Ο θρύλος λέει πως όταν ο Τζιοβάνι Σολαίρ συνάντησε μια ομάδα Ελλήνων ναυτικών σε κάποιο λιμάνι της Ισπανίας, μαθαίνοντας πως αυτοί ήταν από την Ιθάκη, καταράστηκε αυτούς και το νησί τους: “καταραμένοι να’στε και τίποτε να μη στεριώνει στον τόπο σας”. Από τότε βαστάει "η κατάρα του Σολαίρη" που ακόμη και σήμερα την επικαλούνται κάποιοι Θιακοί, έστω και ως αστείο πια, όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά στον τόπο τους
Η ιστορία του Τζιοβάνι Σολαίρ είναι μια τραγική ιστορία που έχει όλα τα στοιχεία μιας ταινίας μυστηρίου. Δολοφονίες, μασόνοι, αφορισμοί, στημένη δίκη. Και όλα αυτά με επίκεντρο τη Μασονική Στοά της Ιθάκης στην περίοδο της Αγγλοκρατίας, 30 χρόνια πριν την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα.
Μια ιστορία που έχει πολλαπλό ενδιαφέρον, όχι μόνο για όποιον έχει κάποια σχέση με την Ιθάκη, αλλά για όποιον αγαπά την ιστορία. Μέσα από την τραγική ιστορία του Τζιοβάνι Σολαίρ θα μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε άγνωστες πτυχές από την καθημερινότητα μιας κοινωνίας που έτυχε να βρεθεί σε ένα μοναδικό σταυροδρόμι πολιτισμών. Μπορούμε να αντλήσουμε ακόμη και πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την κατάσταση στην προεπανασταστική Πάτρα και τη στάση των εκεί Ευρωπαίων προξένων απέναντι στηνΕλληνική Επανάσταση
Ο πληθυσμός της Ιθάκης έχει ξεκάθαρη ελληνική συνείδηση, όμως βρίσκεται κάτω από Αγγλική κατοχή, ενώ τα ίχνη από την επί αιώνες Ενετική Διακυβέρνηση είναι ακόμη νωπά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η δίκη για την υπόθεση Σολαίρ διεξάγεται στην ιταλική γλώσσα - την επίσημη γλώσσα της εποχής στα Επτάνησα - και, όπου χρειάζεται, υπάρχει Έλληνας μεταφραστής.
Είναι επίσης ένας πληθυσμός που βρίσκεται κάτω από την απόλυτη πνευματική δεσποτεία μιας Εκκλησίας, η οποία για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται σκληρή, αδίστακτη, φανατική, μισαλλόδοξη και τελικά βαθιά αντιανθρώπινη, κόντρα ακριβώς στη διδασκαλία του ιδρυτή της, πραγματικού ή φανταστικού. Μια Εκκλησία που το μόνο ενδιαφέρον που έχει για το λαό της, για το ποίμνιό της καλύτερα, είναι μην τυχόν κι αυτός αλλαξοπιστήσει
Είναι, τέλος, ένας πληθυσμός που αποτελείται στη συντριπτική πλειοψηφία του από αγρότες, ψαράδες, ναυτικούς και μικροέμπορους που βλέπει με δυσπιστία και φόβο τη μυστικότητα των τεκτονικών λειτουργιών στις οποίες συμμετέχουν τα μέλη της τοπικής μασονικής στοάς, η οποία απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από Άγγλους αλλά και από επιφανή πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας.
Η υπόθεση του Σολαίρη – για την ακρίβεια του Γάλλου Τζιοβάνι Σολαίρ – είναι μια τραγική ιστορία ενός φρικτού εγκλήματος που συντάραξε την κοινωνία της Ιθάκης το 1837, όταν ακόμη το νησί βρισκόταν κάτω από αγγλική κυριαρχία. ‘Ένα έγκλημα που προκαλεί αισθήματα οργής όχι μόνο για το ειδεχθές της πράξης, που ήταν η σφαγή της γυναίκας και του 12χρονου γιου του Σολαίρ, αλλά και για το γεγονός ότι η τοπική κοινωνία της Ιθάκης θέλησε να φορτώσει τη στυγερή δολοφονία στον ίδιο το Σολαίρ.
Από τη μια γιατί δεν της ήταν εύκολο να αποδεχθεί ότι κάποιος δικός τους άνθρωπος ήταν ο στυγνός δολοφόνος και από την άλλη γιατί της ερχόταν εντελώς βολικό να είναι δολοφόνος ένας ξένος που τύχαινε επιπλέον να είναι ο αρχηγός της νεοσυσταθείσας τεκτονικής (μασονικής) στοάς της Ιθάκης. Μιας οργάνωσης, η οποία στα μάτια τους – και κυρίως στα μάτια της τοπικής ορθόδοξης εκκλησίας – φαινόταν ότι απειλούσε τις παραδόσεις του τόπου τους.
Ήταν βολικό, όμως, και για την αγγλική διοίκηση να παρθεί μια απόφαση που θα ικανοποιούσε το κοινό αίσθημα, καθώς το τελευταίο που θα επιθυμούσαν οι Άγγλοι θα ήταν μια εξέγερση που θα μπορούσε να ξεσπάσει με αφορμή το περιστατικό αυτό. Ήδη, τέσσερα χρόνια πριν, στη γειτονική Κεφαλονιά, είχε εκδηλωθεί στάση του αγροτικού πληθυσμού, με ένοπλη σύγκρουση με τις αρχές, με αφορμή τις εκλογές για την ανάδειξη τοπικών αρχόντων.
Τελικά, ο Σολαίρ – ένα χρόνο μετά την αρχική καταδίκη του σε θάνατο – αθωώνεται και φεύγει από την Ιθάκη ηττημένος και ολομόναχος, αφήνοντας θαμμένη στα χώματα του νησιού τη δολοφονημένη οικογένειά του.
Διαβάσαμε την τραγική ιστορία του Σολαίρ, όπως αυτή αναπτύσσεται στο πολύ ενδιαφέρον και εμπεριστατωμένο βιβλίο του Πέτρου Βλάχου “Ο τέκτονας Τζιοβάνι Σολαίρ στην Ιθάκη του 1837”. Ας την πάρουμε όμως από την αρχή
Ο τυχοδιώκτης Τζιοβάνι Σολαίρ
Ο Τζιοβάνι Σολαίρ γεννήθηκε το 1787 στην πόλη Αβινιόν της Γαλλίας και, αν και Γάλλος, ήταν προτεστάντης στο θρήσκευμα. Η ζωή του είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός τυχοδιώκτη της εποχής. Στην αρχή τον βρίσκουμε σημαιοφόρο του στρατού του Μεγάλου Ναπολέοντα κατά τον γαλλοϊσπανικό πόλεμο (1808-1814). Εκείνη την περίοδο μυείται στον ελευθεροτεκτονισμό, σε μια εποχή όπου οι μασονικές στοές αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς σε ολόκληρη την Ευρώπη. Κάποια στιγμή συλλαμβάνεται από τα Καταλανικά στρατεύματα και οδηγείται αιχμάλωτος στην ισπανική πόλη της Καρθαγένης. Από εκεί κατορθώνει να δραπετεύσει και επιβιβάζεται σε καράβι ντυμένος Φραγκισκανός μοναχός. Σε μια στάση του καραβιού στη Μάλτα, γνωρίζει τον Καθολικό Αναπληρωτή Επίσκοπο της Ζακύνθου, ο οποίος, βλέποντας απέναντί του έναν Φραγκισκανό μοναχό, του προτείνει μια θέση δασκάλου σε ιδιωτικό καθολικό σχολείο της Ζακύνθου. Ο Σολαίρ αποδέχεται την πρόταση, καταφτάνει στη Ζάκυνθο και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα χειροτονείται ιερέας της καθολικής εκκλησίας.
Βρισκόμαστε στα 1813, ο Σολαίρ είναι 25 χρονών και δεν αργεί να εκδηλώσει την τυχοδιωκτική του φύση για ακόμη μία φορά. Γνωρίζει τη Ζακυνθινή Φιορούλα Καραβία, την ερωτεύεται και την παντρεύεται κόντρα στους νόμους της Καθολικής Εκκλησίας. Χαρακτηριστικό είναι πως η λειτουργία του γάμου τελείται από έναν Ολλανδό προτεστάντη ιερέα. Το νέο μαθαίνεται γρήγορα και ο καθολικός επίσκοπος διατάζει την απομάκρυνση του Σολαίρ από το νησί.
Πράγματι, ο Σολαίρ εκδιώχνεται στην επίσης αγγλοκρατούμενη Μάλτα. Γρήγορα, όμως, επιστρέφει στην Ελλάδα. Στην Πρέβεζα συναντιέται με τη γυναίκα του και, αφού περιπλανούνται σε διάφορες περιοχές της οθωμανοκρατούμενης Ελλάδας, τους βρίσκουμε στην Αρκαδία το 1814 όπου ο Σολαίρ υπηρετεί ως γραμματέας του υποπροξενείου της Βρετανικής αυτοκρατορίας. Το 1819 τον συναντούμε στην Πάτρα ως γραμματέα του Ολλανδικού προξενείου και την ίδια χρονιά γεννιέται ο γιος τους Νικολό-Κάρλος.
Ο Τζιοβάνι Σολαίρ ως γραμματέας του Ολλανδικού προξενείου στην Πάτρα και οι αναφορές του σχετικά με την επερχόμενη Επανάσταση
Βρισκόμαστε πλέον στις παραμονές της Ελληνικής επανάστασης και από τη θέση του ο Σολαίρ έρχεται σε επαφή με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον Παπαδιαμαντόπουλο και τον Λόντο. Η στάση του, όμως, απέναντι στην Ελληνική επανάσταση είναι εχθρική. Μάλιστα, σε αναφορά του προς τον πρεσβευτή της Ολλανδίας στην Κωνσταντινούπολης καταγγέλλει πως «οι Έλληνες πρόξενοι της Ρωσίας και της Πρωσίας είναι μέλη της Φιλικής Εταιρείας» και πως ειδικότερα ο Ιθακήσιος πρόξενος της Ρωσίας , Ι.Βλασσόπουλος, είναι ένας από τους αρχηγούς της. Οι συνεχείς αναφορές του Σολαίρ, που εκθέτουν με ημερολογιακό τρόπο τα γεγονότα, μας μεταφέρουν το κλίμα της προεπαναστατικής Πάτρας, λίγες μέρες πριν από τη μεγάλη εξέγερση. Μας δείχνουν, επίσης, πως η επανάσταση που επρόκειτο να ξεσπάσει ήταν κάτι που όλοι ανέμεναν
Γράφει ο Σολαίρ: “… Στις 8 Μαρτίου μεγάλος αριθμός καλά αρματωμένων Επτανησίων ανέλαβαν τη φρούρηση των προξενείων της Ρωσίας, της Πρωσίας, της Αυστρίας και της Σουηδίας
… Στις 11 Μαρτίου οι Έλληνες φόρτωσαν τα υπάρχοντά τους και εμπορεύματα για τα Ιόνια, τον κόλπο της Ναυπάκτου και τα χωριά της Πάτρας
… Στις 20 Μαρτίου, οι ραγιάδες έστειλαν τις οικογένειές τους στα προξενεία. Ο πρόξενος της Γαλλίας δέχτηκε πολύ κόσμο. Της Αγγλίας κανέναν
… Στις 22 Μαρτίου, επειδή οι Τούρκοι ήξεραν ότι οι Επτανήσιοι πρόξενοι της Ρωσίας, της Πρωσίας, της Σουηδίας και της Αυστρίας είχαν ανάμιξη στην εξέγερση των ραγιάδων, οι Τούρκοι έστειλαν έναν Αγά και συγκλήθηκε σύσκεψη στο Γαλλικό προξενείο με σκοπό να πεισθούν οι Έλληνες πρόξενοι να σταματήσουν τις ταραχές και να καταθέσουν οι ραγιάδες τα όπλα που κρατούσαν. Οι Έλληνες πρόξενοι απάντησαν πως δεν γνωρίζουν τίποτα, πως δεν έχουν καμία ανάμιξη και πως δεν ασκούσαν καμία εξουσία πάνω στους ραγιάδες. Οι πρόξενοι της Αγγλίας, της Ισπανίας και εγώ δεν είπαμε λέξη
… Την αυγή της 23 Μαρτίου ο φίλος μου κ.Γκουμπερνάτις που βρισκόταν στο Ισπανικό προξενείο, με ειδοποίησε ότι όλοι οι πρόξενοι ήταν έτοιμοι να μπαρκάρουν … Πήρα μόνο τα αρχεία του προξενείου και τα πιο πολύτιμα πράγματά μου. Μπαρκάραμε για το Μεσολόγγι”
Πριν φύγουν, οι πρόξενοι των ευρωπαϊκών κρατών που αντιτίθενται στην Ελληνική εξέγερση, μαζί τους και ο Σολαίρ, κινητοποιούν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις και επιτίθενται εναντίον των εξεγερμένων Ελλήνων. Όπως γράφει ο Γ.Ζώρας στο βιβλίο του “ Αι πρώται εν Πάτραις επαναστατικαί εκδηλώσεις κατά πληροφορίας του Ολλανδικού προξενείου” : « … όχι μόνο δε θα βοηθήσουν τους εξεγερμένους ραγιάδες, κωφεύοντες στις εκκλήσεις των αυτοχειροτονημένων ηγετών, αλλά αντιλαμβανόμενοι το ανέλεγκτον της επαναστατικής δραστηριότητος, αφού διατάξουν τον κανονιοβολισμό τους από πλοία που είναι αραγμένα στο λιμάνι της πόλης, θα καταφύγουν έντρομοι στα Αγγλοκρατούμενα, εκείνη την εποχή, Επτάνησα …»
Ο Σολαίρ καταφεύγει στο Μεσολόγγι προσωρινά, καθώς πλησιάζει και εκεί η Ελληνική επανάσταση. Έτσι αποφασίζει να καταφύγει στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα ασκώντας το επάγγελμα του δασκάλου της Ιταλικής και Λατινικής γλώσσας. Από το 1821 έως το 1824 τον βρίσκουμε στην Κέρκυρα. Από το 1824 έως το 1827 στη Λευκάδα και από το 1827 έως το 1831 στη Λευκάδα. Στις 12 Μαΐου του 1831 καταπλέει στην Ιθάκη, διορισμένος από τη Διοίκηση του Ιονίου Κράτους, για να εργαστεί ως δάσκαλος Ιταλικών και Λατινικών στο Δευτερεύον Σχολείο της Ιθάκης [Σ.Σ το Δευτερεύον Σχολείο ήταν η μέση εκπαίδευση της εποχής, το Γυμνάσιο της εποχής]
Ο Τζιοβάνι Σολαίρ φτάνει στην Ιθάκη
Ο Σολαίρ με τη γυναίκα του Φιορούλα και το 12χρονο τότε γιο του Νικολό, εγκαθίστανται στο Βαθύ, στο κέντρο της Χώρας. Εκείνη την εποχή, η ταξική θέση του δάσκαλου ήταν αρκετά υψηλή. Είναι χαρακτηριστικό πως ο μηνιαίος μισθός του Σολαίρ ήταν 8 τάλαρα, όταν ο μισθός του Επισκόπου ήταν 13 τάλαρα, του Εισαγγελέα 12, του διευθυντή της αστυνομίας 6 και του χωροφύλακα 1.
Βαθύ, Ιθάκη (1821)
Χαλκογραφία του Άγγλου ζωγράφου Joseph Cartwright
Ο κοινωνικός περίγυρος στον οποίο θα ενταχθεί είναι αρχικά οι ξένοι, τα μέλη της αγγλικής ταξιαρχίας που εδρεύει στο νησί, ως αγγλική επαρχία που ήταν τότε. Μαζί με αυτούς, οι λίγοι πλούσιοι Ιθακήσιοι που αποτελούν και αυτοί μέλη της άρχουσας τάξης. Αυτοί θα αποτελέσουν τον πυρήνα για την ίδρυση της μασονικής Στοάς στην Ιθάκη. Ήδη, ο Σολαίρ, πριν την άφιξή του στην Ιθάκη, είχε φτάσει στα ύπατα αξιώματα της τεκτονικής ιεραρχίας. Όταν φτάνει στην Ιθάκη κατέχει πλέον τον τελικό (33ο) βαθμό του Ύπατου του Αληθινού Μυστικού. Δύο χρόνια από την άφιξή του ιδρύεται η μασονική στοά της Ιθάκης και αυτός θα είναι ο πρώτος της Σεβάσμιος Διδάσκαλος
Όπως σε όλα τα Επτάνησα, η Ιθάκη ακολουθούσε μια διαφορετική πορεία από τον υπόλοιπο τουρκοκρατούμενο ελληνικό κόσμο, ακολουθώντας τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Αρχικά η έλευση των Γάλλων – μετά την Ενετική κατοχή αιώνων – έφερε τα νεωτεριστικά ρεύματα που γεννούσαν οι κοινωνικές ανακατατάξεις που προκάλεσε η γαλλική επανάσταση. Στη συνέχεια, η Αγγλική κατοχή θεμελίωσε ένα αυταρχικό κράτος, παράλληλα όμως δημιούργησε θεσμούς και κανόνες διαμορφώνοντας ένα σύγχρονο κράτος με ευρωπαϊκό προσανατολισμό
Εκείνη την περίοδο δημιουργείται η Ιόνιος Ακαδημία, η πρώτη ελληνική σχολή πανεπιστημιακού επιπέδου, και δημιουργείται ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών.
Την ίδια περίοδο, στη Δυτική Ευρώπη, αναπτύσσεται ο ελευθεροτεκτονισμός που απηχεί τις ιδεολογικές ανησυχίες της ανερχόμενης αστικής τάξης και συσπειρώνει την οικονομική και πνευματική ελίτ της τάξης αυτής. Είναι λοιπόν φυσικό επακόλουθο η εμφάνιση του τεκτονισμού στα Ιόνια νησιά, πριν από οποιοδήποτε άλλο μέρος στον ελλαδικό χώρο.
Ήδη, από το 1740, επί Ενετικής κατοχής, αναφέρεται η στοά “Benefienza” (Αγαθοεργία) που ήταν Ιταλόφωνη και αποτελούσε παρακλάδι της Στοάς Της Βερόνας. Το 1782 στη Ζάκυνθο, αναφέρεται ο τεκτονικός τύπος Μισραήμ, ένα τεκτονικό τάγμα που βασίζεται στην Ερμητική διδασκαλία, μια διδασκαλία που σχετίζεται με τον μυθολογικό Ερμή τον Τριμέγιστο, μια θεότητας που αποτελούσε συγχώνευση του ελληνικού Ερμή με τη σεληνιακή αιγυπτιακή θεότητα Θωθ.
Το 1800, πάλι στην Κέρκυρα, ιδρύεται και η Γαλλόφωνη Στοά “Philogeneia”, η οποία το 1809 μετονομάζεται σε “ Saint Napoleone”. To 1810 στη Λευκάδα ιδρύεται από τη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας η Στοά «’Ενωση», στην οποία λίγο αργότερα μυείται ο Εμμανουήλ Ξάνθος.
Το 1815 αναφέρονται στην Κέρκυρα δύο ακόμη Στοές, η «Ειρήνη» και ο «Πυθαγόρας». Το 1823 συντάσσεται στην Κέρκυρα ένας κανονισμός, με σκοπό την ίδρυση Στοών σε όλα τα Επτάνησα, σε ένα σχέδιο που ονομάζεται «Μεγάλη Ανατολή της Ελλάδας»
Στην Ιθάκη είχε ήδη επιχειρηθεί χωρίς επιτυχία, η ίδρυση Στοάς μεταξύ του 1818 και του 1820 από τον Κερκυραίο τέκτονα Γεώργιο Κυπριώτη. Η δεύτερη – και επιτυχημένη αυτή τη φορά – προσπάθεια θα γίνει το 1831 από τον Τζιοβάνι Σολαίρ. Ο Σολαίρ, όταν φτάνει στην Ιθάκη, έχει ήδη περάσει από πολλές Στοές των Επτανήσων. Ένα πιστοποιητικό του 1812 τον αναφέρει στη Στοά της Ζακύνθου με τον 25ο βαθμό στην τεκτονική ιεραρχία. Όταν ο Σολαίρ φτάνει στην Ιθάκη, κατέχει πλέον τον τελικό βαθμό (33ο) του Ύπατου του Αληθινού Μυστικού
Η ίδρυση της Μασονικής Στοάς της Ιθάκης
Δύο μόλις μήνες μετά την άφιξη του Σολαίρ στην Ιθάκη, τον Ιούλιο του 1831, γίνεται η πρώτη συνάθροιση στην οποία, εκτός του Σολαίρ, συμμετέχουν άλλα τρία άτομα: Ο Βιττώριος Ζαβός, ο Ευστάθιος Δρακούλης και ο Νικολό Μανιάκης.
Ο Ζαβός ήταν μέλος της ισχυρής οικογένειας των Ζαβαίων, με έντονη και μακρόχρονη πορεία στον τεκτονισμό. Ο Ε. Δρακούλης ήταν και αυτός μέλος εξέχουσας οικογένειας της Ιθάκης. Διετέλεσε έπαρχος Ιθάκης, βουλευτής και ήταν πατέρας του πρόδρομου του Ελληνικού Σοσιαλισμού, Πλάτωνα Δρακούλη
Από τον Βιττώρο Ζαβό πληροφορούμαστε πως : « ανοίξαμε ένα δωμάτιο για συνομιλίες και δεχτήκαμε για αδελφούς και εταίρους τους Τζιοβάννι Τριανταφυλλίδη και Αντώνιο Πεταλά-Σταθάτο. Από τότε ο αριθμός ήταν επαρκής και εμείς στραφήκαμε στους Κορφούς μέσω του κ. Σολαίρ προκειμένου να μας επιτραπεί να ιδρύσουμε Λόντζια και να μας δοθεί η σχετική άδεια από τον Ευγενή Γενικό Συνήγορο κ. Κυπριώτη, όταν ήρθε εδώ για την υπόθεση του γραμματέα της Reggenza, Τζιάκομο Ροδοθεάτου»
Τελικά, η άδεια από την Κέρκυρα ήρθε και ο Σολαίρ γίνεται ο ιδρυτής της πρώτης Μασονικής Στοάς της Ιθάκης και τέταρτης στη σειρά υπό την αιγίδα της «Μεγάλης Ανατολής της Ελλάδος»
Η έναρξη της Στοάς τοποθετείται το Νοέμβριο του 1833. Πρόκειται για την «Ανατολή της Ιθάκης» και θα ονομάζεται «Σχολή του Πλάτωνα». Είναι Ιταλόφωνη και για σύμβολο επιλέχθηκε το πλάγιο παραλληλόγραμμο με τελεία στο κέντρο του
Ο Τζιοβάνι Σολαίρ γίνεται ο πρώτος της Διδάσκαλος που αναλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που απαιτούνται για τη στέγαση, τον εξοπλισμό και τη λειτουργία της Στοάς.
Αρχικά οι συναντήσεις γίνονται στη σοφίτα του σπιτιού του Σολαίρ, ο οποίος φροντίζει για την αγορά των υλικών που χρειάζονται για τη διαμόρφωση του χώρου σε μια μορφή «ναού»: Χαρτιά για την αναπαράσταση του ήλιου, του φεγγαριού και των αστεριών, ενός επίπλου που θα παίζει το ρόλο θρόνου, δύο άγκυρες που θα τον πλαισιώνουν, λυχνάρια, κεριά. Επίσης, κιβώτιο στο οποίο θα συγκεντρώνονται οι χρηματικές συνδρομές των μελών, μια υποχρέωση ιερή για τα μέλη της Στοάς. Μόνο αν τα μέλη πλήρωναν την υποχρεωτική συνδρομή τους, θα είχαν το δικαίωμα να τύχουν ανταπόδοσης σε περίπτωση που θα βρίσκονταν σε ανάγκη στο πλαίσιο της θεμελιώδους για τους τέκτονες Αρχής της Αλληλοβοήθειας
Τα μέλη που γίνονταν δεκτά στη Στοά έπρεπε να φέρουν κονδυλοφόρο, μελανοδοχείο, χαρτί και τα κατάλληλα βιβλία. Έπρεπε να παρακολουθούν τις διδαχές του Διδασκάλου χωρίς να τον διακόπτουν, ενώ για την αναχώρησή τους από τη Σχολή χρειαζόταν η άδειά του
Απαγορεύονταν, εντός και εκτός της Στοάς, οι καβγάδες, τα τυχερά παιχνίδια, οι προσβολές και η απόδοση παρατσουκλιών. Για τους παραβάτες των παραπάνω κανόνων προβλέπονταν διάφορες ποινές, όπως ο αποκλεισμός τους από τη δεύτερη βαθμίδα της ιεραρχίας μέχρι και η αποβολή τους από την Αδελφότητα.
Τα περισσότερα μέλη της Στοάς ήταν ξένοι, άνθρωποι της Αγγλικής Φρουράς και της Εκτελεστικής και Δικαστικής Εξουσίας. Σιγά-σιγά, όμως, αυξάνονταν οι ντόπιοι, που ήταν κυρίως μεγαλοκτηματίες, εισοδηματίες ή δάσκαλοι. Για τους ευκατάστατους κατοίκους που είχαν φιλοδοξίες κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης, η ένταξή τους στη Στοά αποτελούσε μοναδική ευκαιρία, καθώς θα βρίσκονταν σε στενή συναναστροφή με την ελίτ της τοπικής κοινωνίας που είχε ζήσει και σπουδάσει στην αναπτυγμένη Δύση
Αντίθετα, στον υπόλοιπο λαό - που στη μεγάλη του πλειοψηφία ήταν αγρότες, ψαράδες, ναυτικοί και μικροέμποροι - αυτή η επιλεκτική σχέση των επιφανών προσώπων των τοπικών κοινωνιών με τους ξένους κατακτητές, προκαλούσε φόβο, καχυποψία και αρνητισμό. Στα παραπάνω προστίθεται και η εχθρική στάση της Εκκλησίας, η οποία διαδίδει παντού πως οι Μασόνοι είναι αντίχριστοι και άθεοι
Οι αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας και της Εκκλησίας
Οι φήμες εξαπλώνονται και προκαλούν τριγμούς στην τοπική κοινωνία. Πολλές οικογένειες μάλιστα σκέφτονται για το αν πρέπει να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο που είχε μασόνους δάσκαλους. Οι αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας προκαλούν προβληματισμό στο εσωτερικό της Στοάς και αποφασίζεται έτσι η προσωρινή αναστολή της δραστηριότητάς της. Η Στοά της Ιθάκης παραμένει κλειστή από το Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο του 1835. Η επανέναρξη της λειτουργίας της συνοδεύεται από διάφορες μεταστεγάσεις και από έντονες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της. Ο Σολαίρ θέτει θέμα περιορισμού των ντόπιων κατοίκων του νησιού στη Στοά και ζητά από τη χωροφυλακή να συνοδεύει τους μασόνους κατά την προσέλευση αλλά και την αποχώρησή τους. Όλα αυτά μεγαλώνουν συνεχώς το χάσμα μεταξύ του Σολαίρ και του απλού λαού και διογκώνουν τα αντιτεκτονικά συνθήματα της πλειοψηφίας του ντόπιου πληθυσμού
Η Στοά ξανακλείνει το Μάρτιο του 1836 προκειμένου να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, όμως, κατά τη διάρκεια μιας Ορθόδοξης λειτουργίας την οποία παρακολουθούσε και ο Σολαίρ, ο ιερέας κατηγορεί το Σολαίρ πως συμπεριφέρθηκε με ασέβεια στο Ευαγγέλιο ανοίγοντάς το βίαια σαν να ήθελε να το σχίσει. Οι φήμες απλώνονται ταχύτατα σε όλο το νησί και διογκώνονται. Πολλοί πλέον πιστεύουν ότι ο Σολαίρ το άνοιξε για να φτύσει στο εσωτερικό του. Οι Ιθακήσιοι, πιστοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία που αντιμάχονταν τη Δύση και ό,τι πνευματικό προέρχονταν από αυτήν, δεν ήταν δύσκολο να υιοθετήσουν την άποψη του ιερέα τους και να σταθούν σχεδόν σύσσωμοι απέναντι στο Σολαίρ και κατ’ επέκταση και στη Μασονική Στοά
Μάταια κάποιοι λίγοι μάρτυρες προσπαθούν να μετριάσουν τις εντυπώσεις και να υποστηρίξουν πως ο Σολαίρ απλά ασπάσθηκε και δεν έφτυσε το Ευαγγέλιο. Αυτή η μέρα του καλοκαιριού του 1836 θα ήταν και η αρχή του τέλους για το Σολαίρ
Η επίθεση του ιερέα στον Σολαίρ, δεν ήταν τυχαία. Η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στη Μασονική Στοά ήταν εξ’αρχής εχθρική, όπως εχθρική ήταν διαχρονικά σε ό,τι ερχόταν από την «αιρετική» ή «άθεη» Δύση. Είμαστε εξάλλου στα 1836. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από το 1798, όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, με εγκύκλιό του προς τους Επτανήσιους, όπου καταφέρεται εναντίον της Γαλλικής Επανάστασης, τους καλεί να «συναγωνισθούν με ζήλον και προθυμίαν εις αφανισμόν των απίστων τούτων Γάλλων» που βρίσκονται στα Επτάνησα. Την ίδια χρονιά μάλιστα εκδίδεται και η «Διδασκαλία Πατρική» που επίσημα αποδίδεται στον Πατριάρχη Iεροσολύμων Άνθιμο, δεν είναι όμως λίγοι που πιστεύουν πως πίσω από αυτήν κρύβεται πάλι ο Γρηγόριος ο Ε’. Στο έργο αυτό, ο συγγραφέας επιτίθεται εναντίον της «μιαράς, αιρετικής, ζοφώδους» Ευρώπης, την οποία οι πιστοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί έχουν χρέος να αποφεύγουν. Στο κλίμα αυτό κινούνται και οι συμβουλές του Αθανάσιου Πάριου, που από το 1995 τιμάται ως Άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία : « φεύγετε όσο δύνασθε την Ευρώπη και εκείνους οπού έρχονται από την Ευρώπην»
Και εδώ, στην Ιθάκη, παρόλο που επί αιώνες βρισκόταν κάτω από Ενετική κατοχή, εν τούτοις η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων ακολουθούν την Ορθόδοξη Εκκλησία Η υπόγεια δουλειά της Εκκλησίας να διαβάλει το Σολαίρ και κατ’ επέκταση τη Μασονική Στοά της Ιθάκης αρχίζει τώρα να αποδίδει καρπούς. Η πλειοψηφία του λαού, σαν έτοιμη από καιρό, υιοθετεί άκριτα την άποψη του ιερέα και κηρύσσει τον πόλεμο στο Σολαίρ.
Η επίθεση αυτή προκαλεί νευρικότητα στον έτσι κι αλλιώς δύστροπο και υπεροπτικό χαρακτήρα του Σολαίρ. Αυτή η νευρικότητα τον οδηγεί σε μια αναπόφευκτη σύγκρουση με τους περισσότερους Ιθακήσιους τέκτονες, τέσσερεις από τους οποίους εκδιώκονται από τη Στοά της Ιθάκης. Αυτό μοιραία θα οδηγήσει σε ρήγμα στο εσωτερικό της Στοάς, καθώς οι διωγμένοι τέκτονες θα βρουν υποστήριξη από τους εναπομείναντες μασόνους συμπατριώτες τους. Παράλληλα, οι διωγμένοι μασόνοι θα βρεθούν σύμμαχοι της τοπικής κοινωνίας στη διένεξή της με τον Σολαίρ
Εν τω μεταξύ, κάθε δημόσια εμφάνιση του Σολαίρ συνοδεύεται από πειράγματα, ύβρεις και προσβολές από τους ντόπιους. Ο Σολαίρ αρχίζει να ανησυχεί πλέον για τη ζωή του και κάτω από το μαξιλάρι του έχει πάντα ένα σπαθί για προστασία. Οι αντιδράσεις των ντόπιων συνεχίζονται κάνοντας καθημερινή τη συγκέντρωσή τους έξω από τη Στοά, αυξάνοντας τον εκνευρισμό και τον φόβο στο Σολαίρ, ο οποίος ζητά τη βοήθεια και την παρουσία της Αστυνομίας. Πράγματι, οι εκκλήσεις του Σολαίρ εισακούονται και τοποθετούνται σε μόνιμη βάση δύο χωροφύλακες στην είσοδο της Στοάς και άλλοι δύο στην είσοδο του σπιτιού του
Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1836, ημέρα του εορτασμού του Αγίου Σπυρίδωνα, η Στοά παραβιάζεται και βανδαλίζεται, ενώ πολλά αντικείμενα κλέβονται. Ο φόβος του Σολαίρ για τη ζωή τη δική του αλλά και της οικογένειάς του γιγαντώνεται και τον κυριεύει. Αραιώνει τις επισκέψεις του στο σχολείο, περιορίζει τις εξόδους του και συρρικνώνει τον κοινωνικό του περίγυρο.
Από την άλλη μεριά, τα υπόλοιπα μέλη της Στοάς δεν ερμηνεύουν σωστά τη στάση της τοπικής κοινωνίας απέναντι στο Σολαίρ, θεωρώντας πως πρόκειται για έναν προσωπικό πόλεμο εναντίον του Σολαίρ και όχι – όπως συνέβαινε στην πραγματικότητα – για αντίδραση στη λειτουργία της ίδια της Στοάς. Αυτή η λαθεμένη εκτίμηση οδηγεί τους τέκτονες της Ιθάκης σε επαναλειτουργία της Στοάς σε νέο χώρο, διοργανώνοντας μάλιστα και σχετική γιορτή τον Ιανουάριο του 1837 και πυροδοτώντας ακόμη περισσότερο το κλίμα.
Η δολοφονία της οικογένειας του Τζιοβάνι Σολαίρ
Στις 2 Μαρτίου του 1837, ο Άγγλος διοικητής της Αστυνομίας ειδοποιείται να πάει στο σπίτι του Σολαίρ. Εκεί, βρίσκει νεκρούς το γιο και τη γυναίκα του. Ο γιος του Σολαίρ, ο Νικολό, και η Φιορούλα, η Ζακυνθινή γυναίκα του, έχουν σφαγιασθεί με φρικτό τρόπο. Ο ίδιος ο Σολαίρ είναι ζωντανός.
Ο Σολαίρ, πλέον, βγαίνει εκτός ελέγχου. Κατηγορεί όσους θεωρεί πως δεν τον υπερασπίστηκαν το προηγούμενο διάστημα, εκφράζει την απέχθειά του προς τους ντόπιους και καταγγέλλει ως ύποπτους τους διωγμένους Ιθακήσιους τέκτονες
Η έρευνα που ξεκινά αμέσως μετά το φόνο, αναζητά τους ενόχους ανάμεσα στους δηλωμένους προσωπικούς ή οικογενειακούς εχθρούς, χωρίς να εξαιρείται τόσο ο Σολαίρ, που κατά τις ανακρίσεις υποπίπτει σε ασάφειες και κενά, όσο και η Κωνσταντινιά, η υπηρέτρια της οικογένειας. Από την πλευρά του ο Σολαίρ κατονομάζει κάποιους Ιθακήσιους, κυρίως από την ομάδα των διωγμένων μασόνων, ως πιθανούς δράστες
Παράλληλα με την πολιτική εξουσία, στον αγώνα για την ανακάλυψη των δολοφόνων μπαίνει και η Εκκλησία. Ήδη, τρεις ημέρες μετά το φρικτό έγκλημα, ο Έπαρχος Ιθάκης Ανδρέας Δρακούλης, με επιστολή του στον επίσκοπο ζητά από την Εκκλησία να χρησιμοποιήσει το τρομερό της όπλο, την κήρυξη αφορισμού. Η Εκκλησία ανταποκρίνεται άμεσα και το κείμενο του αφορισμού διαβάζεται από τους ιερείς των ενοριών για τρεις συνεχόμενες Κυριακές. Εκτός από τους ναούς, το κείμενο με τις βαριές κατάρες της Εκκλησίας διαβάζεται και σε τρία σημεία του δημόσιου δρόμου. Ο αφορισμός δεν κατονομάζει πρόσωπα και αποσκοπεί να εξαναγκάσει με την απειλή της θείας τιμωρίας, όποιον γνωρίζει κάτι να το αποκαλύψει
Εν τω μεταξύ, μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα, η υπόθεση Σολαίρ φτάνει στην κεντρική διοίκηση, η οποία αναθέτει άμεσα την υπόθεση στον Γενικό Εισαγγελέα, Γεώργιο Κυπριώτη. Είναι φανερό πως η υπόθεση αυτή προκαλεί ανησυχία για εκδήλωση αναταραχών με κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις και αυτό οι Άγγλοι θέλουν να το προλάβουν. Ήδη, επτά χρόνια πριν, το 1830, στη γειτονική Κεφαλονιά, είχε εκδηλωθεί στάση του αγροτικού πληθυσμού, η οποία οδήγησε σε ένοπλη σύγκρουση με τις Αρχές.
Στις 7 Φεβρουαρίου του 1837, ο Γενικός Εισαγγελέας του Κράτους των Ηνωμένων Ιονίων Νήσων, καταπλέει στην Ιθάκη και παρίσταται στον αφορισμό. Αμέσως ξεκινά συζητήσεις με τους τοπικούς αξιωματούχους και τον επίσκοπο Παΐσιο. Όλες οι συζητήσεις δείχνουν ως βασικός ύποπτο τον ίδιο τον Σολαίρ. Από τον τρόπο, μάλιστα, με τον οποίο ο Κυπριώτης ξεκινά τις διερευνητικές ανακρίσεις, συμπεραίνουμε πως και αυτός προσανατολίζεται σε αυτή την εκδοχή
Κατά την ανάκριση της Κωνσταντινιάς, της υπηρέτριας της οικογένειας, ο Κυπριώτης τη ρωτά για τη σχέση του Σολαίρ με την οικογένειά του, για τη θρησκευτική του συμπεριφορά, για τη συμπεριφορά του σκύλου κατά τη διάρκεια του φονικού. Οι απαντήσεις της Κωνσταντινιάς στις ερωτήσεις του Κυπριώτη σε αυτή την πρώτη ανάκριση, είναι ελαφρυντικές για τον Σολαίρ. Κατά τις επόμενες ανακρίσεις όμως, παρατηρείται μια εντυπωσιακή μεταστροφή στις μαρτυρίες της υπηρέτριας, η οποία τώρα ενοχοποιεί απόλυτα τον Σολαίρ. Μια μεταστροφή όμως, που δεν αποκλείεται να είναι αποτέλεσμα πιέσεων εκ μέρους του Κυπριώτη, ο οποίος φαίνεται πως έχει έρθει στην Ιθάκη αποφασισμένος να κλείσει άμεσα και κατευναστικά για την τοπική κοινωνία την υπόθεση του διπλού φονικού
Στην αναθεωρημένη της κατάθεση, η Κωνσταντινιά αναφέρει πως εκείνο το βράδυ το ζυεγάρι είχε μαλώσει. Αναφέρει επίσης πως η πόρτα και το εξωτερικό πορτόνι ήταν κλειδωμένα και παρέμειναν κλειδωμένα μετά το φονικό, κάνοντας να φαίνεται απίθανο το ενδεχόμενο πως κάποιος ξένος μπήκε στο σπίτι. Αναφέρει, τέλος, πως μόλις μπήκε στο δωμάτιο του φονικού είδε τον αφέντη της να τρυπώνει κάτω από το κρεβάτι, ενώ γύρω κείτονταν νεκροί η γυναίκα και ο γιος του
Ο Τζιοβάνι Σολαίρ κατηγορείται για τους φόνους
Αυτές οι μαρτυρίες είναι κάτι παραπάνω από αρκετές για να θεωρηθεί ο Σολαίρ ως βασικός ύποπτος και να συλληφθεί στις 12 Φεβρουαρίου. Εν τω μεταξύ, η Κωνσταντινιά, όπως και ο Βαγγέλης Καραβίας, κρατούνται ακόμη ως ύποπτοι. Με νέες καταθέσεις της όμως, η υπηρέτρια της οικογένειας συνεχίζει να επιβαρύνει και άλλο τη θέση του Σολαίρ.
Στις νέες καταθέσεις της, αναφέρει πως άκουσε ότι ο Νικόλας δεν ήταν πραγματικός γιος του Σολαίρ … πως ο Σολαίρ ζήλευε τη γυναίκα του … πως την ώρα του φονικού άκουσε το μικρό Νικόλα να φωνάζει «ω, μπαμπά μου» … πως το σκυλί όλη τη νύχτα δε γάβγισε καθόλου, ενώ αντίθετα μόλις αντίκρυσε το Σολαίρ άρχισε να γαβγίζει εναντίον του και ο Σολαίρ της ζήτησε να το σκοτώσει
Ο Κυπριώτης πλέον θεωρεί πως έχει όλα τα στοιχεία ώστε να ενοχοποιήσει το Σολαίρ. Το μόνο που απομένει είναι να βρεθεί το πειστήριο του εγκλήματος. Και αυτό δεν αργεί να συμβεί. Στις 19 Φεβρουαρίου, με τη συνδρομή ψαράδων και βουτηχτάδων , βρίσκεται το σπαθί στο βυθό της θάλασσας, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παναγιώτη Μπούρου.
Σε ερώτηση του Κυπριώτη προς τον Σολαίρ εάν ήταν δικό του το σπαθί, ο Σολαίρ απαντά πως είναι ένα από τα σπαθιά που είχαν κλαπεί από τη Στοά, κάτι που αν ήταν αληθές, έδειχνε ως ενόχους των φόνων τους δράστες της παραβίασης και του βανδαλισμού της Στοάς
Ένα σημείο όμως που προβληματίζει το διευθυντή της Αστυνομίας Ρόμπερτς και τον γιατρό Μπάρντιν είναι πως το σπαθί δεν είναι αρκετά σκουριασμένο, όσο θα ήτανε εάν είχε ριχθεί στη θάλασσα την ημέρα του φόνου. Για να επιβεβαιώσουν τις υποψίες τους, ρίχνουν ένα σπαθί και ένα ξυράφι και τα αφήνουν για 18 και 12 ημέρες αντίστοιχα. Αυτό που διαπίστωσαν όταν τα ανέσυραν, ήταν πως βρέθηκαν πολύ πιο σκουριασμένα από το σπαθί του Σολαίρ. Οι παρατηρήσεις αυτές τέθηκαν υπόψη του εισαγγελέα, αυτός όμως τις αγνόησε
Ο Σολαίρ πλέον φαίνεται ένοχος στα μάτια όλων, φίλων και εχθρών. Ακόμη και οι τέκτονες αρχίζουν να παίρνουν αποστάσεις από αυτόν. Το κλίμα γίνεται πολύ βαρύ γι’ αυτούς και αρχίζουν να δέχονται ανώνυμες απειλές από τους ντόπιους, οι οποίοι φαίνεται πως δεν λογαριάζουν καθόλου πως μέλη της τεκτονικής στοάς είναι όλη η εξουσία του νησιού, πολιτική και οικονομική. Το κλίμα αυτό ήταν αναμενόμενο να επηρεάσει τη λειτουργία της Στοάς και να την καταστήσει επί της ουσίας ανενεργή. Το φθινόπωρο του 1837, η Μασονική Στοά της Ιθάκης παύει τη λειτουργία της. Από τότε, οι τέκτονες που συνέχιζαν να ζουν και να εργάζονται στο νησί, δεν αντιμετώπισαν προβλήματα σε προσωπικό επίπεδο, όμως ελάχιστοι ήταν αυτοί που απέμειναν
Η καταδικαστική απόφαση
Στις 20 Ιουνίου 1837 στην Αγία Μαύρα ( μεσαιωνικό όνομα της Λευκάδας που το διατήρησε για πέντε αιώνες, μέχρι την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα), θα συσκεφθούν τα μέλη του δικαστηρίου όπου και θα επικυρώσουν την εισήγηση του γενικού εισαγγελέα Γεώργιου Κυπριώτη. Στις 15 Ιουλίου, τα μέλη του δικαστηρίου θα καταπλέυσουν στην Ιθάκη και στις 17 Ιουλίου θα ανακοινώσουν τη συντριπτική τους απόφαση. Ο Τζιοβάνι Σολαίρ καταδικάζεται σε θάνατο! Η ανακοίνωση της απόφασης γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τον ντόπιο πληθυσμό. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν ο Γενικός Εισαγγελέας αναχωρεί από την Ιθάκη, οι κάτοικοι τον αποχαιρετούν πανηγυρικά ρίχνοντας κανονιοβολισμούς.
Η αναψηλάφηση της δίκης και η αθώωση του Σολαίρ
Την ίδια κιόλας ημέρα της καταδίκης του Σολαίρ, ο συνήγορος υπεράσπισής του υποβάλλει μηνυτήρια αναφορά για ψευδείς καταθέσεις στις δύο υπηρέτριες του Σολαίρ. Οι ανακρίσεις που ακολουθούν αναδεικνύουν τις αντιφάσεις στις οποίες είχε υποπέσει κατά τη διάρκεια της προανάκρισης η μία εκ των δύο, η Κωνσταντινιά Βρετού. Αυτό οδηγεί στην προφυλάκιση της Κωνσταντινιάς στις 13 Σεπτεμβρίου του 1837 ως κατηγορούμενης για ψευδορκία και την προσαγωγή της σε δίκη. Στις 27 Νοεμβρίου του 1837, η Κωνσταντινιά καταδικάζεται σε φυλάκιση τριών ετών για ψευδορκία και οδηγείται στις φυλακές Ζακύνθου για να εκτίσει την ποινή της
Η απόδειξη της ψευδομαρτυρίας της Κωνσταντινιάς δίνει το δικαίωμα στο συνήγορο του Σολαίρ να ανακόψει την πορεία του πελάτη του προς τη θανατική ποινή και να ζητήσει παράλληλα αναθεώρηση της καταδικαστικής απόφασης. Πράγματι, το Εφετείο ξεκινά την αναψηλάφηση της δίκης και την επανεξέταση των στοιχείων που είχαν οδηγήσει τον Σολαίρ στην καταδίκη. Στην εξέλιξη της δίκης διαπιστώνεται ότι και δεύτερος μάρτυρας , ο Παναγής Μαρτάτος, είχε καταθέσει ψευδείς ημερομηνίες με αποτέλεσμα να οδηγηθεί και αυτός στις φυλακές για ψευδομαρτυρία. Αλλά και οι καταθέσεις του τελευταίου από τους μάρτυρες κατηγορίας, του Παναγιώτη Μπούρου κρίνονται αναξιόπιστες. Μετά από τα παραπάνω, το Εφετείο αναγκάζεται να αθωώσει τον Σολαίρ και να αποφανθεί πως «αλλότριοι ήταν οι δολοφόνοι που εισέβαλλαν στο σπίτι της οικογένειας και βίαιοι ζηλωτές»
Ο Τζιοβάνι Σολαίρ αποφυλακίζεται στις 6 Μαρτίου του 1838 και με έγγραφό του ευχαριστεί το Αναθεωρητικό Ποινικό Δικαστήριο, το συνήγορο Σπυρίδωνα Δελλαπόρτα και τον Έφορο της Εκτελεστικής Αστυνομίας.
Ο Σολαίρ φεύγει για την Κέρκυρα, από όπου, δύο χρόνια αργότερα, το Μάιο του 1840, με έγγραφό του ζητά να του αποσταλούν τα προσωπικά του αντικείμενα, κάτι που γίνεται δεκτό. Αυτό ήταν και το τελευταίο ίχνος του Σολαίρ, πριν τη θρυλούμενη συνάντησή του με τους Θιακούς ναυτικούς στην Ισπανία και τη βαριά κατάρα που ξεστόμισε, που ακόμη και σήμερα μνημονεύεται