" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ
X.Kostoulas

X.Kostoulas

Φοβάμαι

Οκτωβρίου 12, 2020

Ο όψιμος αντιφασισμός των τελευταίων ημερών θυμίζει τον ανάλογο όψιμο αντιχουντισμό που εκδηλώθηκε αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Άνθρωποι που ενώ βάδισαν πλάι-πλάι με τους χρυσαυγίτες για πολλά χρόνια του πολιτικού τους βίου όπως ο Μάκης Βορίδης ή άνθρωποι που χαρακτήριζαν τη Χρυσή Αυγή ως ένα "γνήσιο ακτιβιστικό κίνημα" όπως ο "σοσιαλιστής" Ανδρέας Λοβέρδος πανηγυρίζουν τώρα για τη "νίκη της Δημοκρατίας" απέναντι στο ναζιστικό κόμμα. Και πόσοι άλλοι ακόμη, απλοί καθημερινοί άνθρωποι όπως θα έλεγε κανείς. Όπως ακριβώς συνέβη μετά την πτώση της χούντας. Αυτούς τους ανθρώπους φοβήθηκε ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο άνθρωπος που δεν φοβήθηκε τους Γερμανούς, δεν φοβήθηκε το εκδικητικό μετεμφυλικό κράτος της Δεξιάς, δεν φοβήθηκε τη χούντα. Τους καιροσκόπους υπηρέτες κάθε σημαίας-ευκαιρίας φοβήθηκε ο μεγάλος ποιητής. Αυτούς που γέμιζαν τα στάδια στις κακόγουστες φιέστες της χούντας και μετά βρέθηκαν να γεμίζουν τα ίδια στάδια, τραγουδώντας Θεοδωράκη. Γι' αυτούς έγραψε το Νοέμβρη του 1983 το ποίημά του "Φοβάμαι" 

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα

Ακόμη μια σχολική χρονιά ξεκινά με τεράστιες ελλείψεις στα δημόσια σχολεία. Έπρεπε να έρθει η  πανδημία του κορονοϊού για να ακουστεί το αίτημα για 15 μαθητές ανά τμήμα, ένα αίτημα που έπρεπε να υπάρχει ούτως ή άλλως και ανεξάρτητα από τις τρέχουσες συνθήκες. Πόσο μάλλον τώρα, που καλούνται οι μαθητές να στοιβάζονται σε τάξεις των 25 και περισσότερων ατόμων. Χιλιάδες είναι επίσης τα κενά στους καθηγητές, ακόμη και κάτω από αυτό το απαράδεκτο, παιδαγωγικά και υγειονομικά, στρίμωγμα των μαθητών. Και μέσα σε όλα τα άλλα, ορατός είναι ο κίνδυνος να κλείσουν ανά πάσα στιγμή τα σχολεία.

Οι μαθητές προσπαθούν να αντιδράσουν και κάνουν καταλήψεις. Αλίμονο αν δεν αντιδρούσε ο νέος. Έτσι είναι η φύση του. Να αντιδρά. Ενάντια στην εξουσία του αυταρχικού γονιού, ενάντια στην εξουσία της αυταρχικής και απρόσωπης παιδείας, ενάντια στην αυθαιρεσία και αναλγησία της όποιας εξουσίας. Ο νέος, όταν εξεγείρεται, έχει πάντα δίκιο, ακόμη και αν δεν αντιλαμβάνεται ποιο είναι ακριβώς. Είμαστε βέβαιοι πως αν η κοινωνία και τα σχολεία ήταν καλύτερα, δεν θα υπήρχαν οι καταλήψεις. Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται εμείς να υψώσουμε το δάκτυλο, ούτε να ζητήσουμε τη βίαιη κατάλυση των καταλήψεων με αστυνομικούς και εισαγγελείς όπως κάνουν αυτοί που έχουν φέρει την παιδεία και την κοινωνία στα έσχατα όριά τους
Διαβάσαμε, όμως, μια πραγματικά συγκινητική ιστορία, από το λογαριασμό της εξαιρετικής Νίνας Γεωργιάδου και θελήσαμε να την μοιραστούμε μαζί σας . Μια ιστορία από το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς  "Ο καιρός της σοκολάτας". Την αναδημοσιεύουμε λοιπόν όπως την απέδωσε η Νίνα
Το 1943, χρονιά της θανατηφόρας πείνας, αντί για το άγευστο νερόπλυμα που το έλεγαν σούπα, μοιράστηκε, μια μέρα στο συσσίτιο,  ένα σκούρο πηχτό σιρόπι. 
Τα παιδιά ξετρελάθηκαν με τη γλύκα.
Βουτούσαν τα δάχτυλά τους κι έγλειφαν αχόρταγα. Κι έτσι όπως τα παιδιά δε σκαμπάζουν εύκολα από φόβο και  θάνατο, πασάλειψαν το χερούλι στην πόρτα της αίθουσας, να κολλήσουν τα χέρια της δασκάλας, να δουν την όψη της και να γελάσουν, τα πεινασμένα σκανταλιάρικα. 
Μπήκε, περπατώντας αβέβαια καθώς είχε μείνει πετσί και κόκαλο. Και πριν προλάβει να κλείσει ξανά την πόρτα και να πει, «καλημέρα, παιδιά, ησυχία», τα μάτια της έγιναν δυο πλημμύρες. Έγλειψε τα δάχτυλα που κολλούσαν και μέσα στην αναπάντεχη αφωνία των παιδιών, έπεσε στα γόνατα και, κλαίγοντας, έγλειψε το πασαλειμμένο με την πηχτή γλύκα χερούλι.
“Μη σπαταλάτε τη  σοκολάτα, παιδιά. Είναι αμαρτία. Σας τη μοιράσαμε όλη”. 
Ολόκληρη την ιστορία, όπως την αφηγείται η Λότη Πέτροβιτς στο βιβλίο της, μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ

Συνειρμοί της στιγμής, συνειρμοί του παντός. "Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους". Ποίημα του Αργύρη Χιόνη

Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις,

πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.

Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους,

μες στη βαθιά τους πολυθρόνα,

πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους.

Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους,

σ'  ένα κουπάκι του καφέ, σ'  ένα κουτάλι του γλυκού …

Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται,

ας είναι γλυκός κι ανόνειρος.

Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι; ” αναρωτιέται από το 1983 ο Αργύρης Χιόνης  στην ποιητική συλλογή του «Λεκτικά Τοπία» για να δώσει μόνος του μιαν απάντηση που δεν είναι ακριβώς απάντηση. “ Ήταν ωραίο, αλλά και επικίνδυνο. Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν ξέρει». Δέκα χρόνια περίπου αργότερα, το 1992, ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας μελοποιούν το ποίημά του “ Το ωραίο καλοκαίρι “. Πώς θα ένιωθε άραγε ο ποιητής αν βίωνε το φετινό καλοκαίρι, ένα καλοκαίρι που πέρα από το βάρος των ματαιωμένων προσδοκιών που κουβαλά έτσι κι αλλιώς κάθε καλοκαίρι που φτάνει στο τέλος του, φορτώθηκε επιπλέον  το βάρος του φόβου και της «κοινωνικής απόστασης» ;

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο

Μια κάτασπρη τουρίστρια τα `φτιαξε με τον ήλιο
κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απʼ το τοπίο
τώρα οι δικοί της την αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού

Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω

Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
αν τους βαστάει τώρα ας με ξαναδείρουν, είπε
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά μαχαίρι και πηρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν, του φάγαν την καρδιά

Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο
ακίνητο ένα καλοκαίρι
φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά
δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε
κανείς δεν ξέρει

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
κανείς δεν ξέρει
ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
κανείς δεν ξέρει ...

Παλιά καλοκαίρια

Αυγούστου 11, 2020

Ποίηση Λένας Παππά, μελοποίηση Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα

Καρπίζουν μέσα μου παλιά καλοκαίρια
ανάβουνε βλέμματα αλλοτινά
θροΐζουν αγγίγματα

Τίποτα, τίποτα δε χάθηκε στ" αλήθεια
όλα είναι εδώ, όλα είναι εδώ

Μια σπίθα μόνο ανάβει πυρκαγιές
στις θημωνιές της μνήμης
πυρκαγιές στις θημωνιές της μνήμης

Κι αν η ελπίδα το μέλλον συντηρεί
η μνήμη τρέφει το παρόν
το παρελθόν μας δικαιώνοντας

Γιατί ό,τι υπήρξε μια φορά
δε γίνεται να πάψει να έχει υπάρξει

«Άλλο ένα καλοκαίρι» , ποίημα του Τίτου Πατρίκιου

Για σκέψου να μην πρόφταινα

κι αυτό το καλοκαίρι

να δω το φως ξανά εκτυφλωτικό

να νιώσω την αφή του ήλιου στο κορμί μου

να οσμιστώ δροσερές και χαλασμένες μυρωδιές

να γευτώ γλυκόξινες και πιπεράτες γεύσεις

ν’ ακούω τα τζιτζίκια ως τα κατάβαθα της νύχτας

να καταλαβαίνω τούς δικούς μου που αγαπώ

να μην αδημονώ μ’ αυτούς που με στηρίζουν

να σκέφτομαι κι εκείνους που θέλησα να ξεχάσω

να βρίσκω φίλους που έρχονται από μακριά

ν’ αφήνω κι άλλες ζωές να μπαίνουν στη δική μου

να κολυμπάω σε θάλασσες ζεστές

ν’ αντικρίζω φρέσκα σώματα γυμνά

ν’ αναπολήσω έρωτες, να ονειρευτώ καινούργιους

ν’ αντιληφθώ τα πράγματα που αλλάζουν.

Έτσι καθώς τα πρόφτασα αυτό το καλοκαίρι

λέω να ελπίζω για προσεχή Χριστούγεννα

για κάποια επόμενη Πρωτοχρονιά

– άσε να δούμε και για παραπέρα.

Το δωμάτιο

Απριλίου 08, 2020

"Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα, αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τ' αγγίξεις", ποίημα της Λένας Παππά που το μελοποίησαν οι Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας στο δίσκο «Της αγάπης μαχαιριά», που κυκλοφόρησε το 1994

Μες στο κλειστό δωμάτιο μπορείς να βρεις
ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς
κι ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησες
κι όμως ποτέ δεν είδες να βγαίνει αληθινό

Όλα είναι εκεί, εκεί υπάρχουν όλα
μες στο κλειστό δωμάτιο, όλα και τίποτα
αγάλματα θεών λησμονημένων και της Ελένης το πουκάμισο
όλα είναι εκεί κι άλλα πολλά, που κάποτε φαντάστηκες

Ο φόβος του Χριστού στον κήπο της Γεσθημανή
τα βήματα της θλίψης του, της αίγλης του το φως
το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους
το ψύχος το δριμύ των χωρισμών

Το διαμαντένιο αηδόνι του βασιλιά της Κίνας
σινιάλα από φάρους που σβηστήκαν
και μαγικά τοτέμ από άγνωστες φυλές
κι εφηβικά κορμιά και καλοκαίρια γαλανά
θάνατοι και φωτιές κι αόρατη ομορφιά

Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα
αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τ' αγγίξεις
μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους
αρκεί να πας, ολάνοιχτος, γυρεύοντάς τα 

Σκοτεινή άνοιξη

Απριλίου 04, 2020

ποίημα του Διονύση Καρατζά

Φέτος η άνοιξη ήλθε νύχτα
σιωπηλή και μοιρασμένη σε ξένους
περαστικούς ανέμους,
καθώς το ‘λεγαν ανήσυχα
τα ασαφή φεγγάρια του χειμώνα.
Έτσι τα λόγια μας ματαιωμένα
αφόρμισαν στο σώμα μας
και πια καινούργια περιμένουμε εποχή
από τη θάλασσα κι από τα μάτια σου
κι απ’ τον στερνό μου μύθο.

ganas

 ποίημα του Μιχάλη Γκανά. Το αφηγείται ο Χάρης Κατσιμίχας με μουσική υπόκρουση το παραδοσιακό Ηπειρώτικο τραγούδι "πήγαινα το δρόμο, δρόμο". Για τους υπηρέτες του οποιουδήποτε καθήκοντος. Για τους πατεράδες μας. Αυτή η δεύτερη πατρίδα, όσο και να την περιφρονώ, πάντα θα βρίσκει τρόπο να μου θυμίζει πως υπάρχει μέσα μου. Μόνο αυτός ο τόπος έβγαλε τόση πονεμένη μουσική

 

Μια τέτοια νύχτα πριν από χρόνια
Κάποιος περπάτησε μόνος
Δεν ξέρω πόσα λασπωμένα χιλιόμετρα
Κάποιος περπάτησε μόνος

Νύχτα και συννεφιά, χωρίς άστρα
Πήγαινε το δρόμο δρόμο

Ξημερώματα, μπήκε στα Γιάννενα
Στο πρώτο χάνι έφαγε και κοιμήθηκε τρία μερόνυχτα
Ξύπνησε απ’ το χιόνι που έπεφτε μαλακά
Στάθηκε στο παράθυρο και άκουγε τα κλαρίνα
Και άκουγε τα κλαρίνα
Πότε θαμπά και πότε δίπλα του
Πότε θαμπά
Και πότε δίπλα του
Όπως τα ‘φερνε ο άνεμος

 

Βάλτε να πιούμε

Μαρτίου 22, 2020

τoυ ποιητή Κλέανδρου  Καρθαίου (1878-1955). Μελοποιήθηκε από τα «Διάφανα Κρίνα», ίσως το κατεξοχήν ποιητικό ελληνικό συγκρότημα  

Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
Πεταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ' άφταστα θα ζητούμε;
Βάλτε να πιούμε

Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει
Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;
Βάλτε να πιούμε

Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε
Βάλτε να πιούμε

Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ' αγκάθια περπατά μια μέρα δεν θ' αφήσει
τ' αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε
Βάλτε να πιούμε

Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει
πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει
σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε
Βάλτε να πιούμε

Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα
Καπνοί 'ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα
καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε
Βάλτε να πιούμε

Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη
μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη
μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε

Βάλτε να πιούμε


Warning: count(): Parameter must be an array or an object that implements Countable in /srv/disk3/2763186/www/atticavoice.gr/templates/ts_news247/html/com_k2/templates/default/user.php on line 269

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.