Ο διηγηματογράφος και αναγνώστης μας, ήδη μία φορά συνεργάτης της Attica Voice, Σταμάτης Σαλιάρης μας έστειλε ένα μικρό διήγημα που το δημοσιεύουμε με χαρά. Σας ευχόμαστε καλή ανάγνωση, αφού πρώτα παραθέσουμε το Disclaimer που μας επισύναψε ο κος Σαλιάρης, πως το διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας και κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις δεν μπορεί παρά να είναι συμπτωματική
Μια Κυριακή, κάποιου Μάη και ενώ η ζέστη είχε αρχίσει να θεριεύει από νωρίς το πρωί, ο Λούλης βγήκε να πάρει τον καφέ του έξω από το σπίτι. «Τέτοιες μέρες είναι λίγες και αξίζει να τις ζεις διπλά» είπε στον εαυτό του.
Ο Λούλης ήταν χαρούμενος. Όχι μόνο από τον καλό καιρό αλλά και από το ότι συμπλήρωνε και 2 χρόνια στο αξίωμα του προέδρου της «Φίλε-Φάε-Φύγε ΑΕ», πιο γνωστής ως 3ΦΑΕ. Της εταιρείας που άνηκε στον αγαπημένο του φίλο τον Βούλη. Ο Βούλης είχε αναθέσει στον φίλο του τον Λούλη τα σκληρά καθήκοντα του προέδρου της γιατί τον εμπιστευόταν. Η εμπιστοσύνη του Βούλη, τα καλά –και όχι πολλά- λεφτουδάκια, τα καθημερινά «καλημέρα κύριε πρόεδρε», «καλησπέρα κύριε πρόεδρε», «πως είστε κύριε πρόεδρε;» και γενικά όλα τα «κύριεπρόεδρε» και οι αβρότητες στο πρόσωπο του, έκαναν τον Λούλη να φουσκώνει ως δενδροβάτραχος σε αναπαραγωγική περίοδο. Θα μπορούσαμε να πούμε πως φούσκωνε σαν παγώνι αλλά τα φουσκώματα του έμοιαζαν με τη φαντασία του. Ήταν υπερβολικά σε όγκο μα φτωχά σε χρωματολόγιο. Έτσι ένας παραφουσκωμένος πράσινος δενδροβάτραχος είναι η καλύτερη παρομοίωση. Η ζωή γενικά περνούσε ευχάριστα για τον Λούλη, πολύ πιο ευχάριστα για τον Βούλη που έστελνε όποιον ερχόταν να του ταράξει τα σχέδια της αναρρίχησης του, με τα προβλήματα της 3ΦΑΕ, στον πρόεδρο Λούλη. Αφού δεν μπορούσε να τον στείλει στον διάολο, τον έστελνε στον Λούλη και καθάριζε.
Ο Τζούλης ήταν άλλη ιστορία. Ο Τζούλης προερχόταν από πολιτικοποιημένη οικογένεια και χρόνια πάλευε να εξελιχθεί σε άξιο τέκνο της. Το κακό ήταν πως δεν τα κατάφερνε αφού αστοχούσε διαρκώς, αφήνοντας να τον παρασύρουν οι τρυφηλότητες, στις οποίες τον βουτούσε κάπως άγαρμπα ο Βούλης. Εκτός από τις τρυφηλότητες του Βούλη, ο Τζούλης είχε και την υποχρέωση να ανεχτεί ή και να διαχειριστεί και τις μηχανορραφίες του. Ο Τζούλης ήταν γνωστό μούτρο στην πιάτσα. Η 3ΦΑΕ ήταν διαβόητη για το πως μοίραζε τις δουλειές της, κατευθύνοντας τις σε άλλες εταιρείες και σχήματα που από πίσω συνήθως κρυβόταν ο Βούλης. Με τον τρόπο αυτόν, ο Τζούλης θόλωνε την εικόνα στα μάτια των μετόχων, που περίμεναν διαφάνεια στις συναλλαγές και εξασφάλιζε μία εικόνα νομιμότητας στις αρπαγές του Βούλη. Με το αζημίωτο πάντα
Σχεδόν πάντα, οι φίλοι του Βούλη, ο Τζούλης και ο Λούλης, ήξεραν για τις "βούτες" του φίλου και αφεντικού τους και φρόντιζαν να τις καλύψουν, αφού κέρδιζαν και οι ίδιοι. Υπήρχαν όμως και φορές που ο Βούλης δρούσε μόνος του, από υπερβολική αυτοπεποίθηση. Υπήρχαν δηλαδή και φορές που όταν τους ενημέρωναν τρίτοι, για τις αρπαχτές του Βούλη, οι καλοί του φίλοι έπεφταν από τα σύννεφα. Μάλιστα ήταν πολύ πειστικοί γιατί όντως δεν ήξεραν. Αντιδρώντας όμως έξυπνα δεν κατηγορούσαν τον ευεργέτη τους. Αντίθετα έκαναν την έκπληξη τους να φαίνεται ακόμα μεγαλύτερη για να πείσουν πως είναι όλα συκοφαντίες. Μάλιστα υπήρχε και μέρος των πελατών της 3ΦΑΕ που πίστευε αυτό το πάντα υπερβολικά και άθλια παιγμένο θέατρο! Αφού λοιπόν τελείωναν το κακοπαιγμένο τους μονόπρακτο γύριζαν στον Βούλη για το μερτικό τους και μάλιστα προσαυξημένο, γιατί δεν τους είχε βάλει στο παιχνίδι το αφεντικό εξαρχής και τώρα έπρεπε να τους αποζημιώσει. Αλλά αυτά είναι για ταινίες με μαφιόζους, για θεατρικές επιθεωρήσεις και για τα βραδινά δελτία ειδήσεων.
Οι τρεις συνέταιροι αποτελούσαν την εκτελεστική τριάδα της «Φίλε-Φάε-Φύγε ΑΕ» εδώ και μερικά χρόνια. Στο συμβούλιο της μαζί τους ήταν κι άλλοι. Ήταν βλέπετε μια εποχή που όσοι καταλάβαιναν τον τζίρο που μπορούσε να κυκλοφορήσει μέσα στην 3ΦΑΕ και γνωρίζοντας πως ο Βούλης είχε πάντα μεγάλο κουτάλι έτοιμο για την αρπαχτή, δήλωναν έτοιμοι να μπουν στο παιχνίδι, στο πλευρό του. Ο Βούλης πάλι είχε το μεγάλο κουτάλι αλλά κυρίως είχε και το μεγάλο σχέδιο. Το μεγάλο σχέδιο ήταν τα προγραμματισμένα μεγάλα πακέτα που θα έφερναν κάτι εξωτικοί μανδαρίνοι από τη μακρινή, μεγάλη Κίνα και που τους έλεγαν συνθηματικά «επενδυτές». Όσο μεγάλο και αν είναι το κουτάλι σου (ή το μαχαίρι σου), πόσο μπορείς να κόψεις από μία πίτα για σουβλάκι; Ό,τι και να κόψεις, μέγεθος μπουκιάς θα έχει. Ενώ αν η πίτα σου είναι σαν την Ομόνοια;
Και για να το κάνουμε και παράδειγμα, πόσα μπορείς να βγάλεις από την κατασκευή ενός πεζοδρομίου του χωριού, ας πούμε; Από τα 1000 το ένα. Τίποτα δηλαδή. Ενώ αν η κατασκευή σου είναι το λιμάνι του Πειραιά, μεγαλώνουν και οι δύο όροι της αναλογίας. Έχεις δηλαδή να φτυαρίσεις, να φας και να φυλάξεις για πάρτη σου, πολύ πράγμα. Αυτά ονειρευόταν ο Βούλης αλλά τον έτρωγε το μαράζι που δεν έβρισκε κόσμο να τον ακολουθήσει για να φτιάξει την αυτοκρατορία του με σήμα το πρώτο γράμμα του ονόματος του. Το Β. Κι όμως, αν σε θέλει η τύχη (και ταυτόχρονα η ίδια τύχη να θέλει να καταραστεί μερικές χιλιάδες λαού π.χ.) όλα γίνονται.
Αυτό το σινιάλο, αυτό το blink, το κλείσιμο του ματιού της τύχης είχε όνομα. Ήταν ένας άνθρωπος. Ο Φούλης.
Ο Φούλης
Ο Φούλης ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος, καθημερινός αλλά με μεγάλο έρωτα για τον καθρέφτη του και την εικόνα που αυτός του επέστρεφε όταν στεκόταν μπροστά του. Περνούσε πολλές ώρες μπροστά στον καθρέφτη προβάροντας λόγους σε ανύπαρκτο κοινό και συνήθως σε ώρες απόλυτης ησυχίας, για να μπορεί να θαυμάσει, με ήχο και εικόνα, τον ίδιο του τον λόγο. Μάλιστα έφτανε στο σημείο να υποχωρήσει στη δεύτερη θέση της προσωπικής του αξιακής ιεραρχίας, για να παραδώσει με ευγνωμοσύνη στο είδωλο του την πρώτη. Στην ομιλούσα εικόνα του. Στην εικόνα του εκείνη που ο ίδιος θαύμαζε με πάθος, μπροστά στον καθρέφτη του.
Ο Φούλης είχε όνειρο ζωής να τον φωνάξουν «πρόεδρο». Έστω της ποδοσφαιρικής ομάδας του χωριού του, ή του φιλανθρωπικού ταμείου της ενορίας του. Το είχε παλέψει κάποιες φορές, με εκλογές συλλόγων, με γενναία δώρα στο παγκάρι, αλλά όλα έμεναν εκεί. Δεν πήγαινε παραπέρα. Όλοι έλεγαν «Καλός άνθρωπος ο Φούλης» και μερικοί τον ψήφιζαν, αλλά άμα σε πει ο άλλος «καλό άνθρωπο» είναι σαν να φυτεύει μία σφαίρα στην καρδιά της όποιας φιλοδοξίας μπορεί να τρέφεις για κοινωνική ανάδειξη. Άμα σε πουν «καλό άνθρωπο» ή ακόμα χειρότερα «καλό ανθρωπάκι», καλύτερα κρύψου και σκεπάσου με δέκα κουβέρτες μέχρι να πέσει το σκοτάδι, για να μπορέσεις να ξαναβγείς έξω.
Ο Βούλης τώρα σκεφτόταν να πλησιάσει τον Φούλη και να του προτείνει να μπει κι εκείνος στην παρέα της 3ΦΑΕ. Ο Βούλης, πονηρά σκεπτόμενος, υπολόγισε πως με τον Φούλη στην 3ΦΑΕ θα έσβηναν οι όποιοι λεκέδες από την εικόνα της. Ξέροντας πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να τον δεχτούν ως καθαρό οι άνθρωποι, ούτε άλλη πόρτα για να χτυπήσει, πλησίασε τον Φούλη. Με γλυκό, κολακευτικό και σχεδόν ικετευτικό τρόπο του μίλησε:
«Φούλη, αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να αναγνωρίσει τις πραγματικές αξίες. Δεν ξέρει τι του γίνεται. Να, δες. Όποιον κι αν ρωτήσεις για το τι πιστεύει για εσένα, θα ακούσεις τα καλύτερα. Καλός άνθρωπος ο Φούλης, άγιος άνθρωπος ο Φούλης, παιδί μάλαμα ο Φούλης, χίλια καλά ο Φούλης. Όταν όμως έρχεται η ώρα να δείξει στην πράξη την εκτίμηση που σου έχει, με την ψήφο του, αυτός πάει και ψηφίζει τον κάθε τυχάρπαστο που θα του πει το κόμμα του. Να τη χέσω τέτοια εκτίμηση. Δεν συμφωνείς;»
Ο Φούλης δάκρυσε συνειδητοποιώντας για ακόμα μία φορά αυτό που ήξερε καλύτερα από τον καθένα. Άμα σε πουν «καλό άνθρωπο», βρες τρύπα να κρυφτείς. Σκούπισε τα μάτια του και ρώτησε τον Βούλη
«Και τι να κάνω μωρέ Βούλη; Να φύγω από τον τόπο και να μη ξαναπατήσω; Είναι σοβαρά πράγματα αυτά;».
«Άσε τις χαζομάρες Φούλη. Ξέρεις και ξέρω το πόσο σε αγαπάει ο κόσμος. Μπορεί όταν σε πιάνει η ανάγκη να θες να εκτεθείς, να κατεβαίνεις σε εκλογές και να περιμένεις να σε ψηφίσουν για να σου δείξουν πόσο σε εκτιμούν. Εκεί όμως είναι το λάθος σου. Στις εκλογές ψηφίζουν ό,τι τους πει το κόμμα τους ή ό,τι τους πει το «μέσο» τους. Πας με την εικόνα και την φιλία να νικήσεις το μέσο και το ρουσφέτι. Γίνεται ρε Φούλη; Δεν γίνεται»
«Δεν γίνεται…» απάντησε ξεφυσώντας ο Φούλης. Και συνέχισε «…αλλά γιατί μου τα λες αυτά Βούλη;»
«Κοίταξε. Εγώ έχω το ακριβώς ανάποδο πρόβλημα. Ξέρω από ρουσφέτι, βύσματα, γλείψιμο και καλά τα πάω. Αλλά είναι και η 3ΦΑΕ που πρέπει να έχει καλό όνομα στην πιάτσα. Ούτε εγώ ούτε ο Λούλης που τον έκανα και πρόεδρο ούτε ο Τζούλης που είναι μαφία σε αυτά τα ζητήματα, δεν μπορούν να πείσουν τον κόσμο πως η 3ΦΑΕ είναι καθαρή. Αν όμως μπεις κι εσύ στην 3ΦΑΕ, έστω για λίγο -για δύο δυόμισι χρόνια ας πούμε- θα μας δώσεις άλλη ώθηση με την αξία σου»
Αυτό ήταν. Δεν ήθελε και πολύ ο Φούλης, πείστηκε και η «Φίλε-Φάε-Φύγε ΑΕ» έγινε «Φούλη-Φίλε-Φάε-Φύγε ΑΕ» δηλαδή 4ΦΑΕ. Η 4ΦΑΕ έγινε δεκτή από την κοινωνία με ενθουσιασμό. Ο Φούλης πετούσε στους επτά ουρανούς.
Η επόμενη φάση. Φούλης έφυγε, Γιούλης ήρθε
Πράγματι, η χαρά του Φούλη κράτησε δυόμισι περίπου χρόνια. Διάστημα ικανό για τον Βούλη, τον Λούλη και τον Τζούλη να κάνουν την πρώην 3ΦΑΕ να μοιάζει με φιλανθρωπικό ίδρυμα. Μόλις έφτασε όμως η ώρα για να αναλάβει η -καθαρή στην εικόνα πια- 3ΦΑΕ δράση, ο Βούλης ευχαρίστησε τον Φούλη σε μία σεμνή τελετή και τον συνόδευσε μέχρι την έξοδο, σπρώχνοντας τον λιγάκι για να μη καθυστερεί, καθότι ο Φούλης προσπαθούσε να καθυστερήσει όσο μπορούσε το αναπόφευκτο.
Αφού τελείωσε το πανηγυράκι με τον Φούλη και η 3ΦΑΕ πλύθηκε καλά, ξεκρέμασε την ταμπέλα που είχε βάλει απ’ έξω με το 4ΦΑΕ και ξανασήκωσε την γνωστή από παλιά 3ΦΑΕ. Ο δε Φούλης περιέπεσε σε αφάνεια, αν και ο ίδιος δεν το χώνευε με τίποτα το πάθημα του αυτό και αποφάσισε να βγει στον αγώνα εναντίον των 3. Στο μεταξύ όμως οι τρεις είχαν βρει έναν απρόσμενο σύμμαχο και μάλιστα μέσα από τους αντιπάλους τους. Αυτός ήταν ο Γιούλης. Γιούλης ο Δυναμικός ήταν το παρατσούκλι του. Είχε ένα μαγαζί που ανταγωνιζόταν την 3ΦΑΕ από παλιά. Όταν είδε πως όπως πάει δεν γίνεται τίποτα, πήρε τους δύο υπαλλήλους που είχε στο ταμείο και την έκθεση και πήγαν όλοι μαζί στον Βούλη.
«Βούλη ήρθα να σου πω πως αποφάσισα (αποφασίσαμε) ότι αφού δεν μπορώ να νικήσω την 3ΦΑΕ, αποφάσισα (αποφασίσαμε) να συνεργαστούμε μαζί σας (για το καλό όλων βέβαια)»
Ο Βούλης άνοιξε την αγκαλιά του, πήρε μέσα της τον Γιούλη και του είπε «Μόνο άνθρωποι σαν κι εσένα Γιούλη έχουν ανοιχτή σκέψη και πολιτικό πολιτισμό. Θα σε κάνω αντιπρόεδρο στην 3ΦΑΕ»
Γρήγορα και ο Γιούλης κατάλαβε τι εννοούσε ο Βούλης με την ανοιχτή σκέψη και τον πολιτικό πολιτισμό. Αφού έφαγε γερές μερίδες και από τα δύο, ο Γιούλης έσκασε και βρέθηκε στο νοσοκομείο για πλύσεις στομάχου. Λένε πως κάτι είχε ρίξει μέσα στον πολιτικό πολιτισμό ο Τζούλης, που ανακατευόταν με κάτι φαρμάκια. Άλλοι λένε πως ο Λούλης βρήκε τη σκέψη του Γιούλη ανοιχτή και της έριξε μέσα ψειρόσκονη, αλλά μία προσωπικότητα σαν του Λούλη δεν θα έκανε ποτέ τέτοια πράγματα…..Λένε τώρα.
Με τούτα και μ’ εκείνα ο Γιούλης έπεσε σε δυσμένεια και άρχισαν να τον τρώνε οι κοριοί του Βούλη. Του ήπιαν όλο του το αίμα. Δεν είχε καταλάβει ο δόλιος πως η 3ΦΑΕ είχε πάντα ένα αφεντικό. Οι άλλοι (πρόεδροι και αντιπρόεδροι κλπ) είναι απλά διακοσμητικοί.
Τώρα ο Γιούλης με τον Φούλη παλεύουν μαζί κατά του πρώην συνεργάτη τους, του Βούλη.
Και η ζωή συνεχίζεται, όπως και το παραμύθι
Επιμύθιο
Ένας συνεργάτης της Φίλε-Φάε-Φύγε ΑΕ, που συνήθως τον έχει ο Βούλης δίπλα του, αλλά πάντα δεμένο και φιμωμένο γιατί συνέχεια φώναζε και έχει και απρόβλεπτη συμπεριφορά, είναι ο Τούλης. Αυτός δούλευε παλιά μαζί με τον Λούλη στην ίδια δουλειά και συχνά έκανε και τον κολλητηρτζή σε διάφορα μικρομεσαία πολιτικά κόμματα. Αυτόν δεν τον υπολογίζανε οι άλλοι για σοβαρό γιατί είχε κάτι εμμονές με την πιλοτή του σπιτιού του. Εκεί κοιμόταν, εκεί καθόταν, εκεί μάζευε τους ελάχιστους φίλους του, εκεί έβγαζε τους λόγους του. Η πιλοτή του ήταν όλος ο κόσμος του και πίστευε πως κανείς άλλος δεν πρέπει να έχει πιλοτή. Να μην υπάρχει άλλος Πιλοτούλης. Και αν κάποιος άλλος αποκτούσε πιλοτή και το μάθαινε ο Τούλης, πήγαινε μέχρι την πιλοτή του και τον δάγκωνε.
Για τον λόγο αυτόν τον αποκαλούσαν Πιλοτούλη και αυτός καμάρωνε. Τα μικρά παιδιά, που έπαιζαν μαζί του όταν τον έβγαζε βόλτα ο Βούλης, νόμιζαν πως ήταν πιλότος, αλλά όταν μεγάλωναν και μάθαιναν πως το Πιλοτούλης προερχόταν από την πιλοτή απογοητεύονταν.