Εξώφυλλο: Το κάστρο των Ιωαννίνων (Hughes 1820)
5 Μαΐου του 1821. O επικεφαλής των γουναράδων στα Γιάννενα, γράφει στον Γιαννιώτη άρχοντα και προεστό Σταύρο Ιωάννου:
«Και δια τον ανεψιόν τον δεσπότη τον διάκον, τον έκοψαν εις το Νησί και άλλους Νησιώτες, Eχαλάστηκαν έως δέκα πέντε νομάτοι απάνω εις τον ανακατεμόν και οι απολειφθέντες όλοι εσκλαβώθηκαν, (τόσον οι Νησιώτες ωσάν οι Ιωαννίτες όπου βρίσκονταν εκεί, άντρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι σκλαβώθηκαν όμως, ας είναι πολύχρονος ο υψηλότατος Βεζύρης Ρεσίτ πασιάς επρόσταξεν και τους ξαγοράζει από το χαζινέ του (από το ταμείο του) με γρόσια διακόσια πενήντα τον έναν μέγαν και μικρόν και τους ελευθερώνει, ειδέ από το βιον τους, όλος ο ντουνιάς όπου βρίσκονταν, τόσον Νησιώτες, ωσάν και Ιωαννίτες, μόνον με τα κορμιά τους εβήκαν».
Η αφήγηση του επικεφαλής των γουναράδων είναι μία από τις μαρτυρίες του καιρού, σχετικά με την «εκστρατεία» του Σουλτάνου Μαχμούτ του Δεύτερου (Μαχμούτ Β’), για την κατάπνιξη της εξέγερσης του Αλή πασά.
Ήταν μία από τις εκστρατείες που είχαν ξεκινήσει από χρόνια και από τον καιρό του Σελίμ του Γ’, για την καθυπόταξη των ισχυρών αλλά ανυπάκουων, πασάδων της αυτοκρατορίας. Από τον φίλο του Ρήγα, Οσμάν Πασβάνογλου, ο οποίος υποχρέωσε με τις ικανότητες του και μετά από την αποτυχία της Αυτοκρατορίας να καταλύσει την εξουσία του, το 1798 τον Σουλτάνο να τον αναγνωρίσει ως κυβερνήτη του Βιδινίου (ΒΔ Βουλγαρία/Σερβία) έως τον Καβαλιώτη Μεχμέτ Αλή, πατέρα του Ιμπραήμ και διοικητή της Αιγύπτου. Με τον Μεχμέτ Αλή «καθάρισαν μετά το 1841, με τη βοήθεια των Άγγλων και όταν πέθανε, περίπου το 1849.
Οσμάν Πασβάνογλου (1758-1807) και Μεχμέτ Αλή (1770-1849)
Ανάμεσα στον Πασβάνογλου και τον Μεχμέτ Αλή, στη μέση της πεντηκονταετίας που τους χωρίζει, ο τότε Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ είχε να εκκαθαρίσει την απειλή του Αλή πασά των Γιαννίνων, ο οποίος μετά από 40 χρόνια σχεδόν, κυριαρχίας στην Ήπειρο και την Αλβανία, δυναμωμένος στρατιωτικά και πολιτικά, αποφάσισε στα 80 του να ιδρύσει το δικό του, ανεξάρτητο κράτος.
Ο Αλή πασάς (Αλήπασας)
Σε μία αυτοκρατορία που κλυδωνιζόταν, τόσο από το εξωτερικό (έχουμε δει στη σειρά των σχετικών αναρτήσεων το πλήθος και το περιεχόμενο των συνθηκών που αναγκάστηκε να υπογράψει η αυτοκρατορία) όσο και από εσωτερικές αναταραχές, η Υψηλή Πύλη, με τον Μαχμούτ Β’, αποφάσισε να επιβάλλει την αυτοκρατορική τάξη. Επρόκειτο για ευφυή και ικανό άνθρωπο αλλά οι καιροί είχαν ήδη πάρει τον δρόμο τους.
Ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β’
Λίγο προτού αρχίσει η Ελληνική Επανάσταση του 21, ο Αλήπασας έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να ιδρύσει και de jure το δικό του κράτος . Ο Μαχμούτ διέκρινε την απειλή για την αυτοκρατορία και έδωσε προτεραιότητα στην εκκαθάριση της κατάστασης. Γνωρίζουμε πως είχε υπόψη του και τη δράση της Φιλικής Εταιρείας και άλλων επαναστατικών κινήσεων στα Βαλκάνια, αλλά δεν τις θεώρησε –τουλάχιστον προς ώρας- σοβαρή απειλή (και δεν είχε άδικο)
Το Μάιο του 1820 ο σουλτάνος εξέδωσε το φιρμάνι με το οποίο κηρυσσόταν ο Αλής ένοχος προδοσίας και καλούνταν μέσα σε 40 μέρες να παρουσιαστεί στην Πόλη και να απολογηθεί. Ο Αλή, γνωρίζοντας πως η «κλήση» του ήταν παγίδα, δεν παρουσιάσθηκε. Ορίστηκε τότε νέος πασάς στα Γιάννενα, ο Τουρκογιαννιώτης Πασόμπεης, δηλωμένος εχθρός του Αλή και διατάχθηκαν 7 πασάδες (στρατηγοί) με τον Πασόμπεη επικεφαλής, να εξοντώσουν τον Αλή στο Κάστρο.
Αρχίζει τότε (Μάιος του 1820) η πολιορκία του Κάστρου στα Γιάννενα, η οποία κράτησε μέχρι το Γενάρη του 1822. Στις 24 Ιανουαρίου (5 Φεβρουαρίου με το Γρηγοριανό ημερολόγιο) του 1822 και ενώ ο Αλήπασας έχει συμβιβαστεί για την παράδοση του κάστρου, δολοφονείται από τον απεσταλμένο του Χουρσίτ πασά (τον Κιοσέ Μεμέτ ή τον Αλή Χασάν) ή ακόμα και από Έλληνες που εισέβαλλαν στην αναμπουμπούλα και τον πυροβόλησαν. Πιο πιθανή δείχνει η πρώτη εκδοχή, αλλά μέσα στον χαμό της μάχης η αλήθεια και ο μύθος γίνονται ένα, ειδικά όταν σχετίζονται με προσωπικότητες σαν τον Αλή πασά.
Ο γιος της Χάμκως
Η Χάμκω πάνω στο άλογο της
Ο Αλή πασάς (Αλήπασας), δραστήριος και φιλόδοξος από μικρός, μπορεί και να μην υπήρχε στην Ιστορία, αν δεν είχε φροντίσει η μάνα του (η Χάμκω, ελληνικής καταγωγής και ελληνόγλωσση) να εξολοθρεύσει όλους τους ετεροθαλείς αδελφούς του, οι οποίοι ήταν και υποψήφιοι βεζύρηδες στη θέση του. Αυτά μας τα μεταφέρει ο μύθος, χωρίς όμως να μας εξηγεί και το πως βρέθηκε αρχηγός ληστών στα βουνά της Αλβανίας και της Ηπείρου.
Όντας ληστής συνελήφθη από τον Κουρτ Αχμέτ πασά του Μπερατίου, αλλά αφέθηκε ελεύθερος δίνοντας την υπόσχεση πως θα σταματήσει τις ληστείες. Την υπόσχεση δεν την τήρησε και ίσως γι’ αυτό και προόδευσε. Αφού κατέφυγε στον Καπλάν πασά του Δελβίνου, για να ξεφύγει από την καταδίωξη του πασά του Μπερατίου, γνώρισε την κόρη του προστάτη του, την Εμινέ. Παντρεύτηκαν το 1768.
Ο Αλή και η Χαϊνίτσα ορκίζονται πάνω από το νεκρό σώμα της Χάμκως
Αξιοποίησε τις σχέσεις του αρραβωνιάζοντας την αδελφή του Χαϊνίτσα με τον μεγαλύτερο γιο του Καπλάν πασά. Aπό αυτό τον γάμο ο Αλής απέκτησε και τους δυο του γιους, τον Μουχτάρ το 1769 και τον Βελή το 1773. Φιλόδοξος όπως ήταν, κατάφερε να εξοντώσει τόσο τον πεθερό του όσο και τον διάδοχο αυτού, τον Σελίμ χωρίς όμως να καταφέρει να διοριστεί αυτός πασάς. Το μόνο που κατάφερε την εποχή εκείνη ήταν το ότι εκδικήθηκε τους Γαρδικιώτες, που είχαν -πριν από χρόνια- βιάσει ομαδικά την μητέρα του, ως αντίποινα στην σκληρότητα που είχαν δοκιμάσει από τον Βελή (του άντρα της Χάμκως και πατέρα του Αλή). Η εκδίκηση του περιέλαβε και το σύνολο των κατοίκων του Χορμόβου και του Λικλίου.
Ο Βαλκάνιος Μακιαβέλι παραδίδει μαθήματα πολιτικού αμοραλισμού
Το 1785 διορίστηκε επόπτης των οδικών αρτηριών της Ρούμελης και ήρθε σε συνεννόηση με τους ληστές που δρούσαν στη Θεσσαλία. Όμως το 1787 όταν και διορίστηκε πασάς των Τρικάλων καταδίωξε και εξόντωσε τους πρώην συμμάχους του, λυτρώνοντας παράλληλα την περιοχή από τις ληστρικές επιδρομές και αποκτώντας τη φήμη ενός ικανού διοικητή. Αφού είχε διαδεχτεί και τον Κουρτ Αχμέτ του Μπερατιού, ήταν θέμα χρόνου να αναλάβει το μεγαλύτερο και σημαντικότερο πασαλίκι των Γιαννίνων. Έτσι και έγινε.
Ο Κουρτ Αχμέτ πασάς του Μπερατιού
Μόλις ένα χρόνο μετά, το 1788 εκμεταλλευόμενος την απουσία του πασά των Ιωαννίνων, Αλή Ζοτ λόγω εκστρατείας στον Δούναβη σφετερίστηκε το πασαλίκι των Γιαννίνων. Ο Σουλτάνος δεν είχε αντίρρηση και μάλιστα του πρόσφερε ως δώρο και τη Στερεά Ελλάδα. Έτσι άρχισε να βάζει σταδιακά τις βάσεις για τη δημιουργία ενός σχεδόν αυτόνομου από την Πύλη κράτους, το οποίο περιλαμβάνει μεγάλο μέρος της Ελλάδας και της Αλβανίας.
Μετέτρεψε τα Γιάννενα σε ένα σημαντικό πνευματικό, πολιτισμικό, πολιτικό και οικονομικό κέντρο. Στην προσπάθειά του να πετύχει τους σκοπούς του προσεταιρίζεται όλες τις θρησκευτικές και εθνικές ομάδες της επικράτειάς του. Ωστόσο δεν διστάζει να συντρίψει κάθε αντίπαλό του με δυναμικό τρόπο. Παράλληλα αναπτύσσει σχέσεις με ευρωπαϊκές δυνάμεις. Κάνει αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα «αδέσμευτη εξωτερική πολιτική»
Ως πασάς των Γιαννίνων συμμετείχε στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787 - 1792, η συμμετοχή του όμως διεκόπη διότι αναγκάστηκε να εκστρατεύσει το 1790 και το 1792 κατά των επαναστατημένων Σουλιωτών χωρίς όμως αποτέλεσμα. Δεν θα καταφέρει τότε να υποτάξει το Σούλι (παρότι υπέταξε Άρτα και Χιμάρα). Μέχρι το 1803. Τότε ήταν που γεννήθηκε και η μυθολογία με τις Σουλιώτισσες και τον χορό του Ζαλόγγου. Μία ιστορία που δεν έχει επιβεβαιωθεί ακόμη ως πραγματικό γεγονός. Πάντως οι μορφές της Μόσχως Τζαβέλλα και της Δέσπως Μπότση έμειναν στην Ιστορία, περνώντας κυρίως μέσα από την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού. Μύθος ή όχι, ο χορός του Ζαλόγγου προκάλεσε τον θαυμασμό της Ευρώπης και συνέβαλλε στην ανάπτυξη του έντονου φιλελληνικού κλίματος, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821
Ο Αλή Πασάς για το επίτευγμα της κατάληψης του Σουλίου διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη διοικητής της Ρούμελης και ο γιος του, Βελής, διοικητής της Θεσσαλίας και του Μοριά ενώ προσωρινά η δικαιοδοσία του επεκτάθηκε μέχρι την Θράκη.
Άλλες επιτυχίες (στρατιωτικές και πολιτικές) ήταν η κατάληψη του Αργυροκάστρου το 1812 και η αγορά της Πάργας από τους Άγγλους το 1819. Ο Αλής έκανε το κράτος του να εκτείνεται στη μέγιστη του εξάπλωση (1807) από την Πελοπόννησο μέχρι την Μακεδονία.
Το κάστρο της Κιάφας στο Σούλι (χαλκογραφία H. Holland)
Οι πόλεμοι του Σουλίου
Οι πόλεμοι του Αλήπασα με τους Σουλιώτες ήταν συνεχείς και οι μορφή τους ήταν σε κάθε περίοδο διαφορετική. Είτε διεξάγονταν μάχες, σχεδόν «εκ του συστάδην», στο πλαίσιο ολοκληρωμένης εκστρατείας του τακτικού στρατού του Αλή και των συμμάχων του είτε διεξαγόταν ξεκάθαρος ανταρτοπόλεμος.
Οι προκάτοχοι του Αλή πασά προσπάθησαν πολλές φορές να εισβάλλουν στο Σούλι, θεωρώντας την κατάκτηση του περισσότερο θέμα γοήτρου, αφού πλουτοπαραγωγικές πηγές δεν διέθετε ο τόπος. Ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα και με κορύφωση την περίοδο του Ενετοτουρκικού πολέμου στα τέλη του ίδιου αιώνα, καταγράφονται μάχες μεταξύ Οθωμανών και Σουλιωτών. Ο προσδιορισμός των αντιμαχόμενων πλευρών δεν είναι σαφής. Δεν επρόκειτο για «Τούρκους» και «Σουλιώτες» ξεκάθαρα, αφού μαζί με τον στρατό του εκάστοτε πασά, πολεμούσαν αδιακρίτως μουσουλμάνοι, χριστιανοί, Έλληνες, Τούρκοι και Αλβανοί υπήκοοι της αυτοκρατορίας και μαζί με τους Σουλιώτες, πολλές φορές πολεμούσαν μουσουλμάνοι και χριστιανοί, Έλληνες και Αλβανοί από την ευρύτερη περιοχή.
Leake - Σούλι 1835
Με τις μάχες που έχουν καταγραφεί με μεγαλύτερη λεπτομέρεια φτιάξαμε ένα πρόχειρο χρονολόγιο:
Από το 1600 μέχρι τον Αλή Πασά
1635-1699 Καταγράφονται οι πρώτες συγκρούσεις, με κορύφωση την περίοδο 1684-1699 που ο Ενετοτουρκικός πόλεμος έχει προκαλέσει αναταραχή σε όλη τη δυτική ακτή των Βαλκανίων
1721 Πολιορκία από τον Πασά των Ιωαννίνων Ζατζή Αχμέτ (ή Χατζή Αχμέτ), με δύναμη 8.000 ανδρών. Μετά από αιφνιδιαστική νυκτερινή αντεπίθεση των Σουλιωτών που του προκάλεσαν μεγάλες απώλειες, η πολιορκία λύνεται.
1731-1732 Οι Ενετοί προκαλούν εξέγερση των Σουλιωτών. Μαζί τους και οι κάτοικοι του χωριού Μαργαρίτι. Ο Σουλτάνος οργανώνει εκστρατεία με αρχηγό τον Χατζή Αχμέτ πασά, η οποία και πάλι αποκρούστηκε
1754 Ο νέος Πασάς των Ιωαννίνων, ο Μουσταφά πασάς δοκιμάζει την τύχη του με το Σούλι αλλά και η δική του εκστρατεία είχε την τύχη των εκστρατειών του Χατζή Αχμέτ
1757 Ο Τουρκαλβανός Μουσταφά Κόκκα επιτέθηκε με 4.000 στρατιώτες και ο Μπεκίρ Πασάς με 5.000 στρατιώτες. Και οι δύο απέτυχαν
1759 Είχε έρθει η σειρά του Ντόστ μπέης, του Γαρδικίου, και της Παραμυθιάς και διοικητής του Δέλβινου, να νικηθεί από τους Σουλιώτες.
1762 Ο Μαξούντ Αγάς του Μαργαριτίου και Βοεβόδας της Άρτας, ηττήθηκε στην περιοχή «Λάκκα» των Λελόβων. Το μόνο που κατάφερε ήταν να αποσπάσει τα γύρω χωριά της Λέλοβας και Λακοπούλας.
1772 Ο επόμενος Αγάς του Μαργαριτίου, Σουλεϊμάν Τσαπάρη επιτέθηκε στους Σουλιώτες με στρατό 8.000 - 9.000 ανδρών. Οι Σουλιώτες, ήδη από το προηγούμενο φθινόπωρο (1771), και στο πλαίσιο των Ορλωφικών, είχαν ξεσηκωθεί. Ο υποκινητής τους ήταν ο Αλέξιος Ορλώφ, ο οποίος τους είχε προμηθεύσει και με πλούσιο οπλισμό.
Και αυτή η εκστρατεία απέτυχε, όπως όλες οι προηγούμενες. Επιπλέον ο ίδιος ο Αγάς αιχμαλωτίστηκε, ενώ οι απώλειες σε νεκρούς και αιχμαλώτους Τούρκους ήταν πολύ μεγάλες. Τελικά ο Αγάς και κάποιοι εκ των αιχμαλώτων απελευθερώθηκαν με λύτρα που στάλθηκαν από τα Ιωάννινα, και την Κωνσταντινούπολη, ενώ κάποιοι άλλοι ανταλλάχθηκαν με υποσχέσεις ανεξαρτησίας.
1775 Ακολούθησε επιχείρηση του Κούρτ Πασά (του πασά που διαδέχτηκε τον Καπλάν και που τον διαδέχτηκε ο Αλή) ο οποίος έφτασε μέχρι την περιοχή της Ρουσάτσας, πλην όμως υποχώρησε και αυτός
Ο Αλή Πασάς και το Σούλι
Όπως είδαμε, το Σούλι είχε εξελιχθεί σε «Γαλατικό χωριό του Αστερίξ» για τους δεσπότες της περιοχής, αλλά και τον Σουλτάνο τον ίδιο. Δεν είχε πλούτο, αλλά η κατάκτηση του ήταν θέμα γοήτρου. Η παντοδύναμη αυτοκρατορία είχε μία μικρή τρύπα στον χάρτη της, που έπρεπε να κλείσει. Το 1788 ο Αλή γίνεται πασάς στα Γιάννενα και αναλαμβάνει την εκπόρθηση του Σουλίου, μη χάνοντας χρόνο και ξεκινώντας τις επιχειρήσεις σχεδόν αμέσως. Ήδη από το 1789.
1789 Συγκρούσεις επί 4 μήνες, ανάμεσα στον στρατό του Αλή και σε Σουλιώτες που κάνουν ληστρικές επιδρομές με μικρά σχετικά οφέλη. Υποκινήτρια ουσιαστικά, ήταν η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, στο πλαίσιο του Ρωσοτουρκικού πολέμου. Νεότερα στοιχεία (έγγραφα της περιόδου εκείνης) αποδεικνύουν πως ο Αλή Πασάς τον Ιούλιο, μετά την υποχώρησή του, συνομολόγησε συνθήκη με τους Σουλιώτες όπου και ανέλαβε να καταβάλει μισθούς στους οπλαρχηγούς προκειμένου αυτοί ν΄ αναλάβουν την ασφάλεια της περιοχής, παίρνοντας όμως εχέγγυα πέντε παιδιά (ομήρους), από τις οικογένειες των οπλαρχηγών.
1791 Οι Σουλιώτες επεκτείνουν τις ληστρικές επιχειρήσεις στις πεδινές περιοχές του Πασαληκίου του Αλή.
1792 Πρώτη οργανωμένη μεν, αποτυχημένη δε, εκστρατεία του Αλή Πασά με 10.000 στρατιώτες κατά των Σουλιωτών. Αν και ο Αλή πασάς είχε ομήρους ως «εχέγγυα» (όπως τον Φώτο Τζαβέλλα που ήταν γιος του Λάμπρου Τζαβέλλα), οι Σουλιώτες αγωνίστηκαν θαρραλέα, κάτω από τη διοίκηση του Γεωργίου Μπότσαρη, του Λάμπρου Τζαβέλλα και του Δήμου Δράκου. Ακόμη και οι γυναίκες, υπό τη Μόσχω (σύζυγο του Λάμπρου Τζαβέλλα), συμμετείχαν στη μάχη. Σκοτώθηκαν 2.000 Τουρκαλβανοί και 74 Σουλιώτες.
Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε το παρακάτω και να παραπέμψουμε τον αναγνώστη μας στη σημερινή Κουρδική πραγματικότητα. Οι Κούρδοι, λαός που πολεμά να διατηρήσει τον τόπο του, τον πολιτισμό του, τη συνοχή του. Λαός που ζει επίσης σε άγρια και αφιλόξενα βουνά, γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ισχυρούς, με υποσχέσεις που τελικά ποτέ δεν υλοποιούνται. Έτσι και οι Σουλιώτες πριν 200 και πλέον χρόνια. Οι Σουλιώτες λάμβαναν υποστήριξη από την Ευρώπη, με τη Ρωσία και τη Γαλλία να τους παρέχουν τα απαραίτητα όπλα και πυρομαχικά. Για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι Σουλιώτες ήταν όργανο για να αποδυναμώσουν την οθωμανική αυτοκρατορία. Όταν οι Βρετανοί πολιτικοί άλλαξαν διαθέσεις απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, προκειμένου να ενισχύσουν τις δυνάμεις εναντίον του Ναπολέοντα, οι προμήθειες όπλων και πυρομαχικών διακόπηκαν. Χωρίς υποστήριξη από το εξωτερικό και με τους Σουλιώτες καταπονημένους από τη χρόνια πολιορκία, η ενότητα των γενών τους άρχισε πλέον να διασπάται.
Κατάλαβες φίλε αναγνώστη την ομοιότητα των τότε Σουλιωτών με τους Κούρδους του 20ου αιώνα; Οι Μεγάλες Δυνάμεις τους εκμεταλλεύτηκαν αγρίως προκειμένου να προκαλούν προβλήματα στον ανταγωνιστή τους και στο τέλος τους πρόδωσαν, όταν δεν εξυπηρετούσαν πια την πολιτική τους, Πέραν τούτου και άλλα θα μπορούσε να εντοπίσει κάποιος, αλλά δεν είναι αυτό το αντικείμενο του παρόντος.
1800 Δεύτερη αποτυχημένη εκστρατεία του Αλή Πασά κατά των Σουλιωτών. Αποτυχημένη αρχικά τουλάχιστον, αφού την περίοδο αυτή οι Ενετοί είχαν ήδη απομακρυνθεί από την Επτάνησο και τη θέση τους είχαν πάρει οι Γάλλοι, από το 1797. Μετά όμως από την καταστροφή που υπέστησαν στη ναυμαχία του Αμπουκίρ το 1798 (στην Αίγυπτο), ο Αλή Πασάς άρχισε να διακρίνεται ως ο κυρίαρχος της περιοχής. Έτσι θέλοντας να προλάβει διείσδυση των Άγγλων στην περιοχή που τον ενδιέφερε, εκστράτευσε στην Ήπειρο αφού προηγουμένως είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά του Πασά του Βιδινίου Οσμάν Πασβάνογλου (1798), με διπλάσιο στρατό απ΄ ότι είχε ζητήσει ο Σουλτάνος, γεγονός που του είχε προσδώσει νέο κύρος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
1802 Τρίτη αποτυχημένη εκστρατεία κατά των Σουλιωτών. Πρόκειται για τη συνέχιση της εκστρατείας που είχε ξεκινήσει ο Αλή πασάς το 1800 και ένα ακόμα επεισόδιο που κατέληξε σε νίκη των Σουλιωτών και υποχώρηση των εκστρατευτικών σωμάτων του Αλή πασά.
1803 Τέταρτη εκστρατεία. Τελευταίο επεισόδιο της εκστρατείας που ξεκίνησε το 1800. Ο Αλή πασάς με δωροδοκίες, αμοιβές, υποσχέσεις, εκβιασμούς και μυστικές συμφωνίες για την αποφυγή εχθροπραξιών (καπάκια), επιχειρεί τον διχασμό των Σουλιωτών. Μάλιστα, δίπλα του έστησε ένα ολόκληρο δίκτυο διαμεσολαβητών. Ό,τι δεν είχαν πετύχει οι προκάτοχοι του με χιλιάδες στρατού, το πέτυχε ο Αλής με τους διαμεσολαβητές του. Οι Σουλιώτες διχάζονται και τελικά μάχονται μεταξύ τους. Η εκστρατεία του Αλή πασά επιτυγχάνει, καταλαμβάνεται το Αβαρίκο και οι Σουλιώτες εξαναγκαζόμενοι σε συνθηκολόγηση, αποχωρούν στα Επτάνησα. Στην εκστρατεία αυτή πήραν μέρος στο πλευρό του Αλή πασά και αρματολοί που υπηρετούσαν στην αυλή του και που αργότερα πρωταγωνίστησαν στην ελληνική επανάσταση
Μετά την επικράτηση του, ο Αλή Πασάς μπαίνει στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή ξεκινώντας διπλωματικές σχέσεις με τους Άγγλους. Το ίδιο έτος ορίζεται «Ρούμελη Βαλεσί» (γενικός διοικητής της Ρούμελης). Δηλαδή η κατάκτηση του Σουλίου έκρινε τη θέση και την εξέλιξη του Αλή Πασά ως παράγοντα και εντέλει καταλύτη των εξελίξεων στην περιοχή. Ποιοι ήταν όμως αυτοί που η καθυπόταξη τους αποτελούσε βασικό στόχο του Αλή Πασά; Στόχο που –το ήξερε και ο ίδιος- θα έκρινε την ευόδωση των φιλοδοξιών του (τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου);
Το Σούλι. Γκραβούρα του Hughes 1820
Οι Σουλιώτες
Ανάμεσα στα όρη Μούργκα (1.340 μ.), Ζαβρούχο (1.137 μ.) και Τούρλιας (1.982 μ.) στη συμβολή του Αχέροντα με τον παραπόταμό του Τσαγκαριώτικο, σε ένα τραχύ άγριο αλλά ακόμα γοητευτικό τοπίο εντοπίζεται το Σούλι (Wikipedia).
Σχεδόν το σύνολο των τοπωνυμιών της περιοχής καθιστά σαφή την αλβανική καταγωγή των κατοίκων του. Κιάφα, Κούγκε, Μπίρα (Βίρα), Γκούρα, Δέμπες, Σαμονίβα, Στρέτεζα, Μούργκα, Βούτζι, Βρέκου (Βετετίμεσε). Αντίστοιχα και η ονομασία «Σούλι» προέρχεται –κατά τον Σαλαμίνιο ακαδημαϊκό, φιλόλογο, λαογράφο και γλωσσολόγο Π. Φουρίκη- από τα αλβανικά. Σήμερα, σχεδόν 100 χρόνια μετά, ακόμα και ο Μπαμπινιώτης συμφωνεί μαζί του.
Μπροστά και κάτω από τα χωριά του Σουλίου υπάρχουν τα φυσικά οχυρά του. Υψώνονται αντικριστά δύο λόφοι: το Κούγκι, με το εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής (γνωστό από την ανατίναξη του από τον Σαμουήλ) και η Κιάφα με το φρούριο της. Απέναντι από το Κούγκι, υπάρχει κι άλλος λόφος στον οποίο συναθροίζονταν οι Σουλιώτες κατά τα «Γενικά Συνέδρια» τους.
Πάνω από το χωριό Κιάφα, υψώνεται ο βράχος της Μπίρας (Τρύπας), το βορειοδυτικό τμήμα του οποίου λέγεται Μπρέκε Βετετίμε (Ράχη της Αστραπής). Η όλη περιοχή του Σουλίου, είναι ορεινή, άγρια, με απόκρημνους βράχους". Ένα γιγαντιαίο, φυσικό φρούριο δηλαδή. «Διαβόητοι» οι βράχοι του Σουλίου, κατά τον Ανδρέα Κάλβο:
δ´.
Βράχοι ὑψηλοί, διαβόητοι,
βουνὰ τοῦ τετραχώρου,
ἀπὸ σᾶς καταβαίνουσι
πολλοὶ καὶ δυνατοὶ
ἀδάμαστοι ἄνδρες
Ανδρ. Κάλβος – Εις Σούλι (Λυρικά)
Οι Σουλιώτες προέρχονταν από το Αργυρόκαστρο ή τη Χιμάρα (Χειμάρρα), σύμφωνα με τη γλωσσική συγγένεια ή συνάφεια που διαπιστώνουν οι ερευνητές και ιστορικοί μελετητές. Ο Κ. Μπίρης αναφέρει «Είτε με την κάθοδο Αρβανιτών στην Ήπειρο κατά τον 12ο αιώνα είτε με εκείνην των χρόνων του Στεφάνου Ντουσάν, είτε μετά την επανάσταση του Σκεντέρμπεη, είχαν έλθει στην περιοχή του Δελβίνου οι πρόγονοι των Σουλιωτών, ένα πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιον, ότι ο τόπος προέλευσής των, ήταν στις νοτιανατολικές παρυφές της χώρας των Γκέγκηδων γύρω στην Δίβρη, κάποιο μέρος, όπου επικρατούσε απόλυτα το ελληνικό στοιχείον».
Ο Π. Φουρίκης το είχε ήδη εντοπίσει και γράφει το 1922 πως οι πρώτοι κάτοικοι του Σουλίου ήταν Αλβανοί οι οποίοι λόγω της επίδρασης της θρησκείας και της συνύπαρξης με ελληνικούς πληθυσμούς εξελληνίστηκαν πλήρως ώστε να διαφέρουν μόνο ως προς τη γλώσσα από τους Έλληνες της Ηπείρου.
Όπως η αλβανική προέλευση και γλώσσα μαρτυρείται από τα τοπωνύμια της περιοχής, έτσι και η παράλληλη ελληνοφωνία στην περιοχή μαρτυρείται και από διάφορα τοπωνύμια όπως Συκιά, Καστανιά, Νερό Προβατίνας κ.ά. που μαρτυρούνται πριν από τα μέσα του 17ου αιώνα.
Περί το 1600 μ.Χ., οι Σουλιώτες φέρονται να μετανάστευσαν από τις πεδιάδες της Θεσπρωτίας στα βουνά της Μούργκας, όπου μια συνομοσπονδία των γενών συγκρότησε ενιαίο μέτωπο έναντι των Οθωμανών. Οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι κατάγονταν από τα γύρω χωριά αλλά και από περιοχές της Βορείου Ηπείρου. Ήταν δε Αρβανίτες στην καταγωγή, κατά κύριο λόγο, ενώ υπήρχαν Παραμυθιώτες και Λελοβίτες.
Πόθεν το όνομα Σούλι (Π. Φουρίκης)
Σουλιώτης
Κοινωνική οργάνωση
Οι Σουλιώτες είχαν δική τους μορφή κοινωνικής οργάνωσης που βασιζόταν στην οικογενειοκρατία, τις λεγόμενες φάρες (πατριές). 150 οικογένειες Σουλιωτών ήταν μοιρασμένες σε 47 φάρες. Οι σπουδαιότερες φάρες ήταν του Δημοδράκου, του Ζάρμπα, του Ζέρβα, του Μπότσαρη, του Τζαβέλλα, του Δαγκλή, του Καραμπίνη, του Κουτσονίκα κ.ά.
Κάθε φάρα είχε τον δικό της αρχηγό του οποίου το αξίωμα ήταν κληρονομικό κατ΄ αρρενογονία. Οι αρχηγοί των φαρών συγκροτούσαν μια μορφή κυβέρνησης που λεγόταν «Κριτήριο της Πατρίδας» με κύριο καθήκον να κρίνει επί παντός και να αποφασίζει σχετικά, με αναμφίβολα και δικαστική εξουσία που βασιζόταν στο έθιμο.
Ανώτατη εξουσία ασκούσε το «Γενικό Συνέδριο» στο οποίο λάμβαναν μέρος εκτός από τους αρχηγούς των οικογενειών και κάθε Σουλιώτης που είχε διακριθεί σε ανδραγαθία. Αυτό αποφάσιζε θέματα πολέμου, ειρήνης, συμμαχίας και οτιδήποτε αφορούσε τις εξωτερικές σχέσεις της «συμπολιτείας», της οποίας πρωτεύουσα ήταν το Σούλι όπου και γίνονταν οι συνελεύσεις των δύο παραπάνω οργάνων.
Όταν ο Περραιβός εστάλη από τον Αλ. Υψηλάντη στο Σούλι για να μυήσει τους κατοίκους του στην Επανάσταση, αυτός εντυπωσιάστηκε από το πόσο κυριαρχούσε η πολεμική τέχνη στην καθημερινότητα τους, ώστε σημείωσε
«Κανένας από τους Σουλιώτες καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται, παρά όλη τους η γύμνασις από παιδιόθεν είναι εις τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται, με αυτά ξυπνούν». (Περραιβός βλ. βιβλιογραφία)
Τα Σουλιωτοχώρια, την εποχή πριν την Επανάσταση συντηρούσαν περίπου 2.500 ένοπλους λιτοδίαιτους, σκληραγωγημένους και ολιγαρκείς, οι οποίοι και αποτελούσαν εγγύηση της ασφάλειας της περιοχής, έναντι των Τούρκων. Ο συνολικός πληθυσμός υπολογίζεται πως έφθανε τους 12.000.
Έγιναν ονομαστοί για τις πολεμικές τους ικανότητες και τις άλλες αρετές τους. Γενικά οι Σουλιώτες επιδείκνυαν χαρακτηριστική τυφλή υπακοή και πειθαρχία στους αρχηγούς τους στην περίοδο των πολέμων τους. Θεωρούσαν την ελευθερία πολυτιμότερη της ζωής τους. Τα δε ήθη τους ήταν πολύ αυστηρά. Σέβονταν τις γυναίκες τους, τιμούσαν τους διακρινόμενους σε μάχες, περιφρονούσαν τους δειλούς όπως και τις γυναίκες αυτών. Μία απλή υπόνοια για την ηθική μιας γυναίκας αρκούσε για να λιθοβοληθεί με απόφαση του αρχηγού της φάρας. Σε περίπτωση μοιχείας τη μοιχαλίδα την έβαζαν μέσα σε τσουβάλι (σάκκο) και την γκρέμιζαν σε φαράγγι του Αχέροντα. Οι Σουλιώτες διακρίνονταν για τις υποσχέσεις και συμφωνίες τους που θεωρούσαν ιερές, και θανάτωναν όσους δεν τηρούσαν τον λόγο τους και τις αρχές τους.
Η αντεκδίκηση ή «γκιακ» (κοινώς βεντέτα) ήταν νόμος απαράβατος. Γενικά όμως ήταν γενναίοι, ριψοκίνδυνοι, ευσταλείς, γρήγοροι, φιλελεύθεροι, αρκετές φορές μεγαλόψυχοι, φιλοπάτριδες, αλλά και αφοσιωμένοι σε επιδρομές και λαφυραγωγήσεις. (Περραιβός ό.π.)
Δεν κουρεύονταν, φορούσαν και αυτοί φουστανέλα και στολίζονταν στο στήθος με «τσαπράζια». Τα δε ρούχα των γυναικών ήταν όλα κεντητά. Αγαπημένο μουσικό όργανο των Σουλιωτών ήταν ο ταμπουράς.
Ζούσαν με πολύ περιορισμένα προϊόντα λόγω του άγονου του ορεινού εδάφους. Άμεση συνέπεια ήταν, αυτή η ίδια η φύση να τους εξαναγκάζει πολλές φορές να προβαίνουν σε επιδρομές στις πεδινές περιοχές να ληστεύουν και να λαφυραγωγούν υποχρεώνοντας τους κατοίκους των περιοχών που υπέτασσαν να τους πληρώνουν φόρους σε χρήμα αλλά και σε είδος. Οι δε κάτοικοι αυτών των 70 περίπου κατακτηθέντων (και καταληστευμένων) χωριών καλούνταν «Παρασουλιώτες». Η δε σχέση μεταξύ Σουλιωτών και Παρασουλιωτών έφερνε στη μνήμη, όπως σημειώνει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, εκείνη μεταξύ των αρχαίων Σπαρτιατών και των Περιοίκων.
Οι Σουλιώτες πλήρωναν στον Σουλτάνο ετήσιο φόρο, τον λεγόμενο κεφαλικό και τον λεγόμενο «προβατικόν», (που προηγουμένως μάζευαν από τους Παρασουλιώτες).
Στο πλαίσιο της οικονομικής διάρθρωσης της αυτοκρατορίας, οι Σουλιώτες υπάγονταν σε έναν σπαχή (σιπαχή), ο οποίος είχε ένα βαθμό δικαιοδοσίας στο Σούλι, τους εκπροσωπούσε, όπως μαρτυρεί ένα έγγραφο του 1794, και στον οποίο κατέβαλλαν ένα μικρό φόρο. Αυτή ήταν και η σύνδεσή τους με τον αυτοκρατορικό διοικητικό μηχανισμό. Η ένταξή των Σουλιωτών στο τιμαριωτικό σύστημα μέσω της καταβολής του φόρου, έπειθε για τη νομιμότητά τους και τους εξασφάλιζε τη δυνατότητα εκπροσώπησης μέσω του σπαχή. Επιπλέον επέτρεπε τη συνέχιση της άσκησης κυριαρχίας και του σχετικού πλουτισμού τους, μέσω δραστηριοτήτων όπως η ληστεία και η παροχή προστασίας σε υπηκόους πληθυσμούς. Μία «μαφία» υπό την κυβερνητική προστασία του σπαχή θα μπορούσαμε να πούμε, τηρουμένων των ιστορικών, πολιτικών, κοινωνικών αναλογιών.
Ο «σπαχής της Σόλης» Μπεκίρ μπέης ήταν εγκατεστημένος στα Γιάννενα και πήγαινε στο Σούλι μια φορά το χρόνο για να συλλέξει το φόρο. Ο Αλή πασάς -ο οποίος επιδίωκε να συγκεντρώσει στα χέρια του τις προσόδους όλων των μεγάλων γαιοκτημόνων της περιοχής για να αυξήσει τη δική του πολιτική ισχύ- προσπάθησε να εξαγοράσει από αυτόν έναντι υψηλού αντιτίμου το τιμαριωτικό δικαίωμα του Σουλίου. Ο Μπεκίρ μπέης αρνήθηκε και ο Αλήπασας δεν έδειξε πνεύμα συνεννόησης ούτε και διπλωματίας. Απλά τον σκότωσε προκειμένου να αναλάβει με άλλα μέσα τη θέση του, ως εισπράκτορας των φόρων τους οποίους μάζευε μέχρι τότε το θύμα του.
Ο Αλή πασάς, η Μεγάλη Αικατερίνη και οι Σουλιώτες
Το 1788 και ενώ ο Αλή πασάς κατέχει ήδη ένα χρόνο το πασαλήκι των Γιαννίνων, ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (της περιόδου 1787-1792) βρίσκεται στον πρώτο του χρόνο. Τον Σεπτέμβριο του 1788 ο Σωτήρης Λουΐζης, απεσταλμένος της αυτοκράτειρας της Ρωσίας Μεγάλης Αικατερίνης, έρχεται στο Σούλι προκειμένου να ξεσηκώσει σε επανάσταση τους Σουλιώτες. Επιτυγχάνει και τον Μάρτιο του 1789, ονομαστοί οπλαρχηγοί μεταξύ των οποίων οι Γιώργης Μπότσαρης, Λάμπρος Τζαβέλας, Βέικος Ζάρμπας, Νικολός Ζέρβας, Δήμος Δράκος κ.ά. δηλώνουν εγγράφως προς την Αυτοκράτειρα, μέσω των απεσταλμένων της, ότι είναι έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μαθαίνοντας ο Αλή Πασάς τα γεγονότα αυτά, αμέσως οργάνωσε την πρώτη εκστρατεία εναντίον των Σουλιωτών. (πρβλ. και το σχετικό χρονολόγιο πιο πάνω).
Οι πόλεμοι με τον Αλή πασά κράτησαν για χρόνια. Επικρατεί η εντύπωση πως δεν έγινε ένας αλλά 4 διαφορετικοί πόλεμοι μεταξύ των Σουλιωτών και του Αλή πασά. Στην πραγματικότητα η αλληλουχία των γεγονότων δείχνει πως επρόκειτο για δύο μεγάλους πολέμους. Ένας ήταν εκείνος του 1772 που άναψε στο πλαίσιο των Ορλωφικών και που κράτησε μέχρι και το 1792. Ήταν ένας πόλεμος που υποδαυλίστηκε αλλά και υποστηρίχθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις διαρκούντος και του Ρωσοτουρκικού πολέμου. Ο δεύτερος είναι εκείνος που αρχίζει το 1800. Όταν έχουν αποχωρήσει πια οι Ενετοί, οι Γάλλοι έχουν ηττηθεί στην Αίγυπτο και οι Άγγλοι φαίνεται πως θέλουν να επιχειρήσουν διείσδυση. Δεν υπάρχει καμία υποστήριξη πια από τους «Μεγάλους» και ο Αλή πασάς έχει ξεκινήσει εκστρατεία «επέκτασης» του «κράτους» του, ισχυροποιημένος από την νίκη του κατά του Πασβάνογλου, για λογαριασμό του Σουλτάνου. Αυτός ο πόλεμος κατέληξε στις 12 Δεκεμβρίου του 1803, όταν οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν και ο Αλή Πασάς υποσχέθηκε να τους αφήσει ελεύθερους με όλη την κινητή ιδιοκτησία τους, ακόμη και τα όπλα τους, φτάνει να εγκατέλειπαν μαζί με τις οικογένειές τους, το ταχύτερο, τα πατρώα εδάφη τους.
Τέσσερις μέρες μετά, στις 16 Δεκεμβρίου, οι Σουλιώτες χωρίζονται σε τρεις φάλαγγες οι οποίες αναχώρησαν για τις ακτές της Ηπείρου. Όταν οι Σουλιώτες έφυγαν, ο γέρος μοναχός Σαμουήλ, ταμπουρώθηκε με όσους έμειναν, στο οχυρό μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, στην απόκρημνη βουνοκορφή στο Κούγκι, μη επιτρέποντας στις ενισχύσεις του Αλή να πάρουν τα πολεμοφόδια. Στο τέλος, ο Σαμουήλ ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη, τους εχθρούς και το μοναστήρι στον αέρα.
Η κατάκτηση του Σουλίου από τον Αλή πασά
Αυτοί που έφυγαν
Η πρώτη φάλαγγα υπό τον Φώτο Τζαβέλλα και άλλους επικεφαλής των «φαρών» Δαγκλή, Βέικο Ζάρμπα, Δήμο Δράκο, Πανομάρα, έφθασε χωρίς καμία απώλεια στην Πάργα, που βρισκόταν υπό ρωσικό έλεγχο, και από εκεί πέρασε στην Κέρκυρα.
Η δεύτερη φάλαγγα υπό τους Κίτσο Μπότσαρη και Κουτσονίκα χτυπήθηκε στο Ζάλογγο στις 16 Δεκεμβρίου του 1803, όπου και ακολούθησε απέλπιδα μάχη (στην οποία σκοτώθηκαν πολλοί Σουλιώτες ενώ περίπου 60 Σουλιώτισσες προτίμησαν, αντί την αιχμαλωσία, να γκρεμιστούν με τα παιδιά τους στο Ζάλογγο. Ο «χορός του Ζαλόγγου» δεν επιβεβαιώνεται από ιστορικά τεκμήρια, όμως μύθος ή πραγματικότητα, όπως είδαμε παραπάνω, ενίσχυσε το αυξανόμενο φιλελληνικό κίνημα που διέτρεχε της Ευρώπη.
18 Δεκεμβρίου 1803: η θυσία στο Ζάλογγο - Σουλιώτισσες από Ary Scheffer (1827) (wiki)
Η τρίτη φάλαγγα υπό τους Μποτσαραίους έφθασε στο Βουργαρέλι που ήταν το άντρο των Μποτσαραίων. Από εκεί αναχώρησαν τον Ιανουάριο, προς τα Άγραφα, φοβούμενοι παρασπονδία του Αλή Πασά, όπου και εγκαταστάθηκαν γύρω από τη Μονή Σέλτσου.
Στις 4 Απριλίου του 1804 οι Τούρκοι περικύκλωσαν την περιοχή και ακολούθησε η περίφημη μάχη του Σέλτσου, κατά την οποία πολλοί Σουλιώτες σφαγιάστηκαν και περισσότερες από 200 Σουλιώτισσες ακολούθησαν το παράδειγμα εκείνων του Ζαλόγγου.
Η θυσία στο Σέλτσο
Οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής
Από την εποχή του τσάρου Πέτρου (του Μεγάλου Πέτρου) στόχος της Ρωσίας ήταν η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά τον Μ. Πέτρο, ο στόχος αυτός συνεχίζει να υπάρχει και γίνεται η κυριότερη επιδίωξη της εξωτερικής πολιτικής της Αικατερίνης Β΄. Τα Ορλωφικά αποτελούν ένα μεγάλο επεισόδιο της προσπάθειας αυτής της Ρωσίας. Η επαναστατική μαγιά υπήρχε. Το μόνο που έμενε ήταν η υποδαύλιση των επιθυμιών και των ονείρων των υποταγμένων. Και αυτό έγινε αλλά δεν έφτανε μόνο το χρήμα και τα πολεμοφόδια με τα οποία εφοδίασε τους επαναστάτες η ρωσική διπλωματία, όπως αποδείχτηκε.
Εκτός από τη Μεγάλη Αικατερίνη, που χρησιμοποίησε τους Σουλιώτες, οι Ρώσοι που είχαν καταλάβει τα Επτάνησα ενέταξαν στην υπηρεσία τους τους Σουλιώτες της ομάδας που κατέφθασε μετά την ήττα του Δεκεμβρίου του 1803. Αυτοί μπήκαν στην υπηρεσία των Ρώσων, επίσης στην Κέρκυρα, όπου αποτέλεσαν σημαντικό κομμάτι της λεγεώνας των ελαφρών τυφεκιοφόρων. Αυτό ήταν ένα σύνταγμα ατάκτων στρατιωτών, που οργανώθηκε από τους Ρώσους και συστάθηκε από πρόσφυγες των ηπειρωτικών χωρών. Περιλάμβανε Σουλιώτες, αλλά και Χειμαριώτες, Μανιάτες, κλέφτες και αρματολούς. Οι Σουλιώτες συμμετείχαν στις εκστρατείες στη Νάπολη το 1805, την Τένεδο το 1806, τη Δαλματία το 1806 και κατά τη διάρκεια της υπεράσπισης της Λευκάδας το 1807.
Το 1806, ξέσπασε νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος, από τον οποίο σημειώνουμε την πολιορκία του κάστρου της Αγίας Μαύρας (της Λευκάδας δηλαδή), καθώς οι υπερασπιζόμενοι Ρώσοι και το απόσπασμα της Λεγεώνας των Σουλιωτών είχαν στο πλευρό τους τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος ήταν επίσημος απεσταλμένος της Ρωσίας.
Μετά το 1807 (συνθήκη Τιλσίτ) οι ρωσικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από τα Επτάνησα και τα κατέλαβαν οι Γάλλοι. Οι Σουλιώτες και άλλα τμήματα των ρωσικών μονάδων εισήλθαν στην υπηρεσία των Γάλλων, σε μια μονάδα γνωστή ως «Αλβανικό Σύνταγμα» (Régiment Albanais).
Σουλιώτες στον γαλλικό στρατό - «Αλβανικό Σύνταγμα» (Régiment Albanais)
Κατά τη διάρκεια της αγγλογαλλικής διένεξης του τέλους των Ναπολεόντειων Πολέμων, μέχρι το 1815, οι Σουλιώτες ευρισκόμενοι στη γαλλική υπηρεσία, αντιμετώπισαν άλλους Έλληνες πρόσφυγες, που είχαν οργανωθεί από τους Βρετανούς σε ελαφρύ σύνταγμα πεζικού. Με δεδομένο ότι οι Σουλιώτες εγκαταστάθηκαν ως φρουρά στην Κέρκυρα, η οποία παρέμεινε υπό γαλλικό έλεγχο μέχρι το 1814, οι περισσότεροι ήταν στο πλευρό των Γάλλων και ελάχιστοι στην υπηρεσία των Βρετανών.
Ο θάνατος του Αλή πασά
Έχει ο καιρός γυρίσματα
Ο χρόνος είναι λένε πανδαμάτωρ και κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στο πέρασμα του. Ειδικά όταν η Ιστορία πυκνώνει και οι άνθρωποι γνωρίζουν τον πόνο και τη βία που προκαλεί η ανθρώπινη ματαιοδοξία. Ακόμα όμως και όταν ο άνθρωπος τα καταλάβει, εύκολα γίνεται ο μεζές στο ανθρωποφάγο τέρας που αντικρύζει, κάθε φορά που κοιτάζει τον καθρέφτη του.
Ο εχθρός Αλήπασας το 1820 και αντιλαμβανόμενος τη ζέουσα, προεπαναστατική ατμόσφαιρα, αποφασίζει να κάνει τη μεγάλη κίνηση. Να παίξει τα ρέστα του θα έλεγε κάποιος κοινός θνητός. Όχι όμως και ο Αλή πασάς. Αυτός ήταν ήδη κυρίαρχος ενός κράτους εν Κράτει, τόσο μεγάλου που ακόμα και η Ελλάδα του 1830 και των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, θα χρειαζόταν άλλα 20 χρόνια για να το φτάσει σε μέγεθος και ακόμα 40 για να το ξεπεράσει.
Η κατάλληλη στιγμή για να κάνει –ο Αλή πασάς- την Ήπειρο ανεξάρτητο κράτος είχε φτάσει. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε στα –κοντά 80- χρόνια του. Το 1820, ζήτησε από τους Σουλιώτες βοήθεια και αυτοί επέστρεψαν στην ηπειρωτική χώρα, για να υποστηρίξουν τον προηγούμενο εχθρό τους εναντίον του Σουλτάνου.
Τα σχέδια του Αλή απέτυχαν και αυτός σκοτώθηκε, ενώ οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Γιάννενα. Οι Σουλιώτες στήριξαν τελικά την Ελληνική Επανάσταση, που άρχισε –σύμφωνα με το βασιλικό διάταγμα του 1838!!!!- στις 25 Μαρτίου του 1821 (και στην πραγματικότητα πολύ νωρίτερα). Οι ηγέτες των Σουλιωτών, Μάρκος Μπότσαρης και Κίτσος Τζαβέλλας, Λάμπρος Βέικος έγιναν γνωστοί στρατηγοί κατά την Επανάσταση και πολλοί Σουλιώτες έχασαν τις ζωές τους υπερασπιζόμενοι το Μεσολόγγι. Ο Λόρδος Βύρων, ένας από τους πιο γνωστούς Ευρωπαίους εθελοντές φιλέλληνες και διοικητής του ελληνικού στρατού στη Δυτική Ελλάδα, προσπάθησε να οργανώσει τους Σουλιώτες σε τακτικό στρατό.
Τελικά, το Σούλι παρέμεινε υπό Τουρκική κατοχή έως το 1913. Με τους Βαλκανικούς πολέμους ο ελληνικός στρατός κυριάρχησε σε ολόκληρη τη νότια Ήπειρο.
Η τεράστια συμβολή του Αλή πασά στην επιτυχή ανάφλεξη της ελληνικής εξέγερσης
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το ότι η εξουσιομανία, η απληστία, η φιλοδοξία του Αλή πασά, ο οποίος είχε φτάσει κοντά 80 ετών, ήταν πια ανεξέλεγκτα πάθη του. Μπορεί να διέθετε αυτές τις «αρετές» από νέος, αλλά τότε ακόμα και αν έβραζε το αίμα του, το μυαλό του δούλευε και ήξερε πως να τα ελέγξει και να ελιχθεί. Τώρα ήταν μπροστά σε μία χίμαιρα που την θεωρούσε «την τελευταία του ευκαιρία να αποκτήσει το δικό του, ανεξάρτητο βασίλειο». Ο Μαχμούτ ο Β’, καλά πληροφορημένος και έξυπνα σκεπτόμενος, τον προκαλεί να κάνει το απονενοημένο βήμα και τον αντικαθιστά με τον Πασόμπεη. Ξεκινά ο πόλεμος μεταξύ τους, που κρατά 2 χρόνια αλλά στο μεταξύ αυτό είναι αρκετό για να καλύψει τον θόρυβο που έκανε ήδη η Επανάσταση που ξεκινούσε από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Κάλυψε ακόμα και την έκρηξη της μετακόμισης της Επανάστασης στον Μοριά και παρείχε τον απαραίτητο χρόνο στους εξεγερμένους, ενώ απασχόλησε επαρκώς τους ικανότερους στρατιωτικούς του Σουλτάνου, ώστε να μπορέσει η Επανάσταση να μεγαλώσει. Τουλάχιστον μέχρι να αρχίσουν να την πνίγουν οι εμφύλιοι, ο Ιμπραήμ και ο Κιουταχής.
Οι Σουλιώτες, άγριοι πολεμιστές, αντάξιοι αντίπαλοι του Αλή πασά, εύκολα χειραγωγημένοι όμως από τον «ξένο παράγοντα». Αυτός ο «ξένος παράγοντας» εκμεταλλεύτηκε τους ομόδοξους του και το πάθος τους για ανεξαρτησία. Εκμεταλλεύτηκε και την ορμή τους στην αντίσταση κατά του Αλή πασά, που τους ήθελε για τη δόξα της κατάκτησης και όχι για τον ανύπαρκτο ούτως ή άλλως, υλικό τους πλούτο.
Όλοι μαζί συντέλεσαν στο στήσιμο του προεπαναστατικού σκηνικού του βαλκανικού 19ου αιώνα. Έδειξαν σε όλον τον κόσμο πως όταν οι άνθρωποι υπογράφουν «Πρωτόκολλα Ειρήνης» σε «Συνέδρια της Βιέννης» μετά από διαρκείς πολέμους κλίμακας και όταν όλοι νομίζουν πως «επιτέλους η Ευρώπη ηρέμησε», η Ιστορία γελάει με την ψυχή της, σε κάποια δυσπρόσιτη, βραχώδη, ορεινή γωνιά.
Thesprotie, ou Chamouri, Souli et Parga - Pouqueville François Charles Hugues Laurent - 1826
Βιβλιογραφία
Κ. Παπαρρηγόπουλος (1925), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ε-146.
Πέτρος Φουρίκης (1922). Πόθεν το όνομά σου Σούλι, Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος
Τίτος Γιοχάλας «Το Ελληνο-Αλβανικόν Λεξικόν του Μάρκου Μπότσαρη»,
Περραιβός, Χριστόφορος «Απομνημονεύματα πολεμικά» (Ψηφιακή βιβλιοθήκη της ΑΝΕΜΗΣ
Wikimedia Commons