Η Αθήνα, μια μητρόπολη του Νότου. Μία πόλη που χαρμανιάζει άνετα τις «Γερμανίδες τουρίστριες με τους Γιαπωνέζους βρυκόλακες» για τους οποίους μας τραγουδούσε ο Τζιμάκος. Μία μητρόπολη του ευρωπαϊκό νότου ή του Αφρικανικού βορρά, αν προτιμάτε. Πρωτεύουσα της μόνης αφρικανικής χώρας της Ευρώπης.
Η Αθήνα λοιπόν, με τη βάναυση καθημερινότητα των ιθαγενών της, μέσα στον καιρό της πανδημίας, έτυχε να έχει δήμαρχο τον πεφωτισμένο. Τον ταλαντούχο. Τον ανιψιό και εγγονό πρωθυπουργών, υιό πολιτικής ρυθμίστριας, που από συγκυρία δεν έγινε πρωθυπουργός. Τον αδελφό και πρωτοδευτεροτριτοξάδελφο διακεκριμένων στελεχών του ομίλου Mitsotakis SA, με ευρύ φάσμα επιχειρηματικής δραστηριότητας, από την Τουρκοκρατία ήδη και ποικίλους μετόχους, συνδαιτημόνες, συνεργάτες. Τον εξ αγχιστείας συγγενεύοντα του ιστορικού υπουργού ΠΡΟ.ΠΟ. και πασοκογενή, Σημιτικών καταβολών.
Με όλο αυτό το κυβερνητικό πλέγμα στη διάθεση του αποφοίτου του Χάρβαρντ (δεν υπάρχει Μητσοτάκης που να μη πέρασε από το Χάρβαρντ που μάλλον αποτελεί σκηνικό τελετής μύησης), είναι να απορεί κανείς γιατί έγιναν δημοτικές εκλογές το 2019.
Για να επιβεβαιώσουν ένα αποτέλεσμα, που ήδη είχε προδικαστεί – διαμορφωθεί, ίσως;
Ήθη υπερατλαντικής προέλευσης (κατευθείαν από το Harvard)
Ένα πράγμα που τα σύγχρονα πολιτικά ήθη επιβάλουν στους «πρώτους πολίτες» των μοντέρνων ασιατικών και αφρικανικών πρωτευουσών, είναι η προβολή της αισθητικής τους, μέσα από κραυγαλέες παρεμβάσεις στην εικόνα και τις λειτουργίες της πόλης. Με το «έτσι θέλω» θα εγκατασταθεί το «πραγματωμένο όραμα του πρώτου δημότη» (sic) μέσα στην καρδιά της πόλης. Το δικό του όραμα, απαλλαγμένο από περιττές και χρονοβόρες διαδικασίες, όπως διαγωνισμοί, μελέτες κλπ
Έτσι, στην πρωτεύουσα της χώρας που πριν από ένα χρόνο η καθημερινή συζήτηση ταλαντευόταν μεταξύ της αιματηρής φορολογίας, της μεταβολής της πάντα παρούσας ανεργίας, της διαρκούς βιοποριστικής ανασφάλειας, ο πορφυρογέννητος δήμαρχος βρήκε πόρους που δεν αμφισβητήθηκαν από κανέναν, για να επαναδιαμορφώσει την Ομόνοια και να φτιάξει και έναν «Μεγάλο Περίπατο» στην πόλη που μόνο για περπάτημα δεν ενδείκνυται.
Δεν είναι το κόστος και το ύψος των πόρων που εκπλήσσει (αν και για τις δομικές και τις κηποτεχνικές παρεμβάσεις υπήρξε εντονότατη κριτική). Δεν είναι και ούτε ο τρόπος επιλογής «συνεργατών» εργολάβων, προμηθευτών, που αμφισβητήθηκε (αν και στον ημερήσιο τύπο κυκλοφόρησαν αρκετά σχόλια, μερικά αρκούντως βιτριολικά).
Είναι η σιωπή που παγώνει τον νου...
Η αιμάσσουσα ελληνική οικονομία προσέφερε, χρόνια τώρα, το σκηνικό της σταύρωσης πολλών πολιτικών, οι οποίοι αναλάμβαναν στην παράσταση τον ρόλο του ζογκλέρ. Του ισορροπιστή που προσπαθούσε να προχωρήσει σε απαραίτητες δαπάνες (πχ προσλήψεις ή προμήθειες για τα νοσοκομεία) και παράλληλα να τις ισοσκελίσει δημοσιονομικά, υπό την απειλή του όπλου του ΔΝΤ, των ελεγκτών της ΕΕ, της ΕΚΤ και βέβαια υπό την πάντα άστοχη αλλά αρκούντως κακόβουλη κριτική του υπαλλήλου τους, Στουρνάρα. Δεν έλειψαν βέβαια και οι περιπτώσεις που είτε ελέγχθηκαν είτε ελέγχονται ακόμα, για την νομιμότητα τους. Μεγάλο μέρος αυτών προέρχονταν από τον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης, που ούτε τοπική ούτε αυτοδιοίκηση είναι.
Στον ζόφο λοιπόν, που η ένδεια και η οικονομική δυσπραγία καθιστούν τους πάντες ύποπτους για οικονομικές ακροβασίες (δεν τις αποκαλούμε ατασθαλίες) και όλοι είναι παγωμένοι, εμφανίζεται ξαφνικά ο Μπακογιάννης. Ο άνθρωπος διδάχτηκε από τον θείο του, τον petit Koulis που μοίρασε 500, 600, 700 και 800 ευρώ στην ενδεή πλέμπα, αλλά επιχορήγησε γενναία μεγαλοεπιχειρήσεις (με το χρήμα που πήρε (ο λογαριασμός είναι στον δρόμο) από την ίδια πλέμπα που της έδωσε τα 800 ευρώ). Διδάχτηκε λοιπόν πως η ανάπτυξη έρχεται από τον ίδιο δρόμο που ερχόταν πάντα. Τις δημόσιες δαπάνες. Έτσι ξεκίνησε την εφαρμογή του οράματος του για την πόλη. Την ίδια εκείνη πόλη που για μία δεκαετία ήταν η πόλη της παρακμής, της ανεργίας, της φτώχιας. Ήταν η πόλη των αστέγων, των συσσιτίων της δυστυχίας. Αυτή ήταν η εικόνα της πόλης, η οποία προβαλλόταν. Αυτή η εικόνα όμως δεν απείχε από την πραγματικότητα. Τουλάχιστον για τον επισκέπτη του κέντρου.
Ξαφνικά, το μεγάλο τηλεοπτικό σφουγγάρι έσβησε την παλιά εικόνα και το πινέλο της διαφήμισης ζωγράφισε μία άλλη εικόνα, μία άλλη Αθήνα. Χωρίς να αλλάξει η μεγάλη εικόνα, το πανόραμα θα λέγαμε, ο προβολέας της ενημέρωσης επέλεξε πλάνα. Πλάνα κατάλληλα για όλους. Πλάνα εύπεπτα απ’ όλους. Επίσης το οικονομικό σκηνικό της σταύρωσης των ισορροπιστών, άλλαξε. Εξαφανίστηκαν οι ερωτήσεις τύπου «Μα είναι κοστολογημένη η παρέμβαση;», ή «Πόσο θα επιβαρυνθεί ο εθνικός προϋπολογισμός;». Αντίθετα άρχισαν να προβάλλονται λιβανωτοί τύπου «Συγχαρητήρια για τη χορηγία 100.000 που λάβατε!» (μπορεί να αφορά έργο 1.000.000€ αλλά τα 100.000€ της χορηγίας είναι που έκαναν τη διαφορά)
Δεν έχει σημασία τελικά τι είναι αλήθεια και τι ψέματα. Σίγουρα όλοι αισθάνονται ευχάριστα.
Ο λογαριασμός είναι καθ’ οδόν και θα είναι και πολύ δύσπεπτος, αν υπολογίσουμε την ύφεση (που είναι ήδη εδώ) την δυσπραγία, την ανύπαρκτη οικονομική δραστηριότητα. Μετά από την δεκαετή εμπειρία των μνημονίων (που δεν έφυγαν ποτέ) όλοι ξέρουν πως έρχεται μεγαλύτερο παλούκι, το οποίο θα είναι ακόμα μεγαλύτερο λόγω των συνεχιζόμενων παροχών και των ανύπαρκτων εσόδων. Όλοι το ξέρουν πως έρχονται πολύ μεγάλες δυσκολίες που η πρωθυπουργία Μητσοτάκη (ιδεολογικού συγγενή Ξαφάδων και Στουρναραίων) θα τις κάνει ανυπέρβλητες για τους αδυνάμους. Αλλά ακόμα και οι αδύναμοι χαμογελούν βλέποντας τη νέα Ομόνοια ή περπατώντας στον κόκκινο διάδρομο του μεγάλου περιπάτου. Χαμογελούν και με το Αδ-Όνειδος που φορώντας τη «μάσκα-για-φτύσιμο» τσιρίζει κατά των όσων τον εμπλέκουν στο (υπαρκτό για όλο τον πλανήτη, ανύπαρκτο για την Ελλάδα) σκάνδαλο της Novartis. Αλλά αυτό είναι κάτι διαφορετικό. ‘Η μήπως όχι;
Όπως και να ‘ναι, η μεγάλη προσφορά της οικογένειας (μία είναι) στον τόπο, τελικά τώρα αρχίζει και φαίνεται. Είναι η προσφορά στην ψυχολογία. Και αφού είναι γνωστό πως «Η Οικονομία είναι Ψυχολογία», η οικογένεια προσέφερε για ακόμα μία φορά στην οικονομία της χώρας.
-Γιατί γελάτε κύριοι; Γιατί γελάτε;
Πηγή Μοντάζ και Σύνθετων εικαστικών