Αποκαλόκαιρο. Ίσως αυτό να είναι το πραγματικό τέλος κάθε χρονιάς και η αρχή της επόμενης. Η εποχή της μεγαλύτερης εσωτερικής αναζήτησης και των μεγάλων σχεδίων - σχέδια που τα πιο πολλά βέβαια θα μείνουν για μια ακόμη φορά στο συρτάρι.
Ίσως η ιδανικότερη εποχή για να διαβάσει κανείς την «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη, αυτή τη συνταρακτική κραυγή αγωνίας του μεγάλου Έλληνα συγγραφέα για το πώς πρέπει να πορευτεί ο άνθρωπος ανάμεσα στα δύο τίποτα. Ανάμεσα στο τίποτα που προηγείται της γέννησής του και στο τίποτα που ακολουθεί το θάνατό του. Για το πώς πρέπει να πορευτεί προκειμένου να κάνει αυτό το ταξίδι με το σίγουρο τέλος, όσο το δυνατό πιο όμορφο, δίνοντας με τον τρόπο αυτό νόημα σε κάτι που εκ πρώτης όψεως στερείται νοήματος
[ … ] Σε άξαφνες φοβερές στιγμές αστράφτει μέσα μου : “ όλα τούτα είναι παιχνίδι σκληρό και μάταιο, δίχως αρχή, δίχως τέλος, δίχως νόημα”. Μα ξαναζεύουμαι, πάλι, στον τροχό της ανάγκης, κι όλο το Σύμπαν ξαναρχινάει γύρα τρογύρα μου την περιστροφή του.
Πειθαρχία, να η ανώτατη αρετή. Έτσι μονάχα σοζυγιάζεται η δύναμη με την επιθυμία και καρπίζει η προσπάθεια του ανθρώπου.
Να πώς με σαφήνεια και με σκληρότητα να καθορίζεις την παντοδυναμία του νου μέσα στα φαινόμενα και την ανικανότητα του νου πέρα από τα φαινόμενα – πρι να κινήσεις για τη λύτρωση. Αλλιώς δεν μπορείς να λυτρωθείς.
[ … ] Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδιάς που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία.
Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα
[ … ] Μέσα στο εφήμερο ραχοκόκκαλό μου δυο αιώνια ρεύματα ανεβοκατεβαίνουν. Μέσα στα σωθικά μου ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζουνται. Αγαπιούνται και μισούνται, παλεύουν.
Ο άντρας πλανταμένος φωνάζει: «Είμαι η σαγίτα που θέλει να σκίσει το στημόνι, να τιναχτεί όξω από τον αργαλειό της ανάγκης.
Να ξεπεράσω το νόμο, να συντρίψω τα κορμιά, να νικήσω το θάνατο. Είμαι ο Σπόρος!»
Κι η άλλη βαθιά μαυλιστική φωνή, η γυναικίσια, αποκρίνεται γαληνεμένη και σίγουρη:
«Κάθουμαι διπλοπόδι απάνω στο χώμα, αμολώ τις ρίζες μου βαθιά στα μνήματα. Δέχουμαι το σπόρο ακίνητη και τον θρέφω. Είμαι όλη γάλα και ανάγκη.
Και λαχταρώ να γυρίσω πίσω, να κατεβώ στο ζώο, να κατεβώ πιο χαμηλά, στο δέντρο, μέσα στις ρίζες και στα χώματα, να μη σαλεύω.
Κρατώ, σκλαβώνω την πνοή, δεν την αφήνω να πετάξει. Μισώ τη φλόγα που ανεβαίνει. Είμαι η Μήτρα!»
Αφουκράζουμαι τις δυο φωνές τους. Δικές μου είναι κι οι δυο και τις χαίρουμαι και καμιά δεν αρνιέμαι. Ένας χορός των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου. Ένας αντίχορος της απάρνησης των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου.
Αρίφνητες δυνάμεις ορατές κι αόρατες αγάλλουνται και με ακολουθούν, όταν με αγωνία, ενάντια στο παντοδύναμο ρέμα, ανηφορίζω.
Αρίφνητες δυνάμεις ορατές κι αόρατες ανακουφίζουνται και γαληνεύουν όταν, κατηφορίζοντας, γυρίζω πίσω στα χώματα.
Ρέει η καρδιά μου. Δε ζητώ την αρχή και το τέλος του κόσμου. Ακολουθώ το φοβερό ρυθμό του και πάω
Αποχαιρέτα τα πάντα κάθε στιγμή. Στύλωνε τη ματιά σου αργά, παθητικά στο καθετί και λέγε: Ποτέ πια!
Αγνάντευε γύρα σου: Όλα τούτα τα κορμιά που κοιτάς θα σαπίσουν. Σωτηρία δεν υπάρχει.
Κοίταξε: Ζούνε, δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν. Κοίταξε πάλι: Τίποτα δεν υπάρχει!
Ανεβαίνουν από τα χώματα οι γενεές των ανθρώπων και ξαναπέφτουν πάλι στα χώματα.
Σωριάζεται, πληθαίνει, ανεβαίνει ως τον ουρανό η αρετή κι η προσπάθεια του ανθρώπου
Πού πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και τη χαίρουμαι όλη
Καλή είναι η ζωή, καλός ο θάνατος, η Γης στρογγυλή και στέρεη, σα στήθος γυναικός στις πολυκάτοχες παλάμες μου
Δίνουμαι σε όλα. Αγαπώ, πονώ, αγωνίζουμαι. Ο κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος από το νου, η καρδιά μου ένα μυστήριο σκοτεινό και παντοδύναμο.
Αν μπορείς, Ψυχή, ανασηκώσου απάνω από τα πολύβουα κύματα και πιάσε μ’ ένα κλωθογύρισμα του ματιού σου όλη τη θάλασσα. Κράτα καλά τα φρένα σου να μη σαλέψουν. Κι ολομεμιάς βυθίσου πάλι στο πέλαγο και ξακλούθα τον αγώνα.
Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθιογάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε!
Γιατί ο Ατλαντικός είναι καταρράχτης, η Νέα Γης υπάρχει μονάχα στην καρδιά του ανθρώπου, και ξαφνικά, σε στρόβιλο βουβό, θα βουλιάξεις στον καταρράχτη του θανάτου και συ κι όλη η γαλέρα του κόσμου.
Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!
Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν’ αφανίζουνται, και λέω: «Αυτό θέλω!»
Ξέρω τώρα. Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.