" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ

Δεν μ’ αρέσουν οι φαρφάλες (La Terre Tremblante) Κύριο

Η δημοσίευση διηγημάτων συνεργατών αλλά και των ίδιων των συντακτών της Attica Voice συνεχίζεται. Από τους φίλους και συνεργάτες, μετά τον Αλέξανδρο Κροκιδά και τη Γκέλυ Τουλή, μία άλλη φίλη, η Λουΐζα Αμιντέι, δημοσιεύει το ολοκαίνουργιο διήγημα της, "Δεν μ’ αρέσουν οι φαρφάλες (La Terre Tremblante)".

Την ευχαριστούμε για την εμπιστοσύνη της και σας το παρουσιάζουμε. 

 

Δεν μ’ αρέσουν οι φαρφάλλες (La Terre Tremblante)

Της είπα, «Σήμερα θα φτιάξω φαρφάλες με κρέμα γάλακτος, μπέικον, σκόρδο, μέλι, λίγη μουστάρδα ντιζόν, κατσικίσιο τυρί (γαλλικό βέβαια, όχι ελληνικό) και ίσως, ίσως τις σβήσω με λίγο ρούμι ρον μπαρσελό. Ισως βάλω και κάτι άλλο. Δεν ξέρω. Ποτέ δεν ξέρω από πριν όταν φτιάχνω καρμπονάρα που δεν είναι βέβαια καρμπονάρα. Είναι αυτό που είναι. Άμα θες βρες εσύ ένα όνομα που είσαι καλή με τις λέξεις. Πες μου όμως αν έχεις πρόβλημα με κάποιο από τα υλικά αυτά».

Με κοίταξε τρυφερά και σκληρά μαζί. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Δεν κατάλαβα ποτέ πώς είναι δυνατόν να κοιτάς κάποιον τρυφερά και σκληρά μαζί. Όπως δεν κατάλαβα ποτέ πώς η γάτα του Σρέντιγκερ μπορεί να είναι και νεκρή και ζωντανή ταυτόχρονα.

«Μου αρέσουν όλα», μου είπε, «αλλά δεν μ' αρέσουν οι φαρφάλες». 

«Μα δεν κάνει διαφορά», απάντησα με την απόλυτη σιγουριά και την αδυσώπητη ανυπομονησία του παιδιού που υπερασπίζεται την αλήθεια του. Και το ψέμα του. «Όλα τα ζυμαρικά ίδια είναι», συνέχισα, «είτε είναι φουσίλι, λιγκουΐνι, σπαγγέτι. Μόνο το σχήμα αλλάζει και το όνομα. Το όνομα φαρφάλες το βρήκα διασκεδαστικό. Έχει κάτι από τρέλα. Ίσως και κάτι από τον φαλλό. Σκέφτομαι ότι είναι κάποιος παράξενος και προκλητικός ερωτικός χορός που χόρευαν στη κομέντια ντελ άρτε. Άκου. Μια νιόπαντρη πηγαίνει βόλτα α λα μπρατσέτα με τον άντρα της. Αυτή είναι ψηλή, με μακριά αλογίσια πόδια και καπούλια, πολύ όμορφη, μέσα στην κάβλα. Αυτός είναι κοντός, γεροδεμένος και κάπως σκοτεινός. Ανησυχεί για την ομορφιά της. Τον τρομάζει. Δεν έλεγε ο Ρίλκε στις ελεγείες του Ντουίνο "Γιατί η ομορφιά δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αρχή του τρομερού, που μόλις μπορούμε ν’ αντέξουμε και νιώθουμε τέτοιο δέος επειδή έτσι στην ψύχρα περιφρονεί να μας συντρίψει. Κάθε άγγελος είναι τρομερός.”; Το ‘λεγε. Κάτι ήξερε. Αν το θες και στα Γερμανικά, το ‘χω μάθει απέξω. "Denn das Schöne ist nichts als des Schrecklichen Anfang, den wir noch grade ertragen, und wir bewundern es so, weil es gelassen verschmäht, uns zu zerstören. Ein jeder Engel ist schrecklich."

Τέλος πάντων, φτάνουν σε μια πλατεία που έχει μαζευτεί κόσμος και παρακολουθεί έναν χορευτή που επιδεικνύει διάφορες χορευτικές φιγούρες κάνοντας πως χορεύει με μια γυναίκα. Δίπλα του μια γυναίκα, τη λένε Ιζαμπέλα, παίζει λαούτο. Μετά από κάθε φιγούρα ο χορευτής κάνει μια ελαφριά υπόκλιση και προσκαλεί κάποια γυναίκα να της μάθει τα βήματα. Αυτό είναι το σενάριο. Συνήθως γίνεται χαμός και ο χορευτής καταλήγει να ξυλοκοπιέται άγρια από τον ζηλιάρη άντρα της γυναίκας που δέχεται την πρόσκληση, ενίοτε υποβοηθούμενος κι από άλλους εξαγριωμένους αλληλέγγυους παρευρισκόμενους.  Μπορείς να φανταστείς ότι το ίδιο έγινε και με τη νιόπαντρη.

Στην κομέντια ντελ άρτε δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Κι αυτή είναι η φαρφάλα. Αυστηρά μιλώντας όπως καταλαβαίνεις δεν αναφέρεται μόνο στον χορό αλλά σε όλο το σενάριο συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του ξυλοκοπήματος του χορευτή με παραλλαγές στο ίδιο θέμα, π.χ. κάποιες φορές οι παρευρισκόμενοι γελάνε με τον ζηλιάρη σύζυγο, τον κοροϊδεύουν και του πετάνε διάφορα καθώς αυτός προσπαθεί να ξυλοκοπήσει τον χορευτή κι ο τελευταίος βρίσκει ευκαιρία να την κάνει. Πάντως ναι, το σχήμα τους είναι βαρετό, θυμίζει παπιγιόν ή πεταλούδες και οκ ναι σημαίνει πεταλούδες στα Ιταλικά και οι φαρφάλες δεν έχουν καμία σχέση με την κομέντια ντελ άρτε αλλά δεν με ενδιαφέρει. Τι έχει σχέση με τι, το αποφασίζω εγώ».

Με άκουσε υπομονετικά και κάπως απειλητικά χωρίς να με διακόψει και όταν τελείωσα το παραλήρημα μου για την κομέντια ντελ άρτε, μου είπε ήσυχα, «Ερωτά μου, ακούγεται ιδιαίτερα διασκεδαστικό όλο αυτό, κι αναρωτιέμαι αν εσύ θα χτύπαγες τον χορευτή, αλλά δεν μ' αρέσουν οι φαρφάλες ό,τι και να σημαίνουν. Οπότε σε παρακαλώ χρησιμοποίησε ό,τι άλλο ζυμαρικό θέλεις, αλλά όχι φαρφάλες».

Δεν είπα τίποτα. Τίποτα, τρόπος του λέγειν. Μόνο αυτό ξεστόμισα, «ΟΚ, άσε με τώρα γιατί δεν θέλω κανέναν στην κουζίνα όταν μαγειρεύω. Τό ‘ξερες ότι ο Μικελάντζελο δεν άφηνε κανέναν να δει τι ζωγράφιζε όταν έκανε την Καπέλα Σιστίνα;  Ούτε τον ίδιο τον Πάπα Ιούλιο τον Δεύτερο,  ο οποίος βέβαια του είχε αναθέσει τη δουλειά και ο οποίος ερχόταν συχνά πυκνά να δει πώς πάει το έργο. Το ίδιο έκανε και ο αγαπημένος μου Ποντόρμο όταν ζωγράφιζε την Αποκαθήλωση στο παρεκκλήσι Καπέλα Καπόνι στην εκκλησία Σάντα Φελιτσιτά στην Φλωρεντία. Είχε βάλει ένα τεράστιο παραβάν και δεν άφηνε κανέναν να ρίξει μια ματιά, μέχρι να τελειώσει. Κάπως έτσι. Δεν θέλω κανένας να βλέπει τι φτιάχνω στην κουζίνα. Όταν είναι έτοιμο, θα το δεις, θα το γευτείς, θα το μυρίσεις. Βάλε ένα ρουμάκι, πάρε ό,τι θες από την κουζίνα και φύγε. 

Το έκανε με αργές κινήσεις. Πριν φύγει, έσκυψε με φίλησε στον λαιμό, έβαλε το χέρι της στον πούτσο μου χωρίς ν' ανοίξει το φερμουάρ του μπλουτζίν και τον έσφιξε. Ανατρίχιασα. Ο τρόπος που το ‘κανε, μου φάνηκε σαν μια τρομερή προειδοποίηση. Κάθε άγγελος είναι τρομερός.

Η performance art που δεν μεταφράζεται κομψά στα ελληνικά, έχει τις ρίζες της στους φουτουριστές και στους ντανταϊστές. Τις δεκαετίες του 60 και 70 ήταν πολύ της μόδας, με διάφορες γνωστές φιγούρες να κυριαρχούν στον χώρο, όπως ο Γιόσεφ Μπόις και ο δικός μας ο Γιάννης Κουνέλλης.  Η περφόρμανς του πρώτου με τον νεκρό λαγό (ή κουνέλι, ποτέ δεν έμαθα την διαφορά) με διασκέδαζε ιδιαίτερα. Το 1965 στο "Πώς να εξηγήσεις πίνακες σε έναν νεκρό λαγό", πασάλειψε τη μούρη του με μέλι και χρυσά φύλλα και καθισμένος με ένα νεκρό λαγό στην αγκαλιά του, εξηγούσε στο νεκρό λαγό τι σημαίνουν οι εικόνες, κάτι σαν διάλεξη ιστορίας της τέχνης ας πούμε.  Ένας άλλος, ο Υβ Κλάιν λίγο νωρίτερα, το 1960, σκηνοθέτησε με τη βοήθεια ενός φωτογράφου "Το Πήδημα στο ΚενόLe Saut dans le Vide (Leap into the Void) στην Rue Gentil-Bernard, Fontenay-aux-Roses. Η φωτογραφία που σώζεται δείχνει τον Υβ να πηδάει από ένα μπαλκόνι με τα χέρια ανοιχτά σαν να ‘χε πάρει LSD, που μπορεί και να ‘χε πάρει. Η αγαπημένη μου περφόρμανς πάντως, εκτός από όταν ο Οιδίποδας αυτοτυφλώθηκε με ένα μυτερό σουβλί, ήταν αυτό που έκανε ο Άρθουρ Κραβάν το 1916 όταν προκάλεσε δημόσια έναν πρώην παγκόσμιο πρωταθλητή του μποξ σε αγώνα. Λατρεμένος των ντανταϊστών ο Αρθουρ, ισχυριζόταν ότι ήταν εγγονός του Όσκαρ Γουάιλντ, κριτικός τέχνης, ποιητής, μποξέρ, μουσικός, ό,τι τον κάβλωνε. Κι αυτό περίπου 70 χρόνια πριν η υπόθεση της ρευστότητας / κατασκευής της ταυτότητας έγινε ψωμοτύρι ή καραμέλα στον μεταμοντερνισμό. Ο Άρθουρ μεταμορφωνόταν σε ό,τι γούσταρε, ό,τι τον κάβλωνε. Πάντως μποξέρ δεν ήταν. Αφίσες τυπώθηκαν και τοιχοκολλήθηκαν σε διάφορα σημεία της πόλης κι ο αγώνας έγινε τελικά στην Μπαρσελόνα. Ο επαγγελματίας νέγρος (νέγρος με τους όρους της εποχής)  μποξέρ ήταν ο Τζακ Τζόνσον ο οποίος είχε φύγει από την Αμερική γιατί τον κυνηγούσαν να τον πιάσουν επειδή υποτίθεται είχε παραβιάσει τον Νόμο του Μαν (Mann Act). Με δυο λόγια, ήταν μαύρος και είχε σχέσεις με λευκές. Αυτό δεν θα του το συγχωρούσαν ποτέ.  Τέλος πάντων, όπως ήταν αναμενόμενο, ο Τζακ ψιλοσάπισε στο ξύλο τον εξωφρενικό και εκκεντρικό ντανταϊστή και πληρώθηκε ένα αξιοπρεπές μεροκάματο που του είχαν υποσχεθεί. Πέθανε τελικά τον θάνατο της η περφορμανς αρτ και οι σύγχρονες απόπειρες να την αναβιώσουν είναι αφόρητα βαρετές και προβλέψιμες όσο και οι φαρφάλες μετά από δέκα λεπτά βρασίματος. 

Το μυστικό ίσως δεν είναι στο αντικείμενο αλλά στον τρόπο που το παρουσιάζεις, χτίζοντας όλο το σασπένς που περιβάλλει την παρουσίαση. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει τόσο για το πέος όσο και το πορσελάνινο ουρητήριο του Μαρσέλ Ντυσαν. Όμως όσον αφορά το πρώτο, αν είναι μικρό, δεν πα’ να το πασπαλίσεις με χρυσόσκονη είκοσι-τεσσάρων καρατίων, ή -ίσως ακόμα καλύτερα καλύτερα- να το καλύψεις με βρώσιμα φύλλα χρυσού, να το αλείψεις με την πιο θεσπέσια υγρή σοκολάτα με ρούμι ρον μπαρσελό, ό,τι και να κάνεις, όπως και να το παρουσιάσεις, θα παραμείνει ανελέητα μικρό. Μήπως αυτή δεν ήταν εξάλλου και η διαφορά ανάμεσα στις φεμινίστριες και τις μετα-φεμινίστριες; Οι μεν έλεγαν ότι το μέγεθος του πέους, δεν έχει σημασία μιας και είναι μια ηλίθια φαντασίωση εξουσίας των αντρών και όχι των γυναικών. Οι γυναίκες,  διακήρυσσαν με πάθος οι φεμινίστριες, δεν ενδιαφέρονται για μεγάλα πέη, αλλά για σεβασμό, ισοτιμία κλπ. Οι δε έλεγαν ότι το μέγεθος έχει τεράστια σημασία και είναι απόλυτα δόκιμη φαντασίωση των γυναικών, όσων τέλος πάντων γουστάρουν τα πέη, και ως τέτοια την διεκδικούν χωρίς να απολογούνται σε κανέναν, ούτε στις αδερφές τους τις φεμινίστριες και δεν επιτρέπουν σε κανέναν να αποφασίσουν για τις ηδονές τους. Θα με βόλευε και ανακούφιζε αφάνταστα ναι, να είμαι φεμινιστής, αλλά είμαι ανυποχώρητος μετα-φεμινιστής, όσο σκληρή κι αν είναι η μοίρα μου.

Οι φαρφάλες μου ήταν έτοιμες. Έβαλα όσα υλικά είχα πει αλλά πρόσθεσα και τζίντζερ, φασκόμηλο, ταμπάσκο, μανιτάρια, τριμμένο τυρί και μπόλικο ρον μπαρσελό. Το τελευταίο το είχα ανακοινώσει ήδη. Τις περίχυσα με την κρεμώδη σάλτσα, ταρακούνησα τη κατσαρόλα καλά για να πάει παντού, σέρβιρα σε δυο πιάτα και τα πήγα στο τραπέζι στην αυλή. Η αγάπη μου δούλευε μέσα, στο κομπιούτερ της ακούγοντας μουσική. Πάντα άκουγε μουσική όταν δούλευε. Εγώ δεν μπορούσα ποτέ να το κάνω αυτό. Η μουσική είχε πάντα μια παράξενη επίδραση πάνω μου. Με αποσυντόνιζε, με κυριαρχούσε, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, με έπιαναν τα κλάματα πολλές φορές.  Ο καθένας με τα βίτσια του.

Έσκυψα και την φίλησα στον λαιμό και της είπα, «Έλα, έχω σερβίρει έξω. Μη πάει καμιά γάτα στα πιάτα και μεθύσει από το ρούμι. Έλα».

Σηκώθηκε και ήρθε έξω με αργούς διασκελισμούς. Έτσι περπατούσε πάντα, ακόμα κι όταν βιαζόταν. Κάθισε μπροστά στο πιάτο της και το κοίταξε εξεταστικά για λίγο. Με ένα πιρούνι έσκαψε λίγο κάτω από τη σάλτσα που κάλυπτε τις φαρφάλες. Πήρε το πιάτο, σηκώθηκε χωρίς να πει κουβέντα και πήγε μέσα στη κουζίνα. Εγώ έμεινα εκεί. Ακίνητος, κάτι σαν υπνωτισμένος.

Μετά από λίγο σηκώθηκα και την ακολούθησα στη κουζίνα. Στάθηκα στην πόρτα και κοίταζα. Φρενιτικά αλλά χωρίς να βιάζεται έγραφε με ένα χοντρό μαύρο μαρκαδόρο στους τοίχους «δεν μ’ αρέσουν οι φαρφάλες». Κοίταζα χωρίς να μιλάω. Συνέχισε να γράφει. Σκέφτηκα να μετρήσω πόσες φορές το είχε γράψει. Δεν το έκανα. Είναι σαν να προσπαθείς να μετρήσεις τα άστρα. Παρατήρησα μόνο ότι υπήρχε μια παραλλαγή στο «δεν μ’ αρέσουν οι φαρφάλες». Κάπου έγραφε «δεν μ’ αρέσουν οι φαρφάλες μαλάκα». Κάποιες ήταν υπογραμμισμένες με μπόλικη κέτσαπ που έσταζε σαν σε ταινία του Ταραντίνο. Δεν ξέρω πόσος χρόνος πέρασε. Κάποια στιγμή σταμάτησε. Ίσως είχε κουραστεί το χέρι της, ίσως δεν υπήρχε άλλος χώρος να γράψει. Με προσπέρασε ήσυχα και πήγε μέσα στο δωμάτιο.

Περίμενα εκεί. Όρθιος. Επέστρεψε με δυο προφυλακτικά. Τα άνοιξε, τα τράβηξε να τεντώσουν. Πήρε ένα κουτάλι κι άρχισε να τα γεμίζει ένα-ένα με φαρφάλες και σάλτσα από την κατσαρόλα. Όταν γέμισε το πρώτο, το έδεσε και μου το έδωσε. «Πάρε μαλάκα», μου είπε, «και φάτες από δω». Το πήρα. Ήταν βαρύ για προφυλακτικό σκέφτηκα αυτόματα. Σαν να είχε χύσει μέσα ένας γίγαντας έξι μέτρα ψηλός. Ίσως και παραπάνω. Γέμισε και το δεύτερο και βγήκε έξω στην αυλή.

Την ακολούθησα μετά από λίγο. Το είχε κρεμάσει από το κλαδί ενός πεύκου. Τροφή για τα πουλιά σκέφτηκα.  Ξαναμπήκε στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα. Κάθισα εξουθενωμένος στο τραπέζι. Τα δύο πιάτα ακόμα εκεί.  Άρχισα να καπνίζω και να πίνω ρούμι. Δεν ξέρω πόσος χρόνος πέρασε. Ίσως μισή ώρα. Ίσως παραπάνω. Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και βγήκε. Κρατούσε μαύρες σακούλες των σκουπιδιών στα χέρια της. Τις άφησε στην άκρη της αυλής. Μπήκε και βγήκε τρεις τέσσερις φορές ακόμα. Είχε μαζέψει όλα της τα πράγματα, ρούχα, βιβλία, ρούχα, καλλυντικά, κομπιούτερ, οθόνη, ηχεία κι ένα μπεντίρ. Όλα σε σακούλες και δυο βαλίτσες. Στάθηκε μετά και πήρε τηλέφωνο. Η φωνή της ήσυχη. Ναι, είκοσι λεπτά είναι εντάξει. Περιστέρι. Ναι.

Όταν ήρθε το ταξί, βοήθησα να βάλουν τα πράγματα στο πορτ μπαγκάζ.

Η γη άρχισε να τρέμει. Δεν έχει σταματήσει να τρέμει εδώ και δυο χρόνια.

 

©Λουίζα Αμιντέι

Ιανουάριος 2023

 

Το διήγημα διατίθεται και σε PDF για εκτύπωση ή ανάγνωση ως e-book

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)
Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 03 Φεβρουαρίου 2023 10:55

Προσθήκη σχολίου

Σιγουρευτείτε πως έχετε εισάγει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες με το σύμβολο (*). Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.