" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ
X.Kostoulas

X.Kostoulas

Σεις, που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα
και «ευλογημένος» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός,
μη ρίχτε στους αδύναμους τ’ ανάθεμα.
Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.
Γι’ αυτό, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα

χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

Μπέρτολτ Μπρεχτ «Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ»

 

Μια μάνα έριξε το παιδί της από τον 5ο όροφο και αμέσως μετά πήδηξε και ή ίδια για να το ακολουθήσει στο θάνατο. Μια είδηση που ασφαλώς σόκαρε όσους την άκουσαν. Μια είδηση που έδωσε ακόμη μια φορά στους «δημοσιογράφους» της τηλεόρασης την ευκαιρία για τυμβωρυχία . Μια είδηση που έδωσε την ευκαιρία στους δικαστές του πεζοδρομίου και του διαδικτύου να δικάσουν εξ αποστάσεως και να καταδικάσουν με αβάσταχτη ελαφρότητα. Μια είδηση που μας οδήγησε στο παρακάτω ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ

Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,
ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,
λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου,
εσκότωσε το παιδί της ως εξής:
Σ’ ένα κατώι -λέει- σαν ήταν δυο μηνών,
να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως – όπως,
με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.
Πόνεσε, λέει, πολύ – όμως χαμένος κόπος.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

  Ομόνοια και 3ης Σεπτεμβρίου ... 17 Νοέμβρη 1973 

 

Κόντρα στους Αδώνιδες που δεν είδαν κανέναν νεκρό στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, κόντρα στους Μπογδάνους που δολοφονούν τον κοινό νου και προκαλούν το κοινό αίσθημα λέγοντας πως η εξέγερση των φοιτητών έφερε τον Αττίλα στην Κύπρο και όχι το προδοτικό πραξικόπημα των ομοϊδεατών του κατά του Μακαρίου, κόντρα στη Σώτη Τριανταφύλλου που θα ήθελε να καταργηθεί η επέτειος μνήμης της εξέγερσης της 17ης Νοέμβρη, εμείς επιλέγουμε να θυμόμαστε και να τιμούμε. Κάθε άνθρωπος κρίνεται και από τους αγώνες που επιλέγει να τιμά

Ο Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής ήταν παρών στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973. Tα ποιήματα της ποιητικής συλλογής "Ρεπορτάζ από ένα ζεστό Νοέβρη" τα έγραψε εκείνες τις μέρες, εν θερμώ. Η συλλογή κυκλοφόρησε σε καμιά δεκαριά χειρόγραφα αντίτυπα χέρι με χέρι, παράνομα, αμέσως μετά την καταστολή της εξέγερσης. Μετά τη μεταπολίτευση εκδόθηκε σε κανονικό βιβλίο από τον Κέδρο και σε δεύτερη έκδοση το 1983 από τη Σύγχρονη Εποχή. 

Ναι, έρχομαι από ΕΚΕΙ.

Τι μέρα είναι σήμερα;

Απ’ την Τετάρτη μπήκα μέσα.

Τι να σας πω;

Κόσμος πολύς στα κάγκελα, στο δρόμο, στην αυλή,

στα κάγκελα δεμένα χέρια,

χέρια, πλακάτ, κεφάλια, όπλα,

τι να σας πω;

Το ΟΧΙ του λαού

Οκτωβρίου 28, 2019

Στην ιστοσελίδα  atexnos.gr  διαβάσαμε ένα κείμενο του Ηρακλή Κακαβάνη για ένα άγνωστο ποίημα του Κώστα Βάρναλη και το αναδημοσιεύουμε.

Το ποίημα «Το ΟΧΙ του λαού» είναι ένα από τα άγνωστα ποιήματα του Κώστα Βάρναλη που βρήκα στο αρχείο του ποιητή και δημοσίευσα στο βιβλίο μου «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματα». Το ποίημα στο αρχείο είναι άτιτλο, εμπνευσμένο από το ΟΧΙ και τους αγώνες του λαού. Τον τίτλο τον έδωσε η επιμελήτρια του αρχείου Θεανώ Μιχαηλίδου. Όπως φαίνεται στη φωτογραφία που συνοδεύει την ανάρτηση στο κάτω μέρος του χειρογράφου υπάρχει η λέξη ΟΧΙ. Το πιθανότερο ότι είναι η ετυμηγορία του ποιητή για μη δημοσίευση του ποιήματος.

Το ΟΧΙ του λαού

Ποιος είναι κείνος ο λαός, που λέει στους ξένους «όχι»
και που κρατάει κατάκορφα της λεφτεριάς τη λόχη
κι όντας οι λίγοι αφέντες του, που τον διαφεντεύγουν
τον παρατάν μεσοστρατίς και ασκώνονται και φεύγουν;

Ποιος είναι κείνος ο λαός, που στάθηκε λιοντάρι,
όντας του πέσανε μαζί δυο κολοσσοί κουρσάροι
κι από τα ξένα οι αφέντες του, αντί να τον βοηθήσουν,
τα φκιάνανε με τον Οχτρό για να ξαναγυρίσουν.

Ποιος είναι κείνος ο λαός, που πάντα προδομένος
πολέμαγεν αβόηθητος, ξυπόλυτος, δεμένος
και θάμπωνε τον ουρανό, τη γη και τα πελάη
κι ο πιο μεγάλος φάνταζε μικρός σ’ αφτόνε πλάι;

Ποιος είναι κείνος ο λαός, που με καρδιά τσελίκι
πολέμαγε για λεφτεριά και πέθαινε για νίκη
μα τούχωναν μπαμπέσικα, τη μαχαιριά στην πλάτη
του ξένου η αρπάχτρα κάκητα, του ντόπιου η δόλια απάτη;


Όλ’ οι λαοί κι όλοι μικροί μεγάλοι κάθε τόπου
που αγωνιστήκανε να σώσουν την τιμή τ’ ανθρώπου
μα πιότερο ο ελληνικός, ο πρώτος μες τους πρώτους
πρώτος μέσα στους νικητές και μες τους αλυτρώτους

varnalis.oxi

(Το εικαστικό με τίτλο «Το στιλέτο» είναι του Τάσσου και δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 1940 στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα»).

Το φετινό βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας απονεμήθηκε στον Αυστριακό συγγραφέα Πέτερ Χάντκε. Προσπερνάμε το θεσμό των βραβείων Νόμπελ που μας έδωσαν απλά την αφορμή και στεκόμαστε στο ποίημα. Στο πιο διάσημο ποίημα του Χάντκε, το «Τραγούδι της παιδικής ηλικίας» (Lied Vom Kindsein). Ένα ποίημα που έγραψε ο Χάντκε για την ταινία του Wim Wenders, "Τα φτερά του έρωτα" (Der Himmel über Berlin), της οποίας το σενάριο συνυπογράφει μαζί με τον Βέντερς

Όταν το παιδί ήταν παιδί
περπατούσε κουνώντας τα χέρια του,
ήθελε το ρυάκι να είναι ποτάμι,
το ποτάμι να είναι χείμαρρος,
και αυτή η λακκούβα με νερό να είναι η θάλασσα. 


Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν ήξερε ότι ήταν παιδί,
όλα ήταν ένα μέρος της ψυχής,
και όλες οι ψυχές ήταν μία.


Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν είχε άποψη για τίποτα,
δεν είχε συνήθειες,
καθόταν συχνά σταυροπόδι,
το έσκαγε τρέχοντας,
είχε ''κορυφή'' στα μαλλιά,
και δεν έκανε καμμία γκριμάτσα όταν φωτογραφιζόταν

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
Ήταν η ώρα για αυτά τα ερωτήματα:
Γιατί είμαι εγώ, και γιατί δεν είμαι εσύ;

Γιατί είμαι εδώ, και όχι εκεί;
Πότε ξεκίνησε ο χρόνος και πού τελειώνει το διάστημα;
Δεν είναι η ζωή κάτω από τον ήλιο απλώς ένα όνειρο;
Είναι μήπως αυτό που βλέπω και ακούω και μυρίζω
μόνο μια παραίσθηση ενός κόσμου πριν τον κόσμο;

Έχοντας υπόψη "τo κακό" και τους ανθρώπους
υπάρχει αυτό που λεμε "κακό " πραγματικά;
Πώς γίνεται να είμαι εγώ, έτσι όπως είμαι,
και να μην υπήρχα πριν γίνω αυτό που είμαι
και ότι κάποια μέρα, εγώ, όπως είμαι,
δεν θα είμαι πλέον αυτός που είμαι;

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν του άρεσε το σπανάκι, τα μπιζέλια, το ρυζόγαλο,
ούτε το κουνουπίδι στον ατμό,
αλλά τα τρώει όλα αυτά τώρα, και δεν είναι μόνο επειδή "πρέπει"

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
ξύπνησε μια φορά σε ένα ξένο κρεβάτι,
και τώρα κάνει το ίδιο ξανά και ξανά.
Πολλοί άνθρωποι, τότε, φαινόντουσαν όμορφοι,
τώρα όμως πολύ λίγοι, από καθαρή τύχη.

Είχε πλάσει στο μυαλό του μια σαφή εικόνα του παραδείσου,
ενώ τώρα το πολύ μπορεί να μαντέψει,
δεν μπορούσε τότε ούτε να διανοηθεί τη "μηδαμινότητα"
ανατριχιάζει, όμως, σήμερα στη σκέψη αυτή.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
έπαιζε με ενθουσιασμό,
και, τώρα, έχει τον ίδιο ενθουσιασμό όπως και τότε,
μόνο όταν πρόκειται για τη δουλειά του

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
Ήταν αρκετό να φάει ένα μήλο, ... ψωμί,
Και έτσι είναι ακόμα και τώρα.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
τα χέρια του ήταν γεμάτα μούρα,

όπως μόνο τα μούρα τα γέμιζαν
και ακόμη και τώρα έτσι κάνουν
φρέσκα καρύδια του ''έγδερναν'' τη γλώσσα
και ακόμη έτσι είναι,
για κάθε βουνοκορφή,
είχε λαχτάρα για ένα ακόμη ψηλότερο βουνό,
και για κάθε πόλη,
είχε λαχτάρα για μια ακόμα μεγαλύτερη πόλη,
και εξακολουθεί να είναι έτσι,

Έφθανε για τα κεράσια στα ψηλότερα κλαδιά των δέντρων
με ένα ενθουσιασμό που έχει ακόμη και σήμερα,
νοιώθει συνεσταλμένος σε αγνώστους,
και το νοιώθει ακόμη και τώρα.

Περίμενε το πρώτο χιόνι,
και το περιμένει έτσι ακόμη και τώρα.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
έριξε ένα ραβδί σαν βέλος πάνω σ ένα δέντρο,
και πάλλεται εκεί ακόμη μέχρι σήμερα.

Ο λαός των Μουνούχων

Σεπτεμβρίου 13, 2019

«Αφού η γη συγκεντρώθηκε με τον καιρό σε λιγοστούς, είτε με την βία είτε με την πονηριά, περνώντας από τα χέρια των πατεράδων στα χέρια των παιδιών, απόχτησε σε μια-δυο γενιές νομιμότητα και κάποια ιερότητα. Ήταν η ιδιοκτησία. Κανένας δε θυμόταν, πως ήταν κλεμμένη. Έτσι οι πιο δυνατοί κι οι πιο κατεργαρέοι γενήκανε οι αφεντάδες της γης κι οι αφεντάδες του λαού.  Μα ποιος ήταν ο λαός;  Όσοι, είτε από αδυναμία, είτε από κουταμάρα, δεν προλάβανε ν' αρπάξουν τίποτα ή ό,τι αρπάξανε, τους το πήραν έπειτα οι δυνατοί...»

Ο Βάρναλης έγραψε για να υπερασπιστεί τα δίκια του λαού. Ένα λαό, όμως, που ούτε τον χάιδεψε, ούτε τον θεώρησε άμοιρο των ευθυνών του για την κατάστασή στην οποία βρισκόταν. Αντιθέτως, τον κατηγόρησε για τη μοιρολατρία και την παθητικότητά του. Στο «Λαό των Μουνούχων», των ευνουχισμένων δηλαδή, που κυκλοφόρησε το 1923 στην Αλεξάνδρεια, ο Βάρναλης μιλάει με αλληγορία για τη γέννηση του αστικού κράτους και την πάλη των τάξεων

«...Την άλλη μέρα οι Μουνούχοι ξύπνησαν αργά. Από μοχθηροί κι άπραγοι, που ήταν, ξύπνησαν κλέφτες και πατριώτες. 

H ιδέα πως μπορούσε να πεθάνουν ξαφνικά, σε ώρα απροσδιόριστη από πρωτύτερα, τους έκανε να προσκολληθούν με λύσσα στα υλικά αγαθά και να ζητάνε να τα χαρούν όσο το δυνατό περισσότερο. Από στιγμή σε στιγμή ο θάνατος μπορούσε να κρούσει τη θύρα τους. Πώς ν' αφήσουν αυτά τ' άπειρα δώρα, τ' αξετίμητα δώρα της ζωής, πρώτου προφτάσουν να τα περάσουν όλα, ή τουλάχιστο τα περισσότερα, από μέσα τους; 

Ρίχτηκαν λοιπόν αμέσως στ' άρπαγμα της Γης. Τη μαντρώνανε γρήγορα-γρήγορα με πέτρες, με πλιθιές, με παλιούρια και δήλωνε καθένας, πως αυτό το μέρος είναι «δικό του». Στην αρχή, έλεγες, θα σκοτωθούν. Τόσο πολλή ήτανε η βιασύνη, που βουτούσαν τα λιβάδια και τους δεντρότοπους. Αρματωμένοι καθότανε απάνω και ξαγρυπνούσαν μερόνυχτα για τη φύλαξη τους. Μια και σε λίγες μέρες μοιράστηκαν όλη τη γη, έλεγες, πως τώρα θα ησυχάσουν και θα ευτυχήσουν. 

 

Μα τώρα άρχισε καθένας να ματιάζει το χτήμα του γείτονα του. Τί του χρειάζεται κείνου τόσο μεγάλο; Γιατί καθενός, αν και του 'φτανε το δικό του, όμως του φαινότανε λίγο. Κι' αν δεν του φαινότανε λίγο, όμως μια και κινδύνευε να του το πάρει ο άλλος, καλύτερα να 'παιρνε αυτός τ’αλλουνού. Κ' επειδή καθένας απομονώθηκε μες τη δική του μάντρα και ζούσε μονάχα με τον εαυτό του και σκεφτόταν μονάχα τον εαυτό του, έβρισκε φυσικά, πως ο εαυτός του ήταν το κέντρο κι ο σκοπός της δημιουργίας, άρα πως άξιζε περισσότερο από τους άλλους, κι είχε περισσότερα δικαιώματα να ζήσει και να ευτυχήσει. Έτσι δίκιο ήτανε να πάρει και το χτήμα των αλλωνών... 

Αφού η γη συγκεντρώθηκε με τον καιρό σε λιγοστούς, είτε με την βία είτε με την πονηριά, περνώντας από τα χέρια των πατεράδων στα χέρια των παιδιών, απόχτησε σε μια-δυο γενιές νομιμότητα και κάποια ιερότητα. Ήταν η ιδιοκτησία. Κανένας δε θυμόταν, πως ήταν κλεμμένη. Έτσι οι πιο δυνατοί κι οι πιο κατεργαρέοι γενήκανε οι αφεντάδες της γης κι οι αφεντάδες του λαού. 

Μα ποιος ήταν ο λαός;  Όσοι, είτε από αδυναμία, είτε από κουταμάρα, δεν προλάβανε ν' αρπάξουν τίποτα ή ό,τι αρπάξανε, τους το πήραν έπειτα οι δυνατοί...»

 Σαν σήμερα, στις 18 Ιουνίουτου 2010, φεύγει από τη ζωή, σε ηλικία 88 ετών, ο Πορτογάλος συγγραφέας, ποιητής, σεναριογράφος και δημοσιογράφος Ζοσέ Σαραμάγκου, που τιμήθηκε το 1998 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αφιερώνουμε το παρακάτω ποίημά του στους οπαδούς του νεοφιλελευθερισμού και, ειδικότερα, στο μέλλοντα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος βέβαια, αν δεν υπήρχε ο κρατισμός, η οικογενειοκρατία και το ρουσφετολογικό κράτος που καμώνεται πως καταγγέλλει, δεν ξέρουμε πού θα βρισκόταν σήμερα. Αν θα είχε δουλειά και αν θα πληρωνόταν με μισθό μεγαλύτερο του βασικού

Aς ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα,
ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός,
ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας,
ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος,
ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο,
ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο,
ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά.

Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων,
ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη,
παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων
σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό.
Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου…

Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

 

Αργύρης Χιόνης (1943 - 2001)

Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουν μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει.

 Στις 29   Απριλίου του 1933 πεθαίνει ο Κωνσταντίνος Καβάφης, σε ηλικία 70 ετών. Ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα, ίσως το πιο γνωστό, είναι η «Ιθάκη». Ένας ύμνος στην αξία του ταξιδιού, ένας ύμνος στο πιο μεγάλο ανθρώπινο ταξίδι, την ίδια τη ζωή. Μία παρότρυνση να ζούμε την κάθε στιγμή, άσχετα με τον προορισμό μας, άσχετα με το στόχο μας. Αλλά και οι στόχοι που βάζουμε, ακόμη και αν τους ξεπεράσουμε, ακόμη κι αν τελικά φτωχούς τους βρούμε, η μεγάλη τους αξία είναι ότι μας χάρισαν το πλούσιο ταξίδι

 

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, 
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος, 
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, 
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι, 
τέτοια στο  δρόμο σου ποτέ σου δέν θα βρεις, 
αν μέν᾿ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους  Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, 
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, 
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, 
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι να ῾ναι μακρύς ο δρόμος. 
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι 
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά 
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·

να σταματήσεις σ᾿ εμπορεία Φοινικικά, 
και τες καλές πραγμάτειες ν᾿ αποκτήσεις, 
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ᾿ έβενους, 
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, 
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.

Σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας, 
να μάθεις και να μάθεις απ᾿ τους σπουδασμένους. 
Πάντα στο νου σου νάχης την Ιθάκη. 
Το φθάσιμον εκεί ειν᾿ ο προορισμός σου.

Αλλά μη βιάζης το ταξείδι διόλου. 
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει. 
Και γέρος πια ν᾿ αράξης στο νησί, 
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο, 
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώση η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ᾿ έδωσε τ᾿ ωραίο ταξίδι. 
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. 
Άλλα δεν έχει νά σε δώσει πιά.

Κι αν πτωχική την βρης, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. 
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, 
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

 Οι πόνοι της Παναγιάς - Κώστας Βάρναλης (1927)

 

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου ‘τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ ύστερα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

 Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
– Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο …-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

Αντισταθείτε

Απριλίου 06, 2019

Η διαθήκη μου, του Μιχάλη Κατσαρού (1950) 

Αντισταθείτε, σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι 
και λέει: καλά είμαι εδώ. 
Αντισταθείτε, σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι 
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός . 

Αντισταθείτε,
στον περσικό τάπητα των πoλυκατοικιών 
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου 
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί 
στην κρατική εκπαίδευση 
στο φόρο 
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. 

Αντισταθείτε, 
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις 
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει 
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν 
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. 

Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι 
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε 
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες 
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε 
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι 
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή 
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα 
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις 
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους. 

 Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την 
Ελευθερία.

Youtube Playlists

youtube logo new

atticavoicepodcasts

atticavoiceyoutube

rafnews

rafdoumentaries

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.