Στις 17 Μαρτίου του 1988, ο Νικόλας Άσιμος, έπειτα από δύο προηγούμενες αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας, βρέθηκε κρεμασμένος στο μαγαζί του που ήταν παράλληλα και σπίτι του. Καλλιδρομίου 55, Εξάρχεια. Ήταν μόλις 39 ετών.
«Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ' ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θα 'μαι πια εγώ. Θα 'ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τη χρησιμοποιούν μετά το θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν. Όσο υπήρχα με φοβόσουν. Όσο υπήρχα δε με άντεχες. Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα. Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ. Είναι καλύτερο ν' αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με τη φάτσα μου επάνω τυπωμένη. Κι ας σου φαίνεται γελοίο. Κι ας μου φαινόταν γελοίο» . (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Νικόλα Άσιμου «Αναζητώντας κροκανθρώπους»)
Πράγματι. Ο ιδιαίτερος και αντισυμβατικός χαρακτήρας του Νικόλα δεν ήταν εύκολο να γίνει κατανοητός και αποδεκτός. Ο ίδιος επέλεξε να ζήσει στο περιθώριο, αρνούμενος να παίξει με τους κανόνες του συστήματος.
«Εγώ με τις ιδέες μου / κι εσείς με τα λεφτά σας / νομίζω πως τα θέλετε μονά ζυγά δικά σας / δε θέλω την κουβέντα σας / ούτε τη γνωριμιά σας»
Τα πιο πολλά χρόνια ο Άσιμος έζησε ως μουσικός του δρόμου, πουλώντας παράλληλα μόνος του τις κασέτες του, στα στενά της Αθήνας. Λίγο αργότερα άνοιξε και ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια, στην οδό Καλλιδρομίου, που τον αποκαλούσε «χώρο προετοιμασίας». Παράλληλα πάλευε, σε μια μάχη άνιση, με τους προσωπικούς του δαίμονες
Και, όπως προφητικά έγραψε στο βιβλίο του, τα τραγούδια του γνώρισαν μεγάλη αποδοχή από ανθρώπους που όταν ο ίδιος ζούσε, αυτοί ούτε τον καταλάβαιναν, ούτε τον άντεχαν
Εμείς επιλέξαμε να ακούσουμε τον «Μπαγάσα», ίσως το πιο αναγνωρίσιμο τραγούδι του
«Aφήνω πίσω το σαματά και τους ανθρώπους.
Έχω χορτάσει κατραπακιές και ψάχνω τρόπους
πώς να ξεφύγω από τη μοίρα
κι έχω μέσα μου πλημμύρα ουρανέ,
για δεν υπήρξα κατεργάρης
και θα το θες να με φλερτάρεις γαλανέ»