Μια ταινία που λογοκρίθηκε τόσο πολύ από τα αρμόδια όργανα της μετεμφυλιακής Δεξιάς που ανάγκασε το σκηνοθέτη της, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, να δηλώσει πως αυτό που απέμεινε για προβολή δεν τον εκφράζει πλέον λέγοντας χαρακτηριστικά : «Αυτή η ταινία δεν με αφορά, δεν με αντιπροσωπεύει. Για μένα τελείωσε στη λογοκρισία της»
Μια ταινία που θεωρήθηκε κομμουνιστική προπαγάνδα και κατάφερε να παιχτεί, έστω και πετσοκομμένη, μόνο χάρη στην παρέμβαση της Ελένης Βλάχου στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Αλλά και που κατάφερε να πετύχει την προβολή της στους κινηματογράφους, δεν κατόρθωσε να αποφύγει την οικονομική αποτυχία. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά όταν στην πρώτη προβολή της η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στον κινηματογράφο και η παρακολούθησή της πλέον γινόταν ουσιαστικά μια πράξη αντίστασης;
Μια ταινία που έσκυψε με αγάπη να δει και να μιλήσει για τα βάσανα και τα κατεστραμμένα όνειρα των ανθρώπων ενός κατώτερου Θεού.
Μια ταινία, τέλος, που δημιουργήθηκε από τον Αλέκο Αλεξανδράκη τη στιγμή ακριβώς που αυτός είχε φτάσει στην κορυφή της επιτυχίας του εμπορικού κινηματογράφου. Μόλις την προηγούμενη χρονιά είχε πρωταγωνιστήσει σε τέσσερεις επιτυχημένες ταινίες. Το «κλωτσοσκούφι» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το «Ραντεβού στην Κέρκυρα» με την Τζένη Καρέζη, το «’Εγκλημα στο Κολωνάκι» με τη Μάρω Κοντού και το «Είμαι αθώος» με το Λάμπρο Κωνσταντάρα και θέμα την υπόθεση Ντρέυφους.
Η ανάμειξή του στη «Συνοικία, το όνειρο» φάνταζε εκείνη τη στιγμή αυτοκαταστροφική. Και πράγματι ήταν. Όπως φαίνεται όμως, αυτή η ταινία ήταν ένα χρέος του Αλέκου Αλεξανδράκη, κάτι που όφειλε να κάνει. Ήδη, λίγους μήνες νωρίτερα, παραμονές Χριστουγέννων του 1960, ο Αλέκος Αλεξανδράκης είχε κάνει μία δήλωση που προκάλεσε σάλο. Όταν ρωτήθηκε από εφημερίδα με ποιον θα ήθελε να περάσει μαζί τις γιορτές, ο δημοφιλής ηθοποιός απάντησε «Θα ήθελα να έκανα Χριστούγεννα μαζί με τον Μανώλη Γλέζο. Και αναφέρω αυτόν, γιατί για μένα ο Γλέζος είναι ένα σύμβολο»
Η ηθοποιός Αλίκη Γεωργούλη, σύζυγος τότε του Αλεξανδράκη, παραγωγός της ταινίας και πρωταγωνίστρια, σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1961 δήλωνε: « Αυτοί που αποτελέσαμε την ομάδα της "Συνοικίας" δεν ξεκινήσαμε τυχαία - ούτε σμίξαμε τυχαία για να καταπιαστούμε με μια δουλειά τόσο δημιουργική και υπεύθυνη. Μας έφεραν κοντά, πάνω απ' όλα, τα κοινά ιδανικά μας, οι κοινοί μας στόχοι, η πίστη του ενός στον άλλον και πρωταρχικά η συναίσθηση πως έχουμε όλοι μας την υποχρέωση να προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό στην ελληνική κινηματογραφία, ξεκόβοντας πια από τις ανούσιες υπηρεσίες που της προσφέραμε, οι περισσότεροί μας, από πολλά χρόνια, ως πριν λίγους μήνες ακόμα »
Η ταινία αυτή τελικά στάθηκε μια τεράστια οικονομική αποτυχία για τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που επέστρεψε στις εμπορικές ταινίες και έγινε ίσως ο πιο αντιπροσωπευτικός ζεν-πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου και ένας από τους πιο επιτυχημένους ηθοποιούς. Παρόλα αυτά, η γνώμη μας είναι πως σ΄αυτή την ταινία άφησε για πάντα ένα μέρος από την ψυχή του
Η «συνοικία το όνειρο» γυρίστηκε στον Ασύρματο, μια παραγκούπολη ανάμεσα στο λόφο του Φιλοπάππου και στα Άνω Πετράλωνα. Ονομάστηκε έτσι, γιατί σε αυτό το σημείο ήταν ο ασύρµατος των Γερµανών στην Κατοχή. Οι παράγκες, φτιαγμένες από πρόσφυγες, στάθηκαν το ιδανικό σκηνικό για την ταινία. Οι ίδιοι οι κάτοικοι της παραγκούπολης έπαιξαν ως κομπάρσοι στην ταινία
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης υποδύεται τον Ρίκο, ένα μικροαπατεώνα που μόλις έχει αποφυλακιστεί, αλλά μυαλό δεν έχει βάλει. Ο νους του είναι πώς θα πιάσει την καλή, με κάθε είδους κομπίνα. Είναι γοητευτικός και καταφερτζής. Αυτός μπορεί να τα καταφέρει, όχι όμως όσοι τον περιστοιχίζουν, γοητευμένοι από την ενέργειά του και υποταγμένοι στην πειθώ του
Η Αλίκη Γεωργούλη υποδύεται τη Στεφανία, την όμορφη της γειτονιάς, που προσπαθεί κι αυτή με τον τρόπο της να ξεφύγει από τη μιζέρια μέσα στην οποία γεννήθηκε. Ονειρεύεται πως ο πλούσιος καλός της θα την πάρει και θα ζήσουνε για πάντα στη Ρώμη. Δυο χρόνια μετά την ταινία του Σακελάριου, το «ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο», η Στεφανία τραγουδάει ως άλλη Βουγιουκλάκη, το «Νιάου, νιάου, μια γατούλα». Μόνο που εδώ το τραγούδι ακούγεται ως φάρσα, ούτε τους στίχους δεν ξέρει καλά-καλά η Στεφανία. Αυτή δεν είναι ταινία της «Φίνος Φιλμς» που θα ρίξει τίτλους τέλους με έναν πλούσιο γάμο.
Ο Μάνος Κατράκης υποδύεται τον πατέρα της Στεφανίας, έναν άβουλο, παραιτημένο από τη ζωή άνθρωπο που περιμένει να ζήσει από κάποια μικροκομπίνα
Η Αλέκα Παΐζη και ο Αλέκος Πέτσος υποδύονται ένα εγκλωβισμένο ζευγάρι που κάνει όνειρα για να ξεφύγει από το ανήλιαγο υπόγειο
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης αποφάσισε να δείξει την εικόνα μιας άλλης Ελλάδας, πίσω από την τουριστική βιτρίνα της. Μια εικόνα πικρή, αλλά πέρα για πέρα υπαρκτή. Οι χαρακτήρες της ταινίας είναι απόκληροι της κοινωνίας, καταδικασμένοι στη φτώχεια, τραγικοί ήρωες ενός αρχαίου δράματος. Τα όνειρά τους είναι εξαρχής καταδικασμένα μέσα στην περιρρέουσα κοινωνική αδικία. Το τέλος της ταινίας αφήνει, βέβαια, ένα παράθυρο ελπίδας. Ίσως τα νιάτα, ίσως ο έρωτας, ίσως και τα δύο, μπορέσουν να σπάσουν τα κοινωνικά στεγανά. Αυτή άλλωστε είναι η μεγάλη δύναμη των νιάτων, η αισιοδοξία
Η ταινία χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς της εποχής ως αριστούργημα. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1961 πήρε το βραβείο φωτογραφίας για τη δουλειά του Δήμου Σακελλαρίου, καθώς και το βραβείο ερμηνείας δεύτερου αντρικού ρόλου, για την ερμηνεία του Μάνου Κατράκη. Επίσης, η Ένωση Ελλήνων Κριτικών έδωσε τα βραβεία πρώτου ανδρικού ρόλου στον Αλέκο Αλεξανδράκη και μουσικής στο Μίκη Θεοδωράκη.
Οι πρωταγωνιστές της είναι από τους κορυφαίους: Αλέκος Αλεξανδράκης, Αλίκη Γεωργούλη, Μάνος Κατράκης, Αλέκα Παΐζη, Σαπφώ Νοταρά, Θανάσης Μυλωνάς, Βάσος Ανδρονίδης και άλλοι σπουδαίοι ηθοποιοί μεταφέρουν πειστικά το κλίμα της εποχής.
Η σκηνοθεσία είναι του Αλέκου Αλεξανδράκη. Ο φακός του εστιάζει πάνω στα πρόσωπα και την τραγικότητά τους. Αποφεύγει το μελοδραματισμό και σκύβει με ειλικρινές ενδιαφέρον και αγάπη πάνω στην τραγικότητα της ζωής των απόκληρων και στη ματαίωση των ονείρων τους.
Το σενάριο είναι του συγγραφέα Κώστα Κοτζιά και του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη.
Τα σκηνικά της ταινίας τα έκανε άλλος ένας θρύλος στο είδος του, ο Τάσος Ζωγράφος, που είχε καθιερωθεί ήδη από το 1955 και τη δουλειά του στο «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου. Αριστερός και αυτός, με θητεία στη Μακρόνησο, όταν είχε ερωτηθεί για το ποια από τις δουλειές του θεωρεί πιο σημαντική (είχε δουλέψει σε 200 ταινίες και 150 θεατρικά έργα) ήταν απολύτως βέβαιος : «η “Συνοικία το όνειρο”» απάντησε. «Πέραν του αισθητικού μέρους, είχε κοινωνικό υπόβαθρο. Το δε φινάλε του έργου είναι το καμάρι μου» .
Ενώ, στην αυτοβιογραφία του ”Σκηνικό Ζωής” αναφέρει πώς τον πλησίασε η Αλίκη Γεωργούλη για την ταινία: «Ήλθε και µε βρήκε η Αλίκη Γεωργούλη στο στούντιο του Μανιάτη, όπου έκανα τα σκηνικά στον "Εφιάλτη", σε σκηνοθεσία του Ερρίκου Ανδρέου. Η Αλίκη µού είπε πως ήθελε να κάνει µια ταινία που θα έδειχνε τα πράγµατα από την πλευρά µας, που θα έλεγε πέντε λόγια παραπάνω».
Η μουσική, όπως προαναφέραμε, είναι του Μίκη Θεοδωράκη. Το τραγούδι «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», σε στίχους του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη και με τη συγκλονιστική ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση θα γίνει ο ύμνος της φτωχολογιάς και θα αποτελέσει μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Στην ταινία αυτή ακούγεται ο “Κρητικός χορός”, ο γνωστός από το µεταγενέστερο φιλµ “Ζορµπάς”