Γιάννης Ρίτσος και Τάσος Λειβαδίτης στην εξορία του Άη Στράτη, το 1951.
Από το 1929 μέχρι και το 1963, ο Άη Στράτης ήταν ένας από τους τόπους εκτόπισης, φυλάκισης, εξαθλίωσης, βασανισμού και θανάτου χιλιάδων ανθρώπων λόγω της ιδεολογίας τους, θύματα είτε του Μεταξικού καθεστώτος είτε της μετεμφυλιακής Δεξιάς. Το νησί που είχε μετατραπεί σε ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης δε σταμάτησε τη λειτουργία του ούτε επί ναζιστικής κατοχής, όταν οι Έλληνες διοικητές του παρέδωσαν τους Έλληνες κρατούμενους στους ναζί κατακτητές. Το 1951 οι εκτοπισμένοι στον Αη- Στράτη ήταν περίπου 3.000 (!)
Από υπόμνημα των πολιτικών εξορίστων του 1950, διαβάζουμε : "Ο διωγμός μας οφείλεται σε καθαρά πολιτικά ελατήρια. Στο πρόσωπό μας, η κυβέρνηση τιμωρεί όχι τους παραβάτες κανενός ιδιαίτερου νόμου, αλλά τους πολιτικούς της αντιπάλους. Ο λόγος που μας έστειλαν εξορία για τρία περίπου χρόνια, και μερικούς μάλιστα για τέσσερα, είναι γιατί αρνηθήκαμε να υπογράψουμε τις λεγόμενες "δηλώσεις μετανοίας", αρνηθήκαμε, δηλαδή, να υπογράψουμε γραφτές δηλώσεις με τις οποίες να απαρνιόμαστε ορισμένες απόψεις και πεποιθήσεις".
Αυτή τη μονομερή απόφαση των φασιστικών, ναζιστικών και των αμερικανοκινούμενων καθεστώτων, ο πρωθυπουργός της χώρας, Κυριάκος Μητσοτάκης, την αποκάλεσε πριν από λίγες ημέρες διχασμό. Είναι πραγματικά προκλητική η επίκληση του κινδύνου του διχασμού από μια εξουσία που ήδη έχει επιβάλλει στην πράξη το διχασμό, πότε με φυλακίσεις και εξορίες και πότε με τις ταξικές της πολιτικές. Στον απαράδεκτο ισχυρισμό αυτού του φαιδρού προσώπου που βρίσκεται στον πρωθυπουργικό θώκο εξαιτίας ενός λαού επιλήσμονα, δεν θα απαντήσουμε εμείς, αλλά οι ποιητές μας. Αυτοί που μαζί με χιλιάδες άλλους απλούς πολίτες βρέθηκαν φυλακισμένοι στο όμορφο νησί που κάποιοι αποφάσισαν να το κάνουν τόπο μαρτυρίου.
Και δεν ήταν λίγοι οι φυλακισμένοι ποιητές. Ο Μενέλαος Λουντέμης, Ο Κώστας Βάρναλης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Νίκος Καρούζος, ο λογοτέχνης Άρης Αλεξάνδρου, ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης είναι ίσως οι πιο γνωστοί από αυτούς
Οχτώβρης, του Κώστα Βάρναλη (εξορισμένος στον Άη Στράτη)
Αφού μας εσκοτώναν με το ζόρι
στα μακελειά τους χρόνια οι μπαζαδόροι
κι αφού μας εσκοτώνανε πιο φίνα
στα χρόνια της ειρήνης με την πείνα·
αφού μας εσκοτώναν έτσι αιώνες
τ' αφεντικά μας οι απατεώνες,
της Λύτρωσης, αδέρφια, η ώρα φτάνει
αρπάχτε από το Χάρο το δρεπάνι!
Τελειώσανε τα ψέματα κι αστεία.
Κάνει νερά και τρίζει η Πολιτεία.
Το σάπιο, το κουρσάρικο καράβι
δεν το σώζουν των φασισμών οι μπράβοι.
Ψηλά κι ορθοί σταθείτε δικαιοκρίτες
όλου του κόσμου οι μάρτυρες κι ακρίτες!
Απ' τα μπουντρούμια και την εξορία
η νέα του κόσμου ξεκινά Ιστορία.
(1935, Αη Στράτης)
Δύο άνθρωποι, του Τίτου Πατρίκιου (εξορισμένος στον Άη Στράτη)
Αν είδες ποτέ στη μέση του δρόμου
δυο ανθρώπους να τους πηγαίνουν με χειροπέδες
δεν αποκλείεται ο ένας να ήμουν εγώ
που με ξαναστέλναν εξορία.
Και κείνο το πρωί είχα σαν και σένα
τόσα όνειρα
για τη δουλειά που θα 'βρισκα,
για έναν περίπατο στα φώτα και την άσφαλτο,
για λίγο ήλιο...
Και κείνος
που ξαφνικά τα σίδερα τον δέσαν στο κορμί μου
είχε και κείνος χαραγμένα τα όνειρά του
στο αυστηρό του πρόσωπο.
(Τον πήρανε χαράματα στις έξι από τη γυναίκα του).
Όταν βλέπεις στο δρόμο δυο ανθρώπους
με χειροπέδες
μη νομίσεις τίποτα περισσότερο
μη νομίσεις τίποτα λιγότερο.
Δυο άνθρωποι.
Σαν και σένα.
(Άη-Στράτης, 1953)
Ποιητική, Άρης Αλεξάνδρου
(εξορισμένος στον Άη Στράτη)
Αξίζει δεν αξίζει
στέλνω τις εκθέσεις μου σε χώρες που δε γίνανε ακόμα
προδίνω τις κινήσεις ενός ήλιου
που πέφτει την αυγή δίπλα στις μάντρες
επικυρώνοντας με φως
τις εκτελέσεις.
Η κάθε μου λέξη
αν την αγγίξεις με τη γλώσσα
θυμίζει πικραμύγδαλο.
Απ’ την κάθε μου λέξη
λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί
και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.
Η μόνη ξιφολόγχη μου
ήταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα.
Ίσως γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ
στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυμένα
ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπουν ένας-ένας τα χαρτιά μου
και τους ακούω στις κουβέντες όσων δε με έχουνε διαβάσει.
(Άη Στράτης, 1951)
Γράμμα στον Ζολιό-Κιουρί, του Γιάννη Ρίτσου (εξορισμένος στον Άη Στράτη), απόσπασμα
« (…) Βρισκόμαστε δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες
άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι
με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας
μ’ ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ’ ένα ξεροκόμματο φως στο ταγάρι μας
άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο
άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας
εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ
τη λευτεριά και την ειρήνη.
(…) Ζολιό, πες και στους άλλους αδελφούς μας
στον Ερεμπουργκ, στον Αραγκόν και στο Νερούντα,
στον Ελυάρ, στον Πικασσό και σ’ όλα μας τ’ αδέρφια
πως είμαστε δω πέρα τρεις χιλιάδες εξόριστοι
όχι για τίποτ’ άλλο, αδέρφια μου,
παρά μονάχα, να, γιατί και ‘μεις όπως και ‘σεις
σηκώνουμε στη ράχη μας ένα αγκωνάρι απ’ το καμένο σπίτι μας
να χτίσουμε για κείνους που θα ‘ρθούν ένα καινούργιο σπίτι με πολλά παράθυρα
πολλά φαρδιά παράθυρα προς την ανατολή
να μη νυχτώνει από νωρίς η καρδιά των μανάδων
να μην κοιμούνται κάθε βράδυ τα παιδιά δίπλα στο θάνατο.
…
Αχ, έτσι, αδέρφια μου, να μην υπάρχουν πια καμένα σπίτια
μα να ‘ναι όλος ο κόσμος ένα σπίτι ασβεστωμένο με τη βούρτσα του ήλιου
κι αχ, έτσι, αδέρφια μου, τούτο το σπίτι να το συγυρνάει μονάχα
η μάνα μας η Λευτεριά κ’ η πρωτοθυγατέρα της η Ειρήνη».
Ταξίδι στον Άη – Στράτη, του Μενέλαου Λουντέμη, (εξορισμένος στον Άη-Στράτη)
Χτες την αυγή φουντάραμε
στο νέο πετρονήσι μας.
Ο «Αλφειός» («Μεταγωγόν ο Αλφειός»),
εσύρθηκε νωθρά στ’ ακροθαλάσσι…
Άνοιξε τις μασέλες του. Και ξέρασε-
μιαν αμπαριά καινούργιους Ιωνάδες.
Βαρύ ήταν το ταξίδι μας. Ενάντιο.
Κι’ η θάλασσα ένα πέλαγο χολή.
Το πλοίο οκνό, κι’ ολονυχτίς μας εσεργιάνιζε
στα βορινά σοκάκια του Αιγαίου.
-Μεταλλικό κιβούρι-
που έψαχνε για το νεκροταφείο μας.
Είμαστ’ ένα φορτίο αγύριστα μυαλά,
παραδομένα με το μέτρο.
Ένα φορτίο αντίγνωμοι,
Φερέοικοι Ροβινσώνες του Αιγαίου.
Που ζαλωθήκαμε στην πλάτη την τιμή μας,
και πάμε στης θυσίας το Μαραθώνιο.
… Πίσω στο βράχο του Μακρονησιού
ακόμη κυματίζει,
η διψασμένη ανάσα μας.
Και στο γιαλό απ’ την πέτρινην εξέδρα της
μ’ ένα γυμνό κλαρί,
μας ξεπροβόδισε ξεφούσκωτη η Ιστορία.
Είχαμε κάτι μάτια θεονήστικα για πράσινο.
Κάτι χείλια ραγισμένα για νερό.
Και κάτι χέρια κόκκαλα…
Και χτες πρωί, με την αυγή
φουντάραμε στον Κόσμο μας,
σε νέο καταστρωμένο ανθρωποστάσι.
Νησί μικρό χαμένο στα νερά
(«κλωβός επικινδύνων»).
Μα ο κόσμος ήταν πάλι χωροφύλακες…
Αμπαρωμένα σπίτια και τουφέκια.
Σπίτια τεφρά. Και βράχοι κυματόδαρτοι.
Βράχοι ξανά. Όλο βράχοι. Και βοριάδες.
(Η Μακρόνησο μας πήρε το κατόπι…)
Μα σαν επήραμε σιγά τη ρεματιά,
πατώντας στο εμβατήριο που μας έψελναν
οι ραψωδοί της ζέστης – τα τζιτζίκια.
Σαν πήραμε το ρέμα για το πλάτωμα.
Εκεί που βούιζε το πάνινο χωριό μας.
Εκεί που πρασινίζαν και μας προσμέναν
κάτι γρηούλες μυγδαλιές
λίγου νερού ζητιάνες
Σαν πήραμε το ρέμα-ρέμα για το πλάτωμα…
Μια λυγαριά καταμεσίς στη ρεματιά,
(προσκυνητάρι της πανώριας Άνοιξης)
Αγκάλιασε τη μέση μας σαν αδελφή.
Και μας θυμιάτισε με τη μοσκοβολιά της…
Κι’ εκεί… Αυτή η ψυχή…
Αυτή η ψυχή που ελύγισε τα σίδερα.
Αυτή η ψυχή η ορθή, αυτή η ψυχή μας,
(μπροστά στο τέμπλο της πανώριας Άνοιξης).
Ανάσανε βαθειά. Βαθειά πολύ.
Ανάσανε για όλες τις ανάσες.
Και προσκύνησε.
Ήταν η πρώτη φορά…
Στα 1954, έχοντας διακοπεί προσωρινά η εκτόπιση του Μενέλαου Λουντέμη στον Αη-Στράτη, ο ποιητής βρισκόταν στην Αθήνα, όπου έλαβε ένα γράμμα από κάποιον συνεξόριστό του. «Απόψε είχαμε πλημμύρα…», του έγραφε ο εξόριστος. Με αφορμή αυτό το γράμμα, ο ποιητής μετουσίωσε όλη την αγωνία και τα βάσανα των συναγωνιστών του σε ποίημα
Η ψυχή μου έμεινε εξορία, του Μενέλαου Λουντέμη
«Απόψε είχαμε πλημμύρα…»
(Από γράμμα τους)
Ακούστε εσείς.
Εσείς που κοιμηθήκατε κι’ απόψε στα ζεστά,
σβήνοντας με μια κίνηση το φώς.
Σαν τους θεούς που παίζουν τη «Δημιουργία»:
(«Γεννηθήτω φως» -και εγένετο). Ακούστε με!
Τούτη την άναρθρη νύχτα που σωπαίνουν οι λύκοι –
Γιατί ουρλιάζουν οι άνθρωποι. Ακούστε με.
Εσείς, που κοιμάστε αγκαλιά με τα όνειρα.
Εσείς, που σας φιλά στο στόμα η Ζωή.
Που σας χαϊδεύει με το μετάξι της. Εσείς.
Ακούστε με!
Λίγες μόνο ώρες απ’ τη στεργιά,
Και χίλια χρόνια μακρυά απ’ την Οικουμένη.
Παλεύει ένα ολομόναχο νησί,
-πέτρινος αφαλός στο χάος της θάλασσας-
στο ασίγαστο Αιγαίο, που σηκώθηκε ορθό.
Και χύθηκε πάνω στα γκρεμνά του.
Απόψε έφτασε εκεί ο Κατακλυσμός,
Ξεκολλημένος απ’ τις σελίδες της Μυθολογίας.
Κι’ έσπασε τους μύλους του Νησιού.
Και χόρεψε στην πέτρινη ράχη του
τον πυρρίχιο της λύσσας.
Απόψε βρέχει μαχαίρια η βροχή,
Και σκίζουν τις κοιλιές των τσαντηριών τους.
Ο βοριάς δείχνει ολόϊσα το νησί.
Και τα κύματα αδειάζουν τις άγριες δεξαμενές τους
ίσα πάνω του.
Και σκάβουν, σκάβουν, την πλαγιά.
(Κι’ ο κόσμος εγέμισε ρυτίδες…)
Α, τι κυλούν τις νύχτες οι κατεβασιές.
Τι παίρνουν, και τι φέρνουν, και τι κυνηγούν.
Τι μπόγους, τι σοδειές, και τι υπάρχοντα.
Τι αίματα, τι δέματα, και τι φυλαχτά…
Το γράμμα της μανούλας… Που βράχηκε,
Και δε θα διαβάζεται πια
(Κι ήταν τόσο λίγη η ορθογραφία της…)
Κι’ όλα αυτά, γιατί; Μα γιατί;
Γιατί η ματιά τους είναι απλή και φεγγερή.
Γιατί ζεσταίνει τις πληγές του κόσμου.
Γιατί η μιλιά τους είν’ γλυκειά και ταπεινή.
Σαν την «επί του όρους» ομιλία.
Απόψε πάλι δε θα κοιμηθώ.
Απόψε πάλι θα βραχώ με τους βρεγμένους.
Και θα βογγήξω με τους άρρωστους.
Γιατί η ψυχή μου έμεινε εκεί.
Γιατί ο Γολγοθάς που με κάρφωσε
μούδωσε το σταυρό του μαζί μου…
Γκράφιτι με ποίηση του Γιάννη Ρίτσου στον Αη Στράτη