Χάρτης του 1910 "Ελληνικοί χάρτες των αρχών του 20ου αιώνα", έκδοση λιθογραφείου Κοντογόνη
Αναδημοσίευση από mavrioxia.blogspot.com
«Μα είναι ανεκτόν, δια το όνομα του Θεού και των Θεών, ο Σωκράτης και ο Αριστείδης να είναι από το Μπραχάμι, ο Θεμιστοκλής από το Λιόπεσι και ο Θηραμένης και ο Θρασύβουλος από το Κοκοτσίνι;» αναρωτιόταν ο ιστοριοδίφης, λογοτέχνης, ακαδημαικός, δικηγόρος και ποιητής Δημήτριος Καμπούρογλου στο βιβλίο του «Τα τοπωνυμικά παράδοξα» το 1920 ειρωνευόμενος την καθεστωτική πολιτική μετονομασίας των «αλλόφωνων και κακόφωνων» τοπωνυμίων, μια πολιτική που ξεκίνησε ευθύς αμέσως μετά τη δημιουργία του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους
Αλλά και ο Α. Μηλιαράκης ένας σημαντικός γεωγράφος και ιστορικός του 19ου αιώνα, στο βιβλίο του «Γεωγραφία Πολιτική, νέα και αρχαία, του νομού Αργολίδος και Κορινθίας» του 1886, παίρνει θέση στο ερώτημα αυτό : «Αν το ονόματα ταύτα είνε ίχνη της διαβάσεως ξένων φυλών από του ελληνικού εδάφους, τις έχει το δικαίωμα να διαγράφει τα ίχνη της ιστορίας; Αν θεωρή τα ίχνη ταύτα βάρβαρα, ας υψώση αυτός παρ’αυτά τα ένδοξα μνημεία του νεωτέρου πολιτισμού του»
Το 1896 ο Σπυρίδων Λάμπρος, πολιτικός, ιστορικός και ιδρυτής του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», δημοσίευσε στην Επετηρίδα του Συλλόγου ένα πολυσέλιδο άρθρο με τίτλο «Η ονοματολογία της Αττικής και εις την χώραν εποίκησις των Αλβανών». Στο άρθρο του αυτό υποστήριζε ότι «τα τοπικά ονόματα αποκαλύπτουσι πολλάκις λανθάνουσαν ιστορίαν. Είναι οιονεί τα περισωζόμενα τόξα κατεστραμμένης γεφύρας, ήτις μετάγει από του παρόντος εις το παρελθόν. Εν τοις τοπικοίς ονόμασι κατελείφθησαν τα ίχνη εκλιπουσών λατρειών της αρχαιότητος, μνημείων, ων μόνη η παράδοσις διεσώθη, οίκων άλλοτε ισχυρών, αλλά μέχρι και αυτού του τελευταίου αυτών απογόνου αφανισθέντων, λαών διαβάντων διά τινος χώρας ή μακρόν εν αυτή ενδιατριψάντων, δεσποσάντων ή ηττηθέντων. Δεν υπάρχει ασφαλεστέρα ιστορική πηγή των τοπικών ονομάτων, ορθώς ερμηνευομένων».
Το 1955, μία τέτοια μετονομασία, και συγκεκριμένα η μετονομασία της κωμόπολης Γιδάς στην Ημαθία σε Αλεξάνδρεια προκάλεσε συζητήσεις που ώθησαν τον Κ. Θ. Δημαρά, έναν σημαντικό φιλόλογο, κριτικό και ιστορικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας, να δώσει τη δική του απάντηση στο ερώτημα εκφράζοντας μέσα από το «Βήμα» τις ενστάσεις του για τις αλλαγές των τοπωνυμίων, θεωρώντας πως κατ΄αυτό τον τρόπο μεταβάλλεται η ιστορία ενός τόπου, καθώς σβήνεται το παρελθόν του. Γράφει ο Δημαράς: « … είναι δύσκολο να λογαριάσει κανείς το πόσο έχασαν σε ανθρώπινο δυναμισμό όλοι αυτοί οι τόποι που έχασαν το όνομά τους, το δεμένο με τις παραδόσεις, με την άμεση ακόμη μνήμη των κατορθωμάτων των πατέρων μας: Δραγαμέστο, Βραχώρι, Σάλωνα, Ζητούνι. Ότι λέμε πως σεβόμαστε, η εμορφιά του θανάτου και της ζωής, είταν μέσα σε αυτά τα ονόματα και εχάθηκε μαζί τους».
Πέντε χιλιάδες είναι περίπου οι οικισμοί σε ολόκληρη την Ελλάδα των οποίων τα ονόματα άλλαξαν - και μερικά από αυτά περισσότερες από μία φορές. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το Γκίμποβο ή Γκίμνοβο, έναν οικισμό βόρεια της Νάουσας, που μετονομάστηκε διαδοχικά σε Λευκόγεια το 1929, σε Νέα Στράντζα το 1940 και τελικά σε Ροδακινιά το 1954. Αντίστοιχα, και το Γκρόπινο στο νομό Πέλλης, μετονομάστηκε το 1928 σε Τρόπινο, το 1940 σε Βαλτολείβαδο και το 1961 σε Δάφνη.
Όλες αυτές οι μετονομασίες ήταν το αποτέλεσμα μιας κρατικής επιλογής να μεταλλαχθούν τα «αλλόφυλα και κακόφωνα τοπωνύμια» της Ελλάδας επί το ελληνικώτερον έτσι ώστε «επί της Ελληνικής γης δεν πρέπει να μείνη τίποτε μη Ελληνικόν» θεωρώντας πως με τον τρόπο αυτό, σβήνοντας δηλαδή την ιστορία, θα αναδεικνυόταν η πολυπόθητη «ενότητα του ελληνισμού στο χώρο και το χρόνο». Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του υπουργού Εσωτερικών Ν.Δ.Λεβίδη με την οποία επιχειρηματολογούσε το 1909 για την αναγκαιότητα «συστάσεως Επιτροπείας προς μελέτην των τοπωνυμίων της Ελλάδος και εξακρίβωσιν του ιστορικού λόγου αυτών», «τα βάρβαρα τοπωνύμια είχαν επιβλαβή μορφωτικήν επήρειαν στους κατοίκους, συστέλλοντα και ταπεινούντα το φρόνημα αυτών αλλά κυρίως παρείχαν ψευδή υπόνοιαν της εθνικής συστάσεως του πληθυσμού των χωρίων εκείνων, ων τα ξενικά ονόματα ηδύναντο να εκληφθώσιν ως μαρτυρούντα και ξενικήν καταγωγήν».
Με άλλα λόγια, ο υπουργός Εσωτερικών και συνολικότερα η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσαν επιτακτική ανάγκη την αλλαγή των τοπωνυμίων γιατί τα «ξενικά τοπωνύμια» που είχαν εκτοπίσει τα «παλαιότερα ελληνικά ονόματα», συσχετίζονταν με «εθνικές συμφορές και ταπεινώσεις» και μπορούσαν να δημιουργήσουν «ψευδείς υπόνοιες» περί ξενικής καταγωγής των πληθυσμών των περιοχών αυτών.
Οι πρώτες μετονομασίες εντοπίζονται στο Βασιλικό Διάταγμα «περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της Διοικήσεώς του», που δημοσιεύτηκε στις 3/15 Απριλίου 1833. Με αφορμή τις πρώτες μετονομασίες του νεοσύστατου Βασιλείου η εφημερίδα «Σωτήρ» του Ναυπλίου, τον Ιούνιο του 1834, δημοσιεύει επιστολή ενός ανώνυμου αναγνώστη της. Ο συντάκτης της επιστολής, αφού συγχαίρει το «άξιο έργο της Αντιβασιλείας» τονίζει τη δυσκολία του εγχειρήματος και εφιστά την προσοχή δίνοντας παραδείγματα λαθών που είχαν γίνει. Έγραφε, για παράδειγμα, πως η Επαρχία Ολυμπίας, όπως είχε ονομαστεί μια περιοχή του νομού Μεσσηνίας, δεν ταυτιζόταν γεωγραφικά με την αρχαία Ολυμπία, επιπλέον δε, η πρωτεύουσα της Επαρχίας μετονομάστηκε από Φανάρι σε Παρρασία, από την πόλη που ίσως υπήρξε στα ομηρικά χρόνια, η οποία όμως βρισκόταν περίπου πέντε ώρες μακριά από την σημερινή της τοποθεσία, πιθανότατα δηλαδή σε άλλη Επαρχία.
Πολύ πιο επικριτικός ο Αντ. Μηλιαράκης, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Το Άστυ» το 1892, τάσσεται κατά της διαδικασίας των μετονομασιών. Υποστηρίζει πως η ονοματοθεσία των Δήμων πραγματοποιήθηκε χωρίς σύστημα, για αυτό και επικράτησε σύγχυση, αμάθεια και έλλειψη πρακτικού πνεύματος που ήρθαν ως αποτέλεσμα « της πεφυσιωμένης τάσεως προς το αρχαΐζειν άνευ λόγου, ή μόνον προς επίδειξιν γνώσεων». Επιπλέον, πίστευε ότι κανείς δεν είχε το δικαίωμα να αντικαθιστά τα γεωγραφικά ονόματα που είχαν διατηρηθεί για αιώνες και τα οποία συνδέονταν με την μεσαιωνική και την νεότερη ιστορία της χώρας, διαταράσσοντας με τον τρόπο αυτό τη σχέση των ανθρώπων με το χώρο, μόνο και μόνο επειδή οι κυβερνώντες τα θεωρούσαν βάρβαρα, σλαβικά, ενετικά ή τουρκικά.
Καταλήγοντας, έγραφε πως «η σημερινή ονοματολογία των Δήμων της Ελλάδος εξεταζομένη φιλολογικώς κατά τε την αρχαίαν γεωγραφίαν και ιστορίαν είνε εν τοις πλείστοις σόλοικος, κακόζηλος ουδέν σύστημα επεκράτησε κατ’ αυτήν, αρχαία και νέα ονόματα ελήφθησαν αναμίξ, αληθής τραγέλαφος. Ελήφθησαν ονόματα αρχαίων πόλεων, περί ων ουδέν έτερον γνωρίζομεν πλην του ονόματος, ελήφθησαν ονόματα ορέων, ποταμών πολλά κοινά μεταβλήθησαν εις αρχαία, ελήφθησαν και φραγκικά έτι, και φραγκοελληνικά, και αλβανικά».
Παρά τις αντιδράσεις πολλών ιστορικών, φιλολόγων και γεωγράφων, οι μετονομασίες δε σταμάτησαν ποτέ έχοντας μετατραπεί σε μια μόνιμη ενασχόληση του ελληνικού κράτους. Η δε σύσταση των αρμόδιων επιτροπών που θα αναλάμβαναν το έργο αυτό, περιελάμβανε πολλά αξιόλογα ονόματα. Ειδικά η επιτροπή του 1909 τελούσε υπό την προεδρία του καθηγητή Λαογραφίας Ν.Γ.Πολίτη και συμμετείχαν σε αυτήν επιφανείς καθηγητές πανεπιστημίου, όπως ο Σπ. Λάμπρος (ιστορικός), ο Γ. Χατζηδάκις (γλωσσολόγος), ο Γρ. Βερναρδάκης (φιλόλογος), ο Χρ. Τσούντας (αρχαιολόγος), ο Π. Καββαδίας (αρχαιολόγος), ο Κ. Ν. Ράδος (καθηγητής Ναυτικής Ιστορίας), ο έφορος αρχαιοτήτων Γ. Σωτηριάδης, ο Κλ. Στέφανος, διευθυντής του Ανθρωπολογικού Μουσείου, και οι λόγιοι, Δ. Γρ. Καμπούρογλου και Κ. Παπαμιχαλόπουλος.
Ακόμη όμως και μέλη της επιτροπής διαμαρτυρήθηκαν και πολλές φορές διαχώρισαν τη θέση τους από την φαιδρότητα και την επιπολαιότητα με την οποία γίνονταν οι μετονομασίες. Ειδικά μετά το 1912, το ζήτημα των μετονομασιών μεταβιβάστηκε αρχικά στα κατά τόπους Κοινοτικά και Δημοτικά Συμβούλια, τα οποία υποδέχθηκαν τη νέα τους αρμοδιότητα με εντυπωσιακό ενθουσιασμό και βάλθηκαν να αντικαταστήσουν τα «βάρβαρα ή άσημα» ονόματα των χωριών τους με γνωστότερα ή «τουλάχιστον αρχαία». Ο Νόμος παρείχε στα Συμβούλια τη δυνατότητα να αποφασίσουν για το νέο όνομα του Δήμου ή της Κοινότητας και, εφόσον τα 2/3 των μελών του συμφωνούσαν ως προς αυτό, η απόφαση θεωρούνταν οριστική. Μπορούσε να τροποποιηθεί μόνο εάν γινόταν προσφυγή στον Νομάρχη. Αυτή η εξέλιξη προκάλεσε την αντίδραση του προέδρου της Επιτροπής, ο οποίος με το κείμενό του «Τοπωνυμικά», στο περιοδικό "Λαογραφία", τόνιζε την ανεπάρκεια των τοπικών αρχών ως προς τα επιστημονικά τους εφόδια, αλλά και τις αναπόφευκτες τοπικιστικές διαφωνίες που γεννιόντουσαν σχετικά με τα αρχαιοπρεπή ονόματα που επιλέγονταν. Υπό την πίεση της Επιτροπείας, το Υπουργείο των Εσωτερικών τροποποίησε τον Νόμο με αποτέλεσμα η απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου για την ονομασία της Κοινότητας, ανεξάρτητα από το εάν ήταν ομόφωνη ή όχι, έπρεπε να υποβάλλεται στο Υπουργείο και να κοινοποιείται στην Επιτροπή. Μόνο εάν η Επιτροπή γνωμοδοτούσε θετικά το όνομα θα άλλαζε.
Όπως και να έχει, οι μετονομασίες συνεχίστηκαν. Επί διακόσια χρόνια σχεδόν, τα παλιά τοπωνύμια – που θύμιζαν ξενική προέλευση και τα οποία ήταν και τα περισσότερα – αλλάζουν όνομα σβήνοντας την ιστορία των αιώνων που κρύβουν πίσω τους. Τη θέση τους παίρνουν ονόματα άχρωμα, άγευστα και άοσμα όπως Άνοιξη, Δροσιά, Ανθούσα, Πεύκη, Δάφνη, Ροδόπολις που δεν έχουν απολύτως κανένα ιστορικό βάρος. Αλλά και αυτά που πήραν το όνομά τους από την αρχαία ελληνική ιστορία, επιλέχθηκαν με τόσο ερασιτεχνικό και αυθαίρετο τρόπο, που όχι μόνο δεν δίνουν πληροφορίες για την ιστορία των τόπων, αλλά αντιθέτως αποπροσανατολίζουν και είναι βέβαιο πως θα προκαλούν σύγχυση σε έναν ιστορικό του μέλλοντος. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Χολαργού. Όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, ο αρχαίος Χολαργός βρισκόταν κοντά στο Ίλιον ή στο Καματερό, πολύ μακριά δηλαδή από το σημερινό Χολαργό. Ας μη μιλήσουμε, δε , και για τις φαινομενικά γραφικές ονομασίες όπως Ελληνικό, Ελληνοχώρι και άλλες παρεμφερείς που τελικά – σαν από εκδίκηση και ειρωνεία της ιστορίας – ίσως κρύβουν από πίσω τους ενοχλητικές για τους εμπνευστές τους πληροφορίες.
Στον παρακάτω πίνακα, μαζέψαμε τις πιο σημαντικές μετονομασίες των οικισμών του νομού Αττικής, οι περισσότεροι των οποίων είχαν ονόματα αρβανίτικης προέλευσης. Σε μια άλλη ανάρτηση, θα προσπαθήσουμε να μαζέψουμε και τις πιο χαρακτηριστικές μετονομασίες οικισμών στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας όπου εκεί, εκτός από αρβανίτικα τοπωνύμια, έχουμε επιπλέον τοπωνύμια τουρκικής και σλάβικης (ίσως τα περισσότερα) προέλευσης.
Παλιά ονομασία
|
Νέα ονομασία
|
Σπέτσες
|
Τιπάρηνος (1833)
|
Μενίδι
|
Αχαρναί (1835)
|
Κάλαμος
|
Περαία (1835)
|
Χαρβάτι
|
Παλλήνη (1905)
|
Μούλκι
|
Αιάντειον (1915)
|
Χασιά
|
Φυλή (1915)
|
Λιόπεσι
|
Παιανία (1915)
|
Μάζι
|
Οινόη (1919)
|
Κιούρκα
|
Αφίδναι (1919)
|
Κριεκούκι
|
Ερυθραί (1927)
|
Σάλεσι (Κακοσάλεσι)
|
Αυλών (1927)
|
Μπραχάμι
|
Άγιος Δημήτριος (1928)
|
Κοπανάς
|
Μεταμόρφωση Βύρωνα (1933)
|
Νέα Σφαγεία
|
Ταύρος (1933)
|
Νέα Αλεξάνδρεια
|
Φιλοθέη (1936)
|
Βουρλοπόταμος
|
Αμφιθέα (1940)
|
Ευρυάλη
|
Γλυφάδα (1945)
|
Ρωσσοχώριον
|
Δροσιά (1947)
|
Κατσιπόδι
|
Δάφνη (1951)
|
Πόρτο Ράφτη
|
Λιμήν Μεσογαίας (1953)
|
Κάντζα
|
Λεοντάριον (1954)
|
Μπάφιον
|
Κρονέριον(1954)
|
Καμάριζα
|
Άγιος Κωνσταντίνος (1954)
|
Παλαιόν Μπογιάτιον
|
Άνοιξις (1954)
|
Ραμπετόσα
|
Ανατολή (1955)
|
Κουκουβάουνες
|
Μεταμόρφωση (1957)
|
Μαγκουφάνα
|
Πεύκη (1960)
|
Δάριζα
|
Σαρωνίς (1961)
|
Αυλών
|
Ανθούσα (1963)
|
Ζοφριά
|
Βασ. Φρειδερίκη (1963)/Ζεφύρι(1967)
|
Βάρκιζα
|
Αλίανθος (1968)
|
Μπάλα
|
Ροδόπολις (1981)
|
Νέα Λιόσια
|
Ίλιον (1994)
|
Λούτσα
|
Άρτεμις
|