Νιώθω πολύ άσχημα όταν μαζεύεται τόσος κόσμος μπροστά μου, με στριμώχνει και με αρχίζει στις ερωτήσεις. Και τι ερωτήσεις! «Από που είσαι;», «Πως βρέθηκες εδώ;», «Ποιος σε παράτησε εδώ;», «Σε ξήλωσαν με βία ή έφυγες μόνο σου;», «Πόνεσες όταν σε ξήλωσαν;», και άλλα πολλά, μα πάρα πολλά. Άσε δε και τη μουρμούρα που με αναστατώνει, όταν μιλάνε μεταξύ τους οι άνθρωποι: «Το είδα που το έφεραν με ένα αγροτικό», «Μπα… εδώ ήταν, δεν το έφεραν. Την περασμένη εβδομάδα το πέταξε ένας χοντρός». «Τι λες, δεν ήταν χοντρός. Είδα έναν κοντό που το έσερνε», «Όχι, άλλο είδες. Αυτό το έφερε ο χοντρός» και άλλα τέτοια, ψιθυριστά, μουρμουριστά ή και φωναχτά, όταν η διαφωνία για το ποιος με έφερε και με πέταξε εδώ, δεν κατέληγε σε συμφωνία. Βλέπετε, δεν έχω στόμα για να τους φωνάξω να με αφήσουν ήσυχο. Μας φτιάχνουν χωρίς στόμα, χωρίς φωνή, εμάς τα καλοριφέρ. Άλλωστε μας φτιάχνουν για να ζεσταίνουμε τους ανθρώπους, όχι για να τους πιάνουμε κουβέντα….
Ξέρω, μπερδευτήκατε. Λογικά θα έχετε μείνει με το στόμα ανοιχτό, να χάσκει σαν τη σπηλιά του Νταβέλη. Δεν πιστεύετε πως ένα θερμαντικό πάνελ (όπως είναι το όνομα μου σύμφωνα με τον κατασκευαστή μου) σας μιλάει και μάλιστα γκρινιάζει για την οχλαγωγία των ανθρώπων που μαζεύτηκαν γύρω του, ένα κρύο πρωινό της Άνοιξης. Πρέπει μάλλον να σας εξηγήσω τώρα, γιατί δεν αντέχω να σας βλέπω με την απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα σας. Καθήστε λοιπόν αναπαυτικά και θα προσπαθήσω να σας πω την ιστορία μου, όσο πιο απλά και κατανοητά γίνεται.
Με έφτιαξαν κάτι Τούρκοι εργάτες, το 2015 νομίζω, σε ένα εργοστάσιο στο Elbantag, κοντά στην Ankara. Ο διευθυντής τους ήταν Γερμανός και από αυτόν μάθαμε εμείς τα καλοριφέρ, πως δεν λεγόμαστε radyatör, όπως μας έλεγαν αυτοί που μας έφτιαξαν, αλλά panel. Αυτός ο άνθρωπος, ο διευθυντής, είχε πολύ υψηλή μόρφωση. Τέλος πάντων. Μόλις μας έφτιαξαν, μας έβαλαν σε ένα κουτί το καθένα και περιμέναμε σε μία μεγάλη αποθήκη τη μοίρα μας, δηλαδή περιμέναμε να μας φορτώσουν και να μας πάνε σε κάποιο μέρος του κόσμου όπου θα πιάναμε δουλειά. Η δουλειά μας δεν ήταν άλλη από το να ζεσταίνουμε τον κόσμο όταν αυτός κρύωνε, τις νύχτες ή και τις μέρες του χειμώνα. Εγώ ήμουν τυχερό panel. Με έστησαν σε ένα σπίτι στη Ραφήνα, μία παραθαλάσσια πόλη της Αττικής, στην Ελλάδα. Δηλαδή προοριζόμουν για ελαφριά δουλειά και το κατάλαβα αυτό όταν με μετέφεραν με ένα φορτηγό, που ο οδηγός του μου τραγουδούσε καθώς με ξεφόρτωνε «Δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα, κρύο δεν έκανε ποτέ».
Ελαφριά δουλειά. Ξεκούραστη. Λίγες ώρες να γεμίζεις με ζεστό νερό, να φουντώνεις και μετά να σε κόβει ο θερμοστάτης, αφού σε ένα μισάωρο έπιανε τους είκοσι βαθμούς ο χώρος. Σκεφτόμουν τα αδέλφια μου που τα έστειλαν μακριά, στη Νορβηγία και τη Σουηδία, ακόμα και στη Ρουμανία. Εκεί μάθαινα πως δεν σταματούσαν να δουλεύουν, όλη μέρα. Ενώ εγώ, μαζί με τα άλλα καλοριφέρ του κτηρίου μας (γιατί καλοριφέρ μας έλεγαν πια), ίσα που προλαβαίναμε να ανάψουμε και αμέσως κάναμε το διάλειμμα μας. Ζωή και κότα, που λένε και οι άνθρωποι. Αλλά αυτή η ζωή δεν έμελλε να κρατήσει και πολύ.
Ήμουν - δεν ήμουν τρία χρόνια σε εκείνο το (μάλλον πλούσιο) σπίτι στη Ραφήνα, όταν άκουσα τους ανθρώπους του σπιτιού να συζητάνε για ένα πρόγραμμα που διαφήμιζε η τηλεόραση (φτιαγμένη και αυτή στο διπλανό εργοστάσιο απ’ όπου ερχόμουν εγώ). Το πρόγραμμα λεγόταν «Εξοικονομώ» ή κάπως έτσι τέλος πάντων. Λέγανε λοιπόν οι άνθρωποι πως ήταν ευκαιρία με το πρόγραμμα να βάλουν ενδοδαπέδια θέρμανση. Άρχισαν τότε να με ζώνουν τα φίδια. Τι θα πει ενδοδαπέδια θέρμανση; Θα με βάλουν ξαπλωτό στο πάτωμα για να τους ζεσταίνω; Χαζομάρες, αφού πρέπει να ξέρουν πως ξαπλωτοί δουλεύουν μόνο οι μηχανικοί αυτοκινήτων και οι δοκιμαστές στρωμάτων. Τα καλοριφέρ δεν δουλεύουν έτσι.
Κατάλαβα το τι θα πει «ενδοδαπέδια θέρμανση» όταν ήρθαν κάτι τεχνίτες και με ξήλωσαν για να συνδέσουν στη θέση μου κάτι σωλήνες πλαστικούς. Αυτό ήταν δηλαδή; Με αγόρασες, σε ζέστανα 3 χρόνια και τώρα με πετάς; Αν αυτό δεν λέγεται αχαριστία τότε πως λέγεται ρε άνθρωπε;
Έκλαιγα όπως με έβγαζαν από το σπίτι για να με δώσουν σε έναν κύριο, βρώμικο από τα γράσα και τις σκουριές, που είχε ένα άθλιο, μισοδιαλυμένο φορτηγάκι που από τη βρώμα άκουγα και άλλα μεταλλικά αντικείμενα που είχε πάνω του, να βογκούν και να κλαίνε. Προσπάθησα να φωνάξω «Μη με πετάτε πάνω σ’ αυτό το πράγμα!!» αλλά από τη βρώμα η φωνή μου δεν έβγαινε. Έτσι στοιβαγμένα όλα τα μεταλλικά σώματα, ψυγεία, πλυντήρια, σίδερα, σωλήνες και εγώ από πάνω τους, κλαίγαμε για τη μοίρα μας που δεν τη γνωρίζαμε κιόλας, την ώρα που ο άνθρωπος με τα βρώμικα ρούχα που μας αγόρασε, έβαζε μπρος τη μηχανή του φορτηγού.
Όπως ήμασταν όλα στοιβαγμένα, ρωτούσε ψιθυριστά το ένα το άλλο αν ήξερε που μας πάει αυτός που μας είχε αγοράσει. Κάποιοι «συνεπιβάτες», οι πιο παλιοί, έλεγαν πως πάμε για σκραπ.
Τι λέξη ήταν αυτή; «Σκραπ»; Δεν είχαμε πια τα ονόματα μας. Δεν μας έλεγαν «πλυντήριο», «κουζίνα», «θερμοσίφωνα» ή «καλοριφέρ». Τώρα όλα μαζί είχαμε ένα όνομα: «Σκραπ». Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό αλλά ο αέρας που με χτυπούσε στο πρόσωπο, καθώς το φορτηγό κινούταν και όπως ήμουν πάνω πάνω σ’ αυτή τη μακάβρια στοίβα, με παρηγορούσε κάπως και έδιωχνε τις πιο μαύρες σκέψεις μου.
Δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα είχαμε κάνει γιατί το φορτηγό πήγαινε αργά και αγκομαχώντας από το βάρος αλλά σε ένα σημείο του δρόμου το φορτηγό άρχισε να χοροπηδάει σε μία άσφαλτο γεμάτη λακκούβες. Όλο το σκραπ (αφού έτσι μας φώναζαν) άρχισε να βογκάει από τα χτυπήματα του φορτηγού. Εγώ ένιωθα πως μία πετούσα στον αέρα και μία έπεφτα με δύναμη πάνω σε ένα καζανάκι «Νιαγάρας» που ήταν από κάτω μου. Ο πόνος από το χτύπημα στο μαντέμι ήταν αφόρητος. Αλλά και ο «Νιαγάρας» πρέπει να υπέφερε γιατί είδα το καπάκι του να σπάει. Σχεδόν ταυτόχρονα είδα πως κι εγώ είχα ένα μεγάλο βούλιαγμα στο κάτω μέρος, εκεί που χτυπούσα πάνω στον Νιαγάρα. Απελπίστηκα.
Ενώ το μαρτύριο της μεταφοράς πάνω σε λακκούβες μεγάλωνε και έμοιαζε πως δεν θα σταματήσει ποτέ, βρέθηκα να αιωρούμαι πάνω από τον Νιαγάρα αλλά σε πιο μεγάλο ύψος από πριν. Το φορτηγό από κάτω μου προχωρούσε και ενώ έπεφτα, συνειδητοποίησα πως τώρα, αντί για τον Νιαγάρα, έπεφτα πάνω σε κάτι σωλήνες που ήταν φορτωμένοι πιο πίσω. Χτυπώντας πάνω τους και πονώντας αφόρητα, ένιωσα να κατρακυλάω και να πέφτω από το φορτηγό. Άρχισα να τσουλάω πάνω στα χόρτα και σταμάτησα πάνω σε μία μικρή κατηφοριά, όταν μία πέτρα σταμάτησε τον τρελό μου κατήφορο. Άκουσα το φορτηγό να φεύγει χωρίς να έχει καταλάβει πως «κάτι» έπεσε και σε λίγο έγινε απόλυτη ησυχία. Ούτε φορτηγό, ούτε άλλος ήχος ακουγόταν αλλά ούτε ένιωθα πόνο από τα χτυπήματα στον Νιαγάρα και επιπλέον βρισκόμουν ξαπλωμένο σε ένα αφράτο στρώμα από χόρτα, Έβγαλα έναν αναστεναγμό και έκλεισα τα μάτια μου. Είχα να κοιμηθώ έτσι ωραία από τότε που με κατασκεύασαν….
Δεν ξέρω πόσες ώρες κοιμόμουν αλλά με ξύπνησαν κάτι αγριοφωνάρες.
«Να, πάρε φωτογραφία. Να δες, ξήλωσαν τα καλοριφέρ. ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ – ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ, έτσι να γράψεις ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ». Ήταν ένας παράξενος φαλακρός τύπος που παραληρούσε, μέσα σε ένα μεγάλο μπλε κοστούμι, ή αν το κοστούμι δεν ήταν μεγάλο, τότε αυτός ήταν ο μικρός. Φώναζε σε κάτι άλλους να με βγάλουν φωτογραφία. Σάστισα. Πρώτη μου φορά ήμουν πρωταγωνιστής σε κάτι. Νόμιζα πως είχα παραισθήσεις από το χτύπημα της πτώσης μου από το φορτηγό αλλά δεν ήταν παραίσθηση. Ήταν η πιο γλυκιά αίσθηση. Η αίσθηση της επιτυχίας και του να γίνομαι το κέντρο του ενδιαφέροντος. Επιτέλους, η ζωή μου ανταπέδιδε την υπομονή μου πάνω στο φορτηγό και τη φρικτή μου απαξίωση με τον τίτλο του σκραπ. Δεν ήμουν πια μάζα. Ήμουν ένα διακεκριμένο μέλος της κοινωνίας των θερμαντικών σωμάτων και του υπόλοιπου οικιακού εξοπλισμού. Ήθελα να ευχαριστήσω εκείνο το μεγάλο μπλε κοστούμι για το ενδιαφέρον του αλλά δεν μπορούσα γιατί αυτό ακόμα χοροπηδούσε σαν μανιακός και φώναζε «ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ - ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ». Οι φωτογράφοι του δεν σταματούσαν να με βγάζουν φωτογραφίες. Ανφάς, προφίλ. Τρία-τέταρτα και όπως αλλιώς δεν έχει ονειρευτεί ακόμα και το πιο διάσημο top model του μεγαλύτερου οίκου μόδας ή η πιο κόκκινη και γρήγορη Ferrari στη διασημότερη έκθεση αυτοκινήτων. Μόνο που όταν προσπάθησα να χαμογελάσω ή να ισιώσω λίγο το κάλυμμα μου πρόχειρα, οι φωτογράφοι φώναξαν ΜΗΗΗ και μου έδωσαν μια κλωτσιά για να δείχνω ακόμα πιο ταλαιπωρημένο. Απόρησα. Δεν τους αρέσει η ομορφιά και προτιμούν τη φρίκη;
Ηλίθιες απορίες. Εδώ είμαι το κέντρο του ενδιαφέροντος και θα με νοιάζει το αν θα δείχνω πιο μαύρο ή πιο ταλαιπωρημένο; Άλλωστε θα ΔΕΙΧΝΩ, δεν θα είμαι, άρα; Αντίθετα θα είμαι έκθεμα από αυτά που εκείνος ο τύπος που κολυμπάει μέσα στο μπλε κοστούμι, θα με δείχνει και θα μιλάει για μένα. Που θα δείχνει τη φωτογραφία μου παντού, Που θα με κάνει σταρ.
Έμαθα μετά πως το σταριλίκι μου δεν θα είχε μεγάλο βεληνεκές. Θα αφορούσε μία μικρή πόλη, ένα χωριό πρακτικά. Αλλά δεν με νοιάζει. Κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη ή ακόμα χειρότερα, μηδενικό σε μία μάντρα που θα με φωνάζουν όλοι σκραπ. Άσε που δεν καταλαβαίνω και τι θα πει αυτή η λέξη. Ίσως μου εξηγήσει κάποια στιγμή ο μέντοράς μου. Ο παράξενος τύπος με το μπλε κοστούμι.