" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ
Nikos Simos

Nikos Simos

Πριν από 9 περίπου μήνες μάθαμε πως τα podcasts της LiFO και στο μέρος των podcasts του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου, θα περιλάμβαναν έστω και αποσπάσματα από το αρχείο του Βασίλη Μπουκουβάλα, 68 ραδιοφωνικών εκπομπών του Μάνου Χατζιδάκι στα ιδιωτικά ραδιόφωνα, την περίοδο 1989-1990. Εκπλαγήκαμε από χαρά και αδημονία να ακούσουμε και πάλι τη φωνή του μεγάλου Έλληνα στοχαστή και πιο πολύ να τον ακούσουμε να μιλά και να σχολιάζει στην μετά το περιοδικό Τέταρτο, εποχή. Μέσα από το CD που συνόδευε την έκδοση των «Σχολίων» του 2007 είχαμε τη χαρά της επαφής με τη σκέψη και τη φωνή του Μάνου Χατζιδάκι της εποχής του Τρίτου αλλά η σκέψη και ο λόγος του που από το 1987 και μετά, ήταν οξύς αλλά τελικά προφητικός για το μέλλον της χώρας. Ακούγοντας λοιπόν τα podcasts του Στ. Τσαγκαρουσιάνου, απομαγνητοφωνήσαμε αποσπάσματα των σχολίων του Μάνου Χατζιδάκι σε συγκεκριμένα θέματα και τα παρουσιάζουμε εδώ σε κείμενο. Σας συστήνουμε όμως και την ακρόαση των podcasts όπου η παρουσίαση των ηχογραφήσεων γίνεται από τον ίδιο τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο αφού άριστο περιεχόμενο αξίζει εξαιρετική παρουσίαση..

 

Μάνος Χατζιδάκις: Το ραδιόφωνο οφείλει να είναι ένα μαστίγιο

Ο μιμητισμός των νεαρών Αμερικανών disc jockey της δεκαετίας του ’50. Η ασυδοσία της χωρίς προπαρασκευή ανοησίας. Η φλυαρία των τυχάρπαστων παραγωγών με τυχάρπαστους ακροατές μέσω τηλεφώνου και η ανεπίλεκτη παράθεση ελληνικών και ξένων, ελαφρών τραγουδιών δημιούργησαν ένα κλίμα αποπνικτικό και διόλου αισιόδοξο για το μέλλον της ραδιοφωνίας στον τόπο μας. Συγχρόνως γέννησε μία οικογένεια νεαρών παραγωγών με ύφος και δικαιώματα περί το ραδιόφωνο, που δύσκολα μπορεί κανείς να προσδιορίσει την καταγωγή τους και τις προοπτικές τους στα ερτζιανά του τόπου.  Εκείνο πάντως που μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει είναι η αμορφωσιά, η επαρχιακή στάθμη προτιμήσεων –χωρίς να καταδικάζω ολόκληρη την επαρχία στο επίπεδο τους. Έπαρση περί τη λειτουργία του ραδιοφώνου και αναίδεια απαίδευτης σκέψης. Τέλος πάντων, το ραδιόφωνο δεν είναι ένα καλογυμνασμένο σώμα που χορεύει στις Σεϋχέλλες. Πιστεύω πως οφείλει να είναι περισσότερο ένα μαστίγιο που με απρόβλεπτους ρυθμικούς κτύπους διερευνά τις επιθυμίες μας, τις σκέψεις μας και διεγείρει τη φαντασία μας επεξηγώντας  τα άμεσα γεγονότα με διαχρονικά κριτήρια, εάν αυτό είναι εφικτό. Τουλάχιστον ας δημιουργεί γλώσσα και τρέχουσα σκέψη.

 

(Απόσπασμα από το podcast του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου με τίτλο  «Ο Μάνος Χατζιδάκις μιλά για τις χίπικες μέρες του στο Φρίσκο, το σαχλό ραδιόφωνο του playlist και τον εκκλησιαστικό φανατισμό»)

Ένα διήγημα της Δήμητρας Διδαγγέλου*  από το 2012, το οποίο μεταφέρει σε υψηλή πυκνότητα εικόνων, την ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκείνη την ιδιαίτερα σκληρή εποχή, ειδικά στο κέντρο της πρωτεύουσας.

 

«Πηνάο» γράφει το ταμπελάκι πάνω μου, Καραγιώργη Σερβίας και Βουλής, ένα σούρουπο ακόμη, την ώρα που τα ρολά μπροστά στις βιτρίνες των καταστημάτων ρίχνουν τον ιστό τους το ένα μετά το άλλο και περιμένουν το ξημέρωμα να εξαφανιστούν και ν’ αρχίσω ν’ αναρωτιέμαι πάλι που πάνε όταν ανεβαίνουν, την ίδια στιγμή το ψιλόβροχο έχει αρχίσει να ψεκάζει την ατμόσφαιρα, ακουμπά πάνω στην ύλη, σκορπίζεται, πέφτει στο πεζοδρόμιο και σταγόνες σαν υδράργυρου κυλούν στους βυθισμένους υπονόμους ξυπνώντας ό,τι έμψυχο βρίσκεται μέσα τους. Ζώα και άνθρωποι έχουν το ίδιο ξεθωριασμένο βλέμμα, βροχή και ήλιος θερμοκρασία μηδέν, σκοτάδι και φως γκρίζα απόχρωση, ατμόσφαιρα θολή, παιδιά και γέροι παλιά φθαρμένη σκιά, όλα περνούν καθημερινά από μπροστά μου, εικόνες, ζωές, φωνές, εκεί Καραγιώργη Σερβίας και Βουλής στη γωνίτσα που μ’ έβαλαν, μέσα σ’ ένα ρολόι που δεν έχει δείκτες, αλλά λέει πάντα τη σωστή ώρα. «Πηνάο» γράφει το ταμπελάκι πάνω μου, «πρόσφυγας από την πατρίδα μου μέσα στην πατρίδα μου, δεν ξέρω τα σύνορά μου, έχω χάσει την ταυτότητά μου, δεν ξέρω πού είναι το στομάχι μου, αν τρώω με το μυαλό μου, αν βλέπω με τα χέρια μου, αν αγγίζω με την ψυχή μου», ψελλίζει από το ξημέρωμα μέχρι το σούρουπο ο κύριός μου, ο ίδιος που με πλένει τακτικά, με καθαρίζει προσεκτικά, με φροντίζει στοργικά, με χαϊδεύει σα να είμαι από χρυσό, σα να έχει μόνο εμένα σ’ αυτή την πόλη.

Όταν τα κέρματα φτάσουν μέχρι πάνω συμπληρώνονται στο περίπου πέντε ευρώ, είναι η ώρα που ο κύριός μου παίρνει την τυρόπιτά του την κουρού, ένα μικρό νερό κι ένα γάλα, με βάζει στη γωνίτσα μου, Καραγιώργη Σερβίας και Βουλής, τα ρολά που κατεβαίνουν μου κάνουν παρέα, μου ρίχνει το γάλα, περνάει ο σκύλος και το πίνει αργά όλο το βράδυ και μ’ αυτό τον τρόπο μένει και ο σκύλος χορτάτος και το κεσεδάκι στη θέση του, εγώ δηλαδή, εκείνο το μικρό κεσεδάκι στη γωνίτσα του απ’ το ξημέρωμα μέχρι το σούρουπο, εκείνο που είναι σαν αόρατο, που περνάς από μπροστά του κάθε μέρα κι ούτε γυρίζεις να το κοιτάξεις -θα προτιμούσα όμως να με κλωτσήσεις παρά τέτοια περιφρόνηση- αυτό το ταπεινό κεσεδάκι είμαι ‘γω, τη μέρα γεμίζω με κέρματα και όλο το βράδυ με προσέχει ο σκύλος μέχρι τα ξημερώματα να γίνει πάλι αλλαγή βάρδιας με τον κύριό μου, να με πάρει, να βάλει πάνω μου την ταμπελίτσα «πηνάο» και ν’ αρχίσω να γεμίζω, αυτή είναι η δουλειά μου, η ζωή μου, η αποστολή μου σ’ αυτή την πόλη.

Ξημέρωσε, τα ρολά ανεβαίνουν. Μα, που πάνε κάθε πρωί τα ρολά;

__________________________________

Η Δήμητρα Διδαγγέλου είναι επιστημονικός δημοσιογράφος, με σπουδές στην Ψυχολογία και Μ.Μ.Ε. Μέσα από τη δουλειά της στοχεύει στην ευαισθητοποίηση του κοινού σε θέματα ψυχικής υγείας. Το πρώτο της διήγημα «Αν ο Φρόιντ είχε μουστάκι» διακρίθηκε στη βραχεία λίστα του διαγωνισμού «Hotel Οιδίπους» των εκδόσεων Πατάκη και κάνει μαθήματα λογοτεχνίας ντοκουμέντου με τον Μισέλ Φάις.

Είναι η δημιουργός του «Ψυχογραφήματα» όπου και εντοπίσαμε το κείμενο.

Το διήγημα «Πού πάνε τα ρολά όταν ανεβαίνουν» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο “ONE STORY“ στο οποίο δεν υπάρχει πια όπως διαπιστώσαμε παρά την εντατική αναζήτηση του διηγήματος

Ποιος αγοράζει παλιά και σκάρτα σήμερα; Και αν τα αγοράζει για να τα μεταπωλήσει, που θα βρει θύμα για να τα αγοράσει;  Σε τι επενδύει ο «έμπορος» για να πουλήσει την πραμάτια του παλαιοπωλείου ή της χωματερής του;

Η εφαρμοσμένη πολιτική σήμερα δεν έχει σχέση με την πολιτική όπως την όρισαν οι πρώτοι εμπνευστές της. Σήμερα η πολιτική έχει υποβαθμιστεί  σε σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται και των μεθόδων και διαδικασιών που ακολουθούνται από τους εκάστοτε διαχειριστές και μέσω των οποίων, ομάδες ανθρώπων οργανώνονται και λειτουργούν, για να πετύχουν με τον αποτελεσματικότερο τρόπο και με το μικρότερο δυνατό κόστος, τους σκοπούς που επιδιώκουν σε διάφορους τομείς δραστηριοτήτων. Έτσι η πολιτική σήμερα διάγει την ταπεινότερη περίοδο της. Η κοινωνία, το περιβάλλον, ο άνθρωπος και άλλες θεμελιώδεις έννοιες έχουν εξοβελιστεί.

Η πολιτική στην Ελλάδα δεν αναφέρεται πια σε ιδεολογικά συστήματα και την εφαρμογή τους αφού η ένταξη της χώρας μας «στη Δύση» με όποια έννοια κι αν τη δει κανείς, δεν αφήνει περιθώρια για έναν διαφορετικό ορισμό και μία διαφορετική ποιότητα της πολιτικής που ορίζει τις ζωές μας. Έχουμε εξοβελίσει την αυτοδιάθεση μας και έχουμε επιλέξει την εξάρτηση από τις μεγάλους παίκτες της διεθνούς πολιτικής σκηνής, τις υπερεθνικές συμμαχίες και ο ρόλος μας ορίζεται σαν ένας από τους τελευταίους τροχούς της μεγάλης ευρωπαϊκής άμαξας. Με αυτή την φοβική και υποτιμητική για κάθε άνθρωπο επί γης αντίληψη, πορευόμαστε και φαντάζει αδύνατο το να επιδιώξουμε σύντομα κάτι καινούργιο, κάτι αληθινά προοδευτικό για το μέλλον μας. Αυτό σε ό,τι αφορά στη «μεγάλη εικόνα»

HadjiavatisΗ αντανάκλαση αυτής της ζοφερής «μεγάλης εικόνας» στην καθημερινότητα μας είναι η αδράνεια, η παράλυση  μας απέναντι σε κάθε εξουσία. Η καλύτερη απόδοση της εικόνας του νεοέλληνα ψηφοφόρου είναι η εικόνα του Χατζηαβάτη, του αντιήρωα του θεάτρου σκιών.  Εκείνου που παραμένει  δέσμιος του πασά και προσδεμένος στο παρελθόν το οποίο υπηρετεί τυφλά, ενώ την ίδια εποχή, είναι ανίκανος να κατανοήσει το παρόν. Μπορεί ο νεοέλληνας ψηφοφόρος να διαλαλεί προς πάσα κατεύθυνση ότι «οι πολιτικοί συνολικά είναι ανίκανοι να λύσουν τα προβλήματα» αλλά αυτούς εγκρίνει δια της ψήφου του  να διαχειριστούν την τύχη του. Να είναι άραγε ο φόβος για το καινούργιο; Να είναι άραγε η ατολμία απέναντι σε οργανωμένα συμφέροντα; Ναι. Είναι και αυτά αλλά η πολιτική εμπειρία όπως κατεγράφη τα 200 τελευταία χρόνια, μας δείχνει πως πάνω απ’ όλα βρίσκεται το μικρό, το ελάχιστο ατομικό συμφέρον του καθενός. Δεν έχει υπάρξει εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα (ακόμα και σε εποχές μεγάλων κρίσεων και ισχυρότατων κοινωνικών πιέσεων) που το προσωπικό συμφέρον δεν αλλοίωσε το εκλογικό αποτέλεσμα, πάντα προς όφελος κάποιου «Καλοχαιρέτα», κάποιου «Μαυρογιαλούρου» ή του όποιου  «βλαχοδημάρχου». Είναι μία από τις αποδείξεις πως τελικά η ψήφος είναι το πιο εμπορεύσιμο είδος στη χώρα μας. Στις δε καταχρηστικά αποκαλούμενες «αυτοδιοικητικές εκλογές» δεν μπορούμε να μιλάμε για σύμπτωμα αλλά για καθολική ασθένεια. Η εξαγορά ψήφων είναι κανόνας και φυσικά δεν πραγματοποιείται μόνο με χρηματικό αντάλλαγμα.

Οι περισσότεροι πρωταγωνιστές της τοπικής «αυτοδιοίκησης» εκτός του ότι τους χαρακτηρίζει η εικόνα και η ουσία των νεοκοτζαμπάσηδων, είναι ανίκανοι να αντέξουν σε σοβαρή πολιτική, δημόσια κριτική. Είτε λόγω μορφωτικού επιπέδου και καλλιέργειας (κραυγαλέα η έλλειψη της δεύτερης) αλλά και γιατί είναι -σχεδόν αταβιστικά- συντηρητικοί. Διατείνονται πως «χτίζουν»  μια κοινωνία -τοπική, εθνική, ευρωπαϊκή- αγνοώντας το πώς γίνεται αυτό. Αγνοούν μεθόδους και υλικά για το χτίσιμό της. Αυτός είναι ο λόγος που δεν ακούμε από πουθενά μια πρόταση σύγχρονη, υλοποιήσιμη και ικανή να μας βγάλει από το αδιέξοδο των δύο ή τριών υποψηφίων που όμως είναι όλοι ίδιοι μεταξύ τους.

Ακόμα και αν δεχτούμε πως όλοι όσοι κατέχουν εξουσία θεωρούν ότι «έπιασαν την κουτάλα» κι έχουν στήσει φαγοπότι αδιαφορώντας για την εξεύρεση λύσεων, δεν γίνεται κατανοητή η αφοσίωση των ψηφοφόρων σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Εκτός αν όλοι πια συμμετέχουν στο πάρτι κατά τη δυνατότητα που τους παρέχει ο «αρχηγός». Και φυσικά αυτή η δυνατότητα δίνεται σε αντάλλαγμα άλλων υπηρεσιών προς τον αρχηγό, όπως η ψηφοσυλλογή δια του επηρεασμού κοινωνικών ή άλλων ομάδων. Πρόκειται για μία άρρωστη κατάσταση που καμία σχέση δεν έχει με την αληθινή πολιτική, τις ιδέες, την κοινωνική πρόοδο και τον αγώνα για βελτίωση της ζωής του συνόλου.

Όλη αυτή η άρρωστη κατάσταση προϋποθέτει (αλλά και το δημιουργεί) ένα υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύσσεται, το οποίο καλείται  συντηρητισμός. Αυτό το υπόβαθρο κρατά την κοινωνία μακριά από τα τεκταινόμενα τα οποία τα αφήνει στα χέρια των προβαλλόμενων ως «έμπειροι και ειδικοί» για να τα διαχειριστούν. Σε σχηματική απόδοση, πρόκειται για το φίδι που τρώει την ουρά του. Είναι ένας φαύλος κύκλος που δεν θα σπάσει, τουλάχιστον όσο προβάλλονται όλοι οι εγνωσμένα σάπιοι ως «σωτήρες» ή «εμπνευσμένοι σωτήρες». Και αυτό δεν έχει να κάνει με την ηλικία μόνο. Υπάρχουν πολλοί νέοι στην ηλικία που οι εγκέφαλοι τους ζουν σε παλαιότερα χρόνια και με ακόμα πιο απηρχαιωμένες αντιλήψεις. Δεν είναι σπάνιοι αυτοί. Είναι οι «γόνοι» και οι «φερέλπιδες» που προβάλλει το σύστημα, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει την επιβίωση του. Αν ρίξουμε μια ματιά γύρω μας, στο προεκλογικό σκηνικό όπως διαμορφώνεται στους δήμους της χώρας, θα δούμε πλήθος  από αυτά τα «εξωτικά πτηνά». Άλλωστε όλοι αυτοί από κάπου πρέπει να ξεκινήσουν την καριέρα τους και το σύστημα τους τους δείχνει τους δήμους  ως  το πρώτο πρόσφορο βήμα για την κατάκτηση του κόσμου. Οι πιο «διαπλεκόμενοι» εξ αυτών ξεκινούν από πιο ψηλά, όπως από τη διοίκηση οργανισμών ή ακόμα και το κοινοβούλιο.

Δεν είναι τυχαίο το ότι στην Ελλάδα οι δήμοι θεωρούνται «Άντρα διαφθοράς». Οι θεωρητικά πιο δημοκρατικοί θεσμοί, λόγω της εγγύτητας της κάθε τοπικής κοινωνίας με την αιρετή διοίκηση, έχουν καταλήξει να είναι οι πιο αντιδημοκρατικοί και οι πιο υποβαθμισμένοι.

Όσο δεν τηρούνται οι κανόνες της δημοκρατίας με χειραγωγούμενα σώματα και όργανα και παραβιάζονται η διαφάνεια και η αξιοκρατία, τα φαινόμενα της υποβάθμισης θα αυξηθούν και θα κλιμακωθούν περαιτέρω. Η λύση αναζητείται ως συνήθως στον «λαό» αλλά πάντα ξεχνάμε πως αυτός ο «λαός» είναι που επέλεξε το να ζει μέσα στο πολιτικό σκοτάδι και τη διαφθορά, αφού έμαθε να θεωρεί πως μόνο έτσι θα εξυπηρετήσει και τα δικά του μικρά, ατομικά συμφέροντα.

Και η ζωή συνεχίζεται μέσα στο σκοτάδι που διαλέξαμε (και εκλέξαμε)….

 

*Η αφορμή για την παρούσα ανάρτηση δόθηκε από την ανάγνωση διαφόρων τοπικών "μέσων" και εφημερίδων εθνικής κυκλοφορίας στις 8 και 9 Ιανουαρίου 2023

Σήμερα το μεσημέρι η Κίνηση για το Ρέμα  (ΚΠΑΜΡ) έκοψε την πρωτοχρονιάτικη πίτα της στο Beery Beery της πλατείας Δημητρακού στη Ραφήνα. Έδωσαν το παρόν πολλοί. Μεταξύ των φίλων της Κίνησης που παραβρέθηκαν ήταν δημοτικοί σύμβουλοι και αρκετοί υποψήφιοι των ερχόμενων δημοτικών εκλογών. 

Pic1

Εμείς, από την Attica Voice ευχόμαστε δύναμη και επιμονή στην Κίνηση για το Ρέμα στην προάσπιση του φυσικού περιβάλλοντος και του μέλλοντος μας. Στους δε υποψηφίους των ερχόμενων δημοτικών εκλογών, να επιλέγουν πάντα την πλευρά του δίκιου, να δουλεύουν πάντα  στο φως, έντιμα και με ακεραιότητα,  ώστε να εξασφαλίσουν το να υπάρχει αυτός ο τόπος και αύριο, για τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών.

 

* Η Κίνηση για την Προστασία και Ανάδειξη του Μεγάλου Ρέματος Ραφήνας ευχαριστεί το Beery Beery για τη φιλοξενία, τα ωραία ποτά και τους εξαιρετικούς μεζέδες

323535676 1139189983406141 543390528493760637 n

 

Το 1968 ήταν μόνο 17 ετών. Επιπλέον μέσα στη δικτατορία θα ήταν εντελώς αδιανόητο ένα κορίτσι, ανήλικο ακόμη, να εμφανιστεί ως τραγουδίστρια. Ακόμα και αν τεχνικά είχε την πλήρη ελευθερία γι’ αυτό, ο σκοταδισμός του καθεστώτος και οι επίσης σκοτεινές αντιλήψεις περί της «ηθικής χαλαρότητας» των καλλιτεχνών θα επιδρούσαν αρνητικά στο μέλλον της. Ακόμα κι αν δεν ήταν έτσι, αυτό πίστευε η μεγάλη μάζα των ήδη επικρατούντων μικροαστών. Έτσι μπήκε κρυφά στο στούντιο για να τραγουδήσει «Ένα πρωινό η Παναγιά μου θα 'ρθει να με βρει στην ακρογιαλιά….». Η «Μαρία» του εξωφύλλου του soundtrack της ταινίας «Κορίτσια στον ήλιο», σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου ήταν η Μαρία Δημητριάδη.

Έναν χρόνο μετά, το 1969, η Δημητριάδη ερμήνευσε Γιάννη Μαρκόπουλο. Στο έργο «Ήλιος ο πρώτος», σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, με τη ζωγραφική του Νίκου Κούνδουρου στο εξώφυλλο του δίσκου, είχε τραγουδήσει το αριστουργηματικό «Κάτω στης Μαργαρίτας τ’ αλωνάκι», μεταξύ άλλων. Το 1970 μαζί με τον Νίκο Ξυλούρη τραγούδησε στο «Χρονικό» (πάλι του Μαρκόπουου) σε ποίηση Κ. Χ. Μύρη (Κ. Γεργουσόπουλος). Το 1973 όταν η Μαρίζα Κωχ ερμήνευσε το «Κάτω στης Μαργαρίτας τ’ αλωνάκι», στη δεύτερη φωνή είχε τη Μαρία Δημητριάδη. Από το «Κουτί της Πανδώρας» διαβάζουμε τι είπε η Μαρίζα Κωχ για εκείνη την ηχογράφηση «Μου είχε αρέσει πολύ το τραγούδι αυτό του Μαρκόπουλου, το έβρισκα πολύ ”rock” και ήθελα να το ηχογραφήσω κι εγώ μόνο με ντραμς. Μιλάμε για το 1973, μερικά χρόνια αφότου το ’χε τραγουδήσει η Μαρία. Όταν της εξέφρασα την επιθυμία να το τραγουδήσω, καθόλου δεν ”ζήλεψε”. Κι όχι μόνο δεν ”ζήλεψε”, αλλά μπήκε μαζί μου στο στούντιο και μού’ κανε δεύτερη φωνή»! Αυτό είναι ένα περιστατικό, πολύ ενδεικτικό για την ιδιοσυγκρασία και ο ήθος της Μαρίας Δημητριάδη, μίας από τις καλύτερες, καθαρότερες και πληρέστερες εντέλει, γυναικείες φωνές που έχουν ακουστεί σ’ αυτόν τον τόπο Κι όχι μόνο.

Ακολούθησε τον Μίκη Θεοδωράκη στην Ευρώπη και συμμετάσχει με τη φωνή της στα «Τραγούδια του Αγώνα», «Ο Ήλιος και ο Χρόνος», «Τα Λαϊκά». Εκεί διατρανώνεται πια ο πλούτος της φωνής της. Αρκεί να τη συγκρίνει και το πιο αδαές αυτί στις ερμηνείες όλων των παραπάνω έργων με την αισθαντική ερμηνεία της στο «Κορίτσια στον ήλιο». Και ο πλούτος της φωνής της θα αποδειχθεί ακόμα μεγαλύτερος στα επόμενα χρόνια.

Εντάχθηκε στο παράνομο τότε ΕΚΚΕ και γνωρίστηκε με τον Ανδρέα Μικρούτσικο, τον οποίο αργότερα παντρεύτηκε. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκε ο μοναχογιός τους. Επιστρέφουμε στη Μαρίζα Κωχ: «Η Μαίρη μόλις είχε γνωρίσει τον Ανδρέα. Ήταν νέοι, όμορφοι και πολύ ερωτευμένοι. Θυμάμαι ότι συχνά ξεχνούσε να έρθει να τραγουδήσει στη μπουάτ που εμφανιζόμασταν κι έτσι αναγκαζόμουν εγώ να βγάζω δύο προγράμματα! Συνέπεια ήταν να κονομήσω μια τρομερή αφωνία και να πάρω ως θεραπεία μία από τις πρώτες ενέσεις κορτιζόνης στην Ελλάδα. Ποιος μπορεί όμως να κατηγορήσει δύο νέα παιδιά που ζούσαν τον μεγάλο έρωτα τους;»

Γνωρίζοντας τον μεγάλο αδελφό του συζύγου της, τον Θάνο Μικρούτσικο, γίνεται σχεδόν η αποκλειστική του ερμηνεύτρια μεγαλουργώντας στα αξεπέραστα «Πολιτικά τραγούδια» (1975) σε ποίηση Βολφ Μπίρμαν και Ναζίμ Χικμέτ, στα «Τροπάρια για φονιάδες» (1978) σε ποίηση Μάνου Ελευθερίου, με τα «Ρόζα Λούξεμπουργκ» και «Νίκος Πλουμπίδης» μέσα.

Ακολούθησαν τα «Τραγούδια της λευτεριάς» (1978) με το τραγούδι «Ο φασισμός» σε ποίηση Φώντα Λάδη πρώτο στο δίσκο, αλλά και τα περίφημα «Αντάρτικα» (Τραγούδια της Αντίστασης)» (1981), που ενορχήστρωσε ο Μικρούτσικος και έγιναν σήμα κατατεθέν του ΚΚΕ. Συγκλονιστική και αξεπέραστη μέχρι σήμερα η ερμηνεία της στο τραγούδι «Ο Μπελογιάννης ζει».

 

Dimitriadi Mikroutsikos

Στη επόμενη δεκαετία, το 1982 δούλεψε με τον Γιώργο Σταυριανό  και δημιούργησαν την «Έρημη πόλη» που περιείχε τον «Καημό της φυσαρμόνικας»

Τον ίδιο καιρό τραγούδησε δύο τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι (το «Παιδί από την Κρήτη» και τα «Έξι κορίτσια») και πήρε μέρος στις εμφανίσεις του στον Ζυγό στην Πλάκα. Είχε έρθει  η ώρα να τραγουδήσει το 1985 στη δεύτερη εκτέλεση του λαϊκότροπου έργου του, «Για την Ελένη», σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη, για τη φωνή της.

Η ιστορία λέει πως γύρω στο ’84 που ο Χατζιδάκις δούλευε ήδη το έργο με άλλον τραγουδιστή, συνάντησε τη Δημητριάδη σε ένα εστιατόριο. Το εκκεντρικό ψιλοπάνκ look της με τα στενά τζιν, τις πουκαμίσες και κάτι μεγάλα κόκκινα σκουλαρίκια, ώθησε τον μεγάλο συνθέτη να πει: «Αυτή θα τραγουδήσει την Ελένη! Είναι λαϊκό κορίτσι και αερικό ταυτόχρονα»! Το έργο «Για την Ελένη» μαζί με ένα άλλο έργο του Μίκη Θεοδωράκη, τον «Διόνυσο», εγκαινίασαν τη δισκογραφική ετικέτα του χατζιδακικού «Σείριου» στην ΕΜΙ, απ’ όπου βγήκαν κι άλλοι δίσκοι σπάνιας αισθητικής με τη Δημητριάδη. Πρόκειται για τη «Μυθολογία του Σαββάτου» (1985) του Μιχάλη Τρανουδάκη σε ποίηση Γιώργου Χρονά, τα «Καπέλα» (1989) του Τάσου Καρακατσάνη επίσης σε ποίηση Χρονά, καθώς και το έργο «Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα;» (1991) του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Μάνου Ελευθερίου.

Ακολούθησαν συνεργασίες της με άλλους συνθέτες και στιχουργούς όπως οι Κ. Κακαβελάκης, Δ. Νταής, Στ. Κορκολής, Π. Καρασούλος, Μ. Τερζής, Π. Κωνσταντακόπουλος, Β. Σκουλάς, Β. Παπακωνσταντίνου, Άλκης Αλκαίος, Στ. Μεσημέρης, Λ. Μαχαιρίτσας, Θ. Οικονόμου, Θ. Μωραϊτη κ.ά.

Σαν σήμερα, το 2009 έφυγε αλλά δεν ξεχάστηκε ποτέ. Η μοναδική και ανεπανάληπτη φωνή της είναι πάντα παρούσα στα αθάνατα τραγούδια που είχαν την τύχη να τραγουδηθούν από μία από τις κορυφαίες φωνές του ελληνικού τραγουδιού του 20ου αιώνα. Μάλλον και των υπόλοιπων αιώνων που θα ακολουθήσουν

 

Πληροφορίες αντλήθηκαν από την ΕΡΤ και το "Κουτί της Πανδώρας"

Κοκαΐνη είπατε;

Ιανουαρίου 07, 2023

του συνεργάτη μας Αλέξανδρου Κροκιδά

 

Κοκαΐνη είπατε; Μάλιστα. Ας αραδιάσουμε προσεχτικά μερικά ονόματα στο τραπέζι. Προσεχτικά, μη σπάσει το τραπέζι, γιατί πρόκειται για βαριά ονόματα.

Κόφι Ανναν (1938-2018), πρώην Γενικός Γραμματέας Ηνωμένων Εθνών. Φερνάρντο Ενρίκε Καρντόζο, πρώην Πρόεδρος του Μεξικού. Μαρία Λιβανος Καττάουι, πρώην Γενική Γραμματέας, Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο. Ελεν Κλαρκ, πρώην Πρωθυπουργός της Αυστραλίας, Σερ Νίκολας Κλεγκ, Πρώην Αναπληρωτής Πρωθυπουργός, Ηνωμένο Βασίλειο. Ρουθ Ντρέιφους, Πρώην Πρόεδρος της Ελβετίας. Σεζαρ Γκαβίρια, πρώην Πρόεδρος της Κολομβίας. Αλεξάντερ Κφαζνιέφσκι, πρώην Πρόεδρος της Πολωνίας, Ολουσεγκουν Ομπασάνγιο, πρώην Πρόεδρος της Νιγηρίας. Γιώργος Παπανδρέου, πρώην Πρωθυπουργός της Ελλάδας. Ναι το δικό μας παιδί. Ζοζε Ράμος Ορτα, Πρόεδρος του Ανατολικού Τιμόρ, Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης 1996. Τζορτζ Σουλτς (1920-2021), πρώην Υπουργός Εξωτερικών, ΗΠΑ. Μάριο Βάργκας Λιόσα, Περουβιανός Συγγραφέας, Βραβείο Νομπελ 2010. Ερνέστο Ζεντίγιο, πρώην Πρόεδρος του Μεξικού.

Υπάρχουν κι άλλα στη λίστα από την οποία σταχυολογήσαμε τα παραπάνω, αλλά φτάνει. Basta! Το τραπέζι δεν αντέχει άλλο βάρος, εξάλλου να αφήσουμε και λίγο χώρο για μερικές γραμμές.

Μα τι δουλειά έχουν όλες αυτές οι επιφανείς προσωπικότητες με την κόκα; Σνίφαραν μήπως; Δεν το ξέρουμε, ούτε το υπονοούμε. Είχαν μήπως σχέση με κάποια καρτέλ διακίνησης; Δεν νομίζω. Κανείς δεν ξέρει ποτέ βέβαια, αλλά δεν νομίζω. Μάλιστα μπορεί κανείς εύλογα να υποθέσει ή να φανταστεί ότι ο Ελ Τσάπο (ο κοντός, μόλις 1.68 ύψος ο καψερός) δεν τους γούσταρε καθόλου, μα καθόλου. Γιατί αυτό;

Γιατί όλα αυτά τα τυπάκια, μέλη της Παγκόσμιας Επιτροπής για την Πολιτική Αντιμετώπισης των Ναρκωτικών (Global Commission on Drug Policy) εδώ και περίπου είκοσι χρόνια προωθούν ένα διαφορετικό μοντέλο σχετικά με την παραγωγή, διακίνηση, χρήση ναρκωτικών. Ενα μοντέλο αποποινικοποίησης με ρυθμιζόμενες αγορές ναρκωτικών που αν υιοθετούνταν διεθνώς, θα σήμαινε de facto δραστική μείωση των εσόδων των καρτέλ, ή για να είμαστε πιο ακριβείς των καρτέλ τύπου Σιναλόα, βλέπε Ελ Τσάπο.

Γιατί βέβαια, άλλα καρτέλ θα μπουν στο παιχνίδι των δισεκατομμυρίων. Εδώ το ΚΚΕ προβλέψιμα αλλά και δικαιολογημένα σε ένα βαθμό, έχει επισημάνει ότι τέτοιου είδους μοντέλα δεν προτείνονται για ανθρωπιστικούς-κοινωνικούς λόγους αλλά για λόγους αμείλικτης και αδηφάγου κερδοφορίας. Ο εκτιμώμενος ετήσιος τζίρος της παγκόσμιας αγοράς ναρκωτικών είναι περίπου 500 δις δολάρια με λιγότερο του 1% του ξεπλυμένου χρήματος να κατάσχεται από τις αρχές (Πηγή: Time to End Prohibition (2021), Global Commission on Drug Policy).

Ναι, έχει τα δίκια του το ΚΚΕ, το δίχως άλλο κολοσσοί καπνοβιομηχανίας, βιομηχανίας αλκοολούχων ποτών, φαρμακοβιομηχανίες (Big Pharma) θα μπουν με τα μπούνια στην αγορά. Χαίρω πολύ, ή μάλλον δεν χαίρομαι καθόλου. Ούτε εγώ γουστάρω τον καπιταλισμό μη συντρόφισσες και μη σύντροφοι, αλλά επιμένω να εξασκώ το δικαίωμα μου να πίνω ουϊσκάκια, να καπνίζω, να κάνω μπάφους, να κάνω μυτιές όταν μου προσφέρονται, σπάνια δυστυχώς.

Εσάς τι σας μέλλει; Και ο Τσε δεν κάπνιζε μαριχουάνα; Και να μην κάπνιζε, που κάπνιζε ο άνθρωπος, οι πουράκλες που κάπνιζε ήταν σκέτο μπαρούτι. Η θέση του ΚΚΕ για τα ναρκωτικά είναι γνωστή. Σταθερή και κρυστάλλινη μάλιστα, όπως την χαρακτήρισε ο Γενικός Γραμματέας του κόμματος Δημήτρης Κουτσούμπας κατά την αγόρευση του στη συζήτηση στη βουλή τον Μάιο του 2021 για την φαρμακευτική κάνναβη, το οποίο καταψηφίσατε όπως και το προηγούμενο του ΣΥΡΙΖΑ.

Βροντοφωνάξατε ένα μεγάλο Όχι λοιπόν σε νομοθετικά εγχειρήματα που προωθούν όπως ισχυρίζεστε την  "αθώωση της κάνναβης και άλλων ναρκωτικών" και ένα εξίσου μεγάλο Ναι στα στεγνά -μόνο στεγνά- προγράμματα. Οτιδήποτε άλλο είναι μικροαστικές ευαισθησίες και καπιταλιστικές μηχανορραφίες. Μάλιστα. Κρυστάλλινα και σταθερά πράγματα. Και επιστημονικά. Καμμία σχέση, να διευκρινήσουμε, με την κρισταλ μεθ, την κοκαΐνη των φτωχών.

Συνειρμικά (ή ίσως συν-γραμμικά, οι παράλληλες γραμμές ενώνονται στο άπειρο, ή συναντιούνται στη μύτη της μνήμης) θυμάμαι την ανατριχιαστική θέση του κόμματος σας σχετικά με την απόφαση κάποιου ατόμου να διαλέξει το φύλο του. Η ομιλία του βουλευτή σας Γιάννη Δελλή κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου τον Οκτώβριο 2017, που βέβαια καταψηφίσατε, είναι πραγματικά ανατριχιαστική, ειδικά όταν επικαλείται πάλι την επιστήμη.

"Η επιστημονικά τεκμηριωμένη θέση του ΚΚΕ απαντά τόσο στις αντιεπιστημονικές απόψεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, ότι ο διαχωρισμός άνδρας - γυναίκα δεν είναι αντικειμενικό γεγονός, όσο και στις αναχρονιστικές αντιλήψεις για τις κοινωνικές σχέσεις των φύλων και την οικογένεια που διακινούνται από άλλους φορείς." Και λίγο πιο κάτω, " Η κυβέρνηση....Δίνει, στην ουσία, και νομική υπόσταση και ισχύ στις πολυπροβεβλημένες αστικές θεωρίες περί “κοινωνικού φύλου”, θεωρίες που έχουν τις ευλογίες της ΕΕ, των ΗΠΑ και όλων των αστικών επιτελείων. Με το νομοσχέδιο, ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται και υιοθετεί απερίφραστα τον πλήρη διαχωρισμό του βιολογικού με το κοινωνικό φύλο.

Γίνεται, μάλιστα, κι ο επίσημος πλασιέ αυτών των θεωριών! Πρόκειται για θεωρίες που αποσπούν με έναν απόλυτο και αντιεπιστημονικό τρόπο τα βιολογικά χαρακτηριστικά του φύλου, που προσδιορίζονται βέβαια αντικειμενικά, από την αντίληψη που έχει το άτομο για το φύλο του. Φτάνουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να αμφισβητούν ακόμα και αυτόν τον φυλετικό διαχωρισμό άντρα-γυναίκα ως αντικειμενικό γεγονός." Η επιστήμη λοιπόν σ' όλο της το μεγαλείο!

Παρασύρθηκα κάπως, το ομολογώ, ίσως λόγω προεκλογικού κλίματος. Επιστρέφω στο θέμα με τα ναρκωτικά, το οποίο παραμένει επίκαιρο πολιτικά, κοινωνικά και ναι, ανθρωπιστικά, ό,τι και να σημαίνει το τελευταίο. Εχει βέβαια το θέμα μια ανεξίτηλη ιστορικότητα, από τους πολέμους του οπίου τον 19ο αιώνα μέχρι τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών που κήρυξε ο Νίξον αρχές της δεκαετίας του 70 και ο οποίος μαίνεται ακόμα. Φυσικά η ιστορία δεν ξεκινάει τον 19ο αιώνα. Πάει πίσω μέχρι εκεί που μπορούν οι ιστορικοί να διακρίνουν, ας πούμε στους Σουμέριους 5000 χρόνια πΧ και δεν είναι μία ιστορία, αλλά πολλές ιστορίες, γιατί η ιστορία δεν είναι ποτέ μία και ενιαία.

Στο εδώ και τώρα, εδώ και τώρα όπου όλες οι ιστορίες συναντιούνται, υπάρχει επιτακτική ανάγκη να αλλάξει η πολιτική για τα ναρκωτικά. Άμεσα και δραστικά. Οχι διακοσμητικά. Άσχετα με το αν η κάνναβη ή το MDMA ή η κοκαΐνη έχουν θεραπευτικές ιδιότητες. Άσχετα προφανώς με τις δικές μου προτιμήσεις και επιλογές. Αλλά όχι άσχετα με την στοχευμένη βαρβαρότητα, τις καταστροφές, ανθρώπινες και οικολογικές που έχει προκαλέσει και συνεχίσει να προκαλεί ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών. Το οικολογικό κομμάτι ίσως δεν είναι άμεσα κατανοητό, αλλά έχει να κάνει με τις εκτεταμένες οικολογικές καταστροφές που προκαλούν τα ραντίσματα παράνομων καλλιεργειών με τοξικές ουσίες.

Ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών, όχι τα ίδια τα ναρκωτικά, έχει κοστίσει ζωές σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, έχει καταδικάσει εκατοντάδες χιλιάδες χρήστες σε φυλάκιση, σε δίωξη, σε εξευτελισμό, σε ένα αβάσταχτο κοινωνικό στίγμα, έχει εξοντώσει ολόκληρες κοινότητες που προσπαθούν να βγάλουν ένα μεροκάματο του τρόμου καλλιεργώντας όπιο γιατί δεν έχουν καμμία άλλη επιλογή, όπλισε το στυγερό χέρι του Ντουτέρτε στις Φιλιππίνες, ας μη ξεχνάμε ότι ο Τραμπ τον επαίνεσε για τις δολοφονικές του πρακτικές. Και παρεμπιπτόντως, έκανε τα καρτέλ πιο κερδοφόρα και πιο βίαια.

Γιατί; Στο όνομα ποιου ανθρωπισμού; Για το καλό μας; Για να προστατεύει εμάς τους ηλίθιους που γουστάρουμε τα ντρόγκια μας; Για να μη πέσουν τα παιδιά μας στα ναρκωτικά; Τα στοιχεία ουρλιάζουν το αντίθετο. Παρόλο τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών όπου περίπου 100 δις ξοδεύονται κάθε χρόνο, ως επί το πλείστον σε κατασταλτικά, καταδιωκτικά μέτρα και στρατιωτικές επιχειρήσεις, ως επί το πλείστον σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, όσοι από μας θέλουν να βρουν ντρόγκια, θα τα βρούμε. Ολο και περισσότερα πιτσιρίκια καπνίζουν μπάφους και παίρνουν MDMA.

Τι φοβάστε, ότι αν νομιμοποιηθούν, θα ανέβουν κι άλλο οι αριθμοί και τα καμάρια μας θα παρατήσουν τα φροντιστήρια για τις πανελλαδικές και θα καταλήξουν τις πιάτσες γύρω από την Ομόνοια και το Μεταξουργείο; Και για όσες-ους από εσάς φοβάστε ότι η μαστούρα είναι αντίθετη με την επανάσταση, μη φοβάστε μωρέ, θα κατέβουμε στους δρόμους και στα οδοφράγματα μαστουρωμένοι. Και δεν θα αισθανόμαστε τον πόνο από τις σφαίρες, αυτές που θα μας ρίχνουν οι καπιταλιστές αλλά κι αυτές που ίσως θα μας ρίχνετε κι εσείς.

Εδώ για το ιστορικό και την επιστήμη, η σχετική χημική φόρμουλα: C17H21NO4

 

 

*Ο Αλέξης Κροκιδάς είναι κοινωνιολόγος

*Η κεντρική φωτογραφία αποτελεί artwork του ScottyRobotty στο DeviantArt

Η πλήρης ανακοίνωση της Κίνησης για την Προστασία και Ανάδειξη του Μεγάλου Ρέματος Ραφήνας έχει ως κάτωθι:

Αυτή την Κυριακή 8/1 στις 12:30μμ κόβουμε την πίτα της Κίνησης για την Προστασία & Ανάδειξη του Μεγάλου Ρέματος Ραφήνας στον εξωτερικό χώρο της μπυραρίας Beery-Beery (Πλ.Δημητρακού)
Ευχόμαστε το 2023 να είναι μία καλή χρονιά για όλους μας και για το περιβάλλον στο οποίο και ανήκουμε!
Η κοπή της πίτας μας θα συνοδευτεί από σύντομη ενημέρωση για το έργο που επίκειται στο Μεγάλο Ρέμα Ραφήνας και τον αγώνα που δίνεται για να αποτραπεί η τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή που θα επιφέρει και η προοπτική επανάληψης μίας νέας πλημμύρας τύπου Μάνδρας.

Σας περιμένουμε!

Στην μικρή παραλιακή πόλη, κάθε χρόνο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ανήμερα των Φώτων, τα καφενεία γέμιζαν από νωρίς. Το ίδιο και η εκκλησία, αφού όσοι δεν πήγαιναν στα καφενεία πήγαιναν στην εκκλησία για τη λειτουργία των Θεοφανίων. Μετά, κατά τις δώδεκα, αντάμωναν οι πελάτες των καφενείων με εκείνους της εκκλησίας στο λιμάνι, για να παρακολουθήσουν τον καθιερωμένο αγιασμό των υδάτων που στην συγκεκριμένη πόλη τα «ύδατα» ήταν η θάλασσα του λιμανιού αναμεμιγμένη με λίγα πετρέλαια, λάδια, αποπλύματα της ασφάλτου από πρόσφατες βροχές και άλλα υγρά και στερεά  που επέπλεαν. Δεν πείραζε όμως κανέναν αφού όλοι τα είχαν συνηθίσει. Όπως και τον αέρα που όταν εξελισσόταν απόπλους ή ελλιμενισμός πλοίου, γέμιζε από τα ντουμάνια. Στην τελετή όμως του αγιασμού δεν υπήρχε κίνηση πλοίων, οπότε τουλάχιστον ο αέρας, ήταν καθαρός.

Μία τέτοια μέρα ήταν και εκείνη. Ήταν δεν ήταν δέκα παρά τέταρτο όταν η πομπή των ιερουργών έφτασε στο λιμάνι από την εκκλησία. Μαζί τους και οι επίσημοι που με βία ξεχώριζαν από τις καλοντυμένες κυρίες και τους κουστουμαρισμένους κύριους  που είχαν συρρεύσει να παρακολουθήσουν την τελετή. Αλλά το έμπειρο μάτι τους ξεχώριζε γιατί οι άλλοι καλοντυμένοι απλά μιλούσαν μεταξύ τους. Οι «επίσημοι» όμως κουνούσαν και τα χέρια τους είτε κάνοντας χειραψίες είτε τονίζοντας με τις χειρονομίες τους τις σταθερά επαναλαμβανόμενες εξαγγελίες τους ή απλά σχεδιάζοντας στον αέρα τον αυτοθαυμασμό τους. Οι χειρονομίες τους δε, διακόπτονταν περιστασιακά όταν τους καλούσε ο ιερέας, με τα λόγια της λειτουργίας, να κάνουν τον σταυρό τους. Βέβαια πολλοί συνεπαρμένοι από τα λόγια τους, το ξεχνούσαν αλλά έτσι και αντιλαμβάνονταν πως κάποιο «ορθόδοξο» μάτι τους κάρφωνε, έκαναν αμέσως τον σταυρό τους, έστω και με καθυστέρηση.

Όλο αυτό το ανθρώπινο κοπάδι είχε συρρεύσει στο λιμάνι και παρακολουθούσε τη δοξολογία. Κάποιοι έδειχναν χαρούμενοι, άλλοι νυσταγμένοι, άλλοι πεινασμένοι αλλά πάντως οι περισσότεροι έμοιαζαν να αδημονούν για το τέλος της λειτουργίας. Θα ακολουθούσε δεξίωση κατά τα ανακοινωθέντα, όπου ο δήμαρχος της πόλης θα παρέθετε εορταστικό γεύμα μετά εκλεκτών εδεσμάτων και ποτών. Λογικό ήταν λοιπόν, όσοι από τις 8:30 το πρωί βρίσκονταν στην εκκλησία και τώρα στο λιμάνι, να έχουν πεινάσει. Χώρια που ο θαλασσινός αέρας ανοίγει και την όρεξη, όπως και να το δει κανείς. Μόνο τρία ή τέσσερις νέοι, ντυμένοι με πετσέτες και μπουρνούζια στέκονταν σε μια μεριά όλοι μαζί, τουρτουρίζοντας. Ήταν εκείνοι που ήθελαν να βουτήξουν στη θάλασσα για να πιάσουν τον σταυρό που θα έριχνε ο ιερέας στη θάλασσα για να την αγιάσει. Η παράδοση θέλει αυτόν ή αυτήν που θα πιάσει τον σταυρό να αποκτά την ευλογία του, πράγμα που συνεπαγόταν κατά την ίδια αντίληψη, τύχη και πρόοδο για τον τροπαιούχο.  Έτσι όσοι –νέοι κυρίως- αψηφούσαν το κρύο για να κερδίσουν την ευλογία ήταν παραταγμένοι, όρθιοι στα τσιμέντα του λιμανιοί, έτοιμοι να βουτήξουν μόλις έπεφτε ο σταυρός στα νερά.

Μέσα στο πλήθος, μπροστά - μπροστά και λίγο πίσω από την ομάδα των ιερέων, στέκονταν οι πιο επίσημοι από τους επισήμους. Ο βουλευτής της περιοχής, ο δήμαρχος και κάποιοι αντιδήμαρχοι, περιμένοντας και αυτοί την ολοκλήρωση της τελετής και το γεύμα που θα ακολουθούσε. Δίπλα τους και σε μικρή απόσταση, προς την άκρη του λιμανιού είχαν τώρα πάει και οι νεαροί με τα μπουρνούζια και τα μαγιό.

Λίγο η συνεχής σιωπή του κόσμου, την ώρα της λειτουργίας, λίγο το κρύο, ήταν και η μικρή απόσταση που χώριζε τον βουλευτή από τους υποψήφιους ευλογημένους βουτηχτές, ξεκίνησαν να συζητούν χαμηλόφωνα μεταξύ τους.

-Μπράβο παιδιά που θα βουτήξετε για τον σταυρό. Την ευλογία του να έχετε, είπε ο βουλευτής στον νεαρό που ήταν πιο κοντά του.

-Α! κύριε βουλευτά, ο Άκης εδώ είναι από τους καλύτερους και πιο ευσεβείς νέους του τόπου μας, έκανε τη σφήνα του ο δήμαρχος που στεκόταν δίπλα στον βουλευτή.

-Σιγά άνθρωπε μου, που ήσουν και με τρόμαξες; αντιγύρισε στον δήμαρχο ο βουλευτής που είχε ξαφνιαστεί από το απρόκλητο μπάσιμο του δημάρχου.

-Εδώ. Δίπλα σας στεκόμουν και άκουσα που μιλήσατε στον νεαρό, είπε απολογητικά ο δήμαρχος.

-Χμμμ, ναι. Σωστά. Απλά δεν περίμενα να απαντήσετε εσείς κύριε δήμαρχε….. Λοιπόν…. Άκη –Άκη δεν σε λένε;- Τα συγχαρητήρια μου που θα βουτήξεις για τον σταυρό. Μπράβο σε σένα και στα άλλα παιδιά….

 

Σσσσσους, ακούστηκε από πίσω. Η κουβέντα του βουλευτή και  του δημάρχου με τον αμίλητο Άκη είχε ακουστεί σαν θόρυβος πάνω στη λειτουργία. Ο βουλευτής σώπασε για λίγα δευτερόλεπτα αλλά συνέχισε.

-Παιδιά, όποιος πιάσει τον σταυρό να έρθει εδώ μπροστά μου να βγει για να μας πάρουν οι κάμερες. Εγώ θα σκύψω να τραβήξω πάνω στον ντόκο όποιον πιάσει τον σταυρό. Εντάξει;  Είπε χαμηλόφωνα ο βουλευτής στους νεαρούς που περίμεναν υπομονετικά να πέσει ο σταυρός στη θάλασσα.

-Ξέρετε κύριε, του είπε ο Άκης, το ίδιο πράγμα μας ζήτησε και ο δήμαρχος. Πως θα γίνει να μας τραβήξετε και οι δύο;

Ο βουλευτής κοίταξε με βλοσυρό ύφος τον δήμαρχο.

-Καλά,  δεν ντρέπεσαι να σκηνοθετείς τέτοια πράγματα, χρονιάρες μέρες; του είπε

-Γιατί; Το ίδιο πράγμα δεν ζητήσατε κι εσείς; απάντησε χαιρέκακα ο δήμαρχος και συνέχισε. Εκλογές έχουμε. Και για εσάς και για εμάς. Και η τελετή είναι μία. Δεν γίνεται να έρχεστε στο σπίτι μας και να θέλετε να γίνετε πρωταγωνιστής της εκδήλωσης.

-Κι εμένα σπίτι μου είναι, ανταπάντησε ο βουλευτής ξινισμένα. Εδώ εκλέγομαι.

Σσσσσσουςς, ξανακούστηκε από πίσω η ενοχλημένη φωνή. «Λύστε τα μετά αυτά αφού δεν τα λύσατε πιο πριν»

-Συγγνώμη που μπαίνω στην κουβέντα, είπε δειλά και χαμηλόφωνα ο Άκης. Μπορώ να προτείνω κάτι;

-Για λέγε Άκη, παιδί μου του είπε ο δήμαρχος.

-Λοιπόν, έχουμε συνεννοηθεί με τα παιδιά να πιάσω εγώ φέτος τον σταυρό. Ο Γρηγόρης τον έπιασε πέρυσι και ο Κώστας πρόπερσι. Ο Μένιος, ο μικρός, θα τον πιάσει του χρόνου. Λέω να έρθω μπροστά σας και ο κύριος βουλευτής να με πιάσει για να τον πάρει η κάμερα και μετά, βγαίνοντας από το νερό, δίνω τον σταυρό στον δήμαρχο για να τον δώσει στον παπά. Έτσι θα είναι κι αυτός μπροστά στην κάμερα. Πως σας φαίνεται;

-Λαμπρά! Μπράβο Άκη! Είπε ο βουλευτής, που μέσα στον ενθουσιασμό του μίλησε λίγο πιο δυνατά προκαλώντας και πάλι την ενοχλημένη φωνή που τώρα ήταν πιο ενοχλημένη από πριν: ΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣσσσσς.

- Τι θα πει λαμπρά; είπε ο δήμαρχος.  Διαφωνώ. Εγώ θα σε βγάλω από το νερό (σκέφτηκε πως έτσι θα είχε μεγαλύτερη διάρκεια πλάνου).  Μετά θα δώσω τον σταυρό στον κύριο βουλευτή για να τον δώσει στον παπά.

-Ας είναι, έκανε ξινισμένος ο βουλευτής και γυρνώντας στον δήμαρχο συμπληρώνει Είσαι πολύ….. πολύ…… τέλος πάντων, μέρα που ‘ναι.

Η συμφωνία τοποθέτησης προϊόντος στην τελετή του αγιασμού των υδάτων, έκλεισε. Έμεναν λίγα λεπτά μέχρι την στιγμή της ρίψης του σταυρού. Βουλευτής και δήμαρχος αγριοκοιτάχτηκαν μεταξύ τους αλλά σχεδόν αμέσως αλληλοπεριφρονήθηκαν και πήραν θέση για την παράσταση τους.

Είχε περάσει τις δώδεκα η ώρα όταν η ιερείς και οι ψάλτες άρχισαν το «Εν Ιορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε…..» και ο επικεφαλής έκανε την κίνηση να ρίξει τον σταυρό στη θάλασσα. Ένα λεπτό μετά βούτηξαν και οι νεαροί για να μαζέψουν τον σταυρό, οποίος κρεμόταν και από ένα κορδόνι -για καλό και για κακό. Όλα έγιναν όπως είχαν συμφωνήσει τα παιδιά μεταξύ τους. Τον σταυρό τον έπιασε ο μικρός, ο Μένιος, αλλά τον έδωσε κάτω από το νερό στον Άκη. Ο Άκης άρχισε να κολυμπάει προς τα τσιμέντα του λιμανιού που τον περίμενε ο δήμαρχος. Ο δήμαρχος έσκυψε πάνω από το νερό αλλά αντί να πιάσει το χέρι του Άκη, έπιασε τον σταυρό και τον τράβηξε. Ο βουλευτής βλέποντας τον δήμαρχο να αθετεί τον λόγο του, έσκυψε για να προλάβει να πάρει τον σταυρό από το χέρι του Άκη. Ο Άκης νομίζοντας πως ο βουλευτής έσκυψε να τον βοηθήσει, αφού ο δήμαρχος τον έγραψε κανονικότατα, του αρπάζει το χέρι. Σαν κολυμβήτριες συγχρονισμένης κολύμβησης, δήμαρχος και βουλευτής βρέθηκαν στο νερό. Μαζί με τον Άκη και τον σταυρό που στο μεταξύ είχε γλιστρήσει από τα χέρια του δημάρχου. Το πλήθος βοούσε. Άλλοι είχαν σκάσει στα γέλια, μεταξύ των οποίων ήταν  και πολλοί δημοτικοί σύμβουλοι του δημάρχου όπως και παρατρεχάμενοι του βουλευτή. Άλλοι είχαν μείνει άφωνοι, ενώ οι ιερείς, ψάλτες και λοιποί βοηθοί είχαν γίνει κατακόκκινοι από θυμό. Ο επικεφαλής παπάς άρχισε να τραβάει τον σπάγκο για να τραβήξει πάνω τον σταυρό. Βουλευτής και δήμαρχος βρίζονταν και έκαναν πατητές ο ένας στον άλλο, εξοργισμένοι. Ο Άκης κολύμπησε σε ένα άλλο σημείο, με πιο  εύκολη πρόσβαση και βγήκε από το νερό και έτρεξε να τυλιχτεί στο μπουρνούζι του.

Από το συγκεντρωμένο πλήθος, δυο τρείς πλησίασαν την άκρη της προκυμαίας για να βγάλουν τους βρεγμένους και  εξοργισμένους επισήμους. Αυτοί ακόμα χτυπιόνταν και δεν έδιναν σημασία στα χέρια που άπλωναν αυτοί που πήγαν για να τους βγάλουν. Τώρα πια κανείς δεν ήταν ούτε αμίλητος ούτε θυμωμένος. Όλοι είχαν ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια και κάποιοι έτρεχαν να βρουν κάποιο απόμερο σημείο για να απαλλαγούν από την πίεση που είχαν προκαλέσει τα γέλια στην ουροδόχο κύστη τους .

Πέρασαν περίπου δέκα λεπτά με τους επίσημους να τσακώνονται μέσα στο νερό σαν τους θαλάσσιους ελέφαντες σε αναπαραγωγική περίοδο. Τελικά, μην αντέχοντας άλλο και έχοντας πιει αρκετό από το μίγμα θαλασσινού νερού, πετρελαίου, ομβρίων απορροών  και κάποιων λυμάτων, ηρέμησαν και έπιασε ο καθένας και ένα χέρι από αυτά που είχαν απομείνει να περιμένουν καρτερικά ανταπόκριση από τους αποκαμωμένους θαλάσσιους παλαιστές. Τους τράβηξαν έξω, όχι χωρίς δυσκολία αφού τουλάχιστον ο ένας είχε και αρκετά παραπανίσια κιλά που ούτε η θαλάσσια άνωση δεν μπορούσε να τα εξισορροπήσει. Η τελετή είχε λήξει μαζί με τον καυγά.

………….

Στο κέντρο που ήταν προγραμματισμένο να παρατεθεί το γεύμα, οι μάγειρες και οι σερβιτόροι βρίσκονταν σε αναβρασμό. Τα κρέατα είχαν ψηθεί και τώρα τα έβαζαν σε θερμοθάλαμο. Τα ψάρια όμως; Πως θα σέρβιραν ψάρια από θερμοθάλαμο; Θα αποτελούσε προσβολή για τη φήμη του μαγαζιού. Και αυτοί οι άτιμοι οι συνδαιτημόνες δεν φαίνονταν στον ορίζοντα. Τι είχε συμβεί;

Λαχανιασμένος μπήκε στην αίθουσα άλλος βουλευτής της περιοχής που είχε παραβρεθεί σε άλλη λειτουργία, σε δεξαμενή ύδρευσης αυτή τη φορά,  όπου είχε φρακάρει ένας σωλήνας και είχε βοηθήσει να τον ξεφρακάρουν με ένα τσεκούρι που είχε πάντα στο αυτοκίνητο του. Κρατούσε ακόμα το τσεκούρι του στο χέρι όταν μπήκε στην αίθουσα του γεύματος

-Που είναι όλοι; Ακόμα δεν ήρθαν; Κι εγώ που νόμιζα πως άργησα… είπε ο βουλευτής

-Μας έχουν στήσει. Δεν ξέρω τι έγινε αλλά καθήστε να σας κεράσουμε ένα κρασί όσο θα τους περιμένετε. Και αν θέλετε αφήστε το τσεκούρι να το βάλουμε εδώ, είπε ο αρχισερβιτόρος δείχνοντας τον κουβά που βάζουν τις ομπρέλες  των πελατών τις βροχερές ημέρες.

-Δεν καταλαβαίνω, αφού τους είπα πως έχω να πάω και αλλού, είπε με απορία ο βουλευτής

-Κάτι θα έ………. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του ο αρχισερβιτόρος όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δυο βρεγμένοι ως το κόκκαλο και από πίσω τους μερικές δεκάδες ζευγάρια από μαύρα κουστούμια και βαριά ταγιέρ. Οι βρεγμένοι κατέβασαν από ένα κονιάκ που παράγγειλαν «επειγόντως» και κατευθύνθηκαν με γρήγορο βήμα προς τις τουαλέτες. Εκεί τους περίμεναν δύο  βαστάζοι που κρατούσαν από ένα μαύρο κουστούμι. Ένα για τον καθέναν. Τα φόρεσαν και γύρισαν στην σάλα.

-Κουτί σου ήρθε το καινούργιο κουστούμι συνάδελφε, είπε ο βουλευτής που τους περίμενε στο μαγαζί, κοιτώντας τον άρτι στεγνωμένο συνάδελφο του.

-Ευχαριστώ. Νομίζω πως είναι το παλιό μου κουστούμι αλλά δεν είμαι σίγουρος γιατί τα μπερδεύω αφού τα αγοράζω όλα μαύρα που «κόβουν»

-Εσένα δήμαρχε από που είναι το κουστούμι σου; Είναι τουλάχιστον τρία νούμερα μεγαλύτερο,

-Χμμμμμμ. Ναι δεν είχα άλλο και μου έφερε ένα δικό του ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου. Καλό είναι, δε λέω, αλλά θα το ήθελα σε μπλε. Είναι παράδοση πια και εγώ τιμώ τις παραδόσεις ως γνωστόν

Νύχτα των Θεοφανείων. Οι δρόμοι είχαν ερημώσει από νωρίς. Όλη τη μέρα ψιλόβρεχε και η ατμόσφαιρα ήταν φορτωμένη υγρασία.

Ήταν και σκοτάδι. Στο καφενείο του Γιώργη έσβησε το τελευταίο φως. Βγήκαν δύο, στάθηκαν λιγάκι στο πεζοδρόμιο, ύστερα πέρασαν την Ακαδημίας και ανηφόρισαν σε κάποια πάροδο. Στο βάθος του δρόμου ακούστηκε ένα ακορντεόν. Μέσα στη σιωπή ο γνώριμος σκοπός δεν κρατούσε τίποτα από τις παλιές ρομαντικές συγκινήσεις. Ήρθε βαρύς, σαν υπόκρουση σε κάποια καταθλιπτική ιστορία. Το όργανο κράτησε κάμποσο τα ακομπανιαμέντα και ύστερα άρχισε η τετραφωνία. Τράβηξε  πρώτος την κορώνα του ο τενόρος:

― Κελαϊδήστε!

Ακολούθησαν κι οι άλλοι:

― Ωραία μου, πουλάκια, κελαϊδήστε…

Όλα ήταν στη θέση τους: οι τενόροι, τα σεκόντα, τα βαρύτονα και οι μπασαδούρες. Δεν έλειπαν και οι γυναικείες φωνές.

― Αυτοί είναι! Είπε ο ένας από τους δύο. Και πού το διαλέξαν οι διαβόλοι το τραγούδι; Πόσοι να ’ναι;

― Ολόκληρη ορχήστρα πνευστών και εγχόρδων.

― Σε μια ώρα υπολογίζω να τελειώνουμε!...

― Ο δρόμος είναι μικρός. Από την εκκλησία και κάτω θα είναι άλλο συνεργείο.

― Από ποιους;

― Δεν ξέρω. Ο Τηλέμαχος είπε πως από την εκκλησία και κάτω θα είναι άλλοι…

Από την αρχή του δρόμου ως την εκκλησία ήταν δύο τετράγωνα. Μέσα σε μία ώρα σ’ όλα εκείνα τα σπίτια έπρεπε να γραφτούν κάμποσα συνθήματα που τα είχε αφήσει στο καφενείο το πρωί ο Τηλέμαχος, και ο Κοσμάς με το μάστρο-Γιάννη τα είχαν μάθει απόξω. Οι δύο εκείνοι είχαν αναλάβει να τα γράψουν. Κάτω από τα παλτά τους τυλιγμένα με κάτι εφημερίδες κρατούσαν τα πινέλα. Οι μπογιές είχαν προπορευτεί. Δύο επονίτες είχαν από την ημέρα κάνει την αναγνώριση. Μόλις νύχτωσε κουβάλησαν και τις μπογιές σε κάτι τενεκεδένια κουτιά και βόλεψαν εκεί κοντά σε μέρη που είχαν επισημάνει από τη μέρα.

Ο μάστρο-Γιάννης κι ο Κοσμάς μόνο που δεν έτρεχαν. Ο Κοσμάς ήταν ακόμα πρωτάρης, αυτή ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε να γράψει συνθήματα.

― Προ παντός να μην τρέμει το χέρι! Τον συμβούλεψε ο μάστρο-Γιώργης. Τα γράμματα πρέπει να βγαίνουν κούκλες. Όμορφα μα και παλικαρίσια. Και να μην έχουν και λάθη, γιατί θα μας λεν και αγράμματους. Και το κυριότερο, Κοσμά, να μη φαίνεται τσαπατσουλιά και βιασύνη. Βούτα το πινέλο στη μπογιά, ύστερα τράβα το απότομα και στριφογύρνα για να μη στάξουν οι μπογιές απάνω σου. Και κόλα το κατευθείαν στο ντουβάρι. Τα χέρια να πηγαίνουν αστραπή.

Στο μεταξύ το τραγούδι ακουγόταν πιο κοντά. Είχαν τελειώσει το «κελαϊδήστε», το ακορντεόν τράβηξε κάμποσα ακομπανιαμέντα κι ύστερα «μπήκε» ο βαρύτονος:

Πάμε φίλοι εις τον Βάκχον.

Όλοι μας σαν παλικάρια…

― Τον ακούς; Είπε ο μάστρο-Γιώργης. Είναι ο Φώτης ο κουρέας. Τραγουδάει λες και κάνει μιζαμπλί ο μασκαράς.

Ο Κοσμάς γέλασε. Ο Φώτης ήταν ο υπεύθυνος μιας τριάδας και τα πάρε-δώσε μαζί του τα κρατούσε ο Κοσμάς. Τελευταία ο Φώτης τον είχε φάει πως ήταν κάποιο σοβαρό ζήτημα, που ήθελε να «βάλει» στην οργάνωση. Μα όλο και τ’ ανάβαλλε. Τέλος μια μέρα που τον βρήκε μοναχό στο κουρείο ανοίχτηκε: ήθελε να έχει τη γνώμη της οργάνωσης προκειμένου να παντρευτεί. Η δυσκολία ήταν ότι είχε αρραβωνιαστεί πριν μπει στην οργάνωση. Τώρα όμως εκείνος μπήκε στην οργάνωση, ενώ η αρραβωνιαστικιά του δεν ήταν οργανωμένη. Ο Κοσμάς το βρήκε κι αυτός το ζήτημα σοβαρό και συμβουλεύτηκε τον Τηλέμαχο. Και κει το πήραν στο ψιλό.

―Καλύτερα να έλειπε αυτή η χορωδία και η φασαρία της, είπε ο Κοσμάς. Κακό κάνει παρά καλό. Με τη φασαρία της, είναι σα να τους λέει εδώ είμαστε!

― Δεν έχεις δίκιο! Είπε ο Γιώργης. Εκεί στην άκρη του δρόμου κάθεται μια επονίτισσα. Οι νεολαίοι τώρα είναι μαζεμένοι στην αυλή της και από κει ελέγχουν όλο το δρόμο. Εσύ έχε το νου σου: άμα τραγουδούν καντάδες θα πει πώς είναι ήσυχα. Άμα συμβεί τίποτα, θα αρχίσουν τα «Κύματα του Δουνάβεως», οπότε πρέπει να του δίνεις. Παράτα πινέλα και μπογιές και γίνου Λούης… Αλλά τέτοια νύχτα κανείς δεν πρέπει να ξεμυτίσει…

― …Τώρα που έχει πολύ σκοτάδι, συνέχιζε ο Γιώργης, εσύ μην αρχίσεις να γράφεις αμέσως. Άφησε πρώτα να συνηθίσει το μάτι σου απάνω στο ντουβάρι, μέτρησε την απόσταση κι ανάλογα με το σύνθημα που έχεις κανόνισε και τα γράμματα, έτσι που να είναι όλα ένα μπόι. Και μην τ’ αφήνεις έτσι ξερά. Κόλα τους κι από μια ουρίτσα να γίνονται της καλλιγραφίας.

Μιλούσε για τα συνθήματα κι έλεγες πως στεκόταν πίσω από τον καράπαπα και φανέρωνε τους θεριακλήδες τα μυστικά της τέχνης του.

― Και προσοχή, Κοσμά, στα θαυμαστικά. Όταν τελειώνεις το σύνθημα τράβα κι από ένα θαυμαστικό. Τα σύνθημα χωρίς θαυμαστικό είναι λες και του λείπει το καύκαλο. Το θαυμαστικό κάνε το μεγάλο, να φωνάζει μοναχό του και να τον σταματάει τον άλλο από μακριά…

― … Κι άμα που λες τελειώνει το κάθε σύνθημα, γράφε και ένα ΕΑΜ, τα γράμματα να είναι σε απόσταση το ένα από το άλλο, μα με τελείες να μη τα χωρίζεις.

― Να πετάξω και κανένα σφυροδρέπανο από κάτω; τον πείραξε ο Κοσμάς.

― Μην το λες αστεία και την έπαθα ένα βράδυ, είπε ο μάστρο-Γιώργης. Είχα γράψει ένα σύνθημα κούκλα: «Πατριώτη, όποιος κι αν είσαι, οργανώσου στο ΕΑΜ» κι από κάτω αφαιρέθηκα και πετάω ένα σφυροδρέπανο δύο μπόγια. Και το πλήρωσα ―τη μάνα του― με βαριά μομφή και προειδοποίηση διαγραφής.

Στο μεταξύ είχαν φτάσει. Από τη χορωδία έκοψαν δύο και πλησίασαν. Ήταν δύο κορίτσια. Τη μία ο Κοσμάς την ήξερε. Ήταν εργάτρια σε μία φάμπρικα κοντά στη πλατεία Αττικής. Πριν ένα μήνα οι Γερμανοί τής είχαν σκοτώσει τον αδελφό.

Μαζί με τα κορίτσια ήρθε και ο ακορντεονίστας. Αυτός ανάγγειλε μία μικρή μεταβολή στο πρόγραμμα. Αν έρχονταν τίποτα Γερμανοί ή της Ασφάλειας δεν θα έπαιζε, είπε, τα «Κύματα του Δουνάβεως», παρά λόγω της ημέρας θα το γύριζε στο «Σήμερα βαφτίζεται ο Χριστός».

― Σύμφωνοι, είπε ο μάστρο-Γιώργης. Αινείτε, τον Κύριο. Αινείτε αυτόν εν χορδαίς και οργάνοις…

Η εργάτρια πήγε με το μάστρο-Γιώργη. Η άλλη ήταν ένα βαρελάκι τόσο δα. Την έβλεπε ο Κοσμάς και θυμόταν το γέρο Κατσωτάκη: «ένας βόμπιρας σας λέγω!...».

― Έλα συναγωνιστή! είπε του Κοσμά και πήρε την άλλη μεριά του δρόμου.

Σταμάτησε μπροστά σε μια πέτρινη μάντρα. Το ντουβάρι ήταν κιόλας ασπρισμένο.

― Εγώ το άσπρισα, είπε το κορίτσι. Όσο να έλθετε έφερα ασβέστη και το άσπρισα. Είναι ακόμα φρέσκο. Μα δεν πειράζει. Αν δεν πιάσει καμιά βροχή θα στεγνώσει γρήγορα. Τι θα γράψουμε;

Ο Κοσμάς μέτρησε το ασπρισμένο ντουβάρι με το μάτι και διάλεξε το σύνθημα. Βούτηξε το πινέλο στον κουβά που κρατούσε το κορίτσι, το στριφογύρισε στα σβέλτα για να μην σουρώσουν οι μπογιές και τράβηξε την πρώτη πινελιά. Μα στο ντουβάρι φάνηκε μονάχα μια μουτζούρα.

― Μη βιάζεσαι τόσο! είπε το κορίτσι. Πρώτη φορά γράφεις;

― Πρώτη.

― Μη βιάζεσαι. Να τραβάς το πινέλο μαλακότερα.

Δοκίμασε και πιο αργά. Καθώς είχε σηκώσει το χέρι ψηλά, οι μπογιές έπεσαν απάνω του. Με πολλά βάσανα έγραψε την πρώτη λέξη: ΚΑΤΩ… Από την άλλη μεριά ο μάστρο-Γιώργης είχε κάνει φτερά. Όσο να γράψει την πρώτη λέξη ο Κοσμάς, αυτός είχε τελειώσει με τα δύο πρώτα συνθήματα. Πήγαινε τρέχοντας.

― Έτσι θα μας πιάσει το πρωί, συναγωνιστή, είπε η μικρή. Κράτα δω!

Του έδωσε τον κουβά και πήρε το πινέλο.

― Τι να γράψω τώρα;

Ο Κοσμάς της είπε το σύνθημα: Κάτω η πολιτική επιστράτευση.

― Τι επιστράτευση πάλι είναι αυτή;

― Οι Γερμανοί θέλουν να μας επιστρατεύσουν, της είπε. Να μας πάρουν εργάτες στα οχυρωματικά έργα.

― Από δω θα πάρουν! ― κι άρχισε να γράφει. Λέγε μου τώρα τις λέξεις μία-μία.

― Πολιτική, είπε ο Κοσμάς.

Εκείνη έγραψε γρήγορα το Π.

― Το άλλο πως γράφεται; Σκέψου καλά γιατί πρέπει να είναι και με ορθογραφία.

― Όμικρον! Είπε ο Κοσμάς.

Δε φάνηκε να την φώτισε.

― Δηλαδή κουλούρα ή από το άλλο;

― Κουλούρα.

― Έτσι πες.

Μιλούσε κι έγραφε. Τα χέρια της πήγαιναν γρήγορα.

― Που δουλεύεις; Τη ρώτησε ο Κοσμάς.

― Μαζί με τη Γεωργία, στη φάμπρικα.

― Και πως σε λένε;

― Παναγιώτα. Εσύ δε με ξέρεις, όμως εγώ σε ξέρω.

― Με ξέρεις; Από πού;

― Σε ξέρω!

Το μάστρο-Γιώργη τον πήγαιναν τώρα από κοντά. Και το ακορντεόν έπαιζε συνέχεια καντάδες. Στο τελευταίο σύνθημα τα δύο συνεργεία βρέθηκαν αντίκρυ. Έγραφε τη στιγμή εκείνη ο Κοσμάς, που δούλευε τώρα λιγάκι με άνεση. Τα γράμματα έβγαιναν όπως τα ήθελε ο μάστρο-Γιώργης: παλικαρίσια και όμορφα. Όπου το σήκωνε η περίσταση τραβούσε ο Κοσμάς καμιά ουρά ακολουθώντας τη συνταγή του μάστορα. Η Παναγιώτα ήταν ενθουσιασμένη.

― Μπράβο! Του έλεγε. Αυτό το ’γραψες καλά.

― Από πού με ξέρεις όμως δε μου είπες.

― Στη διαδήλωση σε είδα!

― Πότε;

― Στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη, δε θυμάσαι; Ήμουνα με τη Γιάννα.

― Ξέρεις τη Γιάννα;

Η Παναγιώτα δεν πρόλαβε να απαντήσει. Η χορωδία το γύρισε ξαφνικά στα κάλαντα. Ο Κοσμάς σταμάτησε κι αφουγκράστηκε.

― Πάμε! Φώναξε η Παναγιώτα.

― Μια στιγμή και τελειώνω, είπε ο Κοσμάς κι άρχισε να τραβά βιαστικά πινελιές.

Το σύνθημα όμως έμεινε μισοτελειωμένο. Από ψηλά κάποιος έφτασε τρέχοντας. Ο Κοσμάς άκουσε λαχανητά και γυναικεία φωνή.

― Έρχονται!

Η Παναγιώτα το έβαλε στα σβέλτα στα πόδια. Από αντίκρυ είχε γίνει άφαντος κι ο μάστρο-Γιώργης. Το κορίτσι που είχε έρθει πέρασε τρέχοντας στο πλάι του και ο Κοσμάς την ακολούθησε. Πέρα ακούστηκαν φωνές και ποδοβολητά. Ο δρόμος φωτιζόταν κιόλας από τους φανούς των αυτοκινήτων.

Ο Κοσμάς έφτασε πλάι στο κορίτσι που έτρεχε.

― Πρέπει να στρίψουμε, είπε, θα μας δουν.

Εκείνη, που φαίνεται τον γνώρισε αμέσως, δε μίλησε. Έτρεξε λιγάκι, ύστερα στάθηκε, έστριψε και σκαρφάλωσε σε μια σιδερένια πόρτα και πήδησε. Τη στιγμή που πηδούσε κι ο Κοσμάς, τα φανάρια του αυτοκινήτου φώτιζαν πέρα το δρόμο. Το φως έπεφτε απάνω στην Παναγιώτα που έτρεχε. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Από τις καρότσες πήδησαν και φώτιζαν με τους φακούς τους τους τοίχους. Κάποιος σκόνταψε στον τενεκέ με τις μπογιές κι άρχισε τις βλαστημιές. Φάνηκε κι ένας άλλος που είχε αρπάξει τον κουβά και τον άδειαζε πάνω στο ντουβάρι που είχε ασπρίσει η Παναγιώτα.

Ο Κοσμάς πήδησε. Είχε πέσει μέσα σ’ έναν κήπο. Το κορίτσι είχε σταθεί πλάι του ακουμπώντας στον τοίχο.

― Πρέπει να φεύγουμε! Είπε ο Κοσμάς.

Εκείνη πάλι δεν του απάντησε και τότε ο Κοσμάς γύρισε και την είδε.

Η Γιάννα δεν το άφησε να μιλήσει.

― Μη μιλάς, του είπε ψιθυριστά. Έλα κοντά μου!

Πήραν κολλητά τον τοίχο. Στο δρόμο ακούγονταν που έτρεχαν. Στο σπίτι που ήταν η χορωδία έπεσαν πυροβολισμοί. Τότε μέσα στον κήπο γαύγισαν τα σκυλιά κι εκεί στο πλάι ξύπνησαν κάτι κότες. Είχαν βρεθεί σ’ ένα σανιδένιο κοτέτσι σκεπασμένο με λαμαρίνα. Πέρασαν και κρύφτηκαν πίσω.

Κάπου μία ώρα έμειναν μέσα στον έρημο κήπο. Απόξω στο δρόμο δεν έλεγαν να ησυχάσουν. Ήταν Γερμανοί και χωροφύλακες. Έτρεχαν απάνω-κάτω, και τ’ αυτοκίνητα πότε πήγαιναν μπροστά, πότε γύριζαν πίσω. Δυο-τρεις σκαρφαλώσαν και στη μάντρα και ψάχναν με τους φακούς τον κήπο. Έψαξαν παντού, δεν είδαν τίποτα και κατόπιν έριξαν το φως απάνω στο σκύλο που είχε στριμωχτεί στη γωνία και κλαούριζε από τη λαχτάρα του.

― Τον βάνουμε, ρε, στο σημάδι; είπε κάποιος.

Ο άλλος βρέθηκε πιο λογικός:

― Μα με τους σκύλους θα τα βάλουμε τώρα; Να στριμώχναμε κανένα κουκουέ…

Ύστερα ο δρόμος πήρε σιγά-σιγά να ησυχάζει. Ακούστηκαν και τ’ αυτοκίνητα που έφευγαν και κατόπιν έγινε ησυχία, μια ησυχία δίχως τέλος.

Η Γιάννα σηκώθηκε κι αφουγκράστηκε κατά τη μεριά του δρόμου. Σηκώθηκε κι ο Κοσμάς.

― Θα βγούμε από την άλλη μεριά! είπε η Γιάννα.

Έφτασε στο ντουβάρι κι αρπάχτηκε από τα κάγκελα. Μα ο Κοσμάς ανέβηκε πρώτος. Όπως έκανε ν’ ανεβεί, η Γιάννα τον σταμάτησε.

― Τι είναι αυτό; Του είπε.

Στο χέρι του ο Κοσμάς κρατούσε ακόμη το πινέλο. Ανέβηκε στα κάγκελα, κοίταξε πέρα τον έρημο δρόμο κι έδωκε χέρι στη Γιάννα.

Πήγαν κάμποσο μαζί. Στον πρώτο δρόμο που συνάντησαν, η Γιάννα στάθηκε.

― Εδώ θα χωρίσουμε, του είπε. Δώσε και το πινέλο, γιατί εγώ θα πάω εδώ κοντά. Εσύ μένεις μακριά;

― Είναι κάμποσο.

― Η ώρα πλησιάζει, πρέπει να βιαστείς. Καληνύχτα.

Τι του ήρθε; Σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να τη χάσει έτσι, όπως τότε. Αυτούς τους δύσκολους μήνες την είχε αναζητήσει πολύ κι έπρεπε να της το πει― να της το πει απόψε κιόλας πόσο του έλειψε. Τη φώναξε:

― Γιάννα!

Στάθηκε.

Μα παλιά και νέα χτυποκάρδια σηκωθήκαν σε μια στιγμή και του χάλασαν τη σειρά. Τι να της ειπεί;

Κι άξαφνα, από πού του κατέβηκε τη στιγμή εκείνη η αμαρτωλή σκέψη; Υποψίες που είχαν γεννηθεί, ποιος ξέρει πότε― υποψίες που δεν τις είχε αντικρίσει φανερά, παρά έβοσκαν κρυμμένες, σηκώθηκαν όλες μαζί.

― Θα σε ρωτήσω κάτι, Γιάννα, μα να μου πεις την αλήθεια.

Στεκόταν αντίκρυ του σιωπηλή και σκοτεινή σαν το αίνιγμα.

― Πες μου, της είπε, τον αγαπάς τον Τένη;

Την άκουσε που στέναξε. Τι να ήταν όμως ο στεναγμός εκείνος; Να ήταν η σιωπηλή ομολογία;

― Τον αγαπάς; Ξαναρώτησε. Πες μου την αλήθεια, πες μου… γιατί δε μιλάς, Γιάννα;

Ζήλευε εκείνη τη στιγμή, ζήλευε δυνατά και ήταν κακός.

― Να σου πω εγώ, της είπε, να σου πω εγώ. Τον αγαπάς!

Της το σφύριξε μέσα από τα δόντια, πεισματικά, σα να πετούσε φαρμάκι, σα να της έλεγε την πιο βαριά κατηγορία.

Δεν του απάντησε και τότε. Μα σήκωσε ξαφνικά το χέρι της και του το κατέβασε δυνατά στο πρόσωπο.

Ύστερα έφυγε τρέχοντας.

Περασμένες δώδεκα έφτασε ο Κοσμάς στο υπόγειο του Αντρίκου. Ο γέρος κοιμόταν. Στο ντιβάνι καθόταν και κάτι διάβαζε ο Τηλέμαχος.

― Εν τάξει; Ρώτησε.

Ο Κοσμάς δεν του απάντησε. Έκατσε και κείνος στο ντιβάνι και ήθελε να βρει πως θα ’κανε την αρχή. Στο δρόμο που ερχόταν είχε πάρει την απόφαση να τα πει στον Τηλέμαχο όλα. Εκείνος τον πρόλαβε:

― Το ’μαθες λοιπόν κι εσύ; Τον ρώτησε.

― Τι να μάθω;

― Για τον Τένη.

― Τι;

― Σήμερα το πρωί τον ντουφέκισαν στο Θυσιαστήριο.

Το δωμάτιο έφερε γύρους.

― …Τον ντουφέκισαν με άλλους εξήντα. Από το αυτοκίνητο που τους πηγαίναν στην Καισαριανή πέταξε το μαντήλι του με αυτό εδώ το σημείωμα.

Στο σημείωμα ο Κοσμάς διάβασε:

«Φίλοι μου, πάω για εκτέλεση. Ο θάνατός μου ας σας δώσει καινούργια δύναμη να συνεχίσετε τον αγώνα. Πεθαίνουμε για τη λευτεριά. Από τον αγώνα αυτόν ο λαός μας πρέπει να βγει νικητής. Έτσι δε θα πάει και το δικό μας αίμα χαμένο. Γιάννα, αγαπημένη μου. Η τελευταία σκέψη μου είναι μαζί σου. Ήθελα να σε κάνω ευτυχισμένη, δεν μπόρεσα. Τώρα που φεύγω σου εύχομαι να βρεις σύντροφο της ζωής σου άξιό μου και άξιό σου. Έχετε όλοι σας γεια. Τένης».

 

____________________________

Βιογραφικά στοιχεία για τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο

image001Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στην Αμαλιάδα. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Στην Κατοχή, πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και τα χρόνια του εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία και τη Σοβιετική Ένωση. Στη Σοβιετική Ένωση, ο Αλεξανδρόπουλος σπούδασε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο της Μόσχας και επιδόθηκε στη μελέτη της ρωσικής λογοτεχνίας και της λαικής παράδοσης. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη συντήρηση παλαιών εικόνων και η ενασχόλησή του αυτή με τα εικαστικά θα επηρεάσει σημαντικά το λογοτεχνικό του έργο Το 1975 επέστρεψε στην Ελλάδα μαζί με τη γυναίκα του, την ελληνίστρια Σόνια Ιλίνσκαγια.

Τα έργα του:

Διηγήματα: Αρματωμένα Χρόνια, 1954, Μια πρόσφατη ιστορία 1965, Λευκή ακτή 1966, Φύλλα Φτερά 1977, Η ένατη πληγή 1986.

Μυθιστορήματα: Η πολιτεία 1961 Νύχτες και αυγές, Τα βουνά 1963, Σκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού 1976, Τα θαύματα έρχονται στην ώρα τους 1976 και Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό 1980.

Εξέδωσε επίσης πολλές βιογραφίες Ρώσων κλασικών, μελέτες για ρώσους κυρίως συγγραφείς και μεταφράσεις Ε. Καζακίεβιτς, Γιούρι Ολέσα, Γκριμπογέντοφ, Πούσκιν, Γκόγκολ, Τσέχωφ, παλαιορωσικά κείμενα και λαϊκά ρωσικά παραμύθια και ταξιδιωτικές αφηγήσεις, Από τη Μόσχα στη Μόσχα, 1971, Οι Αρμένηδες, 1982. Από την πρόσφατη παραγωγή του, σημειώνουμε τα έργα: Αυτά που μένουν 1994, Επιστροφή γραφές αθωότητας 1999 , Στο όριο 2003 .

Έγραψε επίσης μια ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας, Η ρωσική λογοτεχνία: Από τον 11ο αιώνα μέχρι την επανάσταση τού 1917 Κέδρος, 1977,78.

Το 1963 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό αντιστασιακού διηγήματος της Επιθεώρησης Τέχνης, για το διήγημά του Κορυσχάδες. Το 1979 με το διεθνές λογοτεχνικό βραβείο Γκόρκι, για τις μελέτες και μεταφράσεις του από τη ρωσική λογοτεχνία. Το 1981 με το πρώτο βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας, για Το ψωμί και το βιβλίο. Ο Γκόρκι. Το 1985 με το βραβείο Τουμανιάν, για το έργο του Οι Αρμένηδες Ταξίδι στη χώρα τους και την ιστορία τους. Το 2001 τιμήθηκε με το κρατικό Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνώ (βιογραφικά στοιχεία από την ιστοσελίδα του ΚΕΔΡΟΥ)

Στην Attica Voice οι πηγές μας δεν εξαντλούνται στα μικρά σύνορα της Αττικής ή της χώρας.  Αναζητάμε γεγονότα, ιδέες, αλήθειες, ειδήσεις και τα πρόσωπα φορείς τους, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και σε όλη την Ιστορία. Έτσι θα θέλαμε να θέσουμε και στους αναγνώστες μας την απορία που εξέφρασε το μεγάλο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, τεύχος Ιανουαρίου 2023.  Μία απορία που δεν θα σας τη θέσει κανένα άλλο μέσο, μικρό ή μεγάλο, για πολλούς λόγους, που δεν θα τους αναλύσουμε εδώ.

KarlMarx

Hatte Marx doch recht?  Ή στα ελληνικά Είχε τελικά δίκιο ο Μαρξ;

Και οι συντάκτες του Spiegel εξηγούν: Ο κλασικός καπιταλισμός δεν λειτουργεί πια. Ωστόσο, καθοδηγούμενες από συνεχώς νέες παγκόσμιες κρίσεις και μια επικείμενη κλιματική κατάρρευση, αναδύονται συγκεκριμένες ιδέες μεταρρυθμίσεων: λιγότερη ανάπτυξη, περισσότεροι κυβερνητικοί στόχοι.

Εμείς εδώ στην Attica Voice την απάντηση την ξέρουμε εδώ και πολλά χρόνια γιατί αν δεν την ξέραμε δεν θα δαπανούσαμε τον χρόνο μας διαβάζοντας και γράφοντας. Το ερώτημα όμως τίθεται στους αναγνώστες μας που αποτελούν και αυτοί μέρος του παγκόσμιου κοινού. Του κοινού δηλαδή που απευθύνει την ερώτηση το Spiegel.

Είναι μία ωραία ερώτηση – αφορμή για σκέψη και κυρίως αναθεώρηση του τρόπου που λειτουργούμε μέσα στην κοινωνία. Εκτός αν κάποιος απαντήσει αρνητικά, οπότε ζει στον κόσμο που ονειρεύτηκε και τότε θα μαζέψουμε χρήματα για να του απονείμουμε το σχετικό βραβείο.

Ρίξτε μια ματιά λοιπόν στον καθρέφτη (=schau in den Spiegel) και απαντήστε στον εαυτό σας. Κυρίως στον εαυτό σας.

Πηγή: Der Spiegel 1/2023


Warning: count(): Parameter must be an array or an object that implements Countable in /srv/disk3/2763186/www/atticavoice.gr/templates/ts_news247/html/com_k2/templates/default/user.php on line 269

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.