«Δεν ζούμε σε δημοκρατία, αλλά σε μια πλουτοκρατία που έπαψε να είναι τοπική και κοντινή για να καταστεί παγκόσμια και απροσπέλαστη…
Με άλλα λόγια, πιο ξεκάθαρα, λέω πως οι λαοί δεν εκλέγουν τις κυβερνήσεις τους ώστε αυτές να του “οδηγήσουν” στην Αγορά, αλλά είναι η Αγορά που ρυθμίζει με όλους τους τρόπους τις κυβερνήσεις ώστε να “οδηγήσουν” τους λαούς σε αυτήν.
Και αν μιλώ έτσι για την Αγορά, είναι γιατί σήμερα, και κάθε μέρα που περνά περισσότερο από ποτέ, είναι το κατεξοχήν όργανο της αυθεντικής, μοναδικής και αναντίρρητης εξουσίας, της παγκόσμιας οικονομικής εξουσίας, που δεν είναι δημοκρατική γιατί δεν την εξέλεξε ο λαός, που δεν είναι δημοκρατική γιατί δεν ασκείται από τον λαό, και που, τέλος, δεν είναι δημοκρατική γιατί δεν αποβλέπει στην ευτυχία του λαού».
Ζοζέ Σαραμάγκου, Νόμπελ Λογοτεχνίας 1998
Αν αυτή τη στιγμή κάπου παράγεται πολιτική στην Ευρώπη, αν κάπου γίνεται πραγματική σύγκρουση ιδεών, πιστεύουμε πως αυτό συμβαίνει στη Γαλλία. Ή για να το πούμε αλλιώς, αν η Γαλλία δεν παράξει πραγματική πολιτική, το παιχνίδι για τους λαούς της Ευρώπης είναι οριστικά χαμένο, όντες παγιδευμένοι ανάμεσα σε δύο μη-ιδεολογίες : τη μέγγενη των Αγοράς από τη μια και τη ρητορική μίσους της Ακροδεξιάς από την άλλη, τη στιγμή που πανευρωπαϊκά τα κόμματα της Αριστεράς αδυνατούν να ορθώσουν πειστικό και προπαντός ειλικρινή λόγο
Το αισιόδοξο είναι πως η Αριστερά του Ζαν Λυκ Μελανσόν κατόρθωσε να μπει σφήνα ανάμεσα σε αυτές τις δύο μη-ιδεολογίες και να θυμίσει πως η Ιστορία δεν τελείωσε ακόμη και πως οι ανθρώπινες αξίες ακόμη συγκινούν, όσο και αν βάλλονται από τους θεούς του χρήματος και του ρατσιστικού μίσους. Ακόμη πιο αισιόδοξο είναι το γεγονός πως ο Μελανσόν εμφανίζεται πολύ πιο ώριμος και συγκροτημένος πολιτικά από τον εγχώριο πολιτικό του "συγγενή", τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος αφού πέρασε με πολύ μεγάλη ευκολία από τον πολιτικό ακτιβισμό στον πολιτικό «ρεαλισμό», πλήγωσε ανεπανόρθωτα (;) την αξιοπιστία της ελληνικής Αριστεράς και έστρωσε το δρόμο για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, την πιο άθλια κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης