" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ

2ος Παγκόσμιος Πόλεμος: Το Ανατολικό Μέτωπο, η συμβολή της Σοβιετικής Ένωσης και η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας μακριά από ψυχροπολεμικές ιδεοληψίες & σκοπιμότητες Κύριο

 

του συνεργάτη της atticavoice, Δημήτρη Βελαώρα

 

Αφορμή γι αυτό το άρθρο στάθηκαν κάποιες εκπομπές της σειράς «Μικρά μαθήματα για έναν μεγάλο κόσμο» που (ξανα)προβλήθηκαν πρόσφατα από το κανάλι της Βουλής. Υπεύθυνη της εκπομπής ήταν η καθηγήτρια ιστορίας του ΕΚΠΑ Μαρία Ευθυμίου και οφείλω να ομολογήσω ότι ο τρόπος παρουσίασης της ιστορίας του Ανθρώπου από την αρχή του κόσμου έως και πρόσφατα, ήταν κατά κανόνα υποδειγματικός, κάτι που οι σημαντικές για το θέμα γνώσεις της, της επέτρεψαν να κάνει με άνεση. Όμως, παρακολουθώντας τις εκπομπές που αναφέρονταν στον Β’ Π.Π, διέκρινα μια μάλλον στερεοτυπική αντίληψη για το σημαντικό αυτό ιστορικό γεγονός του 20ου αιώνα. Πολλές φορές είναι πράγματι δύσκολο να αποφύγει κανείς τις κοινοτοπίες πάνω στην ανάλυση πολύπλοκων ιστορικών φαινομένων και για αυτό δεν μπορώ να αποδώσω εύκολες «κατηγορίες» στην κα Ευθυμίου.

Ειδικότερα στο θέμα του ρόλου της Σοβιετικής Ένωσης (ΣΕ) ως προς την νικηφόρα έκβαση του πολέμου, είχαν για πολλές δεκαετίες επικρατήσει αντιλήψεις και ερμηνείες που απέχουν αρκετά από την ιστορική πραγματικότητα. Κι αυτό γιατί ο ψυχρός πόλεμος που ακολούθησε ανάμεσα στις δύο νικηφόρες -και μέχρι τη λήξη του πολέμου συμμαχικές- υπερδυνάμεις, δηλ. τις ΗΠΑ και τη ΣΕ, έπλασε και από τις δύο πλευρές ερμηνείες που αποσκοπούσαν είτε να μειώσουν, είτε να διογκώσουν τη συμβολή του αντίπαλου πρώην συμμάχου, ανάλογα με την οπτική και τα συμφέροντα κάθε πλευράς. Ειδικότερα στη Δύση, η σχετική με το ανατολικό μέτωπο ιστοριογραφία ακολούθησε την ερμηνεία των γεγονότων -όσο και αν αυτό φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση παράξενο- ειδωμένη μέσα από το πρίσμα της ηττημένης Γερμανίας. Με αυτό προφανώς δεν εννοώ ότι η Δύση ενστερνίστηκε τη ναζιστική θεώρηση του πολέμου. Εννοώ ότι η ερμηνεία των γεγονότων που έλαβαν χώρα από τον Ιούνιο του 1941 ως και το τέλος του πολέμου τον Μάϊο του 1945 στον ανατολικό μέτωπο, ήταν σχεδόν απόλυτα σύμφωνη με τη αντίστοιχη θεώρηση των Γερμανών στρατηγών, που μπορεί να συμπυκνωθεί στο εξής βασικό μύθευμα: Η Γερμανία ηττήθηκε από αριθμητικά υπέρτερες ορδές τεχνολογικά καθυστερημένων «βαρβάρων», από τον Ρωσικό χειμώνα και από τα λάθη του παράφρονα Χίτλερ. Ότι δηλαδή, η ήττα του Γερμανικού στρατού ήταν λίγο – πολύ ένα αποτέλεσμα ανεξάρτητο από την ίδια την ικανότητα των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το βιβλίο του Γερμανού στρατάρχη Erich von Manstein με τίτλο που μιλά από μόνος του: «Verlorene Siege (Χαμένες Νίκες)».

Τις τελευταίες δεκαετίες όμως, και ιδιαίτερα μετά το άνοιγμα των Σοβιετικών πηγών και αρχείων που ακολούθησε τη διάλυση της ΣΕ το 1991, ένας σημαντικός αριθμός ιστορικών τόσο δυτικών όσο και Ρώσων, ξαναείδαν τα ιστορικά γεγονότα με ένα νέο μάτι, μακριά από προκαταλήψεις, ιδεοληψίες και ερμηνευτικές ευκολίες. Θα παραθέσω μια πολύ βασική βιβλιογράφια δυτικών ιστορικών για όποιον θελήσει να εμβαθύνει περισσότερο στο θέμα, βιβλιογραφία που αποτελεί και τη βασικότερη πηγή του άρθρου:

  • David M. Glantz & Jonathan M. House: “When Titans Clashed: How the Red Army Stopped Hitler”, University Press of Kansas, 2015, 2020. Ο βασικός συγγραφέας D. Glantz είναι πρώην αξιωματικός του Αμερικάνικου στρατού με αντικείμενο τις πληροφορίες και ειδίκευση στη Ρωσική στρατιωτική ιστορία. Το συγκεκριμένο βιβλίο αλλά και πολλά άλλα που έχει γράψει πάνω στο ίδιο θέμα, αποτελούν πλέον κλασσικά ιστορικά εγχειρίδια για το ανατολικό μέτωπο.
  • Richard Overy: «Russia's War: A History of the Soviet Effort: 1941-1945», ‎ Penguin Books, 1998. Ο συγγραφέας είναι Βρεττανός ιστορικός και έχει διατελέσει καθηγητής στα Πανεπιστήμια του Cambridge, King’s College και Exeter. Θεωρείται αυθεντία σε θέματα Β’ Π.Π
  • Stephen G. Fritz: “Ostkrieg: Hitler's War of Extermination in the East”, University Press of Kentucky, 2015. Ο συγγραφέας είναι Αμερικάνος ιστορικός, καθηγητής στο East Tennessee State University με ειδίκευση στην Ευρωπαϊκή ιστορία των αρχών του 20ου αιώνα.
  • Και τέλος, δεν θα πρέπει να παραλείψω τον Αμερικάνο καθηγητή στρατιωτικής ιστορίας Robert M. Citino που έχει γράψει έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων για το ανατολικό μέτωπο, ενώ έχει διατελέσει καθηγητής εκτός από αρκετά Παν/μια των ΗΠΑ και σε Αμερικανικές στρατιωτικές σχολές (Westpoint, κ.ά.).

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Βέβαια δεν θα προσπαθήσω να παρουσιάσω όλη τη διπλωματική ιστορία των σχέσεων Γερμανίας – ΣΕ από την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (δεκαετία του ’20), τη Συνθήκη του Rapallo, τον Ισπανικό εμφύλιο μέχρι το Σύμφωνο Molotov - Ribbentrop και τη Γερμανική επίθεση, που είναι μια αρκετά μεγάλη, περίπλοκη και καθ’ εαυτή ενδιαφέρουσα ιστορία.

Οι σχεδιασμοί του Γερμανικού επιτελείου ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1940 και το τελικό σχέδιο της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσσα», όπως ονομάστηκε η επίθεση στη ΣΕ, οριστικοποιήθηκε με την περιώνυμη υπ’ αριθ. 21 Διαταγή της 18ης Δεκέμβρη 1940. Πριν απ’ αυτή όμως, τα Γερμανικά επιτελεία είχαν κάνει μια σημαντική προσπάθεια υπολογισμών και προσομοιώσεων ώστε να κατανοήσουν καλύτερα τις δυσκολίες και την πιθανή έκβαση των επιχειρήσεων. Ο επικεφαλής της Γερμανικής Επιμελητείας στρατηγός W. Wagner στις 12 και 15 Δεκέμβρη του 1940 παρουσίασε στον Γερμανό ΑΓΕΣ στρατηγό F. Halder τους εξαιρετικά ακριβείς (όπως αποδείχθηκε) υπολογισμούς του σχετικά με την επάρκεια σε εφόδια των Γερμανικών δυνάμεων στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας επιχείρησης. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, ο Γερμανικός στρατός διέθετε επάρκεια σε καύσιμα μέχρις ενός βάθους επιχειρήσεων από 500 ως 800 χλμ, ενώ τα εφόδια και τα τρόφιμα θα επαρκούσαν για περίπου 20 ημέρες εχθροπραξιών. Ακριβώς δηλαδή όσο ήταν το βάθος διείσδυσης της αρχικής γερμανικής επίθεσης και ο χρόνος που χρειάστηκε ο Γερμανικός στρατός να φτάσει κοντά στο Σμολένσκ στα μέσα Ιουλίου του 1941. Μετά από αυτή τη φάση, οι ίδιοι υπολογισμοί προέβλεψαν ότι τα στρατεύματα θα έπρεπε να ανασυνταχθούν και να επανεφοδιαστούν για αρκετές εβδομάδες, όπως και ακριβώς έγινε. Παράλληλα, ο τότε υπαρχηγός του Halder και κατοπινός επικεφαλής της 6ης Γερμανικής στρατιάς που καταστράφηκε ολοκληρωτικά στο Στάλινγκραντ, στρατηγός F. Paulus, έδειξε σε άσκηση επί χάρτου, ότι κατά τη διείσδυση του Γερμανικού στρατού σε όλο και μεγαλύτερο βάθος στο Σοβιετικό έδαφος, οι Γερμανικές δυνάμεις θα έχαναν σταθερά το όποιο πλεονέκτημα ισχύος διέθεταν αρχικά, καθώς η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε εύκολα και γρήγορα να συστήσει τουλάχιστον 40 επιπλέον νέες μεραρχίες και να μεταφέρει κι άλλες δυνάμεις από τη Σιβηρία. Φαίνεται ότι το Γερμανικό επιτελείο δεν θέλησε να δει ποτέ κατάματα την πραγματικότητα, αλλά έμεινε σε μια υπεροπτικά αισιόδοξη θεώρηση των πραγμάτων που είχε διατηρήσει από τις επιχειρήσεις στη Δύση, διατηρώντας όμως παράλληλα σαν γενική θεώρηση ότι ο γερμανικός στρατός θα έπρεπε ταχύτατα (σε βάθος μερικών εβδομάδων) να εξουδετερώσει τον Κόκκινο Στρατό, αναγκάζοντας έτσι τη ΣΕ σε παράδοση. Η αλήθεια είναι ότι αν και οι στόχοι του επιτελείου επικεντρώνονταν στην κατάληψη της Μόσχας, ο Χίτλερ – που σε αυτή τη φάση δεν διαφώνησε ανοιχτά με τους στρατηγούς του - πίστευε ότι στόχος πρέπει να είναι η εξουδετέρωση του Κόκκινου Στρατού, αλλά σε κάθε περίπτωση και η ταχύτατη κατάληψη των πλουτοπαραγωγικών πηγών της ΣΕ, δηλ των πετρελαίων του Καυκάσου, των βιομηχανικών κέντρων και των σιτοβολώνων της Ουκρανίας.

 

II World War 02

Φωτογραφία από αρχικές επιχειρήσεις της Γερμανικής επίθεσης

 

Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, ξεκίνησαν στις 22 Ιούνη 1941. Τη μέρα εκείνη, 19 μεραρχίες τεθωρακισμένων (σημ.: μεραρχίες αρμάτων), 14 μηχανοκίνητες μεραρχίες πεζικού και 119 μεραρχίες πεζικού & ειδικές μονάδες του Γερμανικού στρατού μαζί με 1 τεθωρακισμένη και 13 μεραρχίες του Ρουμάνικου στρατού επιτέθηκαν στη ΣΕ, που διέθετε συνολικά 50 μεραρχίες τεθωρακισμένων, 25 μηχανοκίνητες μεραρχίες, 139 μεραρχίες πεζικού και 6 μεραρχίες ιππικού. Επειδή για λόγους καθαρά οργανωτικούς οι Σοβιετικές μονάδες ήταν μικρότερες σε αριθμό ανδρών από τις αντίστοιχες Γερμανικές, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Γερμανία διέθετε συνολικά 3.050.000 στρατιώτες, η Ρουμανία 325.000 και η ΣΕ 3.272.000. Οι αριθμοί αναφέρονται σε όλο το μέτωπο της επίθεσης από τη Νορβηγία, Φινλανδία και Βαλτική μέχρι τη Μαύρη θάλασσα και όχι στο σύνολο των ενόπλων δυνάμεων του κάθε αντιμαχόμενου. Για να αντιληφθούμε το κολοσσιαίο μέγεθος της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσσα», ας σημειώσω παρενθετικά εδώ ως σύγκριση, ότι σε όλη κι όλη τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων στη Βόρεια Αφρική, η σημασία των οποίων τόσο πολύ διογκώθηκε από τη δυτική ιστοριογραφία, οι Γερμανικές δυνάμεις δεν ήταν παραπάνω από 4 μεραρχίες, οι δύο από αυτές τεθωρακισμένες.

 

 

Κι εδώ ξεκινάει μια πρώτη σειρά από ιστορικές παρανοήσεις:

Η Γερμανική πολεμική μηχανή με τα 3.350 άρματα και τα 600.000 οχήματα δεν ήταν το τεχνολογικό θαύμα που θα ήθελε να είναι. Καταρχάς, από τις 152 συνολικά μεραρχίες μόνο οι 33 (δλδ το 22%) ήταν πλήρως μηχανοκίνητες. Οι υπόλοιπες 119 μεραρχίες στηρίζονταν στις κλασικές πορείες των πεζικάριων, σε κάποια φορτηγά και –κυρίως- σε 600.000 με 750.000 άλογα! Ναι, η φημισμένη πολεμική μηχανή της Γερμανίας είχε ανάγκη από εκατοντάδες χιλιάδες άλογα για να τεθεί σε κίνηση. Εξαιτίας αυτής της «ανισορροπίας» σε πολλές περιπτώσεις η επίθεση των γερμανικών αρμάτων σταματούσε για να μπορέσει το πεζικό να ακολουθήσει.

Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Ο ανεφοδιασμός του Γερμανικού στρατού θα έπρεπε να βασιστεί στο σοβιετικό σιδηροδρομικό δίκτυο που αφενός δεν ήταν όσο ανεπτυγμένο ήταν αυτό της Δύσης, αλλά διέθετε διαφορετικό πλάτος ανάμεσα στις ράγες της σιδηροδρομικής γραμμής, γεγονός που ανάγκαζε τους Γερμανούς να ξηλώνουν τις ράγες και να τις επανατοποθετούν στην κατάλληλη για τα γερμανικά βαγόνια απόσταση. Επιπλέον, οι Γερμανοί είχαν κάνει φανερά κακή εκτίμηση του οδικού δικτύου της ΣΕ, που ήταν κατώτερο των προσδοκιών τους. Ουσιαστικά, μόνο δύο σύγχρονοι αυτοκινητόδρομοι συνέδεαν τα δυτικά σύνορα της ΣΕ με τα μεγάλα αστικά κέντρα. Γενικότερα η χαρτογράφηση των Γερμανών ήταν ιδιαίτερα ανεπαρκής. Πολλοί Γερμανοί διοικητές προτιμούσαν να χρησιμοποιούν σοβιετικούς χάρτες που έπεφταν στα χέρια τους καθώς ήταν κατά πολύ ακριβέστεροι των αντίστοιχων γερμανικών.

 

II World War 03

 Γερμανοί πεζικάριοι μεταφέρουν εφόδια στο μέτωπο

 

Αλλά και αυτά τα άρματα μάχης των Γερμανών (panzer στα γερμανικά) δεν ήταν ανώτερης ποιότητας από τα αντίστοιχα Σοβιετικά. Ειδικά στην αρχή των επιχειρήσεων η πλειονότητα των γερμανικών αρμάτων ήταν των ήδη απαρχαιωμένων τύπων Pz.I και Pz.II, ενώ τα λιγότερα αριθμητικά και πιο σύγχρονα Pz.III και Pz.IV ήταν υποδεέστερα από τα σύγχρονα σοβιετικά άρματα KV-1 και Τ-34. Χρειάστηκαν να περάσουν 2 περίπου χρόνια μέχρι η γερμανική βιομηχανία να παράγει άρματα εφάμιλλα ή και ανώτερα του Τ-34. Ευτυχώς για τους Γερμανούς, τα ανώτερα αυτά σοβιετικά άρματα ήταν αρχικά λίγα σε αριθμό αλλά κυρίως δεν ήταν εξοπλισμένα με ασυρμάτους, κάτι που καθιστούσε το συντονισμό τους στη μάχη ιδιαίτερα αναποτελεσματικό.

Ο Γερμανικός στρατός επιχείρησε να εφαρμόσει και στη ΣΕ τις τακτικές του κεραυνοβόλου πόλεμου (blitzkrieg) που γνώριζε καλά και είχε ήδη εφαρμόσει με επιτυχία, δηλαδή ταχεία κρούση με άρματα μάχης που διασπούν τις αμυντικές γραμμές του αντιπάλου και διεισδύουν σε βάθος, περικυκλώνοντας έτσι μεγάλες εχθρικές δυνάμεις που στη συνέχεια το πεζικό αναλαμβάνει να εκκαθαρίσει. Αυτές οι τακτικές μπορεί να λειτούργησαν καλά στο τεραίν της Γαλλίας ή της Πολωνίας απέναντι στους στρατούς αυτών των χωρών, αλλά ουσιαστικά δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν με την ίδια αποτελεσματικότητα στη περίπτωση της ΣΕ, αφού ούτε η χωρική έκταση της ΣΕ, ούτε και οι σχετικά εύθραυστες γερμανικές δυνάμεις τεθωρακισμένων ήταν σε θέση να εφαρμόσουν απέναντι στον Κόκκινο Στρατό, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Γερμανία.

 

 

Κι ερχόμαστε σε ένα άλλο μεγάλο ιστορικό μύθευμα: Τον «Στρατηγό Χειμώνα».

Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μύθευμα που ξεκίνησε από τους Γερμανούς στρατηγούς ως δικαιολογία για τις αποτυχίες του Γερμανικού στρατού εξαιτίας του βαρύ Ρωσικού χειμώνα. Η δικαιολογίες ξεκινούν από την ανάσχεση από τους Σοβιετικούς της μεγάλης Γερμανικής επίθεσης στη Μόσχα το Νοέμβρη-Δεκέμβρη του 1941 (Επιχείρηση «Τυφώνας»). Είναι βέβαιο ότι οι επιθετικές πολεμικές επιχειρήσεις καταρχήν διεξάγονται με καλό καιρό, όπως είναι καταρχήν βέβαιο ότι ο χειμώνας ευνοεί τους αμυνόμενους. Αυτό όμως που αμελεί να λάβει υπόψη αυτή η θεώρηση, είναι ότι η επακόλουθη αντεπίθεση των Σοβιετικών στο ίδιο μέτωπο που κατάφερε να απωθήσει τα γερμανικά στρατεύματα τουλάχιστον κατά 80 ως και 200 χλμ, έλαβε χώρα στη μέση του χειμώνα από το Δεκέμβρη του 1941 ως και τον Απρίλη του 1942. Και μάλιστα, αν οι Σοβιετικοί ήταν πιο οργανωμένοι και έμπειροι, θα μπορούσε η αντεπίθεσή τους αυτή να ανασχέσει σχεδόν όλα τα ως τότε εδαφικά γερμανικά κέρδη σε όλο το μήκος του μετώπου. Αυτό που έσωσε τότε τις γερμανικές στρατιές, πέρα από τη μεγάλη έλλειψη εμπειρίας του Κόκκινου Στρατού, ήταν η προσωπική επιμονή του Χίτλερ ώστε να μη συμφωνήσει στη γενική υποχώρηση που ζητούσαν οι στρατηγοί.

Ο μύθος όμως του «Στρατηγού χειμώνα», καταρρίπτεται και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Η Γερμανική επίθεση στην πόλη του Στάλινγκραντ ξεκίνησε τον Σεπτέμβρη του 1942, ενώ η Σοβιετική αντεπίθεση (Επιχείρηση «Ουρανός») που κατέληξε στην πλήρη καταστροφή της 6ης Γερμανικής στρατιάς, ξεκίνησε στα μέσα Νοέμβρη του ίδιου χρόνου και κατάληξε στις αρχές Φλεβάρη του 1943, μέσα σε συνθήκες έντονου ψύχους. Αντίστοιχες είναι αρκετές μεγάλες Σοβιετικές επιχειρήσεις, όπως η απελευθέρωση της Ουκρανίας μεταξύ Δεκέμβρη 1943 και Απρίλη 1944, ή η επιχείρηση από τον ποταμό Βίστουλα στη Πολωνία μέχρι τον ποταμό Όντερ έξω από το Βερολίνο που έλαβε χώρα το Γενάρη του 1945, και αρκετές άλλες μεγάλες μάχες όπως αυτή της Ουγγαρίας/Βουδαπέστης (Οκτώβρης 1944 – Γενάρης 1945).

Αν όμως κάποιο καιρικό φαινόμενο πραγματικά επηρέασε τις γερμανικές επιθέσεις (αλλά και τις σοβιετικές), αυτό δεν ήταν τα χιόνια του χειμώνα αλλά το ψιλόβροχο που στη Ρωσία ονομάζουν rasputitsa και εμφανίζεται κατά την αλλαγή των εποχών, κυρίως δηλαδή την άνοιξη και το φθινόπωρο. Είναι αυτό το ψιλόβροχο που καθιστούσε τους χωματόδρομους της ρώσικης υπαίθρου σε κάτι που περισσότερο έμοιαζε με βάλτο παρά με δρόμο. Για το λόγο αυτό, πολλές φορές και οι δύο αντιμαχόμενοι εύχονταν να έρθει γρήγορα ο ρώσικος χειμώνας ώστε να παγώσει το έδαφος και να μπορέσουν έτσι να κινηθούν τα άρματα μάχης. Είναι μάλιστα αυτός ο λόγος που η έναρξη της «Μπαρμπαρόσσα» έγινε τον Ιούνη του 1941 λόγω παρατεταμένων βροχοπτώσεων εκείνη τη χρονιά και όχι τον Μάη όπως ήταν ο αρχικός σχεδιασμός. Αυτή η αναβολή ελάχιστα σχετίζεται με τις 20 μέρες καθυστέρησης του Γερμανικού στρατού στα Βαλκάνια τον Απρίλη του 1941 που τέλειωσε με την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας. Βέβαια, στη χώρα μας, το παραμύθι ότι η μικρή πλην τιμία Ελλάς σταμάτησε τον Χίτλερ προς όφελος της Σοβιετίας καλά κρατεί εδώ και δεκαετίες...

 

II World War 04

Σοβιετικοί στρατιώτες/ακροβολιστές σε χειμερινή επιχείρηση

 

 

Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στη θεωρία του «παράφρονα Χίτλερ που δεν άκουγε τους στρατηγούς του».

Σημειώσαμε ήδη ότι ήταν απόφαση του Χίτλερ, σε αντίθεση με τη γνώμη του επιτελείου, να κρατηθεί το μέτωπο πάση θυσία μετά την ήττα στη Μόσχα το Δεκέμβρη του 1941. Όμως λίγο νωρίτερα, σε μιά πολύ σημαντική στιγμή για τη διεξαγωγή του πολέμου, ο Χίτλερ πήρε ξανά τη σωστή απόφαση. Στις θυελλώδεις συζητήσεις που γίνονταν τον Αύγουστο του 1941, ο ίδιος επέμεινε και πέτυχε το επόμενο στάδιο των επιχειρήσεων - και αφού ο στρατός είχε επαρκώς ξεκουραστεί και ανεφοδιαστεί - να γίνει στην κατεύθυνση της Ουκρανίας με στόχο τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής (αφού την ίδια στιγμή η Γερμανία άρχιζε να αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα επισιτισμού) και όχι προς τη Μόσχα, όπως θα ήθελαν οι στρατηγοί (προεξάρχοντος του H. Guderian), μια κίνηση που ήταν αμφίβολο αν θα έφερνε οποιαδήποτε γεωστρατηγικά οφέλη.

Η πραγματικότητα είναι ότι ο Χίτλερ είχε πολύ καλύτερη γεωπολιτική θεώρηση από τους στρατηγούς του. Είχε έγκαιρα αντιληφθεί ότι, αν η Γερμανία δεν καταφέρει να αποσπάσει γρήγορα τις πηγές επισιτισμού και κυρίως τις πρώτες ύλες και τα πετρέλαια της Ρωσίας, η ήττα ήταν αναπόφευκτη. Η Γερμανία δεν είχε πετρέλαιο. Βασίζονταν στις μικρές ποσότητες που παρήγαγαν οι Ρουμάνοι στις πετρελαιοπηγές του Πλοέστι και στην – πανάκριβη - παραγωγή συνθετικού πετρελαίου από κάρβουνο (που διέθετε άφθονο) από τη γερμανική χημική βιομηχανία. Γι’ αυτόν ήταν απόλυτη προτεραιότητα να καρπωθεί γρήγορα τις πετρελαιοπηγές του Καυκάσου και όχι να μπει άσκοπα στη Μόσχα, εκεί όπου στο παρελθόν είχε εισβάλλει και ο Ναπολέων με τραγική κατάληξη. Οι ελίτ του Γερμανικού στρατού, μεγαλωμένες με τις Πρωσικές αριστοκρατικές μιλιταριστικές παραδόσεις του 19ου αιώνα, δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τις γεωστρατηγικές απαιτήσεις του 20ου αιώνα. Όταν αργότερα ο Γερμανικός στρατός απέτυχε να καταλάβει το βιομηχανικό και συγκοινωνιακό κόμβο του Στάλινγκραντ, την ίδια ώρα που απέτυχε να προωθηθεί προς τα πετρέλαια της Κασπίας, το παιχνίδι ήταν πια χαμένο για τη Γερμανία.

Από την άλλη μεριά, είναι γεγονός ότι καθώς ο πόλεμος πλησίαζε προς το τέλος του και κυρίως μετά την μεγάλη καταστροφή των γερμανικών αρμάτων στη μάχη του Κούρσκ στη κεντρική Ρωσία το καλοκαίρι του 1943 (μάχη που είχαν επίμονα ζητήσει οι Γερμανοί στρατηγοί), ο Χίτλερ έκανε όλο και περισσότερα λάθη, που όμως σε καμμία περίπτωση δεν ήταν αυτά που προκάλεσαν την προδιαγεγραμμένη πλέον Γερμανική ήττα.

 

II World War 05

Γερμανοί στρατιώτες σε ένα από τα μεγάλα εργοστάσια του Στάλινγκραντ

 

 

Ένα άλλο σημαντικό σημείο αντιγνωμίας είναι το ζήτημα του Lend-Lease, δηλαδή της δωρεάν στρατιωτικής βοήθειας που παρείχαν οι Δυτικοί στην ΣΕ, και ο ρόλος που αυτό έπαιξε στην έκβαση του πολέμου.

Από τη μεριά της Σοβιετικής ιστοριογραφίας, το πρόγραμμα της στρατιωτικής βοήθειας δεν έπαιξε κανέναν ουσιαστικό ρόλο στη νίκη της ΣΕ, από τη μεριά δε της Δυτικής ιστοριογραφίας χωρίς το πρόγραμμα αυτό η ΣΕ δεν θα είχε επικρατήσει της Γερμανίας. Η αλήθεια είναι ότι το Lend-Lease συμφωνήθηκε αρκετά νωρίς, τον Οκτώβρη του 1941. Όμως η Αμερικάνικη βοήθεια ξεκίνησε να εισρέει μαζικά στη ΣΕ όχι πριν τον Αύγουστο του 1942, κατά συνέπεια ελάχιστη σημασία έπαιξε στη Μάχη του Στάλινγκραντ που άρχισε τον ίδιο μήνα και ξεκαθάρισε ως προς το αποτέλεσμα στα μέσα του Νοέμβρη. Το σταμάτημα δηλαδή της γερμανικής πολεμικής μηχανής είναι αναμφισβήτητο επίτευγμα των Σοβιετικών πέρα από κάθε εξωτερική βοήθεια. Ενδεικτικά, στη Μάχη του Στάλινγκραντ μόνο το 5% των φορτηγών που χρησιμοποίησαν οι Σοβιετικοί ήταν Αμερικάνικης προέλευσης. Και αναφέρω τα φορτηγά γιατί πρέπει να γίνει ξεκάθαρο πως το συντριπτικά σημαντικότερο τμήμα του Lend-Lease αφορούσε σε φορτηγά και οχήματα, τρένα, ασυρμάτους, ρουχισμό, τρόφιμα και πρώτες ύλες (κυρίως μέταλλα και καύσιμα αεροσκαφών) και πολύ λιγότερο σε πυρομαχικά ή πολεμικό εξοπλισμό μάχης. Ενδεικτικά θα αναφέρω πως ενώ μέχρι το τέλος του πολέμου πάνω από το 1/3 των μεταφορικών οχημάτων που διέθετε η ΣΕ προέρχονταν από το εξωτερικό με τα περισσότερα απ’ αυτά να έχουν εισαχθεί το 1943 & 1944, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε πυρομαχικά δεν ξεπέρασε ποτέ το 4%. Ανάμεσα στα εισαχθέντα είδη ήταν και εκατοντάδες χιλιάδες τηλέφωνα, ασύρματοι και τηλεπικοινωνιακοί σταθμοί, βασικός δηλαδή εξοπλισμός για έναν σύγχρονο στρατό. Είναι αλήθεια ότι χωρίς αυτά τα μέσα οι Σοβιετικοί δεν θα μπορούσαν να πετύχουν την κινητικότητα που χαρακτήριζε τις δυνάμεις τους την περίοδο 1943-1945 και που επέτρεψε στον Κόκκινο Στρατό να προελαύνει ταχύτατα. Σε αυτήν την περίπτωση, οι Σοβιετικές επιθέσεις θα ήταν αναγκαστικά μικρότερης κλίμακας και αποτελεσματικότητας.

Το υποθετικό ερώτημα αν η ΣΕ θα μπορούσε να επικρατήσει της Γερμανίας χωρίς το πρόγραμμα Lend-Lease, ανήκει στην τυπική κατηγορία των «what if?» ιστορικών ερωτημάτων που κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να δώσει οριστική απάντηση. Οι σύγχρονοι πάντως ιστορικοί συγκλίνουν στην άποψη ότι χωρίς το Lend-Lease ο πόλεμος μέχρι την οριστική ήττα της Γερμανίας θα είχε παραταθεί κατά 12 με 18 μήνες με αρκετά εκατομμύρια επιπλέον θυμάτων. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση, το πιθανότερο θα ήταν ότι τα Σοβιετικά στρατεύματα θα είχαν φτάσει στις Γαλλικές ακτές του Ατλαντικού, κάτι που σίγουρα δεν ήταν αυτό που θα επιθυμούσε η Δύση. Τέλος, σημαντική συμβολή στην Σοβιετική πολεμική προσπάθεια είχαν οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί στη Γερμανία. Και αυτό, όχι γιατί οι βομβαρδισμοί αυτοί κατάφεραν να εκμηδενίσουν την Γερμανική βιομηχανική παραγωγή. Κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ. Όμως οι συμμαχικοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί και επιδρομές ειδικά από το 1944 και μετά, είχαν σαν αποτέλεσμα την απομάκρυνση όλο και περισσότερων Γερμανικών αεροπορικών δυνάμεων από το ανατολικό μέτωπο προς τις περιοχές της Γερμανίας που πλήττονταν από τους βομβαρδισμούς με στόχο την ενίσχυση της Γερμανικής αντιαεροπορικής άμυνας. Πρακτικά, η Γερμανική αεροπορία προς το τέλος του 1944 και μετά, ήταν ανίκανη να αντιπαρατεθεί σοβαρά στους Σοβιετικούς.

 

 

Τελευταίοι «μύθοι»

Η αλήθεια είναι ότι ο Κόκκινος Στρατός δεν υπήρξε απλά μια «άτακτη ορδή» που είχε τεράστια αριθμητική υπεροχή έναντι του στρατιωτικά προηγμένου αντιπάλου του. Η αλήθεια είναι ότι ο Κόκκινος Στρατός είχε τις δικές του στρατιωτικές παραδόσεις και δόγματα που σε αρκετές περιπτώσεις ήταν καλύτερα από τα Γερμανικά. Το Γερμανικό blitzkrieg ήταν ένα δόγμα παραπλήσιο με το δόγμα του «βαθέως πολέμου» ή αλλιώς των «επιχειρήσεων σε βάθος» που είχε αναπτύξει ο Σοβιετικός στρατάρχης Mikhail Nikolayevich Tukhachevsky στη δεκαετία του ’20 και ’30. Όμως τόσο ο ίδιος ο Tukhachevsky, όπως και περίπου το 80% των ανώτατων αξιωματικών του Κόκκινου Στρατού, έπεσε θύμα των Σταλινικών εκκαθαρίσεων στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Αυτός ήταν κι ένας από τους κύριους λόγους για την κακή απόδοση του Κόκκινου Στρατού τα πρώτα 1-2 χρόνια του πολέμου. Όμως στη συνέχεια ο Κόκκινος Στρατός ξαναβρήκε, μαθαίνοντας από τα λάθη του, την εμπειρία, τα δόγματα και τους στρατιωτικούς ηγέτες, την ίδια στιγμή που ο Γερμανικός στρατός σταδιακά έφθινε τόσο σε μαχητικότητα όσο και σε ηγεσία. Σε ότι δε αφορά το μύθευμα των «ορδών», οι Σοβιετικοί κατά το 1941 ουδέποτε είχαν σημαντική υπεροχή έναντι των Γερμανών με την αναλογία δυνάμεων να κυμαίνεται από 1:1 ως 1,5:1 υπέρ τους, ενώ η αναλογία αυτή έφτασε το 2,3:1 το 1943 και ξεπέρασε το 3:1 μόνο μετά το 1944 χωρίς ποτέ να υπερβεί το 3,5:1 μέχρι το τέλος του πολέμου. Παράλληλα, από το 1944 τόσο οι Σοβιετικοί όσο και οι Γερμανοί αντιμετώπιζαν έντονο έλλειμμα έμψυχου υλικού λόγω των κολοσσιαίων απωλειών που είχαν και οι δύο πλευρές.

 

II World War 06

 Νεκρός Γερμανός στρατιώτης στο Στάλινγκραντ

 

 

Αλλά για να καταλάβουμε καλύτερα το μέγεθος των πολεμικών επιχειρήσεων στο Ανατολικό Μέτωπο, ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στις απώλειες των αντιπάλων:

Σε απόλυτους αριθμούς οι νεκροί, αγνοούμενοι και ανάπηροι των Γερμανικών δυνάμεων στο Ανατολικό Μέτωπο έφτασαν τους 6.900.000, το αντίστοιχο νούμερο για τους συμμάχους τους έφτασε τους 960.000, ενώ οι Σοβιετικοί είχαν αντίστοιχα 10.000.000 απώλειες.

Στη γενικότερη εικόνα και σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες εκτιμήσεις σε ότι αφορά μόνο τη Γερμανία, ο συνολικός αριθμός νεκρών, αγνοούμενων, τραυματιών και αιχμαλώτων πολέμου σε όλα τα μέτωπα από την αρχή του πολέμου ανέρχεται σε 13.500.000 άνδρες από τους οποίους τα 10.750.000 στο Ανατολικό Μέτωπο μόνο. Με άλλα λόγια το 79% όλων των απωλειών του Γερμανικού στρατού προέρχονται από τις μάχες με τους Σοβιετικούς. Οι υπόλοιπες χώρες-σύμμαχοι της Γερμανίας (Φινλανδία, Ιταλία, Ουγγαρία, Ρουμανία) είχαν μόνο στο Ανατολικό μέτωπο πάνω από 1.750.000 νεκρούς, αγνούμενος και αιχμάλωτους. Σε ότι αφορά τη ΣΕ, οι συνολικές απώλειες συμπεριλαμβανομένων νεκρών, τραυματιών, αγνοούμενων ή αιχμαλώτων πολέμου ξεπερνά τα 29.000.000. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η σύγκρουση του Β’ ΠΠ αναφέρεται τόσο στην ΣΕ όσο και στη σημερινή Ρωσία ως «ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος».

 

 

Συμπερασματικά

Η ναζιστική Γερμανία με την επίθεση στην ΣΕ πήρε ένα μεγάλο –χαρτοπαιχτικό σχεδόν- ρίσκο. Η επιτυχία της επιχείρησης ήταν ήδη αμφίβολη πριν καν αυτή ξεκινήσει. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Γερμανίας εξαιτίας τόσο της ιδεολογικής, ρατσιστικής της τύφλωσης, όσο και της έπαρσης που πήγαζε από τις επιτυχίες στη δυτική Ευρώπη, αλλά και από τις ξεπερασμένες αριστοκρατικές της παραδόσεις, αποφάσισε να παρει το ρίσκο, σε αντίθεση με όλες τις προβλέψεις. Δυστυχώς για τις Γερμανικές ελίτ, ούτε οι Σοβιετικοί ήταν «υπάνθρωποι», ούτε ο Γερμανικός στρατός αήττητος, ούτε ο Κόκκινος Στρατός ήταν τεχνολογικά καθυστερημένος. Και ηττήθηκε ολοκληρωτικά στο πεδίο της μάχης.

 

II World War 07

Σοβιετικά άρματα μπροστά από την Πύλη του Βραδεμβούργου, Βερολίνο 1945

 

Μεταπολεμικά, η Γερμανική μιλιταριστική ελίτ έψαξε να βρει τα αίτια της ήττας στις δήθεν λάθος επιλογές του Χίτλερ και στην Αμερικανοβρεττανική επέμβαση στην Ευρώπη με την Απόβαση στη Νορμανδία. Αυτό το μύθευμα ταίριαξε απόλυτα με το ψυχροπολεμικό αφήγημα της Δύσης απέναντι στην ΣΕ, σε βαθμό που έγινε το κύριο ιδεολόγημα σχετικά με τον Β’ ΠΠ για πάνω από μισό αιώνα. Χαρακτηριστικά, σε αφιέρωμα που έκανε το Αμερικάνικο περιδικό TIME για τα 50 χρόνια από την επέτειο της Απόβασης στη Νορμανδία το 1994, εμφάνισε στο πρωτοσέλιδο του τη φωτογραφία του Αρχηγού των Αμερικανοβρεττανικών στρατευμάτων στην Ευρώπη, επικεφαλής της Απόβασης Αρχιστρατηγό και κατοπινό Πρόεδρο των ΗΠΑ Dwight D. Eisenhower, με τίτλο «Ο άνθρωπος που νίκησε τον Χίτλερ».

 

II World War 08

 

 

Αν θα ήθελε κάποιος να είναι ιστορικά δίκαιος, στη θέση του Eisenhower θα έπρεπε να είναι οι Σοβιετικοί Στρατάρχες Alexander Vasilevsky και Georgy Zhukov, ή ακόμα-ακόμα και ο ίδιος ο Στάλιν. Κι αυτό γιατί οι λαοί της ΣΕ με ανυπολόγιστες ανθρώπινες θυσίες και απίστευτο κόστος, ήταν αυτοί που σήκωσαν το βάρος του αντι-ναζιστικού πολέμου στην Ευρώπη, συνεπικουρούμενοι σε κάθε περίπτωση και από τη Δυτική βοήθεια που εξυπηρέτησε με βεβαιότητα και τις Σοβιετικές ανάγκες αλλά και τα άμεσα Δυτικά συμφέροντα.

Όμως, όπως πολλές φορές συμβαίνει στην ιστορία του Ανθρώπου, οι νικητές αποδείχτηκαν τελικά οι μεγάλοι ηττημένοι. Ήταν τόσο κολοσσιαίες οι Σοβιετικές απώλειες τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο που το ΑΕΠ της ΣΕ δέχτηκε τέτοιο συνολικό πλήγμα, ώστε σύμφωνα με κάποιους οικονομικούς αναλυτές χρειάστηκε να φτάσουμε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 για να ξαναγυρίσει στο επίπεδα του 1941, ενώ κατά άλλους αναλυτές αυτό δεν επιτεύχθηκε μέχρι τα μέσα τις δεκαετίας του ’60. Μα πέρα από την οικονομική υστέρηση, κάτι άλλο, πιο βαθύ χαράχτηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο των λαών της ΣΕ και της ηγεσίας της. Μια απέραντη ανασφάλεια και ένας εκκωφαντικά βουβός φόβος: Να μην επαναληφθούν ποτέ τα δεινά του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου». Κι αυτός ο φόβος ήταν που σε σημαντικό βαθμό οδήγησε στις απίστευτες στρατιωτικές δαπάνες και την επακόλουθη οικονομική αιμορραγία της μεταπολεμικής ΣΕ, σε μια προσπάθεια να παρακολουθήσει ασθμαίνοντας τη στρατιωτική ανάπτυξη της Δύσης. Ένας φόβος που σε μεγάλο βαθμό μετέτρεψε εν μέρει τη Σοβιετική κοινωνία σε μια ιδιότυπη μιλιταριστική κοινωνία, ένας φόβος που μέχρι σήμερα διακρίνεται και στη μετα-Σοβιετική Ρωσική κοινωνία.

Αλλά έμεινε και κάτι άλλο στην συλλογική μνήμη αυτών των λαών. Κι αυτό συγκεντρώνεται στη Ρωσική φράση:

 

никто не забыт, ничто не забыто - Κανείς δεν ξεχάστηκε, τίποτα δεν ξεχάστηκε

 

II World War 09


Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)
Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 30 Ιανουαρίου 2022 01:52

Προσθήκη σχολίου

Σιγουρευτείτε πως έχετε εισάγει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες με το σύμβολο (*). Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Youtube Playlists

youtube logo new

Χρήσιμα

farmakia

HOSPITAL

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.