του συμφωνικού έργου.
.Έτσι με γνώμονα τον ορισμό που θέλει μία συμφωνία (sinfonia) να περιγράφει ορχηστρικά έργα μεταβαλλόμενης μορφής και με επικρατέστερη σημασία εκείνη της κλασικής συμφωνίας, δηλαδή «έργου για συμφωνική ορχήστρα σε τέσσερα συνήθως μέρη, που ακολουθεί το μορφολογικό πρότυπο της κλασικής σονάτας», αρχίσαμε να κάνουμε μία επιλογή για να την παρουσιάσουμε εδώ και με τη βοήθεια του Youtube, το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις δεν ήταν αρκετό.
Για τον Μίκη τα έργα αυτής της φόρμας δεν είναι τα περισσότερα, αλλά σε μία διασταλμένη έννοια που θα διαλέγαμε ανάμεσα στα ορατόρια, τις καντάτες και τις όπερες του, θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ίσως ο μεγαλύτερος και παραγωγικότερος συνθέτης του κόσμου για την κλασική μουσική του 20ου αιώνα.
Ακόμα και αν υπερβάλουμε, η άγνοια κινδύνου για τη φωτιά που προσεγγίζουμε και η αγάπη για το έργο του Μίκη,μας δικαιολογούν
Εξώφυλλα δίσκων (CD) συμφωνικής μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη (2007)
Αλλά ας ξεκινήσουμε την επιλογή - αφιέρωμα στα συμφωνικά του έργα, σύμφωνα με τα καθορισμένα και παγκοσμίως αποδεκτά πρότυπα.Συνολική playlist ακολουθεί μετά την επιγραμματική παρουσίαση των έργων
Όπως μας πληροφορεί και ο αφιερωμένος στον Μίκη ιστότοπος, αναφερόμενος στην εργογραφία του, τα συμφωνικά του έργα διαιρούνται σε δύο περιόδους.
Α. Τα έργα έως το 1953:
«Τρίο» για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο,
«Το πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς»,
«Έρως και Θάνατος», Μέρος 1ο Μέρος2o
«Πρώτη Συμφωνία», Συμφωνία Νο 1., ΄
Β. Τα έργα μετά το 1953:
Σονατίνα για πιάνο,
Κονσέρτο για πιάνο,
Σουίτες Νο 1, 2 και 3 για ορχήστρα,
Σονατίνες Νο1 και 2 για βιολί και πιάνο,
1981: Συμφωνία Νο 2. (Το τραγούδι της Γης, Ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη),
1982: Συμφωνία Νο. 3 (Ο πόνος της μάνας)
1983: Συμφωνία Νο 7 («Εαρινή», Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος, Γιώργος Κουλούκης),
1986/7: Συμφωνία Νο 4 («Των Χορικών») για σοπράνο, μέτζο, αφηγητή, χορωδία και συμφωνική ορχήστρα χωρίς έγχορδα,
Και στη συμφωνική δημιουργία του Μίκη Θεοδωράκη θ α μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε και τα
«Κατά Σαδδουκαίων»,
«Canto Olympico»,
«Κονσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα», Ενδεικτικά: «Ευτέρπη»
«Κονσέρτο για κιθάρα και ορχήστρα» (Lorca)
Πληρέστερο κατάλογο του απέραντου συμφωνικού έργου του Μίκη Θεοδωράκη, μπορείτε να βρείτε εδώ
- Η γενικότερα αποδεκτή διαίρεση του συμφωνικού έργου του Θεοδωράκη
Ο Μίκης ως συνθέτης συμφωνικής μουσικής, είτε αναφερόμαστε στα έργα του που υπακούουν στην κλασική φόρμα της διαίρεσης σε τέσσερα μέρη, που ακολουθεί το μορφολογικό πρότυπο της κλασικής σονάτας είτε αναφερόμαστε στα έργα του που χαρακτηρίζονται από ενισχυμένο lead (ασματικό) μέρος ή αναφερόμαστε στα έργα του με άλλες παραλλαγές της κλασικής φόρμας, αποτελεί μία υψηλότατη κορυφή στη μουσική τέχνη του 20ου αιώνα.
Η ευφυΐα και το ταλέντο του εκφράζονται ήδη από το 1953 με το τρίο για πιάνο, βιολί και τσέλο με τους πρωτότυπους διαλόγους και ρόλους των τριών οργάνων. Φυσικά το ταλέντο και η ευφυΐα αυτή ήταν παρούσα σε όλο το έργο του. Με ορόσημα για το λιγότερο εξοικειωμένο με τη συμφωνική μουσική κοινό, την 3η Συμφωνία (ο πόνος της μάνας), την 7η (Εαρινή σε ποίηση Ρίτσου - Κουλούκη) και την μοναδικής έμπνευσης 4η (των Χορικών – με συμφωνική ορχήστρα δίχως …έγχορδα). Δεν παραβλέπουμε καθόλου το έργο του Μίκη “Lorca” το οποίο μορφολογικά θεωρείται κοντσέρτο για κιθάρα και ορχήστρα, αλλά το ασματικό μέρος του δίνει μία δύναμη μεγαλύτερη από ένα κοντσέρτο γκρόσο και μία επιδραστικότητα που το καθιστά απόλυτη εμπειρία για τον ακροατή.
Επανερχόμαστε στην γενικά αποδεκτή διαίρεση του συμφωνικού έργου του Μίκη, σε πέντε περιόδους
- Η πρώτη περίοδος της μουσικής του δημιουργίας (1940-53) περιλαμβάνει τραγούδια, ορατόρια, μουσική δωματίου, μπαλέτα και συμφωνικά έργα. Κορυφαίο έργο η Πρώτη Συμφωνία.
- Η δεύτερη περίοδος, η Παρισινή (1954-59) περιλαμβάνει έργα μουσικής δωματίου, μπαλέτα και συμφωνικά. Κορυφαίο έργο το μπαλέτο που ανέβηκε στα 1959 στο Covent Garden, η Αντιγόνη.
- Η τρίτη περίοδος 1960-80 είναι αφιερωμένη στο κίνημα της έντεχνης λαϊκής μουσικής με κυριώτερες συνθέσεις τα ορατόρια Άξιον Εστί και Canto General.Εδώ δεν γίνεται να ,η παρουσιάσουμε, τουλάχιστον το ένα
- Ακολουθεί η τέταρτη περίοδος από το 1981 έως το 1988, κατά την οποία, συνεχίζοντας πάντοτε να συνθέτει κύκλους τραγουδιών, επιστρέφει στη συμφωνική μουσική με κύρια έργα την Τρίτη Συμφωνία, την Εβδόμη Συμφωνία, την πρώτη του Όπερα Κώστας Καρυωτάκης (Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου) και το μπαλέτοΖορμπάς.
Τέλος κατά την πέμπτη περίοδο (1989 και μετά) συνθέτει βασικά τις όπερές του (λυρικές τραγωδίες) Μήδεια, Ηλέκτρα και Αντιγόνη. Την Τριλογία αυτή συμπληρώνει η καινούρια του 'Οπερα Λυσιστράτη. Με τα έργα αυτά ο Θεοδωράκης εγκαινιάζει την εποχή του Λυρικού Βίου, δηλαδή την ολοκληρωτική στροφή του προς τον λυρισμό και την τελειοποίηση της λυρικής μουσικής έκφρασης σε όλο το φάσμα της μουσικής του δημιουργίας.
Γράφοντας για τον «συμφωνικό Μίκη» είναι αδύνατο να μη γράψει κανείς για τον λυρικό, τον κινηματογραφικό, τον λαϊκό Μίκη. Είναι αδύνατο να διαχωρίσεις τις όψεις του έργου του Μίκη Θεοδωράκη γιατί η δύναμη της μουσικής του ξεπερνά τις μορφολογικές, υφολογικές ή θεματικές διαχωριστικές και αποκτά διαχρονικά, ξεχωριστή θέση στην παγκόσμια μουσική δημιουργία. Όπως και ο ίδιος που –τουλάχιστον για εμάς τους Έλληνες- ήταν, είναι και θα μείνει «Μίκης». Δεν χρειάστηκε ποτέ άλλωστε κανέναν προσδιορισμό επιθέτου, προκειμένου να τον αναγνωρίσεις. Είτε βλέποντας τον είτε ακούγοντας τον. Τον ίδιο ή τη μουσική του.