Nικηφόρου Βρεττάκου, «Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο»
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο και έγραψε γι ‘ αυτό. Έγραψε για τη σκληρότητα του πολέμου και για την αγωνία του πολεμιστή. Αυτός, ο κατεξοχήν ανθρωπιστής ποιητής, που δεν ήτανε φτιαγμένος για πόλεμο, πολέμησε. «Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου, δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο» γράφει στο ποίημά του «Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο». Πολέμησε για τη γη του, για τους ανθρώπους του, για την Ελευθερία. Κι αν αυτός ο αγώνας των απλών ανθρώπων προδόθηκε από τους εξουσιαστές και τους ξένους προστάτες τους, αυτό δεν αναιρεί την αξία του. Κι αν η πραγματική ελευθερία έχει έρθει ποτέ σ’ αυτό τον τόπο, αυτό είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης.
Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο
να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατηφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντηλιού: ένας κόσμος χαμένος.
Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ' τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ' τ' αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,
διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ' το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.
Η νύχτα μάς βελονιάζει τα κόκκαλα μέσα στ' αμπριά· εκεί μέσα
μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ' ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας
το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών,
το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορά μας,
την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα,
που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ' το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ' το θάνατο.
Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Το ότι πεθάναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα 'ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά,
σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα ποιήματα, τόμος πρώτος. Σχέδιο του Επαμεινώνδα Λιώκη, Τρία φύλλα, Αθήνα 1981, σ. 118-119