" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ

Είχαμε αρκετό καιρό να δημοσιεύσουμε κάποια αξιόλογη λογοτεχνική δημιουργία και πράγματι, μας έλειψε πολύ. Έτσι απευθυνθήκαμε στη φίλη και διηγηματογράφο (ανάμεσα στα υπόλοιπα ταλέντα της) Γκέλυ Τουλή, η οποία μας πρόσφερε το διήγημα που δημοσιεύουμε με μία προσεκτική εικαστική φροντίδα η οποία έλαβε την έγκριση της δημιουργού.

Τα «Πινέλα καλλιγραφίας» της Γκέλυς Τουλή προσφέρονται σε PDF αρχείο ώστε να μπορούν να αποθηκευτούν, να κοινοποιηθούν ή να διανεμηθούν αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την Attica Voice.  

Η δημοσίευση διηγημάτων συνεργατών αλλά και των ίδιων των συντακτών της Attica Voice συνεχίζεται. Από τους φίλους και συνεργάτες, μετά τον Αλέξανδρο Κροκιδά και τη Γκέλυ Τουλή, μία άλλη φίλη, η Λουΐζα Αμιντέι, δημοσιεύει το ολοκαίνουργιο διήγημα της, "Δεν μ’ αρέσουν οι φαρφάλες (La Terre Tremblante)".

Την ευχαριστούμε για την εμπιστοσύνη της και σας το παρουσιάζουμε. 

 

Δεν μ’ αρέσουν οι φαρφάλλες (La Terre Tremblante)

Της είπα, «Σήμερα θα φτιάξω φαρφάλες με κρέμα γάλακτος, μπέικον, σκόρδο, μέλι, λίγη μουστάρδα ντιζόν, κατσικίσιο τυρί (γαλλικό βέβαια, όχι ελληνικό) και ίσως, ίσως τις σβήσω με λίγο ρούμι ρον μπαρσελό. Ισως βάλω και κάτι άλλο. Δεν ξέρω. Ποτέ δεν ξέρω από πριν όταν φτιάχνω καρμπονάρα που δεν είναι βέβαια καρμπονάρα. Είναι αυτό που είναι. Άμα θες βρες εσύ ένα όνομα που είσαι καλή με τις λέξεις. Πες μου όμως αν έχεις πρόβλημα με κάποιο από τα υλικά αυτά».

Με κοίταξε τρυφερά και σκληρά μαζί. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Δεν κατάλαβα ποτέ πώς είναι δυνατόν να κοιτάς κάποιον τρυφερά και σκληρά μαζί. Όπως δεν κατάλαβα ποτέ πώς η γάτα του Σρέντιγκερ μπορεί να είναι και νεκρή και ζωντανή ταυτόχρονα.

«Μου αρέσουν όλα», μου είπε, «αλλά δεν μ' αρέσουν οι φαρφάλες». 

«Μα δεν κάνει διαφορά», απάντησα με την απόλυτη σιγουριά και την αδυσώπητη ανυπομονησία του παιδιού που υπερασπίζεται την αλήθεια του. Και το ψέμα του. «Όλα τα ζυμαρικά ίδια είναι», συνέχισα, «είτε είναι φουσίλι, λιγκουΐνι, σπαγγέτι. Μόνο το σχήμα αλλάζει και το όνομα. Το όνομα φαρφάλες το βρήκα διασκεδαστικό. Έχει κάτι από τρέλα. Ίσως και κάτι από τον φαλλό. Σκέφτομαι ότι είναι κάποιος παράξενος και προκλητικός ερωτικός χορός που χόρευαν στη κομέντια ντελ άρτε. Άκου. Μια νιόπαντρη πηγαίνει βόλτα α λα μπρατσέτα με τον άντρα της. Αυτή είναι ψηλή, με μακριά αλογίσια πόδια και καπούλια, πολύ όμορφη, μέσα στην κάβλα. Αυτός είναι κοντός, γεροδεμένος και κάπως σκοτεινός. Ανησυχεί για την ομορφιά της. Τον τρομάζει. Δεν έλεγε ο Ρίλκε στις ελεγείες του Ντουίνο "Γιατί η ομορφιά δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αρχή του τρομερού, που μόλις μπορούμε ν’ αντέξουμε και νιώθουμε τέτοιο δέος επειδή έτσι στην ψύχρα περιφρονεί να μας συντρίψει. Κάθε άγγελος είναι τρομερός.”; Το ‘λεγε. Κάτι ήξερε. Αν το θες και στα Γερμανικά, το ‘χω μάθει απέξω. "Denn das Schöne ist nichts als des Schrecklichen Anfang, den wir noch grade ertragen, und wir bewundern es so, weil es gelassen verschmäht, uns zu zerstören. Ein jeder Engel ist schrecklich."

Τέλος πάντων, φτάνουν σε μια πλατεία που έχει μαζευτεί κόσμος και παρακολουθεί έναν χορευτή που επιδεικνύει διάφορες χορευτικές φιγούρες κάνοντας πως χορεύει με μια γυναίκα. Δίπλα του μια γυναίκα, τη λένε Ιζαμπέλα, παίζει λαούτο. Μετά από κάθε φιγούρα ο χορευτής κάνει μια ελαφριά υπόκλιση και προσκαλεί κάποια γυναίκα να της μάθει τα βήματα. Αυτό είναι το σενάριο. Συνήθως γίνεται χαμός και ο χορευτής καταλήγει να ξυλοκοπιέται άγρια από τον ζηλιάρη άντρα της γυναίκας που δέχεται την πρόσκληση, ενίοτε υποβοηθούμενος κι από άλλους εξαγριωμένους αλληλέγγυους παρευρισκόμενους.  Μπορείς να φανταστείς ότι το ίδιο έγινε και με τη νιόπαντρη.

Στην κομέντια ντελ άρτε δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Κι αυτή είναι η φαρφάλα. Αυστηρά μιλώντας όπως καταλαβαίνεις δεν αναφέρεται μόνο στον χορό αλλά σε όλο το σενάριο συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του ξυλοκοπήματος του χορευτή με παραλλαγές στο ίδιο θέμα, π.χ. κάποιες φορές οι παρευρισκόμενοι γελάνε με τον ζηλιάρη σύζυγο, τον κοροϊδεύουν και του πετάνε διάφορα καθώς αυτός προσπαθεί να ξυλοκοπήσει τον χορευτή κι ο τελευταίος βρίσκει ευκαιρία να την κάνει. Πάντως ναι, το σχήμα τους είναι βαρετό, θυμίζει παπιγιόν ή πεταλούδες και οκ ναι σημαίνει πεταλούδες στα Ιταλικά και οι φαρφάλες δεν έχουν καμία σχέση με την κομέντια ντελ άρτε αλλά δεν με ενδιαφέρει. Τι έχει σχέση με τι, το αποφασίζω εγώ».

Με άκουσε υπομονετικά και κάπως απειλητικά χωρίς να με διακόψει και όταν τελείωσα το παραλήρημα μου για την κομέντια ντελ άρτε, μου είπε ήσυχα, «Ερωτά μου, ακούγεται ιδιαίτερα διασκεδαστικό όλο αυτό, κι αναρωτιέμαι αν εσύ θα χτύπαγες τον χορευτή, αλλά δεν μ' αρέσουν οι φαρφάλες ό,τι και να σημαίνουν. Οπότε σε παρακαλώ χρησιμοποίησε ό,τι άλλο ζυμαρικό θέλεις, αλλά όχι φαρφάλες».

Δεν είπα τίποτα. Τίποτα, τρόπος του λέγειν. Μόνο αυτό ξεστόμισα, «ΟΚ, άσε με τώρα γιατί δεν θέλω κανέναν στην κουζίνα όταν μαγειρεύω. Τό ‘ξερες ότι ο Μικελάντζελο δεν άφηνε κανέναν να δει τι ζωγράφιζε όταν έκανε την Καπέλα Σιστίνα;  Ούτε τον ίδιο τον Πάπα Ιούλιο τον Δεύτερο,  ο οποίος βέβαια του είχε αναθέσει τη δουλειά και ο οποίος ερχόταν συχνά πυκνά να δει πώς πάει το έργο. Το ίδιο έκανε και ο αγαπημένος μου Ποντόρμο όταν ζωγράφιζε την Αποκαθήλωση στο παρεκκλήσι Καπέλα Καπόνι στην εκκλησία Σάντα Φελιτσιτά στην Φλωρεντία. Είχε βάλει ένα τεράστιο παραβάν και δεν άφηνε κανέναν να ρίξει μια ματιά, μέχρι να τελειώσει. Κάπως έτσι. Δεν θέλω κανένας να βλέπει τι φτιάχνω στην κουζίνα. Όταν είναι έτοιμο, θα το δεις, θα το γευτείς, θα το μυρίσεις. Βάλε ένα ρουμάκι, πάρε ό,τι θες από την κουζίνα και φύγε. 

Το έκανε με αργές κινήσεις. Πριν φύγει, έσκυψε με φίλησε στον λαιμό, έβαλε το χέρι της στον πούτσο μου χωρίς ν' ανοίξει το φερμουάρ του μπλουτζίν και τον έσφιξε. Ανατρίχιασα. Ο τρόπος που το ‘κανε, μου φάνηκε σαν μια τρομερή προειδοποίηση. Κάθε άγγελος είναι τρομερός.

Η performance art που δεν μεταφράζεται κομψά στα ελληνικά, έχει τις ρίζες της στους φουτουριστές και στους ντανταϊστές. Τις δεκαετίες του 60 και 70 ήταν πολύ της μόδας, με διάφορες γνωστές φιγούρες να κυριαρχούν στον χώρο, όπως ο Γιόσεφ Μπόις και ο δικός μας ο Γιάννης Κουνέλλης.  Η περφόρμανς του πρώτου με τον νεκρό λαγό (ή κουνέλι, ποτέ δεν έμαθα την διαφορά) με διασκέδαζε ιδιαίτερα. Το 1965 στο "Πώς να εξηγήσεις πίνακες σε έναν νεκρό λαγό", πασάλειψε τη μούρη του με μέλι και χρυσά φύλλα και καθισμένος με ένα νεκρό λαγό στην αγκαλιά του, εξηγούσε στο νεκρό λαγό τι σημαίνουν οι εικόνες, κάτι σαν διάλεξη ιστορίας της τέχνης ας πούμε.  Ένας άλλος, ο Υβ Κλάιν λίγο νωρίτερα, το 1960, σκηνοθέτησε με τη βοήθεια ενός φωτογράφου "Το Πήδημα στο ΚενόLe Saut dans le Vide (Leap into the Void) στην Rue Gentil-Bernard, Fontenay-aux-Roses. Η φωτογραφία που σώζεται δείχνει τον Υβ να πηδάει από ένα μπαλκόνι με τα χέρια ανοιχτά σαν να ‘χε πάρει LSD, που μπορεί και να ‘χε πάρει. Η αγαπημένη μου περφόρμανς πάντως, εκτός από όταν ο Οιδίποδας αυτοτυφλώθηκε με ένα μυτερό σουβλί, ήταν αυτό που έκανε ο Άρθουρ Κραβάν το 1916 όταν προκάλεσε δημόσια έναν πρώην παγκόσμιο πρωταθλητή του μποξ σε αγώνα. Λατρεμένος των ντανταϊστών ο Αρθουρ, ισχυριζόταν ότι ήταν εγγονός του Όσκαρ Γουάιλντ, κριτικός τέχνης, ποιητής, μποξέρ, μουσικός, ό,τι τον κάβλωνε. Κι αυτό περίπου 70 χρόνια πριν η υπόθεση της ρευστότητας / κατασκευής της ταυτότητας έγινε ψωμοτύρι ή καραμέλα στον μεταμοντερνισμό. Ο Άρθουρ μεταμορφωνόταν σε ό,τι γούσταρε, ό,τι τον κάβλωνε. Πάντως μποξέρ δεν ήταν. Αφίσες τυπώθηκαν και τοιχοκολλήθηκαν σε διάφορα σημεία της πόλης κι ο αγώνας έγινε τελικά στην Μπαρσελόνα. Ο επαγγελματίας νέγρος (νέγρος με τους όρους της εποχής)  μποξέρ ήταν ο Τζακ Τζόνσον ο οποίος είχε φύγει από την Αμερική γιατί τον κυνηγούσαν να τον πιάσουν επειδή υποτίθεται είχε παραβιάσει τον Νόμο του Μαν (Mann Act). Με δυο λόγια, ήταν μαύρος και είχε σχέσεις με λευκές. Αυτό δεν θα του το συγχωρούσαν ποτέ.  Τέλος πάντων, όπως ήταν αναμενόμενο, ο Τζακ ψιλοσάπισε στο ξύλο τον εξωφρενικό και εκκεντρικό ντανταϊστή και πληρώθηκε ένα αξιοπρεπές μεροκάματο που του είχαν υποσχεθεί. Πέθανε τελικά τον θάνατο της η περφορμανς αρτ και οι σύγχρονες απόπειρες να την αναβιώσουν είναι αφόρητα βαρετές και προβλέψιμες όσο και οι φαρφάλες μετά από δέκα λεπτά βρασίματος. 

Το μυστικό ίσως δεν είναι στο αντικείμενο αλλά στον τρόπο που το παρουσιάζεις, χτίζοντας όλο το σασπένς που περιβάλλει την παρουσίαση. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει τόσο για το πέος όσο και το πορσελάνινο ουρητήριο του Μαρσέλ Ντυσαν. Όμως όσον αφορά το πρώτο, αν είναι μικρό, δεν πα’ να το πασπαλίσεις με χρυσόσκονη είκοσι-τεσσάρων καρατίων, ή -ίσως ακόμα καλύτερα καλύτερα- να το καλύψεις με βρώσιμα φύλλα χρυσού, να το αλείψεις με την πιο θεσπέσια υγρή σοκολάτα με ρούμι ρον μπαρσελό, ό,τι και να κάνεις, όπως και να το παρουσιάσεις, θα παραμείνει ανελέητα μικρό. Μήπως αυτή δεν ήταν εξάλλου και η διαφορά ανάμεσα στις φεμινίστριες και τις μετα-φεμινίστριες; Οι μεν έλεγαν ότι το μέγεθος του πέους, δεν έχει σημασία μιας και είναι μια ηλίθια φαντασίωση εξουσίας των αντρών και όχι των γυναικών. Οι γυναίκες,  διακήρυσσαν με πάθος οι φεμινίστριες, δεν ενδιαφέρονται για μεγάλα πέη, αλλά για σεβασμό, ισοτιμία κλπ. Οι δε έλεγαν ότι το μέγεθος έχει τεράστια σημασία και είναι απόλυτα δόκιμη φαντασίωση των γυναικών, όσων τέλος πάντων γουστάρουν τα πέη, και ως τέτοια την διεκδικούν χωρίς να απολογούνται σε κανέναν, ούτε στις αδερφές τους τις φεμινίστριες και δεν επιτρέπουν σε κανέναν να αποφασίσουν για τις ηδονές τους. Θα με βόλευε και ανακούφιζε αφάνταστα ναι, να είμαι φεμινιστής, αλλά είμαι ανυποχώρητος μετα-φεμινιστής, όσο σκληρή κι αν είναι η μοίρα μου.

Οι φαρφάλες μου ήταν έτοιμες. Έβαλα όσα υλικά είχα πει αλλά πρόσθεσα και τζίντζερ, φασκόμηλο, ταμπάσκο, μανιτάρια, τριμμένο τυρί και μπόλικο ρον μπαρσελό. Το τελευταίο το είχα ανακοινώσει ήδη. Τις περίχυσα με την κρεμώδη σάλτσα, ταρακούνησα τη κατσαρόλα καλά για να πάει παντού, σέρβιρα σε δυο πιάτα και τα πήγα στο τραπέζι στην αυλή. Η αγάπη μου δούλευε μέσα, στο κομπιούτερ της ακούγοντας μουσική. Πάντα άκουγε μουσική όταν δούλευε. Εγώ δεν μπορούσα ποτέ να το κάνω αυτό. Η μουσική είχε πάντα μια παράξενη επίδραση πάνω μου. Με αποσυντόνιζε, με κυριαρχούσε, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, με έπιαναν τα κλάματα πολλές φορές.  Ο καθένας με τα βίτσια του.

Έσκυψα και την φίλησα στον λαιμό και της είπα, «Έλα, έχω σερβίρει έξω. Μη πάει καμιά γάτα στα πιάτα και μεθύσει από το ρούμι. Έλα».

Σηκώθηκε και ήρθε έξω με αργούς διασκελισμούς. Έτσι περπατούσε πάντα, ακόμα κι όταν βιαζόταν. Κάθισε μπροστά στο πιάτο της και το κοίταξε εξεταστικά για λίγο. Με ένα πιρούνι έσκαψε λίγο κάτω από τη σάλτσα που κάλυπτε τις φαρφάλες. Πήρε το πιάτο, σηκώθηκε χωρίς να πει κουβέντα και πήγε μέσα στη κουζίνα. Εγώ έμεινα εκεί. Ακίνητος, κάτι σαν υπνωτισμένος.

Μετά από λίγο σηκώθηκα και την ακολούθησα στη κουζίνα. Στάθηκα στην πόρτα και κοίταζα. Φρενιτικά αλλά χωρίς να βιάζεται έγραφε με ένα χοντρό μαύρο μαρκαδόρο στους τοίχους «δεν μ’ αρέσουν οι φαρφάλες». Κοίταζα χωρίς να μιλάω. Συνέχισε να γράφει. Σκέφτηκα να μετρήσω πόσες φορές το είχε γράψει. Δεν το έκανα. Είναι σαν να προσπαθείς να μετρήσεις τα άστρα. Παρατήρησα μόνο ότι υπήρχε μια παραλλαγή στο «δεν μ’ αρέσουν οι φαρφάλες». Κάπου έγραφε «δεν μ’ αρέσουν οι φαρφάλες μαλάκα». Κάποιες ήταν υπογραμμισμένες με μπόλικη κέτσαπ που έσταζε σαν σε ταινία του Ταραντίνο. Δεν ξέρω πόσος χρόνος πέρασε. Κάποια στιγμή σταμάτησε. Ίσως είχε κουραστεί το χέρι της, ίσως δεν υπήρχε άλλος χώρος να γράψει. Με προσπέρασε ήσυχα και πήγε μέσα στο δωμάτιο.

Περίμενα εκεί. Όρθιος. Επέστρεψε με δυο προφυλακτικά. Τα άνοιξε, τα τράβηξε να τεντώσουν. Πήρε ένα κουτάλι κι άρχισε να τα γεμίζει ένα-ένα με φαρφάλες και σάλτσα από την κατσαρόλα. Όταν γέμισε το πρώτο, το έδεσε και μου το έδωσε. «Πάρε μαλάκα», μου είπε, «και φάτες από δω». Το πήρα. Ήταν βαρύ για προφυλακτικό σκέφτηκα αυτόματα. Σαν να είχε χύσει μέσα ένας γίγαντας έξι μέτρα ψηλός. Ίσως και παραπάνω. Γέμισε και το δεύτερο και βγήκε έξω στην αυλή.

Την ακολούθησα μετά από λίγο. Το είχε κρεμάσει από το κλαδί ενός πεύκου. Τροφή για τα πουλιά σκέφτηκα.  Ξαναμπήκε στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα. Κάθισα εξουθενωμένος στο τραπέζι. Τα δύο πιάτα ακόμα εκεί.  Άρχισα να καπνίζω και να πίνω ρούμι. Δεν ξέρω πόσος χρόνος πέρασε. Ίσως μισή ώρα. Ίσως παραπάνω. Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και βγήκε. Κρατούσε μαύρες σακούλες των σκουπιδιών στα χέρια της. Τις άφησε στην άκρη της αυλής. Μπήκε και βγήκε τρεις τέσσερις φορές ακόμα. Είχε μαζέψει όλα της τα πράγματα, ρούχα, βιβλία, ρούχα, καλλυντικά, κομπιούτερ, οθόνη, ηχεία κι ένα μπεντίρ. Όλα σε σακούλες και δυο βαλίτσες. Στάθηκε μετά και πήρε τηλέφωνο. Η φωνή της ήσυχη. Ναι, είκοσι λεπτά είναι εντάξει. Περιστέρι. Ναι.

Όταν ήρθε το ταξί, βοήθησα να βάλουν τα πράγματα στο πορτ μπαγκάζ.

Η γη άρχισε να τρέμει. Δεν έχει σταματήσει να τρέμει εδώ και δυο χρόνια.

 

©Λουίζα Αμιντέι

Ιανουάριος 2023

 

Το διήγημα διατίθεται και σε PDF για εκτύπωση ή ανάγνωση ως e-book

Ένα διήγημα της Δήμητρας Διδαγγέλου*  από το 2012, το οποίο μεταφέρει σε υψηλή πυκνότητα εικόνων, την ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκείνη την ιδιαίτερα σκληρή εποχή, ειδικά στο κέντρο της πρωτεύουσας.

 

«Πηνάο» γράφει το ταμπελάκι πάνω μου, Καραγιώργη Σερβίας και Βουλής, ένα σούρουπο ακόμη, την ώρα που τα ρολά μπροστά στις βιτρίνες των καταστημάτων ρίχνουν τον ιστό τους το ένα μετά το άλλο και περιμένουν το ξημέρωμα να εξαφανιστούν και ν’ αρχίσω ν’ αναρωτιέμαι πάλι που πάνε όταν ανεβαίνουν, την ίδια στιγμή το ψιλόβροχο έχει αρχίσει να ψεκάζει την ατμόσφαιρα, ακουμπά πάνω στην ύλη, σκορπίζεται, πέφτει στο πεζοδρόμιο και σταγόνες σαν υδράργυρου κυλούν στους βυθισμένους υπονόμους ξυπνώντας ό,τι έμψυχο βρίσκεται μέσα τους. Ζώα και άνθρωποι έχουν το ίδιο ξεθωριασμένο βλέμμα, βροχή και ήλιος θερμοκρασία μηδέν, σκοτάδι και φως γκρίζα απόχρωση, ατμόσφαιρα θολή, παιδιά και γέροι παλιά φθαρμένη σκιά, όλα περνούν καθημερινά από μπροστά μου, εικόνες, ζωές, φωνές, εκεί Καραγιώργη Σερβίας και Βουλής στη γωνίτσα που μ’ έβαλαν, μέσα σ’ ένα ρολόι που δεν έχει δείκτες, αλλά λέει πάντα τη σωστή ώρα. «Πηνάο» γράφει το ταμπελάκι πάνω μου, «πρόσφυγας από την πατρίδα μου μέσα στην πατρίδα μου, δεν ξέρω τα σύνορά μου, έχω χάσει την ταυτότητά μου, δεν ξέρω πού είναι το στομάχι μου, αν τρώω με το μυαλό μου, αν βλέπω με τα χέρια μου, αν αγγίζω με την ψυχή μου», ψελλίζει από το ξημέρωμα μέχρι το σούρουπο ο κύριός μου, ο ίδιος που με πλένει τακτικά, με καθαρίζει προσεκτικά, με φροντίζει στοργικά, με χαϊδεύει σα να είμαι από χρυσό, σα να έχει μόνο εμένα σ’ αυτή την πόλη.

Όταν τα κέρματα φτάσουν μέχρι πάνω συμπληρώνονται στο περίπου πέντε ευρώ, είναι η ώρα που ο κύριός μου παίρνει την τυρόπιτά του την κουρού, ένα μικρό νερό κι ένα γάλα, με βάζει στη γωνίτσα μου, Καραγιώργη Σερβίας και Βουλής, τα ρολά που κατεβαίνουν μου κάνουν παρέα, μου ρίχνει το γάλα, περνάει ο σκύλος και το πίνει αργά όλο το βράδυ και μ’ αυτό τον τρόπο μένει και ο σκύλος χορτάτος και το κεσεδάκι στη θέση του, εγώ δηλαδή, εκείνο το μικρό κεσεδάκι στη γωνίτσα του απ’ το ξημέρωμα μέχρι το σούρουπο, εκείνο που είναι σαν αόρατο, που περνάς από μπροστά του κάθε μέρα κι ούτε γυρίζεις να το κοιτάξεις -θα προτιμούσα όμως να με κλωτσήσεις παρά τέτοια περιφρόνηση- αυτό το ταπεινό κεσεδάκι είμαι ‘γω, τη μέρα γεμίζω με κέρματα και όλο το βράδυ με προσέχει ο σκύλος μέχρι τα ξημερώματα να γίνει πάλι αλλαγή βάρδιας με τον κύριό μου, να με πάρει, να βάλει πάνω μου την ταμπελίτσα «πηνάο» και ν’ αρχίσω να γεμίζω, αυτή είναι η δουλειά μου, η ζωή μου, η αποστολή μου σ’ αυτή την πόλη.

Ξημέρωσε, τα ρολά ανεβαίνουν. Μα, που πάνε κάθε πρωί τα ρολά;

__________________________________

Η Δήμητρα Διδαγγέλου είναι επιστημονικός δημοσιογράφος, με σπουδές στην Ψυχολογία και Μ.Μ.Ε. Μέσα από τη δουλειά της στοχεύει στην ευαισθητοποίηση του κοινού σε θέματα ψυχικής υγείας. Το πρώτο της διήγημα «Αν ο Φρόιντ είχε μουστάκι» διακρίθηκε στη βραχεία λίστα του διαγωνισμού «Hotel Οιδίπους» των εκδόσεων Πατάκη και κάνει μαθήματα λογοτεχνίας ντοκουμέντου με τον Μισέλ Φάις.

Είναι η δημιουργός του «Ψυχογραφήματα» όπου και εντοπίσαμε το κείμενο.

Το διήγημα «Πού πάνε τα ρολά όταν ανεβαίνουν» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο “ONE STORY“ στο οποίο δεν υπάρχει πια όπως διαπιστώσαμε παρά την εντατική αναζήτηση του διηγήματος

Ο διηγηματογράφος και αναγνώστης μας, ήδη μία φορά συνεργάτης της Attica Voice, Σταμάτης Σαλιάρης μας έστειλε ένα μικρό διήγημα που το  δημοσιεύουμε με χαρά. Σας ευχόμαστε καλή ανάγνωση, αφού πρώτα παραθέσουμε το Disclaimer που μας επισύναψε ο κος Σαλιάρης, πως το διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας και κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις δεν μπορεί παρά να είναι  συμπτωματική

 

Μια Κυριακή, κάποιου Μάη και ενώ η ζέστη είχε αρχίσει να θεριεύει από νωρίς το πρωί, ο Λούλης βγήκε να πάρει τον καφέ του έξω από το σπίτι. «Τέτοιες μέρες είναι λίγες και αξίζει να τις ζεις διπλά» είπε στον εαυτό του. 

Ο Λούλης ήταν χαρούμενος. Όχι μόνο από τον καλό καιρό αλλά και από το ότι συμπλήρωνε και 2 χρόνια στο αξίωμα του προέδρου της «Φίλε-Φάε-Φύγε ΑΕ», πιο γνωστής ως 3ΦΑΕ. Της εταιρείας που άνηκε στον αγαπημένο του φίλο τον Βούλη. Ο Βούλης είχε αναθέσει στον φίλο του τον Λούλη τα σκληρά καθήκοντα του προέδρου της γιατί τον εμπιστευόταν. Η εμπιστοσύνη του Βούλη, τα καλά –και όχι πολλά- λεφτουδάκια, τα καθημερινά «καλημέρα κύριε πρόεδρε», «καλησπέρα κύριε πρόεδρε», «πως είστε κύριε πρόεδρε;» και γενικά όλα τα «κύριεπρόεδρε» και οι αβρότητες στο πρόσωπο του, έκαναν τον Λούλη να φουσκώνει ως δενδροβάτραχος σε αναπαραγωγική περίοδο. Θα μπορούσαμε να πούμε πως φούσκωνε σαν παγώνι αλλά τα φουσκώματα του έμοιαζαν με τη φαντασία του. Ήταν υπερβολικά σε όγκο μα φτωχά σε χρωματολόγιο. Έτσι ένας παραφουσκωμένος πράσινος δενδροβάτραχος είναι η καλύτερη παρομοίωση. Η ζωή γενικά περνούσε ευχάριστα για  τον Λούλη, πολύ πιο ευχάριστα για τον Βούλη που έστελνε όποιον ερχόταν να του ταράξει τα σχέδια  της αναρρίχησης του, με τα προβλήματα της 3ΦΑΕ, στον πρόεδρο Λούλη. Αφού δεν μπορούσε να τον στείλει στον διάολο,  τον έστελνε στον Λούλη και καθάριζε.

Ο Τζούλης ήταν άλλη ιστορία. Ο Τζούλης προερχόταν από πολιτικοποιημένη οικογένεια και χρόνια πάλευε να εξελιχθεί σε άξιο τέκνο της. Το κακό ήταν πως δεν τα κατάφερνε αφού αστοχούσε διαρκώς, αφήνοντας να τον παρασύρουν οι τρυφηλότητες, στις οποίες τον βουτούσε κάπως άγαρμπα ο Βούλης. Εκτός από τις τρυφηλότητες του Βούλη, ο Τζούλης είχε και την υποχρέωση να ανεχτεί ή και να διαχειριστεί και τις μηχανορραφίες του. Ο Τζούλης ήταν γνωστό μούτρο στην πιάτσα. Η 3ΦΑΕ ήταν διαβόητη για το πως μοίραζε τις δουλειές της, κατευθύνοντας τις σε άλλες εταιρείες και σχήματα που από πίσω συνήθως κρυβόταν ο Βούλης. Με τον τρόπο αυτόν, ο Τζούλης θόλωνε την εικόνα στα μάτια των μετόχων, που περίμεναν διαφάνεια στις συναλλαγές και εξασφάλιζε μία εικόνα νομιμότητας στις αρπαγές του Βούλη. Με το αζημίωτο πάντα

Σχεδόν πάντα, οι φίλοι του Βούλη, ο Τζούλης και ο Λούλης, ήξεραν για τις "βούτες" του φίλου και αφεντικού τους και φρόντιζαν να τις καλύψουν, αφού κέρδιζαν και οι ίδιοι. Υπήρχαν όμως και φορές που ο Βούλης δρούσε μόνος του, από υπερβολική αυτοπεποίθηση. Υπήρχαν δηλαδή και φορές που όταν τους ενημέρωναν τρίτοι, για τις αρπαχτές του Βούλη, οι καλοί του φίλοι  έπεφταν από τα σύννεφα. Μάλιστα ήταν πολύ πειστικοί γιατί όντως δεν ήξεραν. Αντιδρώντας όμως έξυπνα δεν κατηγορούσαν τον ευεργέτη τους. Αντίθετα έκαναν την έκπληξη τους να φαίνεται ακόμα μεγαλύτερη για να πείσουν πως είναι όλα συκοφαντίες. Μάλιστα υπήρχε και μέρος των πελατών της 3ΦΑΕ που πίστευε αυτό το πάντα υπερβολικά και άθλια παιγμένο θέατρο! Αφού λοιπόν τελείωναν το κακοπαιγμένο τους μονόπρακτο γύριζαν στον Βούλη για το μερτικό τους και μάλιστα προσαυξημένο, γιατί δεν τους είχε βάλει στο παιχνίδι το αφεντικό εξαρχής και τώρα έπρεπε να τους αποζημιώσει. Αλλά αυτά είναι για ταινίες με μαφιόζους, για θεατρικές επιθεωρήσεις και για τα βραδινά δελτία ειδήσεων.

Οι τρεις συνέταιροι αποτελούσαν την εκτελεστική τριάδα της «Φίλε-Φάε-Φύγε ΑΕ» εδώ και μερικά χρόνια. Στο συμβούλιο της μαζί τους ήταν κι άλλοι. Ήταν βλέπετε μια εποχή που όσοι καταλάβαιναν τον τζίρο που μπορούσε να κυκλοφορήσει μέσα στην 3ΦΑΕ και γνωρίζοντας πως ο Βούλης είχε πάντα μεγάλο κουτάλι έτοιμο για την αρπαχτή, δήλωναν έτοιμοι να μπουν στο παιχνίδι, στο πλευρό του. Ο Βούλης πάλι είχε το μεγάλο κουτάλι αλλά κυρίως είχε και το μεγάλο σχέδιο. Το μεγάλο σχέδιο ήταν τα προγραμματισμένα μεγάλα πακέτα που θα έφερναν κάτι εξωτικοί μανδαρίνοι από τη μακρινή, μεγάλη Κίνα και που τους έλεγαν συνθηματικά «επενδυτές». Όσο μεγάλο και αν είναι το κουτάλι σου (ή το μαχαίρι σου), πόσο μπορείς να κόψεις από μία πίτα για σουβλάκι; Ό,τι και να κόψεις, μέγεθος μπουκιάς θα έχει. Ενώ αν η πίτα σου είναι σαν την Ομόνοια;

Και για να το κάνουμε και παράδειγμα, πόσα μπορείς να βγάλεις από την κατασκευή ενός πεζοδρομίου του χωριού, ας πούμε; Από τα  1000 το ένα. Τίποτα δηλαδή. Ενώ αν η κατασκευή σου είναι  το λιμάνι του Πειραιά, μεγαλώνουν και οι δύο όροι της αναλογίας. Έχεις δηλαδή να φτυαρίσεις, να φας και να φυλάξεις για πάρτη σου, πολύ πράγμα. Αυτά ονειρευόταν ο Βούλης αλλά τον έτρωγε το μαράζι που δεν έβρισκε κόσμο να τον ακολουθήσει για να φτιάξει την αυτοκρατορία του με σήμα το πρώτο γράμμα του ονόματος του. Το Β. Κι όμως, αν σε θέλει η τύχη (και ταυτόχρονα η ίδια τύχη να θέλει να καταραστεί μερικές χιλιάδες λαού π.χ.) όλα γίνονται.

Αυτό το σινιάλο, αυτό το blink, το κλείσιμο του ματιού της τύχης είχε όνομα. Ήταν ένας άνθρωπος. Ο Φούλης.

 

Ο Φούλης

Ο Φούλης ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος, καθημερινός αλλά με μεγάλο έρωτα για τον καθρέφτη του και την εικόνα που αυτός του επέστρεφε όταν στεκόταν μπροστά του. Περνούσε πολλές ώρες μπροστά στον καθρέφτη προβάροντας λόγους σε ανύπαρκτο κοινό και συνήθως σε ώρες απόλυτης ησυχίας, για να μπορεί να θαυμάσει, με ήχο και εικόνα, τον ίδιο του τον λόγο. Μάλιστα έφτανε στο σημείο να υποχωρήσει στη δεύτερη θέση της προσωπικής του αξιακής ιεραρχίας, για να παραδώσει με ευγνωμοσύνη στο είδωλο του την πρώτη. Στην ομιλούσα εικόνα του. Στην εικόνα του εκείνη  που ο ίδιος θαύμαζε με πάθος, μπροστά στον καθρέφτη του.

Ο Φούλης είχε όνειρο ζωής να τον φωνάξουν «πρόεδρο». Έστω της ποδοσφαιρικής ομάδας του χωριού του, ή του φιλανθρωπικού ταμείου της ενορίας του. Το είχε παλέψει κάποιες φορές, με εκλογές συλλόγων, με γενναία δώρα στο παγκάρι, αλλά όλα έμεναν εκεί. Δεν πήγαινε παραπέρα. Όλοι έλεγαν «Καλός άνθρωπος ο Φούλης» και μερικοί τον ψήφιζαν, αλλά άμα σε πει ο άλλος «καλό άνθρωπο» είναι σαν να φυτεύει μία σφαίρα στην καρδιά της όποιας φιλοδοξίας μπορεί να τρέφεις για κοινωνική ανάδειξη. Άμα σε πουν «καλό άνθρωπο» ή ακόμα χειρότερα «καλό ανθρωπάκι», καλύτερα κρύψου και σκεπάσου με δέκα κουβέρτες μέχρι να πέσει το σκοτάδι, για να μπορέσεις να ξαναβγείς έξω.

Ο Βούλης τώρα σκεφτόταν να πλησιάσει τον Φούλη και να του προτείνει να μπει κι εκείνος στην παρέα της 3ΦΑΕ. Ο Βούλης, πονηρά σκεπτόμενος, υπολόγισε πως με τον Φούλη στην 3ΦΑΕ θα έσβηναν οι όποιοι λεκέδες από την εικόνα της. Ξέροντας πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να τον δεχτούν ως καθαρό οι άνθρωποι, ούτε άλλη πόρτα για να χτυπήσει,  πλησίασε τον Φούλη. Με γλυκό, κολακευτικό και σχεδόν ικετευτικό τρόπο του μίλησε:

«Φούλη, αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να αναγνωρίσει τις πραγματικές αξίες. Δεν ξέρει τι του γίνεται. Να, δες. Όποιον κι αν ρωτήσεις για το τι πιστεύει για εσένα, θα ακούσεις τα καλύτερα. Καλός άνθρωπος ο Φούλης, άγιος άνθρωπος ο Φούλης, παιδί μάλαμα ο Φούλης, χίλια καλά ο Φούλης. Όταν όμως έρχεται η ώρα να δείξει στην πράξη την εκτίμηση που σου έχει, με την ψήφο του, αυτός πάει και ψηφίζει τον κάθε τυχάρπαστο που θα του πει το κόμμα του. Να τη χέσω τέτοια εκτίμηση. Δεν συμφωνείς;»

Ο Φούλης δάκρυσε συνειδητοποιώντας για ακόμα μία φορά αυτό που ήξερε καλύτερα από τον καθένα. Άμα σε πουν «καλό άνθρωπο», βρες τρύπα να κρυφτείς. Σκούπισε τα μάτια του και ρώτησε τον Βούλη

«Και τι να κάνω μωρέ Βούλη; Να φύγω από τον τόπο και να μη ξαναπατήσω; Είναι σοβαρά πράγματα αυτά;».

«Άσε τις χαζομάρες Φούλη. Ξέρεις και ξέρω το πόσο σε αγαπάει ο κόσμος. Μπορεί όταν σε πιάνει η ανάγκη να θες να εκτεθείς, να κατεβαίνεις σε εκλογές και να περιμένεις να σε ψηφίσουν για να σου δείξουν πόσο σε εκτιμούν. Εκεί όμως είναι το λάθος σου. Στις εκλογές ψηφίζουν ό,τι τους πει το κόμμα τους ή ό,τι τους πει το «μέσο» τους. Πας με την εικόνα και την φιλία να νικήσεις το μέσο και το ρουσφέτι. Γίνεται ρε Φούλη; Δεν γίνεται»

«Δεν γίνεται…» απάντησε ξεφυσώντας ο Φούλης. Και συνέχισε «…αλλά γιατί μου τα λες αυτά Βούλη;»

«Κοίταξε. Εγώ έχω το ακριβώς ανάποδο πρόβλημα. Ξέρω από ρουσφέτι, βύσματα, γλείψιμο και καλά τα πάω. Αλλά είναι και η 3ΦΑΕ που πρέπει να έχει καλό όνομα στην πιάτσα. Ούτε εγώ ούτε ο Λούλης που τον έκανα και πρόεδρο ούτε ο Τζούλης που είναι μαφία σε αυτά τα ζητήματα, δεν μπορούν να πείσουν τον κόσμο πως η 3ΦΑΕ είναι καθαρή. Αν όμως μπεις κι εσύ στην 3ΦΑΕ, έστω για λίγο -για δύο δυόμισι χρόνια ας πούμε- θα μας δώσεις άλλη ώθηση με την αξία σου»

Αυτό ήταν. Δεν ήθελε και πολύ ο Φούλης, πείστηκε και η «Φίλε-Φάε-Φύγε ΑΕ» έγινε «Φούλη-Φίλε-Φάε-Φύγε ΑΕ» δηλαδή 4ΦΑΕ. Η 4ΦΑΕ έγινε δεκτή από την κοινωνία με ενθουσιασμό. Ο Φούλης πετούσε στους επτά ουρανούς.

 

Η επόμενη φάση. Φούλης έφυγε, Γιούλης ήρθε

Πράγματι, η χαρά του Φούλη κράτησε δυόμισι περίπου χρόνια. Διάστημα ικανό για τον Βούλη, τον Λούλη και τον Τζούλη να κάνουν την πρώην 3ΦΑΕ να μοιάζει με φιλανθρωπικό ίδρυμα. Μόλις έφτασε όμως η ώρα για να αναλάβει η -καθαρή στην εικόνα πια- 3ΦΑΕ δράση, ο Βούλης ευχαρίστησε τον Φούλη σε μία σεμνή τελετή και τον συνόδευσε μέχρι την έξοδο, σπρώχνοντας τον λιγάκι για να μη καθυστερεί, καθότι ο Φούλης προσπαθούσε να καθυστερήσει όσο μπορούσε το αναπόφευκτο.

Αφού τελείωσε το πανηγυράκι με τον Φούλη και η 3ΦΑΕ πλύθηκε καλά, ξεκρέμασε την ταμπέλα που είχε βάλει απ’ έξω με το 4ΦΑΕ και ξανασήκωσε την γνωστή από παλιά 3ΦΑΕ. Ο δε Φούλης περιέπεσε σε αφάνεια, αν και ο ίδιος δεν το χώνευε με τίποτα το πάθημα του αυτό και αποφάσισε να βγει στον αγώνα εναντίον των 3. Στο μεταξύ όμως οι τρεις είχαν βρει έναν απρόσμενο σύμμαχο και μάλιστα μέσα από τους αντιπάλους τους. Αυτός ήταν ο Γιούλης. Γιούλης ο Δυναμικός ήταν το παρατσούκλι του. Είχε ένα μαγαζί που ανταγωνιζόταν την 3ΦΑΕ από παλιά. Όταν είδε πως όπως πάει δεν γίνεται τίποτα, πήρε τους δύο υπαλλήλους που είχε στο ταμείο και την έκθεση και πήγαν όλοι μαζί στον Βούλη.

«Βούλη ήρθα να σου πω πως αποφάσισα (αποφασίσαμε) ότι αφού δεν μπορώ να νικήσω την 3ΦΑΕ, αποφάσισα (αποφασίσαμε) να συνεργαστούμε μαζί σας (για το καλό όλων βέβαια)»

Ο Βούλης άνοιξε την αγκαλιά του, πήρε μέσα της τον Γιούλη και του είπε «Μόνο άνθρωποι σαν κι εσένα Γιούλη έχουν ανοιχτή σκέψη και πολιτικό πολιτισμό. Θα σε κάνω αντιπρόεδρο στην 3ΦΑΕ»

Γρήγορα και ο Γιούλης κατάλαβε τι εννοούσε ο Βούλης με την ανοιχτή σκέψη και τον πολιτικό πολιτισμό. Αφού έφαγε γερές μερίδες και από τα δύο, ο Γιούλης έσκασε και βρέθηκε στο νοσοκομείο για πλύσεις στομάχου. Λένε πως κάτι είχε ρίξει μέσα στον πολιτικό πολιτισμό ο Τζούλης, που ανακατευόταν με κάτι φαρμάκια. Άλλοι λένε πως ο Λούλης βρήκε τη σκέψη του Γιούλη ανοιχτή και της έριξε μέσα ψειρόσκονη, αλλά μία προσωπικότητα σαν του Λούλη δεν θα έκανε ποτέ τέτοια πράγματα…..Λένε τώρα.

Με τούτα και μ’ εκείνα ο Γιούλης έπεσε σε δυσμένεια και άρχισαν να τον τρώνε οι κοριοί του Βούλη. Του ήπιαν όλο του το αίμα. Δεν είχε καταλάβει ο δόλιος πως η 3ΦΑΕ είχε πάντα ένα αφεντικό. Οι άλλοι (πρόεδροι και αντιπρόεδροι κλπ) είναι απλά διακοσμητικοί.

Τώρα ο Γιούλης με τον Φούλη παλεύουν μαζί κατά του πρώην συνεργάτη τους, του Βούλη.

Και η ζωή συνεχίζεται, όπως και το παραμύθι

 

Επιμύθιο

Ένας συνεργάτης της Φίλε-Φάε-Φύγε ΑΕ, που συνήθως τον έχει ο Βούλης δίπλα του, αλλά πάντα δεμένο και φιμωμένο γιατί συνέχεια φώναζε και έχει και απρόβλεπτη συμπεριφορά, είναι ο Τούλης.  Αυτός δούλευε παλιά μαζί με τον Λούλη στην ίδια δουλειά και συχνά  έκανε και τον κολλητηρτζή σε διάφορα μικρομεσαία πολιτικά κόμματα. Αυτόν δεν τον υπολογίζανε οι άλλοι για σοβαρό γιατί είχε κάτι εμμονές με την πιλοτή του σπιτιού του. Εκεί κοιμόταν, εκεί καθόταν, εκεί μάζευε τους ελάχιστους φίλους του, εκεί έβγαζε τους λόγους του. Η πιλοτή του ήταν όλος ο κόσμος του και πίστευε πως κανείς άλλος δεν πρέπει να έχει πιλοτή. Να μην υπάρχει άλλος Πιλοτούλης. Και αν κάποιος άλλος αποκτούσε πιλοτή και το μάθαινε ο Τούλης, πήγαινε μέχρι την πιλοτή του και τον δάγκωνε.

Για τον λόγο αυτόν τον αποκαλούσαν Πιλοτούλη και αυτός καμάρωνε. Τα μικρά παιδιά, που έπαιζαν μαζί του όταν τον έβγαζε βόλτα ο Βούλης,  νόμιζαν πως ήταν πιλότος, αλλά όταν μεγάλωναν και μάθαιναν πως το Πιλοτούλης προερχόταν από την πιλοτή απογοητεύονταν.

 ....Ξεκινήσαμε και η διαδρομή με είχε συναρπάσει. Στην πλάτη μας απλωνόταν ένα πυκνό πευκοδάσος, σημάδι φτωχότερων εδαφών που όμως γειτόνευαν με έναν κάμπο πολύ μεγάλο που δεν φαινόταν το τέλος του προς τα νοτιοανατολικά. Υπέθεσα πως θα ήταν ο κάμπος των Σπάτων και δεν θα θέλαμε και πολύ περπάτημα για να δω στα βόρεια και ανατολικά μας το Έτος, το τοπόσημο του Πικερμιού. Πράγματι έτσι έγινε και με έπιασε μία χαρά μεγάλη που αντίκρυζα γνώριμα μέρη, έστω και αν θύμιζαν ελάχιστα τον τόπο που ήξερα και ζούσα.

-Εδώ, ότι βλέπεις  ήταν παλιά τα κτήματα των Πικέρμηδων. Σήμερα ο αφέντης της περιοχής είναι ο Χατζή Αλής, ο Χασεκής. Ο αφέντης της Αθήνας. Αυτός κάνει κουμάντο γιατί αυτόν όρισε ο Σουλτάνος, ή η γυναίκα του. Κανείς δεν ξέρει αλλά και δεν χρειάζεται να μάθει. Αυτά είναι επικίνδυνα πράματα.

-Και τι άνθρωπος είναι ο Χασεκής; Έρχεται καθόλου από εδώ; Τον ξέρετε;

-Δεν τον ξέρουμε αλλά καλύτερα, γιατί λένε πως είναι πολύ σκληρός και κακός άνθρωπος, Δεν ξέρουμε αν είναι και άνθρωπος δηλαδή. Να, πριν λίγες μέρες πέρασε από εδώ με τα γαϊδούρια του και τον γιό του τον Παναγή, 7 χρονών παιδί, ένας Αθηναίος, ο Δημητρός ο Σκουζές, διωγμένος από τον Χασεκή και τράβαγε για την Χαλκίδα για να γλιτώσει το κεφάλι του. Δύσκολα σου λέω. Πολύ δύσκολα.

-Και αυτός ο Πικέρνης; Τι έγινε;

(απόσπασμα από το διήγημα)


 Από τις εκδόσεις της Attica Voice (Attica Voice Publications) ένα διήγημα για τα προεπαναστατικά χρόνια στην ανατολική Αττική και πιο συγκεκριμένα την περίοδο που Χασεκής της Αθήνας ήταν ο Χατζή Αλής, ο σκληρός νομέας του τόπου,που ανάγκασε τα 3/5 σχεδόν των Αθηναιων να εγκαταλείψουν την πόλη. (Σκουζές Π. - με προλεγόμενα Γ. Τερτσέτη. επιμέλεια Γ. Βαλέτα, εκδοση Κολωλού 1948)

Είναι μία αφήγηση που σηματοδοτεί την ανάξια κληρονομιά μίας περιόδου που στη χώρα επικράτησε το σκοτάδι, την ίδια περίοδο που επικρατούσε η Αμερικάνικη Επανάσταση, ετοιμαζόταν η Γαλλική και το κύμα τω Κρατών Εθνών θα ξεκινούσε μετά από 30 χρόνια και την προετοιμασία της Ελληνικής.

 

Καλή διασκέδαση

 

 

 

 

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.