Ο εκ Βιέννης ευεργέτης τότε του αποκρίθηκε:
-«Διατί κύριε όχι; Δεν πρέπει να σας πειράζη αυτή η αξιολάτρευτος λέξις κατά την ακοήν σας, διότι αυτή η καλότυχος λέξις σας έφερεν και εσύναξε όλους σας εδώ»!
Και ο βαρόνος προσθέτει στο ημερολόγιό του: «Και κατά τούτο ηυχαριστήθην πηγαίνων εις τον βασιλικόν μπάλον, διότι ηδυνήθην να πληρώσω στον κύριον Βλαχούτζην το χρέος με παστρικήν και καθαρήν μονέδα»!
Η Φιλική Εταιρεία και οι φιλικοί στο σύνολό τους είχαν συλλήβδην απορριφθεί και απωθηθεί στο μη συνειδητό του έθνους. Κανείς δεν ήθελε να ακούει αυτή τη λέξη, ούτε και τα ονόματα των πρωτεργατών της. Σε τέτοιο σημείο έφτασε η ενσυνείδητη απόρριψη των Φιλικών, ώστε οι πρώτες ελληνικές κυβερνήσεις ουδέποτε μνημόνευσαν στις Εθνικές Συνελεύσεις και τις άλλες πολιτικές διαπραγματεύσεις τους τον αρχηγό της Επανάστασης Αλέξανδρο Υψηλάντη και το κίνημά του στις παραδουνάβιες χώρες.
Στην Ελλάδα, αλλά και τον κόσμο όλο, την Ιστορία την γράφουν συνήθως οι νικητές -προσωρινοί ή όχι- και οι μικρές λεπτομέρειες. Ειδικά τα περιστατικά και οι λεπτομέρειες τους, που συνδέονται με προσωπικά πάθη. Έτσι, ακόμα και για την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας το 1814, για πολύ καιρό επικρατούσε σκοτάδι λόγω αντιφατικών ισχυρισμών και επηρεασμένων καταγραφών, που ουδεμία σχέση είχαν με την πραγματική, τεκμηριωμένη δουλειά της Ιστορικής καταγραφής και της επιστημονικής διασταύρωσης των γεγονότων.
Η διαφωνία επί των προτιμητέων προς προσεταιρισμό προσώπων, από τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας εξελίχτηκε σε αήθη παρέμβαση και αλλοίωση της απόδοσης της Ιστορίας της. Πρόκειται για μία διαφωνία μεταξύ του εκ των ιδρυτών Εμ. Ξάνθου και ενός από τα πιο δραστήρια μέλη της, του Π. Αναγνωστόπουλου, η οποία παραμόρφωσε τα γεγονότα και κράτησε κρυμμένη την αλήθεια, από Ιστορικούς και απλούς μελετητές της μυστικής αυτής επαναστατικής οργάνωσης. Ο Αναγνωστόπουλος υπoστήριζε την άποψη ότι η Φιλική Εταιρεία δεν έπρεπε να απευθυνθεί στους Φαναριώτες, τους αριστοκράτες και το ανώτερο ιερατείο των δεσποτάδων. Δεν ήθελε ούτε τους Χιώτες, οι οποίοι ήταν μέρος της εφοπλιστικής ελίτ της εποχής. Αντίθετος αυτής της θέσης ήταν ο Ξάνθος και μάλιστα το εξηγεί και στα απομνημονεύματά του, ότι η Επανάσταση χωρίς το ιερατείο και τους προύχοντες ήταν αδύνατον να ξεκινήσει. Το πώς αυτή η διαφωνία βούτηξε την Ιστορία της Φιλικής Εταιρείας στο σκοτάδι για χρόνια και πως αυτή φτάνει μέχρι τις μέρες μας, θα το δούμε στο τέλος της παρούσας ανάρτησης. Τώρα ας πάρουμε την Ιστορία της Φιλικής Εταιρείας, από γεγονότα που πιστοποιούνται από τη διασταύρωση ιστορικών τεκμηρίων, αρχείων, μαρτυριών κλπ. Δεν είναι δυνατό τελικά, η πυκνότατη Ιστορία της βραχύβιας αλλά μεστής σε δράση, Φιλικής Εταιρείας να αποτυπωθεί σε λίγες αράδες, παρά την όσο το δυνατό υψηλότερη, συμπύκνωση της πλουσιότατης διαθέσιμης βιβλιογραφίας και αρθρογραφίας.
Το όραμα ενός εμποροϋπαλλήλου
Το οικογενειακό του όνομα ήταν Κουμπάρος. Ο Νικόλαος Κουμπάρος από το Κομπότι της Άρτας γεννημένος το 1779, είχε ένα μικρό μαγαζί στην πατρίδα του, όπου ασκούσε την τέχνη και το επάγγελμα του κατασκευαστή σκούφων, γεγονός που του έδωσε το επίθετο που τον ακολούθησε στην υπόλοιπη, σύντομη δυστυχώς, ζωή του. Σκουφάς. Νικόλαος Σκουφάς.
Ο Αρτινός Σκουφάς, απηυδισμένος από την καταπίεση του Αλή πασά, έκλεισε το μαγαζί στο Κομπότι και ξενιτεύτηκε για μία καλύτερη τύχη, στην Οδησσό, το «El Dorado» των δαιμόνιων Ελλήνων εμπόρων. Εκεί έρχονταν πάμφτωχοι και αναδεικνύονταν οικονομικά και κοινωνικά. Ο Σκουφάς όμως, ήταν η εξαίρεση. Έχοντας άλλα πράγματα στο μυαλό του, δεν έγινε πλούσιος μεγαλέμπορος. Εργαζόταν ως υπάλληλος σε εμπορικά καταστήματα.
Στρατηγέ/τι ζητούσες στη Λάρισα/συ/ένας/Υδραίος;
Το όνειρο της επαγγελματικής, οικονομικής καταξίωσης δεν ευοδώθηκε. Ο λόγος μάλλον ήταν πως ήταν ήδη παθιασμένος με το όνειρο της απελευθέρωσης της Ελλάδας -όπως εκείνος το αντιλαμβανόταν- από τον τουρκικό ζυγό. Όλη του την ενεργητικότητα τη διοχέτευσε σε αυτόν τον σκοπό. Πως όμως ένας πιλοποιός (καπελάς-σκουφάς) από το Κομπότι, παθιάστηκε με έναν στόχο μάλλον άπιαστο ως ουτοπικό, για τα δεδομένα του; Είχε αντίστοιχη επαναστατική κουλτούρα; Είχε το απαιτούμενο πάθος και διάθεση για αυτοθυσία; Και πως διαμορφώθηκαν μέσα του οι προϋποθέσεις της πυροδότησης της επαναστατικής ιδέας;
Ο Σκουφάς, πριν ακόμα την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, ήταν προκατηχημένος στις ιδέες που θα εμφύτευε στην Εταιρεία, από τον Κωνσταντίνο Ράδο, έμπορο στη Ρωσία, γεννημένο στο Τσεπέλοβο των Ιωαννίνων. Ο Ράδος είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, όπου μυήθηκε στον καρμποναρισμό, και είχε προσπαθήσει να ιδρύσει το 1812 στη Μόσχα ελληνική επαναστατική εταιρεία, υπολογίζοντας στα πρώτα μέλη της και τον Σκουφά.
Ο Σκουφάς ανέλαβε τη διάδοση και την κατήχηση μελών από το πλήθος των ομογενών της Ρωσίας. Μερικοί από τους μετέπειτα Φιλικούς, που προσέγγισε ήδη από το 1812 αλλά που μύησε από το 1814 μέχρι το 1818, ήταν ο Γεώργιος Σέκερης, ο Αντώνιος Κομιζόπουλος, ο Νικόλαος Γαλάτης και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος. Αρχικά οι προσπάθειές του στη Μόσχα και την Πετρούπολη δεν ευδοκίμησαν, αλλά στη συνέχεια βρήκε ανταπόκριση στην Οδησσό, στις αρχές του 1816. Στην Οδησσό επίσης, συνεργάστηκε με τον Άνθιμο Γαζή, ο οποίος μυήθηκε και ανέλαβε περαιτέρω, τη μύηση κλεφτών και αρματολών της Στερεάς Ελλάδας, δίνοντας έτσι μέρος της γεωγραφικής εξάπλωσης που απαιτούσαν οι στόχοι της Εταιρείας.
Βλέπουμε λοιπόν πως ο Ν. Σκουφάς, ερχόμενος σε επαφή με τον ιταλικό καρμποναρισμό μέσω του Κ. Ράδου, κατάλαβε την ανάγκη οργάνωσης και δράσης της Φιλικής Εταιρείας. Να σημειώσουμε πως ο Σκουφάς δεν επεδίωξε μάλλον κάποια σύνδεση καρμπονάρων και φιλικών, αφού από το ιταλικό κοινωνικό κίνημα κράτησε μόνο τη μεθοδολογία και τον τρόπο οργάνωσης που άλλωστε, του τα είχε «διδάξει» κατά κάποιο τρόπο ήδη, ο Ράδος.
Ο πεισματάρης και ονειροπόλος Σκουφάς, πέθανε από καρδιολογικά προβλήματα στις 31/7/1818, σε ηλικία 39 ετών και ενώ είχε μετακομίσει( όπως και η έδρα της Φιλικής Εταιρείας) στην Κωνσταντινούπολη. Μπορεί να μην πρόλαβε να ζήσει την ένταξη του Υψηλάντη ή την πυροδότηση της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αλλά ήταν από αυτούς που έσπειραν δίχως να τεμπελιάσουν ή να παραπονεθούν ποτέ.
Σχεδόν Ηπειρώτικη υπόθεση
Τσάκαλος ή Τεκελής, ήταν το οικογενειακό όνομα του Αθανάσιου, ο οποίος γεννήθηκε στα Γιάννενα, το 1788 ή το 1790, ανάλογα με το ποια πηγή προτιμάμε να εμπιστευθούμε. Ο Νικηφόρος Τσάκαλος (ή Τεκελής), ο πατέρας του ήταν από τον Τύρναβο και Γιαννιώτισσα ήταν η μητέρα του, Βασιλική Γώζου. Το γεγονός πως επρόκειτο για οικονομικά επιφανή οικογένεια (έμπορος γουναρικών στη Μόσχα, ο Νικηφόρος), εξασφαλίζει την παροχή οικογενειακών πληροφοριών για τον Αθανάσιο. Για τους ίδιους περίπου λόγους, γίνεται κατανοητή η μετατροπή του Τσάκαλου σε Τσακάλωφ.
Το 1802 και σε ηλικία περίπου 12 ετών, ο Αθανάσιος απήχθη έξω από το σχολείο του, από μέλη της φρουράς του Αλή πασά. Χρειάστηκε η συνεργασία της οδυρόμενης μάνας του, με τον Ταχήρ Αμπάζη, έμπιστο του Αλή, προκειμένου να γλιτώσει τη δυσοίωνη μοίρα των απαχθέντων παιδιών της εποχής.
Η εύλογη συνέχεια είναι ότι το παιδί φυγαδεύτηκε στη Μόσχα, όπου ήταν ο πατέρας του, ολοκλήρωσε τις βασικές του σπουδές και μετά βρέθηκε στο Παρίσι. Εκεί σπούδασε Φυσική και Ιατρική, αλλά και έγινε μέλος του Ελληνόφωνου (Ελληνόγλωσσου) Ξενοδοχείου, Hôtel Hellénophone, μια μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1809 στο Παρίσι από τον Θεσσαλονικιό Γρηγόριο Ζαλύκη. Ήταν μία οργάνωση με ξεκάθαρα τεκτονική δομή και διαδικασίες μύησης. Ο σκοπός της οργάνωσης ήταν η πνευματική αναγέννηση και διαφώτιση των Ελλήνων και την προετοιμασία εξέγερσης ενάντια στους Τούρκους. Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ μετέφερε μεγάλο μέρος από το πλήθος των γνώσεων που απέκτησε, στην Φιλική Εταιρεία, ως συνιδρυτής της.
Αν και ο Τσακάλωφ προερχόταν από εύπορη οικογένεια, δεν ήταν μέλος κάποιας ελίτ της εποχής, στην Οδησσό ή την Κωνσταντινούπολη. Όπως άλλωστε και ο Σκουφάς. Το κοινό, οι υποστηρικτές της Φιλικής Εταιρείας ήταν μικροέμποροι, υπάλληλοι, τεχνίτες, και άλλα άτομα της μεσαίας τάξης. Στην αρχή, υπήρξε δυσπιστία απέναντι στην ενέργεια των Φιλικών και, από τα πρώτα χρόνια ως το 1817, η απήχηση της ήταν μικρή, μιας και οι ιδρυτές της δεν είχαν μεγάλο κοινωνικό υπόβαθρο. Ο Τσακάλωφ εκείνη την περίοδο, πρότεινε στο Σκουφά να ξεχάσουν τις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει και να διαλύσουν την Εταιρεία. Ο επίμονος Σκουφάς, όμως, πρότεινε να συνεχίσουν το έργο τους, αλλά να μεταφέρουν την έδρα της εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα, συμφώνησαν οι δύο τους να σταματήσουν για λίγο τη μύηση μελών, μέχρι να πεισθούν, ότι το ελληνικό έθνος ήταν προετοιμασμένο για τον αγώνα , αλλά και για να συλλέξουν οικονομικά μέσα για την υλοποίηση των στόχων τους.
Η μεταφορά της έδρας στην Κωνσταντινούπολη το 1818, οδήγησε σε αθρόες μυήσεις. Σταθμός στην πορεία της Εταιρείας ήταν η μύηση του Σέκερη, ενώ ακολούθησε και η μύηση και άλλων μελών. Προφανώς, η μύηση όλων αυτών των ανθρώπων πραγματοποιήθηκε, γιατί ο Σκουφάς παραβίασε τη συμφωνία του με Τσακάλωφ. Στη συνέχεια, ο Σκουφάς αποφάσισε τη μετακίνηση της έδρας στην Πελοπόννησο. Πριν, όμως, ξεκινήσει για Πελοπόννησο, αρρώστησε και πέθανε.
Όταν πέθανε ο Σκουφάς, ο Τσακάλωφ από τη Σμύρνη κατευθύνθηκε στην Κωνσταντινούπολη και επωμίστηκε την ευθύνη για την επιτυχία της Εταιρείας μολονότι, σε έγγραφο του είχε διατυπώσει τις ανησυχίες του για τις τότε ενέργειες της Εταιρείας. Ο Τσακάλωφ πίστευε ότι οι Έλληνες δεν ήταν έτοιμοι για αγώνα ακόμη, αλλά και ότι η εταιρεία δεν διέθετε τους κατάλληλους οικονομικούς πόρους και μέλη. Θα λέγαμε πως ο Τσακάλωφ – ήδη μυημένος στο ελευθεροτεκτονικό σχήμα του Ελληνόφωνου Ξενοδοχείου - θεωρούσε απαραίτητη την ανάπτυξη της συνείδησης της νεωτερικότητας εκ μέρους του λαού. Από τα μέχρι τότε γεγονότα μάλλον πιστοποιείται πως ο Σκουφάς βρισκόταν στον αντίποδα αυτής της αντίληψης. Επηρεασμένος από τον Ράδο, όπως είδαμε και από την επαναστατικότητα του ιταλικού καρμποναρισμού, ζούσε ήδη την άμεση ανάγκη των επαναστατικών κοινωνικών αλλαγών.
Οι περισσότεροι αγνοούν ότι ο Τσακάλωφ συμμετείχε και στον ένοπλο αγώνα. Σύμφωνα με καταγραφές και διάχυτες αλλά διασταυρωμένες πληροφορίες έχουμε στοιχεία που φανερώνουν, ότι τραυματίστηκε στη μάχη του Δραγατσανίου. Άλλα στοιχεία για ενέργειές του σε Ελλάδα εκτός από το ότι διορίστηκε το Σεπτέμβριο του 1823 μέλος του Τριμελούς Επαρχικού Κριτηρίου Σαλαμίνας, δεν υπάρχουν. Παρά το ότι συνέβαλε στην προετοιμασία της επανάστασης, δεν αναμείχθηκε στα πολιτικά πράγματα. Μετά την άφιξη του Καποδίστρια σε Ελλάδα το 1829, υπηρέτησε ως υπάλληλος του Γενικού Φροντιστηρίου και πληρεξούσιος της Ηπείρου στη Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους.
Όταν δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας, ο Τσακάλωφ απογοητεύτηκε από την έκβαση των γεγονότων και έτσι από το Ναύπλιο έφυγε για τη Μόσχα. Ο Τσακάλωφ εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μόσχα και δεν ξανααναμείχθηκε με τα πολιτικά. Εκεί, μάλιστα, παντρεύτηκε και έκανε τρία παιδία.
Ο Πάτμιος Εμμανουήλ Ξάνθος
Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 οι υποψιασμένοι περαστικοί του Κολωνακίου παρατήρησαν ότι η προτομή του Πατμίου Εμμανουήλ Ξάνθου έλειπε από την πλατεία. Αντιθέτως, η ορειχάλκινη προτομή του Ανδριτσάνου Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου είχε κάνει την εμφάνισή της. Με δεδομένο πως στην πλατεία Φιλικής Εταιρείας οι 4 προτομές θα έπρεπε να είναι των 3 συνιδρυτών και του γενικού Επιτρόπου της Αρχής και Συντονιστή της Επανάστασης, Υψηλάντη, η απουσία της προτομής του Ξάνθου τον εκτόπιζε από το Ιστορικό γεγονός και τον αντικαθιστούσε με τον Ανδριτσάνο Αναγνωστόπουλο.
Μία ιστορική διαφωνία που –αδίκως- κρατάει ως τις μέρες μας
Η Εφημερίδα των Συντακτών μας πληροφορεί (Ζ. Καυκαλίδης «Νησίδες»– 28.09.2019) πως η ιστορία ξεκίνησε το 1990. «Δημοσιεύτηκαν τότε στον ημερήσιο Τύπο επιστολές μεταξύ του προέδρου του Συλλόγου Ανδριτσάνων Αθηνών και του προέδρου των Δωδεκανησιακών Σωματείων Αθηνών-Πειραιώς. Ο πρώτος, θέλοντας να αποκαταστήσει την «αλήθεια», επέμενε ότι ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ήταν ο τρίτος ιδρυτής και όχι ο Ξάνθος. Η απάντηση ήρθε από τον καθηγητή Ζαχαρία Τσιρπανλή, που ορθώς διέψευδε το περιεχόμενο της επιστολής του προέδρου Ανδριτσάνων, οι οποίοι είχαν εγκαταστήσει στην πλατεία την ορειχάλκινη προτομή του Αναγνωστόπουλου.
Παρ' όλα αυτά, στις αρχές της δεκαετίας του αιώνα μας, η προτομή Ξάνθου αποσύρθηκε. Στις 2.2.2011, μια ερώτηση βουλευτή της αντιπολίτευσης προς τον υπουργό Πολιτισμού έθετε το ζήτημα:
Για ποιον λόγο αφαιρέθηκε η προτομή του Πάτμιου φιλικού και πού βρίσκεται. Εάν έχει αφαιρεθεί για συντήρηση, πότε αναμένεται η επανατοποθέτησή της και για ποιον λόγο υπάρχει αυτή η αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
Η προτομή, βέβαια, επανήλθε. Αλλά ιδού πώς έχει το ζήτημα που πίκρανε και αμαύρωσε τα τελευταία χρόνια του Εμμανουήλ Ξάνθου.
Το 1834 κυκλοφορεί το δοκίμιο περί Φιλικής Εταιρείας του ιστορικού Ιωάννη Φιλήμονος πληροφορώντας τους Έλληνες για τη δράση της Φιλικής Εταιρείας, που η συντριπτική τους πλειονότητα αγνοούσε.
Η θέση του δίπλα στον Δημήτριο Υψηλάντη τον είχε φέρει σε επαφή με τους Ξάνθο, Αναγνωστόπουλο, Θέμελη, Αναγνωσταρά και Δικαίο και του επέτρεψε να συλλέξει κάποια έγγραφα σχετικά με τη Φιλική και τους πρωταγωνιστές της. Αλλά το δοκίμιό του, όπως και ο ίδιος αργότερα παραδέχτηκε, ήταν ατελές και σε πολλά σημεία του εσφαλμένο.
Ο Φιλήμονας βασίστηκε στις προφορικές περιγραφές του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου. Στο δοκίμιο αυτό μεταξύ άλλων υπήρχαν σοβαρές και ηθικά βαρύτατες κατηγορίες εναντίον του Εμμανουήλ Ξάνθου. Ο τελευταίος αυτός κατηγορείται ως σπάταλος και καταχραστής χρηματικών ποσών της Εταιρείας. Αλλά, πάνω απ' όλα, του αρνείται ότι υπήρξε ένας εκ των τριών ιδρυτών, υποστηρίζοντας ότι δεν βρισκόταν στην Οδησσό τo 1814, έτος δημιουργίας της Φιλικής Εταιρείας.
Τις βάσεις της μυστικής οργάνωσης τις έθεσαν οι Σκουφάς, Τσακάλωφ και Αναγνωστόπουλος! Ολα αυτά βέβαια ο Φιλήμων τα έγραψε καθ’ υπαγόρευσιν του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου. Λίγα χρόνια αργότερα, ο ιστορικός μας, σε εκτενές άρθρο του στην εφημερίδα «Αιών» (φύλλο 49, 19/3/1839), και αφού έχει λάβει υπόψη του την Απολογία του Ξάνθου, γράφει: «Υποπέσαμεν εξ αγνοίας εις παραδρομάς τινας και ως προς τα συστατικά της αρχής του συστήματος τούτου εν γένει, και ως προς το πρόσωπον του Ξάνθου ιδιαιτέρως».
Τέλος πάντων η θέση του Ξάνθου στην ιδρυτική τριάδα, με τις γραπτές αποδείξεις και τα παραστατικά έγγραφα που προσφέρθηκαν από τον ίδιο, τις επανορθώσεις του Ιωάννη Φιλήμονος, τις παρατηρήσεις του Παναγιώτη Σέκερη, τη μελέτη του Απόστολου Βακαλόπουλου, αλλά και τις έρευνες του ακαδημαϊκού Αρς στα ρωσικά αρχεία, διακόσια χρόνια αργότερα, ο Αναγνωστόπουλος διαψεύδεται κατά κράτος.
Μένει μόνο η απορία, γιατί τόση επιμονή εκ μέρους του Αναγνωστόπουλου, ακόμα και όταν ο Σέκερης μιλώντας για το έργο του Φιλήμονα παρατηρούσε πως δεν πρέπει να του δίνουμε και πολλή σημασία γιατί περιέχει ανακρίβειες. Γιατί τόσο μένος ακόμα και κατά της γυναίκας του Ξάνθου; Γιατί τόσο μένος, το οποίο φτάνει πια στην κακοήθεια.
Ο Κωστής Παλαμάς, χρόνια αργότερα, όταν ο Καλύμνιος πατριώτης και εθνικός ευεργέτης ιατρός Σκεύος Ζερβός έθετε την προτομή του Ξάνθου στην πλατεία Κολωνακίου, έδωσε την απάντηση: «... Διότι ήγγισε κι εσέ, Ξάνθε, ο φθόνος, το ψεύδος, και η αχαριστία. Αλλά, διά να σε αποκαταστήσουν και να σε μεγαλώσουν». (Ζ. Καυκαλίδης - ΕΦΣΥΝ 28/9/2019)
Τελικά και όπως άλλωστε έρχονται και οι διηγήσεις περί της μύησης του Υψηλάντη ή της αποτυχίας της ανάληψης της Αρχής από τον Καποδίστρια να επιβεβαιώσουν, εκείνος που διέτρεχε την Ευρώπη σε μήκη και πλάτη ήταν ο Πάτμιος Εμ.Ξάνθος, πιστοποιηθείς συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας. Ομοίως δραστήριος ήταν και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, μένοντας όμως συνεπέστερος στην άποψη του περί προσέγγισης στελεχών εκ της μεσαίας τάξης της εποχής έναντι Φαναριωτών ή άλλων μελών της αριστοκρατικής ή ιερατικής ελίτ.
Ο Ξάνθος είναι ο δεύτερος, μετά τον Τσακάλωφ του «Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου», που εισάγει τεκτονικά στοιχεία στη Φιλική Εταιρεία, την οποία συνίδρυσαν μαζί με τον Σκουφά, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1814 στην Οδησσό.
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος γεννήθηκε το 1772 στην Πάτμο και σπούδασε στην τοπική Πατμιάδα Σχολή. Το 1792 μετανάστευσε στην Τεργέστη, όπου μία υποτυπώδης παροικία Πατμίων ασχολούνταν με το εμπόριο. Μέχρι το 1810, το εμπόριο ήταν και η αποκλειστική ασχολία του Ξάνθου, εργαζόμενου δίπλα στον έμπορο Ξένη. Το 1812 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη για εμπορικές υποθέσεις του Ξένη και τον επόμενο χρόνο στην Πρέβεζα και την Πάργα, με σκοπό την αγορά ελαιόλαδου. Κατά την επιστροφή του, μέσω των Επτανήσων, μυήθηκε στη Λευκάδα στον τεκτονισμό. Επιστρέφοντας στην Οδησσό, επηρεασμένος από το κύμα ιδεών που είχε δεχτεί τόσο από τους τέκτονες, τους φορείς των ιδεών του Διαφωτισμού και από τη διάδοση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, συναισθάνθηκε περισσότερο την άθλια κατάσταση των υπόδουλων Ελλήνων και η πρώιμη έστω, συνειδητοποίηση της νεωτερικότητας, τον οδήγησε στους συνιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας
Μετά τη διεύρυνση του ηγετικού κύκλου της με την εισδοχή του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου (1816), του Αθανασίου Σέκερη (1818) κ.ά., ο Ξάνθος κατείχε στην ιεραρχία την όγδοη θέση, όπως μας δείχνουν τα σχετικά αρχεία των Φιλικών
Από τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας, ο Σκουφάς πέθανε νέος και πριν προλάβει να δει τον στόχο της Εταιρείας να ευοδώνεται, αν και δούλεψε εντατικότατα γι’ αυτό. Ο Τσακάλωφ αν και πήρε μέρος και στον ένοπλο αγώνα, τελικά απογοητευμένος και από τη δολοφονία του Καποδίστρια τον Σεπτέμβρη του 1831, μετοίκησε στη Μόσχα, οριστικά και μέχρι τον θάνατο του.
Ο Ξάνθος, ακολούθησε την Επανάσταση μέχρι την Πελοπόννησο, από την οποία έφυγε το 1826 για να πάει στο Μούγκατς της Ουγγαρίας, όπου κρατούταν ο Υψηλάντης και για να βοηθήσει στην απόδραση του. Επειδή η επιχείρηση απέτυχε (και επειδή την αρνήθηκε και ο Υψηλάντης), ο Ξάνθος έφυγε για τη Βλαχία, όπου έζησε τα επόμενα 10 χρόνια. Γύρισε στην Αθήνα όπου έζησε σε απόλυτη ανέχεια. Πέθανε από δυστύχημα, πέφτοντας από τα σκαλιά της Βουλής, έχοντας παρακολουθήσει μία συνεδρίαση.
Ο πρωτεργάτης της Φιλικής Εταιρείας, αλλά και αγωνιστής, ακόμα και μέχρι το 1826, ελάμβανε ως «σύνταξη» από την πατρίδα ποσό πολλές φορές μικρότερο από αυτά που ελάμβαναν άκαπνοι και ασήμαντοι βουλευτές. Η σύνταξη που κληροδότησε στην κόρη του ήταν 150 δραχμές μηνιαίως, όταν οι παραπάνω άκαπνοι βουλευτές ελάμβαναν πάνω από 3.000
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα του Σπύρου Μελά για τον Ξάνθο και την πρόσκληση που του έκανε «η πατρίς» για να τον τιμήσει
«Το 1837, η πατρίδα τον καλούσε για να τον τιμήσει δίνοντάς του ένα ‘πιστοποιητικό’ για τους αγώνες του. Του κρέμασαν στο στήθος και τον χρυσό Σταυρό του Σωτήρος για να ζητιανεύει καλύτερα»
Το αρχείο των Φιλικών
Ήδη από την εποχή του Ι. Φιλήμονος γίνονταν προσπάθειες συγκέντρωσης των εγγραφών των μελών της Φιλικής Εταιρείας και της συγκρότησης του πληρέστερου κατά το δυνατό καταλόγου. Παρά τα όσα προαναφέρθηκαν για τις έριδες και τις διενέξεις μεταξύ των μελών (και όσα δεν αναφέραμε ακόμα, γεγονότα που οδήγησαν σε τουλάχιστον 2 πολιτικές δολοφονίες εντός της Φ.Ε.) οι κατάλογοι θεωρούνται ακριβείς, αν και όχι πάντα πλήρεις. Ήταν το σύστημα των δώδεκα «αποστόλων της Φιλικής Εταιρείας» και της διευρυμένης εγγραφής μελών που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα χάος, αν δεν υπήρχε μία προσήλωση σε μία εσωτερική γραφειοκρατία, αποκρυφιστικού τύπου προσήλωση στην ακρίβεια, ακόμα και εν καιρώ πολέμου, που μας κληροδότησε τους καταλόγους μελών.
Το 1937 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Βαλέριου Γ. Μέξα, «Oι Φιλικοί. Κατάλογος των μελών της Εταιρείας εκ του αρχείου Σέκερη», Αθήνα 1937. Το βιβλίο διασώζεται στο ηλεκτρονικό αρχείο της ΑΝΕΜΗΣ. Έχει βασιστεί στο αρχείο Σέκερη, όπως αναφέρει στη σελίδα ιβ’ αλλά έχει χρησιμοποιηθεί και το αρχείο Ξάνθου, όπως και προσετέθησαν ονόματα Φιλικών των οποίων η μύηση μαρτυρείται από σχετικά διπλώματα ή αφιερώματα τα οποία συνόδευαν τη σχετική τελετή
Ο κατάλογος είναι πολύ λεπτομερής και αναφέρει, εκτός από το ονοματεπώνυμο του μέλους, το όνομα του κατηχητή του και τη χρονολογία μύησης. Ξεκινά από τον Γ. Σέκερη, ο οποίος μυήθηκε στις 13/12/1814 στην Μόσχα, από τον Ν. Σκουφά και φτάνει στον αριθμό 541, στον Γρηγόριο Δημητρίου, 60 ετών, που μυήθηκε το 1821 από τον Στ. Χαχαμάκη στην Πετρούπολη
Ο κατάλογος των Φιλικών, ενημερωμένος και εμπλουτισμένος με περισσότερα και διασταυρωμένα με περισσότερες πηγές, στοιχεία υπάρχει και στην ελληνική Wikipedia Ο κατάλογος Μέξα υπάρχει σε νεότερη έκδοση (2018) από τις εκδόσεις «Λαβύρινθος». Το σύνολο των μελών κατά πάσα πιθανότητα ξεπερνούσε κατά πολύ τον κατάλογο Μέξα, ο οποίος όμως θεωρείται πάρα πολύ αξιόπιστος δεδομένου πως αποτελεί προϊόν επεξεργασίας και αντιπαράθεσης 2 σοβαρών αρχείων. Του Σέκερη και του Ξάνθου.
Γαλάτης – Καμαρηνός. Οι τρεις (δύο+μία) πολιτικές δολοφονίες της Φ.Ε.
Η περίπτωση Γαλάτη και του υπηρέτη του
Ο Ιθακήσιος Νικόλαος Γαλάτης γεννήθηκε το 1792. Καταγόταν από εύπορη αρχοντική οικογένεια. Φοίτησε στη Σχολή των Κυδωνιών. Ήταν γλωσσομαθής (γνώριζε γαλλικά και ιταλικά). Μυήθηκε το 1816 στην Οδησσό.
Προβάλλοντας συστηματικά τον ισχυρισμό του ότι είναι συγγενής του Καποδίστρια, ζήτησε να πάει στην Πετρούπολη να τον μυήσει και να του προσφέρει την ηγεσία της Εταιρείας. Περνώντας από τη Μόσχα, ο Γαλάτης μύησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον Φιραρή (1754-1819) (όχι τον γνωστό μας κι από τη μάχη του Πέτα Μαυροκορδάτο), καθώς και άλλους επιφανείς Έλληνες.
Στην Πετρούπολη δεν είχε ανάλογη επιτυχία, γιατί οι φλογεροί επαναστατικοί του λόγοι φαίνεται πως δεν ταίριαζαν με τις αντιλήψεις του Καποδίστρια, ο οποίος γνωρίζουμε πως ήταν της άποψης πως θα έπρεπε πρώτα ο ελληνικός λαός να εμπεδώσει τη νεωτερικότητα και τις αρχές μίας εθνικής Επανάστασης, πριν κάνει το επόμενο βήμα. Ο Γαλάτης, ενθουσιώδης επαναστάτης και με άγνοια κινδύνου, προκάλεσε το ενδιαφέρον των ρώσικων αρχών. Μετά από εντολή του τσάρου, συνελήφθη και ανακρίθηκε από τις ρωσικές αρχές. Σώθηκε χάρη στην επέμβαση του Καποδίστρια και του Έλληνα αρχηγού της Αστυνομίας, στρατηγού Γοργόλη. Τον οδήγησαν στο Ιάσιο της Μολδαβίας, όπου έμεινε υπό την επιτήρηση του Ρώσου πρόξενου Πίνι. Παρουσιάζοντας την επιτήρηση του πρόξενου ως προστασία, κατάφερε να μυήσει τον γραμματέα του εκεί ρωσικού προξενείου Γεώργιο Λεβέντη. Δαιμόνιος όσο και ψεύτης, ο Θιακός, αλλά αποτελεσματικός και δημιουργικός. Αυτά μάλλον και τον έφαγαν.
Άρχισε να αλληλογραφεί χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα Αλεξιανός και Αλέξανδρος Δημητρίου, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιούσε εράνους με φορτικό τρόπο. Ξεπέρασε όμως κάθε όριο, όταν στον γάμο του ανιψιού του μητροπολίτη Μολδαβίας Βασιλίτζα διέλυσε τη νυφική πομπή, χτυπώντας με μαστίγιο τη νύφη. Αποτέλεσμα ήταν να τον απελάσουν από το Ιάσιο. Μαζί του κατάσχεσαν το αρχείο του και αν δεν καιγόταν έγκαιρα, το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας θα είχε προδοθεί. Ευτυχώς –για τον ίδιο και προς ώρας- πρόλαβε να το κάψει.
Στη συνέχεια πήγε στο Βουκουρέστι, όπου συνέχισε να μυεί νέα μέλη στη Φιλική Εταιρεία, αλλά παράλληλα να προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια.
«Μισογενές τέρας» τον αποκαλούσε ο μυημένος απ' αυτόν στη Φιλική Εταιρεία Θεόδωρος Νέγρης.
Ο Σκουφάς, πριν πεθάνει το 1818, κάλεσε τον Γαλάτη στην Κωνσταντινούπολη και εκείνος πήγε, ελπίζοντας να γίνει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Ποτέ δεν έκρυβε άλλωστε τη φιλοδοξία του αυτή. Όταν όμως έφτασε εκεί, ο Σκουφάς είχε πεθάνει και τα δεδομένα για τον Γαλάτη είχαν αλλάξει. Ο Παναγιώτης Σέκερης και οι άλλοι υψηλόβαθμοι της Εταιρείας τον δέχτηκαν καλά. Ο Γαλάτης, ακολουθώντας τις υψηλές έως ανόητες συχνά, φιλοδοξίες του, πικράθηκε πολύ και σκέφτηκε να προδώσει τα μυστικά της Εταιρείας στον Χαλέτ Εφέντη. Το χειρότερο για τον ίδιο ήταν πως εξομολογήθηκε την ανόητη (και μάλλον κενής περιεχομένου) πρόθεση του σε έναν Ιθακήσιο πλοίαρχο, που συνάντησε στον δρόμο του. Ο πλοίαρχος, αντιλαμβανόμενος το επιπόλαιο του χαρακτήρα του, κατόρθωσε να τον μεταπείσει. Ο Γαλάτης επέστρεψε στον χώρο συζητήσεων των άλλων αρχηγών και τους είπε τι πήγε να κάνει, γεγονός που επιβεβαίωσε και ο Ιθακήσιος πλοίαρχος. Τότε αποφασίστηκε η καταδίκη του σε θάνατο.
Τον έστειλαν τότε για μύηση νέων μελών στη Μάνη. Στο ταξίδι του τον ακολούθησαν ο υπηρέτης του, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο, επίσης φιλικός, Παναγιώτης Δημητρόπουλος. Στην πορεία τους προς τις Σπέτσες αποβιβάστηκαν στην Ερμιονίδα για να επισκεφθούν κάποιο πύργο. Στα παράλια της Ερμιόνης ο Δημητρόπουλος εκμεταλλευόμενος μία ευκαιρία που τον έφερε στα νώτα του Γαλάτη, τον πυροβόλησε. Ο Γαλάτης τραυματίστηκε και επιτέθηκε εναντίον του με το σπαθί του. Τότε ο Δημητρόπουλος του έριξε και δεύτερη σφαίρα. Πεθαίνοντας ο Γαλάτης του είπε: «Αχ! Με φάγατε! Τι σας έκαμα;».
Κλαίγοντας ο Δημητρόπουλος του είπε πως δεν ήθελε να το κάνει αυτό, αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος «διά να γλιτώσομεν από την ανοικονόμητόν σου κακίαν». Επίσης σκοτώθηκε κι ο υπηρέτης του Γαλάτη. Ο Τσακάλωφ με τον Δημητρόπουλο φιλοξενήθηκαν αρχικά από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και στη συνέχεια κατέφυγαν στην Πίζα της Ιταλίας. Δεν είναι γνωστή η ημερομηνία της δολοφονίας του Γαλάτη. Έγινε όμως σίγουρα, το 1819.
Ο Καμαρηνός
Ο Κυριάκος Καμαρηνός γεννήθηκε στην Καμάρα της Μεσσηνίας το 1781. Ο πατέρας του λεγόταν Κωνσταντίνος Κυριακός. Ο γιός του, Κυριάκος ονομάστηκε Καμαρηνός, για να ξεχωρίζει από τους άλλους Κυριακούς.
Όπως οι περισσότεροι νέοι της εποχής του, ακολούθησε την εμπορική δραστηριότητα. Εμπορευόταν στην Κωνσταντινούπολη και τη Μολδαβία.
α/α 60. Καμαρηνός Κωνσταντίνου Κυριακός. Από Καλαμάτα. Έμπορος. Χρονών 27. Δια Γρηγορίου Δικαίου Γρ. 250 αναφέρεται στο βιβλίου του Μέξα, από το οποίο μαθαίνουμε πως μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα στην Κωνσταντινούπολη στις 15 Ιουλίου 1818.
Λίγο αργότερα, ονομάστηκε απόστολος της Εταιρείας, με ειδική αποστολή τη μύηση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, η οποία έγινε στις 2/8/1818. Αργότερα, ο Καμαρηνός επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1820, ο Μαυρομιχάλης με γράμμα του ζήτησε να πάει στον Καποδίστρια για να εξασφαλίσει οικονομική βοήθεια για τον Αγώνα.
Αν και δεν είχε εξουσιοδότηση από την Αρχή της Εταιρείας και στην Οδησσό οι μεγαλέμποροι και Φιλικοί Ηλίας Μάνεσης και Γιάννης Αμβροσίου προσπάθησαν να τον εμποδίσουν, ο Καμαρηνός έφτασε στην Πετρούπολη. Ο Καποδίστριας, τον οποίο συνάντησε, δεν τον βοήθησε και έπειτα ο Καμαρηνός πήγε στη Βεσαραβία, όπου συνάντησε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Από αυτόν ζήτησε 2.000.000 γρόσια για την εξέγερση της Μάνης. Το ποσό αυτό όμως ήταν εξωπραγματικό και δεν μπορούσε να διατεθεί.
Ο Καμαρηνός, χωρίς δεύτερη σκέψη, άρχισε να συκοφαντεί τον Υψηλάντη και να απειλεί ότι θα διαδώσει στην Πελοπόννησο τις αδυναμίες της Εταιρείας και ότι ο Καποδίστριας αποδοκίμαζε τον ένοπλο αγώνα. Κάτι τέτοιο θα ματαίωνε την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Έτσι, οι άλλοι Φιλικοί αποφάσισαν τη δολοφονία του.
Στα τέλη του 1820, καθώς ο Καμαρηνός περνούσε με ένα ποταμόπλοιο τον Δούναβη, δολοφονήθηκε από τους Ευμορφόπουλο, Σφαέλλο και Καραβία. Σίγουρα υπήρχαν κι άλλοι φιλικοί οι οποίοι πήραν μέρος στη δολοφονία του, αλλά δεν κατονομάζονται από τους πρωτεργάτες.
Μέχρι σήμερα οι προδοσίες του Γαλάτη και του Καμαρηνού υφίστανται μόνο στο πεδίο των προθέσεων. Τίποτα δεν έχει αποδειχθεί ως γενόμενο. Τουλάχιστον ως γεγονός και τεκμήριο ενοχής. Αλλά σε συνωμοτικούς καιρούς, το τελευταίο που θα απαιτούνταν για την απόδειξη της αθωότητας κάποιου, ο οποίος ανοιχτά είχε εκδηλώσει την πρόθεση του να αποκαλύψει την μυστική οργάνωση των συνωμοτών, θα ήταν αποδείξεις. Δεν υπήρχαν τέτοιες πολυτέλειες σε τέτοιους καιρούς, που μύριζε μπαρούτι σε όλη την Ευρώπη.
Και άλλες δολοφονίες. Ανεξιχνίαστες σχεδόν, αλλά δολοφονίες
Δημήτριος Ύπατρος
Ο Δημήτριος Ύπατρος (κατ’ άλλους «Ίπατρος») υπήρξε ένας από τους πλέον δραστήριους αποστόλους της Φιλικής Εταιρείας. Σύμφωνα με τον κατάλογο των αποστόλων, είχε αναλάβει την Αίγυπτο (βλ. κατάλογο αποστόλων). Μετσοβίτης, γεννημένος το 1788 περίπου και ήταν γιατρός.
Υπηρέτησε στον αγγλικό στρατό στα Επτάνησα. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Αναγνωσταρά. Μετά τη μύησή του, έφυγε για την Αίγυπτο, όπου κατήχησε τον Θεσσαλό έμπορο Τασίκα (Απρίλιος 1819) και στη συνέχεια άλλους Θεσσαλούς και Ηπειρώτες εμπόρους. Με διαδοχικές αποστολές στην Αίγυπτο, τον Λίβανο, την Κύπρο, συγκέντρωσε χρήματα για τους σκοπούς της Εταιρείας. Τον Οκτώβριο του 1820 βρέθηκε στο Ισμαήλι της Βεσαραβίας, όπου αποφασίστηκε η γρήγορη έναρξη της Επανάστασης.
Η Φιλική Εταιρεία είχε διευρυνθεί πάρα πολύ μετά τη δράση των αποστόλων της. Ήταν πια αδύνατο να τηρηθούν το απόρρητο και η πειθαρχία από τα μέλη της.
Το 1820 και ενώ ο προεπαναστατικός οργασμός της Φιλικής Εταιρείας κορυφωνόταν, ο Αλή Πασάς στασίασε εναντίον του σουλτάνου. Η επίσπευση της Επανάστασης ήταν πια μονόδρομος για τους Φιλικούς, όπως πίστευαν και όπως είχαν ήδη σχεδιάσει, τουλάχιστον επί χάρτου.
Το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς (1820) ο Ύπατρος πήγε στη Θεσσαλονίκη, όπου γνώρισε τους : Αθανάσιος Σκανδαλίδη, Στέργιο Πολύδωρο, Χρύσανθο Πρωτοσύγκελο, Κυριάκη Τουσίτσα, Αργυρό Ταρπουχτσή και Χριστόδουλο Μπαλάνο. Στον Μπαλάνο μάλιστα παρέδωσε γράμματα από τον Εμμανουήλ Παππά, που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη.
Είχε μαζί του επίσης, προκήρυξη και επιστολές του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τους καπεταναίους του Ολύμπου (Γάτσο, Καρατάσο, Συρόπουλο). Ο Ύπατρος σκόπευε να κατευθυνθεί μετά προς τα Γιάννενα, περνώντας από την πατρίδα του, το Μέτσοβο.
Ο ζακυνθινός Φιλικός Αν. Κορνήλιος (σύμφωνα με τον Φιλήμονα) τον σύστησε στον Πασόρ Πεΐν (Τούρκο στρατιωτικό αξιωματούχο στα Γιάννενα) και τον Δράμαλη (Μαχμούτ πασά), για να μπορέσει να επισκεφθεί τον Αλή πασά, με πρόσχημα ότι θα τον θανατώσει με δηλητήριο. Πραγματικός σκοπός του, όμως, ήταν να έρθει σε συνεννόηση με τον Αλή πασά για κοινή δράση εναντίον των Τούρκων. Το παιχνίδι των κατασκόπων έχει πολλά και συχνά μοιραία, απρόοπτα. Στη διαδρομή ο Ύπατρος πιάστηκε από άνδρες του Ναουσαίου προεστού Ζαφειράκη και οδηγήθηκε με τη βία σ’ αυτόν. Ο Ζαφειράκης βρισκόταν σε κόντρα με τον Σελίμ πασά για τοπικά θέματα της Νάουσας και θεωρούσε τον Ύπατρο κατάσκοπό του! Στήριζε μάλιστα την παράλογη αυτή υποψία του στη φιλική σχέση του Ύπατρου με τον Μετσοβίτη Κοντογιάννη, έμπορο και υποστηρικτή των αντιπάλων του (όπως μας πληροφορεί με σχετική επιφύλαξη ο Μ. Στούκας σε άρθρο του στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» από το 2017. Ο Ύπατρος και ο Κοντογιάννης συνελήφθησαν, τα έγγραφα που είχε μαζί του ο πρώτος διαβάζονται και ο καδής (οθωμανός δικαστής) της περιοχής στέλνει τον Ύπατρο φρουρούμενο στον Πασόρ Πεΐν στα Γιάννενα.
Ο υπεύθυνος για τη ζημιά, Ζαφειράκης κατάλαβε την ακόμα μεγαλύτερη ζημιά που πήγαινε να γίνει. Διέταξε τους αρματολούς των Χασίων Βλαχαβαίους να στήσουν ενέδρα, να σκοτώσουν την τουρκική φρουρά και να σώσουν τον Ύπατρο και τα έγγραφα. Στην ενέδρα αυτή, δυστυχώς, σκοτώθηκε μόνο ο Ύπατρος. Οι Τούρκοι γλίτωσαν και τα έγγραφα, μέσω του Πασόρ Πεΐν, κατέληξαν στον σουλτάνο. Ο σουλτάνος, πονηρά σκεπτόμενος, έκρυψε τα έγγραφα από τον διερμηνέα του, Ιωάννη Καλλιμάχη. Προφανώς τον θεωρούσε ύποπτο για δράση υπονομευτική της εξουσίας του.
Με φιρμάνι ευχαρίστησε τον Ζαφειράκη, γράφοντας ότι πρόσφερε υπηρεσία, όπως μας πληροφορεί ο Ι. Φιλήμων. Μάλιστα ο σουλτάνος χαρακτηρίζει την δούλευση του Ζαφειράκη ως δούλευση «την οποίαν δεν έκαμεν ουδέ Τούρκος προς το Δεβλέτι» (δεβλέτι =κράτος
Μέσα στην (άγνωστης μέχρι τότε κλίμακας) απόγνωση, οι Φιλικοί της Θεσσαλονίκης έστειλαν επιστολή στον διερμηνέα του σουλτάνου Ιωάννη Καλλιμάχη, ζητώντας του να αλλάξει, όσο μπορεί, το περιεχόμενο των εγγράφων που έφτασαν στον σουλτάνο, κι εκείνος τους καθησύχασε.
Εν τω μεταξύ στα Γιάννενα, οι περισσότεροι Τούρκοι θεώρησαν το γεγονός αυτό σαν έμμεση ραδιουργία εναντίον του Αλή Πασά. Ο Πασόρ Πεΐν μάλιστα, πιστεύοντας ότι μπορεί ν’ ανακαλύψει και άλλα μυστικά, προσπάθησε να εντοπίσει και να συλλάβει, χωρίς επιτυχία όμως, όσους πήραν μέρος στην ενέδρα.
Η τραγική αυτή ιστορία, η οποία στοίχισε τη ζωή στον Δημήτριο Ύπατρο, ένα εξέχον μέλος της Φιλικής Εταιρείας και πρόδωσε πολλά από τα σχέδιά της στον σουλτάνο, έκλεισε το 1822, με το θάνατο του Ζαφειράκη (ο οποίος μαζί με τον Γάτσο και τον Καρατάσο «ξεσήκωσαν» τη Νάουσα εναντίον των Τούρκων), στο Σοφολιό της Βέροιας, μετά από συμπλοκή του με τουρκικά στρατεύματα.
Μία άλλη εκδοχή (πάλι του Φιλήμονα) θέλει τον Ύπατρο να συναντήθηκε με τον Ζαφειράκη, μετά από συστάσεις του Εμμανουήλ Παππά. Θέλοντας να εμψυχώσει το Ναουσαίο πρόκριτο, ο Ύπατρος του είπε, ανάμεσα σε άλλα, ότι «βοηθός του μέλλοντος πολέμου είναι ο Αλή πασάς». Ο Ζαφειράκης, ο οποίος ήταν άσπονδος εχθρός του πασά των Ιωαννίνων, πρόδωσε τον Ύπατρο.
Ασημάκης Θεοδώρου
Ο Αρκάς Ασημάκης Θεοδώρου καταγόταν από τη Ζάτουνα. Πριν την Επανάσταση ήταν γραμματικός του Ισμαήλ Πασίμπεη. Όταν ο Βελή πασάς απομακρύνθηκε από τη διοίκηση της Πελοποννήσου, ο Θεοδώρου πήγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.
Υπάρχουν αναφορές που τον θέλουν στην Οδησσό, να ζητά από τα εκεί μέλη της Εταιρείας ένα χρηματικό ποσό που τελικά δεν του δόθηκε.
Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και πρόδωσε στον ευνοούμενο του σουλτάνου Χαλέτ Εφέντη τα μυστικά της Εταιρείας και τα σχέδιά της για κατάληψη του οθωμανικού στόλου και αιχμαλωσία του σουλτάνου (αρχές του 1821). Τα ηγετικά κλιμάκια της Εταιρείας, με τη βοήθεια της Κωνσταντινουπολίτισσας Μαριγώς Ζαραφοπούλα (που λέγεται πως ήταν και η ίδια μέλος της Φ.Ε. αλλά δεν πιστοποιείται από κάπου όπως για την Κ. Ναύτη, βλ. παρακάτω) έμαθαν για την προδοσία του Θεοδώρου και λεπτομέρειες για το τι ακριβώς έγινε. Στα μέσα Φεβρουαρίου 1821, έγινε αποτυχημένη προσπάθεια να δολοφονηθεί.
Ο Θεοδώρου συνέχιζε το επαίσχυντο έργο της προδοσίας του, ακόμα και μετά την κήρυξη της Επανάστασης, έχοντας γίνει ιδιαίτερα επικίνδυνος. Φρόντισε μάλιστα να ενοχοποιήσει ουκ ολίγους Έλληνες στις οθωμανικές αρχές. (Ι. Φιλήμων). Το τέλος αυτών των ανθρώπων είναι σχεδόν πανομοιότυπο. Παρά τις πολύτιμες πληροφορίες που τους έδινε, οι Τούρκοι φαίνεται ότι δεν του είχαν εμπιστοσύνη και τελικά τον αποκεφάλισαν το 1822.
Διόγος, Τσολάκογλους και Δουσίτσας:
Ο Διόγος (αγνώστου ονόματος) ήταν Ζακυνθινός κρεοπώλης. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και έφτασε ως τον βαθμό του «Συστημένου». Το 1820 ήρθε σε ρήξη με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος ήταν εξόριστος στη Ζάκυνθο και ασχολούνταν με το ζωεμπόριο και το εμπόριο κρεάτων.
Ο Διόγος πήγε στην Πρέβεζα και πρόδωσε στον Αλή πασά όσα γνώριζε για τη Φιλική Εταιρεία, κατονομάζοντας μάλιστα ως μέλος της τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο. Ο Βλαχόπουλος, που όντως ήταν Φιλικός, ανακρίθηκε από τον Αλή πασά κατ’ ιδίαν, ωστόσο αρνήθηκε κάθε κατηγορία και κατάφερε τελικά να γλιτώσει.
O Αλή πασάς, για να πουλήσει εκδούλευση στην Πύλη και να εξευμενίσει τον σουλτάνο, καθώς είχε πέσει στη δυσμένειά του, έστειλε έκθεση στην Κωνσταντινούπολη σχετικά με τα ελληνικά σχέδια. Ο Σουλτάνος όμως θεώρησε τις πληροφορίες ως παραπλανητικές, λόγω της αντιζηλίας μεταξύ των τοπαρχών (του Αλή πασά, του Πασόρ Πεϊν και του Χαλέτ εφέντη) και δεν τις αξιολόγησε ως σοβαρές.
Ο Διόγος, λίγο αργότερα, δολοφονήθηκε στα Γιάννενα, πιθανότατα από Φιλικούς.
Ο Δημήτριος Τσολάκογλους ήταν πρόκριτος των Αγράφων στο τέλος του 18ου και στην αρχή του 19ου αιώνα και είχε ισχυρή επιρροή στην περιοχή. Ο Αλή πασάς, ο οποίος τον μισούσε για την επιρροή που ασκούσε στον πληθυσμό, τον φυλάκισε στα Γιάννενα για 5 χρόνια περίπου. Πιθανότατα εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Επέστρεψε στα Άγραφα και θέλοντας να ανακτήσει τα προνόμια που είχε χάσει, κατέδωσε στον Χουρσίτ πασά, ο οποίος περνούσε από τη Θεσσαλία για να πολεμήσει τον Αλή πασά, τον αντίζηλό του, Γεώργιο Καβοστεργιόπουλο. Συγκεκριμένα, του αποκάλυψε ότι ο Καβοστεργιόπουλος και άλλα τρία μέλη της οικογένειάς του ήταν Φιλικοί. Ο Καβοστεργιόπουλος και άλλα εννιά μέλη της οικογένειάς του αποκεφαλίστηκαν από τον Χουρσίτ πασά. Τρεις μήνες αργότερα, ο Τσολάκογλους κι ένας από τους γιους του απαγχονίστηκαν στη Λάρισα από τον Χουρσίτ.
Τέλος, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο Κωνσταντίνος Δουσίτσας πρόδωσε στον Μεχμέτ Αλή τον δραστήριο Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα. Ο Μεχμέτ Αλή αγνόησε τα όσα του είπε ο Δουσίτσας, ενώ ο Πελοπίδας φυγαδεύθηκε στην Ελλάδα με τη βοήθεια του φίλου του, γιατρού Αντώνιου Ψαρρού. Άλλες πηγές χρεώνουν και αυτή την προδοσία, πάντως, στον Ασημάκη Θεοδώρου.
Στον Τσολάκογλους πάντως αναφέρεται και ο Δημήτριος Φωτιάδης στο έργο του «Γεώργιος Καραϊσκάκης». Η δε –σχεδόν- συνωνυμία με τον στρατιωτικό που ανέλαβε πρώτος κατοχικός πρωθυπουργός το 1941 είναι εντυπωσιακή.
Η μόνη γυναίκα –βέβαιο μέλος της Φιλικής Εταιρείας
Αν και μυστική εταιρεία και σχεδόν τεκτονική αδελφότητα η Φιλική Εταιρεία, υπάρχει μία περίπτωση που έδειξε ένα πιο φιλελεύθερο –για τα δεδομένα της εποχής- πρόσωπο. Απέκτησε και γυναίκα μέλος, κατά παράβαση των όσων ίσχυαν σε μία αυστηρά ανδροκρατούμενη εποχή. Μπορεί αργότερα και διαρκούντων των πολεμικών συγκρούσεων να υπήρχαν αναφορές για τη συμμετοχή και άλλων γυναικείων μορφών του ‘21 στη Φιλική Εταιρεία, αλλά αυτό είναι μάλλον μία επιτηδευμένη ή όχι στρέβλωση της πραγματικότητας. Μετά τη μετακόμιση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, το 1821 δεν υπάρχει πλέον Φιλική Εταιρεία με τη μορφή που τη γνωρίζουμε και με τις διαδικασίες μύησης που εφάρμοζε. Τα μέλη της είχαν αποδυθεί στις πολεμικές συγκρούσεις και δεν υπήρχε περιθώριο ανάληψης υποχρεώσεων στα πλαίσια λειτουργίας μίας μυστικής Εταιρείας.
Ένα χρόνο πριν από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, το 1820 στο αρχοντικό του γιατρού Μιχαήλ Ναύτη πραγματοποιούνται ανελλιπώς συναντήσεις των Φιλικών στη Σμύρνη. Η γυναίκα του Ναύτη, η Κυριακή, αγνοώντας έως εκείνη τη στιγμή τον σκοπό των συγκεντρώσεων, ανακαλύπτει το μυστικό του άντρα της. Δεν χρειάζεται να κάνουμε αναφορά στις πολιτικές δολοφονίες που είχαν προηγηθεί και οφείλονταν σε αποκαλύψεις μυστικών της Εταιρείας. Οι επιλογές ήταν δύο λοιπόν. Θάνατος ή μύηση στη Φιλική Εταιρεία.
Η Κυριακή Ναύτη έγινε η πρώτη και μοναδική γυναίκα, η οποία έγινε μέλος της μυστικής οργάνωσης που προετοίμασε το έδαφος για την πυροδότηση της εξέγερσης του 21.
Η ταυτότητα της Φιλικής Εταιρείας
Η Φιλική Εταιρεία στηρίχθηκε στα οργανωτικά πρότυπα των Καρμπονάρων και των Ελευθεροτεκτόνων, κινήματα που άλλωστε περιέχονταν σε λανθάνουσα μορφή στο συστατικό της DNA. Η θητεία του επίμονου Σκουφά δίπλα στον Ράδο της μετάγγισε οργανωτικά στοιχεία των Καρμπονάρων τα οποία όμως ήταν λίγα, αφού ο κύριος εκφραστής τους εντός της Φ.Ε. πέθανε νωρίς. Οι τεκτονικές επιρροές ήταν περισσότερες αφού τόσο ο Τσακάλωφ, όσο και ο Ξάνθος είχαν θητεύσει σε ελευθεροτεκτονικά σχήματα.
Η ηγετική της ομάδα είχε το προσωνύμιο «η Αόρατος Αρχή» και περιβλήθηκε από την πρώτη στιγμή με τέτοια μυστική αίγλη, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι συμμετείχαν σε αυτήν πολλές σημαντικές προσωπικότητες. Όχι μόνον Έλληνες μα και ξένοι, όπως ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας.
Η αλήθεια ήταν κάπως μελαγχολική. Τον πρώτο καιρό είχε μόνο τρία μέλη. Τους τρεις ιδρυτές της. Κατόπιν, από το 1815 έως το 1818, προστέθηκαν άλλοι πέντε και μετά το θάνατο του Σκουφά προστέθηκαν άλλοι τρεις. Από το 1814 μέχρι το 1818 δηλαδή, η Φ.Ε. είχε μόλις 8 μέλη!
Η αποστολική δράση ήταν το κλειδί
Το 1818 η Αόρατη Αρχή μετονομάστηκε σε «Αρχή των Δώδεκα Αποστόλων» και κάθε «Απόστολος» ανέλαβε την ευθύνη μιας μεγάλης περιφέρειας. Οι Aπόστολοι της Φιλικής Εταιρείας ήταν δώδεκα και ορίστηκαν από τον Σκουφά, όταν πήγε στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 1818.
ο Γεωργάκης Ολύμπιος για τη Σερβία,
ο Βατικιώτης για τη Βουλγαρία,
ο Πεντεδέκας για τη Ρουμανία,
ο Λουριώτης για την Ιταλία,
ο Αναγνωσταράς για τα νησιά του Σαρωνικού,
ο Χρυσοσπάθης για τη Μεσσηνία,
ο Φαρμάκης για τη Μακεδονία και Θράκη,
ο Κροκίδας για την Ήπειρο,
ο Πελοπίδας για την Πελοπόννησο,
ο Ίπατρος για την Αίγυπτο,
ο Κατακάζης για τη Νότια Ρωσία και
ο Κυρ. Καμαρηνός για τον Πετρόμπεη της Μάνης.
Το Μουσείο της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό
Διασκορπιζόμενοι οι «Απόστολοι» κατάφεραν να προσεγγίσουν πεφωτισμένους, μορφωμένους ή απλά ανήσυχους Έλληνες της Διασποράς και να τους μυήσουν στην Εταιρεία. Το μυστήριο της «Αόρατης Αρχής» και τα όσα αυτό υπονοούσε, δίχως όμως να βεβαιώνει κάποια ισχύ, λειτούργησε ελκυστικά για τη μεσαία τάξη της Διασποράς η οποία ήταν και ουσιαστικά η τάξη εκείνη των ανθρώπων που μπορούσε να κατανοήσει το όραμα των ιδρυτών της Φ.Ε. Οι ανώτερες, μορφωτικά ή οικονομικά, τάξεις προσανατολίζονταν σε άλλες σκέψεις και άλλους στόχους που προϋπέθεταν την ωρίμανση του υποκειμένου της Επανάστασης και την εμπέδωση εκ μέρους του της νεωτερικότητας και αυτών που εξέφραζε.
Το τελετουργικό ήταν απλά ένα ένδυμα, μία μεταμφίεση. Ήταν το κάλεσμα στο «παιχνίδι των κατασκόπων» της εποχής. Το να ξεσηκωθεί ένας λαός που δεν έχει καν τη συνείδηση ενός λαού, μία εθνική αφήγηση, απέναντι σε μία αυτοκρατορία (ακόμα και αν αυτή ασθενούσε βαρέως) απαιτούσε ένα ψέμα. Ένα παραμύθι ισχύος. Έναν τρόπο να πιστέψουν οι υπόδουλοι πως κάποιος τους στηρίζει. Δεν ήταν ανάγκη τελικά να είναι και αλήθεια. Η δύναμη του ψέματος είναι πολύ μεγάλη, αν όχι και μεγαλύτερη από εκείνη της αλήθειας, ειδικά όταν οι καιροί μυρίζουν μπαρούτι επί 150 χρόνια ήδη.
Αυτό το ψέμα, αυτή τη φαντασίωση πρόσφερε η Φιλική Εταιρεία στα λίγα χρόνια της ζωής της. Συσπείρωσε λόγιους, αριστοκράτες, εμπόρους, οπλαρχηγούς, κλέφτες και αρματολούς και καραβοκύρηδες σε έναν οιωνί στόχο. Σε έναν στόχο που δεν υπήρχε και ούτε θα υπήρχε ποτέ, αν οι τελετές και οι μυήσεις δεν εγκαθιστούσαν το ψέμα ως εθνική αλήθεια, στις συνειδήσεις.
Η Φιλική Εταιρεία μπορεί τελικά να μην ήταν ούτε πολεμικός ούτε πολιτικός, ούτε οικονομικός ούτε κατασκοπευτικός βραχίονας του 21, αλλά όπως τελικά απέδειξε η ίδια η Ιστορία, η Φιλική Εταιρεία έπρεπε πάση θυσία να εφευρεθεί.
Πως αλλιώς θα γεννιόταν αυτό το ενοποιητικό ψέμα, αυτή η συγκολλητική παραίσθηση που ένωσε τόσο ετερόκλιτο κόσμο σε έναν σκοπό, που η διάζευξη της επιτυχίας της ήταν μόνο ο θάνατος
Βιβλιογραφία
Εμμανουήλ Ξάνθος, ο Φιλικός – Κωστής Παπαγιώργης, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ Αθήνα 2005
Οι πόλεις των Φιλικών – Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων – Αθήνα 2015
Οι Φιλικοί - Κατάλογος των μελών της Φιλικής Εταιρείας εκ του Αρχείου Σέκερη – ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ – Αθήνα 2018
Η Φιλική Εταιρεία στη συνείδηση των Ελλήνων, Ζέφυρος Καυκαλίδης 14.02.2016Εφημερίδα των Συντακτών
Φιλική Εταιρεία: Η δολοφονία του Ύπατρου, Μ. Στούκας, Εφ. Πρώτο Θέμα 24/3/2017
Φιλική Εταιρεία, οι ανήσυχοι συνωμότες, Στ. Καβελλιεράκης - ΤΟ ΒΗΜΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ 21-22/3/2020 –
Καραϊσκάκης – Δημήτρης Φωτιάδης, ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Αθήνα 1995