του Νίκου Κάρλου
Ο μπάρμπα Γιάννης ο Κάρλος ήταν ο μόνος από τα αδέρφια του παππού μου που δεν θυμάμαι το πρόσωπο του. Ο λόγος; Απόφευγα να τον κοιτάξω. Λίγο με φόβιζε, λίγο με στεναχωρούσε. Πιο πολύ με άγχωνε που είχαμε το ίδιο ύψος. Ο μπάρμπας και εγώ που ήμουν πέντε έξι χρονών
Τότε που, πιασμένοι χέρι χέρι με τη γιαγιά, κάναμε τα μαγικά ταξίδια στην Κολοκυνθού και στο Περιστέρι, τότε που γνώριζα θείους, θείες και ξαδέρφια, όλους Καρλαίους, κάποτε φτάναμε και στην Καλλιθέα. Στον μπάρμπα Γιάννη και την θεια Φεβρωνία. Εκείνη από την Πόλη. Ορφανή, έφτασε στην Ελλάδα μαζί με τους πολλούς μετά την καταστροφή. Εκείνος μισός. Χωρίς πόδια. Ένα κορμί καρφωμένο σε μια τάβλα με ρουλεμάν. Να κινείται γύρω γύρω σπρώχνοντας με τα χέρια. Ανάπηρος πολέμου. Κρυοπαγήματα.
Τον θυμήθηκα σήμερα όπως χάζευα στο διαδίκτυο. Σαν σήμερα το 1919 ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στην Κριμαία. Στην Κριμαία είχε αφήσει ο μπάρμπα Γιάννης τα πόδια του. Είχε πάει να πολεμήσει τους Μπολσεβίκους!
Όχι από ιδεολογία. Αλλά επειδή οι νικητές του πρώτου Μεγάλου πολέμου, με μπροστάρηδες τους Γάλλους, αποφάσισαν να στηρίξουν τον Ντένικιν και την αντεπανάσταση, μιας και οι Κόκκινοι δεν αναγνώριζαν τα δάνεια της Δύσης στην Τσαρική Ρωσία. Έτσι, λοιπόν, η Ελλάδα "των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων" βρέθηκε στην Ουκρανία. Με όλα όσα την χαρακτηρίζουν : ενθουσιώδης υπερβολικά, ανοργάνωτη υπερβολικά, αστόχαστη υπερβολικά. Πολέμησε ηρωϊκώς υπερβολικά και ηττήθηκε σιωπηρώς υπερβολικά. Και ξεκίνησε, ενθουσιώδης υπερβολικά για τη Μικρά Ασία, όπου αποδείχθηκε ότι το δις εξαμαρτείν έχει βαρύ κόστος.
Δεν μπαίνω σε αναλύσεις και λεπτομέρειες. Είναι τόσα πολλά που μπορεί και πρέπει να συζητήσουμε. Εγώ, σήμερα, θα προσπαθήσω πάλι να θυμηθώ το πρόσωπο του μπάρμπα Γιάννη...