Εξώφυλλο: Ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής διορίζει Οικουμενικό Πατριάρχη τον Γεώργιο Σχολάριο και του παραδίδει το βεράτιο με τα προνόμια που του παραχωρεί
«Στις 9 Μαΐου του 1828 ο Καποδίστριας δέχτηκε στην Αίγινα μιαν αντιπροσωπεία από τέσσερις μητροπολίτες, που έφερναν μια επιστολή του Πατριάρχη Αγαθαγγέλου. Η επιστολή αυτή, που είχε ήδη δοθεί στη δημοσιότητα, παρότρυνε τους Έλληνες να πειθαρχήσουν στο νόμιμο ηγεμόνα τους, το Σουλτάνο. Ο Καποδίστριας απάντησε ότι οι Έλληνες, ακλόνητοι στη χριστιανική τους πίστη, προτιμούσαν να πεθάνουν, παρά να υποταγούν και ότι δεν επρόκειτο ποτέ να αναγνωρίσουν μια εκκλησιαστική αρχή εξαρτημένη από τους Τούρκους»
Αυτά γράφει ο Άγγλος ιστορικός Douglas Dakin αποτυπώνοντας το ένα μέρος της πραγματικότητας. Το άλλο μέρος της, αποτυπώνεται από τον, Άγγλο επίσης, περιηγητή George Wheler : «Για την εξαγορά του αξιώματος [σ.σ οι Πατριάρχες] καταβάλλουν τεράστια ποσά. Και για να τα εισπράξουν καταπιέζουν τους φτωχούς χριστιανούς»
Αν, πάλι, ως γνήσιοι απόγονοι των «ανθενωτικών», αυτών δηλαδή που προτίμησαν το τούρκικο σαρίκι από την παπική τιάρα, δεν εμπιστευόμαστε τους «αιρετικούς» της Δύσης, ας ρίξουμε μια ματιά στο απόσπασμα από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη, όπως το παραθέτει ο Γιάννης Σκαρίμπας στο έργο του «Το 1821 και η αλήθεια»
«…Ο Οικουμενικός Πατριάρχης επείχεν απόλυτον εξουσίαν επί των εκκλησιαστικών μοναστηριών και του κλήρου, ηδύνατο να καθαιρή αρχιερείς και ιερείς, να χειροτονή αντ’ αυτών άλλους και να δικάζη αμέσως και εμμέσως τας μεταξύ χριστιανών διαφοράς. Τα εκκλησιαστικά κτήματα ανεγνωρίσθησαν αναφαίρετα και αφορολόγητα, η δε διαχείρισις τούτων αφέθη ελεύθερα εις τον Πατριάρχην και τους υπ’ αυτόν αρχιερείς και λοιπούς ιερωμένους. Πας δε χριστιανός υπεχρεώθη να διαθέτη ωρισμένον μέρος της περιουσίας του υπέρ της Εκκλησίας … Και εδημιούργουν μεν οι Τούρκοι διά της αναγνωρίσεως ενός χριστιανού εθνάρχου, περιβεβλημένου δια τόσον πολλών δίκαιων και προνομίων, κράτος εν τω ιδίω αυτώ κράτει, αλλά τον εθνάρχην προσέβλεπον ως όργανον, το οποίον θα ηδύνατο να εξασφάλιση την δουλικήν υπακοήν των Ελλήνων και των λοιπών από του Οικουμενικού Πατριάρχου πνευματικός εξαρτωμένων χριστιανών»
Ο Karl Marx, σε άρθρο του στη New York Herald Tribune, γραμμένο το 1854, όταν δούλευε ως ανταποκριτής της εφηνερίδας στην Ευρώπη, μεταξύ άλλων αναφέρεται και στις υπερεξουσίες του ορθόδοξου κλήρου πάνω στο χριστιανικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας : « … Όπου βρείτε μια κοινότητα Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι αρχιεπίσκοποι και οι επίσκοποί τους είναι κατά το νόμο μέλη στα Δημοτικά Συμβούλια, και υπό την καθοδήγηση του πατριάρχη, ελέγχουν την κατανομή των φόρων που επιβάλλονται στους Έλληνες. Ο πατριάρχης είναι υπεύθυνος έναντι της Πύλης ως προς τη καθοδήγηση των ομοθρήσκων του. Περιβεβλημένος με το δικαίωμα της δικαστικής κρίσης των ραγιάδων της Εκκλησίας του, έχει αναθέσει αυτό το δικαίωμα στους μητροπολίτες και επισκόπους, στα όρια των επισκοπών τους, με τις ποινές τους να είναι υποχρεωτικές για τους αξιωματούχους της Πύλης, τον Καδή κλπ. να τις εκτελέσουν. Οι τιμωρίες που έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν είναι πρόστιμα, φυλάκιση, ραβδισμοί στις φτέρνες και εξορία.
Εκτός αυτού, η Εκκλησία τους δίνει τη δύναμη του αφορισμού. Πέρα από το όφελος των προστίμων, εισπράττουν ποικιλία φόρων για τις αστικές και εμπορικές δικαστικές πράξεις. Κάθε ιεραρχική κλίμακα μεταξύ των κληρικών έχει την χρηματική τιμή της. Ο πατριάρχης πληρώνει στο Διβάνι ένα βαρύ φόρο για την απόκτηση της θέσης του, αλλά πουλάει, με τη σειρά του, τις αρχιεπισκοπές και επισκοπές προς τους κληρικούς του. Οι τελευταίοι αποζημιώνονται με την πώληση των κατώτερων αξιωμάτων και με τις εισφορές των παπάδων τους. Αυτοί, πάλι, πουλούν τη δύναμη που έχουν αγοράσει από τους ανωτέρους τους, με πράξεις όπως βαφτίσια, γάμους, διαζύγια και διαθήκες»
Όλες οι μαρτυρίες των ξένων περιηγητών, αλλά και οι εκτιμήσεις των περισσότερων ιστορικών συγκλίνουν στο ίδιο κοινό σημείο. Πως το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ήταν, από την άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά, μια εκκλησιαστική αρχή, εξαρτημένη από τους Τούρκους από τη μια και απομυζούσα τους Έλληνες ραγιάδες από την άλλη.
Ο Πατριάρχης με συνοδεία διακόνων και γενιτσάρων
Η διατήρηση του θεσμού του Πατριαρχείου αποδείχθηκε μια ευφυής κίνηση του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή, στην προσπάθειά του να χαλιναγωγήσει το χριστιανικό πληθυσμό της αναδυόμενης αυτοκρατορίας του. Επί τέσσερεις σχεδόν αιώνες, το πατριαρχείο λειτουργούσε ως ένα μαξιλάρι που προσπαθούσε να απορροφήσει τους κραδασμούς που προκαλούσε η υποδούλωση των χριστιανών σε έναν ετερόδοξο κατακτητή.
Ο ιστορικός και φιλόσοφος Κ. Κούμας αναφέρει πως τα κυριότερα καθήκοντα του πατριάρχη ήταν «να επαγρυπνή εις τους χριστιανούς να διατηρήσωσι απαρασάλευτον την θρησκείαν των, και μετά τούτο, ακλόνητον υπακοήν εις την εξουσίαν».
Από τον Γεώργιο Σχολάριο, τον πρώτο πατριάρχη επί Οθωμανικής κυριαρχίας, μέχρι και τον Γρηγόριο Ε’, το πατριαρχείο συνέδεσε αξεδιάλυτα τα συμφέροντα του με αυτά του Σουλτάνου, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αποκηρύξει την επανάσταση του 1821 και να αφορίσει τους πρωτεργάτες της
Τώρα, το πώς κατάφερε η Εκκλησία να διαστρέψει την πραγματικότητα και να κάνει το μαύρο άσπρο, δεν θα έπρεπε να μας προκαλεί έκπληξη. Δύο αιώνες επίσημης προπαγάνδας με την αμέριστη στήριξη του ελληνικού κράτους, ενός κράτους από τα ελάχιστα στην Ευρώπη που είναι ακόμη συνδεδεμένα με μια θρησκεία, έχουν κάνει το θαύμα τους κάνοντάς μας να πιστέψουμε σε πολλά παραμύθια. Και αν τα παραμύθια είναι χρήσιμα στα παιδιά γιατί απελευθερώνουν τη φαντασία τους, για έναν ενήλικα δυστυχώς αποτελούν βαριές αλυσίδες στην εξέλιξή του
Ακόμη διδασκόμαστε, για παράδειγμα, πως η Επανάσταση ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου του 1821 με την ύψωση του λαβάρου στην Αγία Λαύρα από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, που δεν ήταν καν εκεί τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Και αποσιωπούμε από την άλλη, πως ο άνθρωπος αυτός, δύο μόλις μήνες πριν την έναρξη της Επανάστασης, καταφερόταν εναντίον του Παπαφλέσσα στη συνέλευση της Βοστίτσας, όταν εκείνος προσπαθούσε να ξεσηκώσει τους προκρίτους. «Γνωρίζω το αίτιον της βίας σου!» είπε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός απευθυνόμενος στον Παπαφλέσσα, όπως μας μεταφέρει ο Αμβρόσιος Φραντζής που ήταν παρών στη διαμάχη μεταξύ των δύο αντρών … «Άρπαξ, απατεών και εξωλέστατος ως είσαι, ωθείς τα πράγματα εις ταραχήν προσμένων να πλουτίσης από λάφυρα»
Ο Γρηγόριος Ε’
Τιμούμε επίσης ως ήρωα της Επανάστασης τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’, τον άνθρωπο δηλαδή που αφόρισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Μιχαήλ Σούτσο, τους ανθρώπους που κήρυξαν την Επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Από το κείμενο του αφορισμού διαβάζουμε
«... αμφότεροι (Υψηλάντης και Σούτσος) αλαζόνες και δοξομανείς, ή μάλλον ειπείν ματαιόφρονες εκήρυξαν του γένους την ελευθερίαν και με τη φωνήν αυτήν εφείλκυσαν πολλούς των εκεί κακοήθεις και ανοήτους (...) έγινε γνωστή εις το πολυχρόνιον κράτος η ρίζα και η βάσις όλου αυτού του κακοήθους σχεδίου.
… συμβουλεύομεν και παραινούμεν και εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν πάσιν υμίν τοις κατά τόπον αρχιερεύσι, τοις ηγουμένης των ιερών μοναστηρίων, τοις ιερεύσι των εκκλησιών, τοις πνευματικοίς πατράσι και ενοριών, τοις προεστώσι και ευκατάσταταις των κωμοπόλεων και χωρίων και πάσι απλώς τοις κατά τόπον προκρίτοις, να διακηρύξητε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακόβουλων ανθρώπων και να τους αποδείξητε και να τους στηλιτεύσητε πανταχού
… Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισήτε και να τους αποστρέφεστε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία και το γένος τους έχει μεμισημένους, και επισωρεύει κατ' αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς: ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας. Ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονικών διατάξεων... αφορισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον ...»
Και αν για τον αφορισμό του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη θα μπορούσε κανείς να πει – και το έχουν κάνει ήδη αρκετοί –πως έγινε υπό την απειλή του Σουλτάνου, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να σταθεί για την κατάπτυστη «Πατρική Διδασκαλία» που τύπωσε και μοίρασε το τυπογραφείο του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης το 1798. Τα μηνύματα του Διαφωτισμού και ο απόηχος της Γαλλικής Επανάστασης είχαν φτάσει στην καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, πιο πολύ απ’ όλους όπως φαίνεται, είχαν θορυβήσει τo Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η Πατρική Διδασκαλία, ένα μνημείο ραγιαδισμού και σκοταδισμού, φέρει ως συγγραφέα τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμο, αλλά πολλοί ιστορικοί πιστεύουν πως ο πραγματικός συγγραφέας ήταν ο Γρηγόριος ο Ε’, ενώ κατά άλλους, ο Αθανάσιος Πάριος, «άγιος» της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Η «Πατρική Διδασκαλία» προειδοποιούσε για «τας νεοφανείς ελπίδας της Ελευθερίας», τις οποίες ο συγγραφέας θεωρούσε ως «νεοφανή και έντεχνον παγίδα», το τελευταίο τέχνασμα το οποίο «εμεθοδεύθη ο πρώτος αποστάτης Διάβολος» για να παραπλανήσει τους ευσεβείς. Ως αντίδοτο στην παγίδα της ελευθερίας, ο συγγραφέας συμβούλευε υποταγή στην «ισχυράν βασιλείαν των Οθωμανών» η οποία, σύμφωνα με αυτόν, ήταν το δώρο του Θεού προς τους ορθόδοξους χριστιανούς, σταλμένο για να τους προστατεύει από τις αιρέσεις. Σύμφωνα με τον συγγραφέα επίσης, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε δημιουργηθεί από το Θεό εκ του μηδενός, σε μια εποχή που η χριστιανική ρωμαϊκή αυτοκρατορία άρχισε να «χωλαίνει εις τα της ορθοδόξου πίστεως φρονήματα», με σκοπό να «είναι εις μεν τους Δυτικούς ωσάν ένας χαλινός, εις δε τους Ανατολικούς ημάς πρόξενος σωτηρίας». Οι πραγματικοί ορθόδοξοι χριστιανοί, κατά συνέπεια, όφειλαν να υποταχθούν με ευγνωμοσύνη στους θεόσταλτους αφέντες τους και να ξεχάσουν κάθε μάταιη συζήτηση για απατηλές ελευθερίες πάνω σ' αυτή τη γη. Το «νυν θρυλούμενον σύστημα της ελευθερίας», που είχε εμφανισθεί στις χώρες της Δύσης εκείνη την εποχή, αντέβαινε προς «τα ρητά της θείας Γραφής και των Αγίων Αποστόλων, οπού μας προστάζουν να υποτασσόμεθα εις τας υπερέχουσας αρχάς» καθώς, σύμφωνα με το συγγραφέα, δεν αντιπροσώπευε παρά αναρχία και ακαταστασία
Κλείσατε τ’ αυτιά σας προστάζει απειλητικά προς τους Χριστιανούς η “Πατρική Διδασκαλία”: «Κλείσατε τα αυτία σας και μη δώσετε καμμίαν ακρόασιν εις ταύτας τας νεοφανείς ελπίδας της ελευθερίας»
Την Πατρική Διδασκαλία μνημονεύει ο Δημήτρης Φωτιάδης όταν γράφει: “Δύο ήταν τα Εικοσιένα : Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων. Του πρώτου οι ρίζες αντλούνε τους χυμούς τους από τα ¨Δίκαια του ανθρώπου” του Ρήγα Βελεστινλή, πάνω στ' άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της “Πατρικής Διδασκαλίας” του Μακαριωτάτου Πατριάρχη της Αγίας Πόλης Ιερουσαλήμ Κυρ Ανθίμου – ή πιο σωστά του Γρηγορίου ”
Αλλά και η δράση του ίδιου του Ρήγα Φεραίου είχε θορυβήσει το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και ανάγκασε τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ να στείλει επιστολή στο διάδοχό του στη Μητρόπολη Σμύρνης και να του ζητά να μεριμνήσει ώστε να μην πέσει στα χέρια χριστιανών το Σύνταγμα του Ρήγα καθώς, σύμφωνα με το συντάκτη της επιστολής, είναι ενάντιο στη χριστιανική πίστη
Στην επιστολή του με ημερομηνία 1 Δεκεμβρίου 1998, ο Γρηγόριος Ε΄ χαρακτηρίζει το επαναστατικό κείμενο του Ρήγα «Νέα Πολιτική Διοίκησις» (περιείχε το Σύνταγμα και τον Θούριο), πως είναι αντίθετο με την Ορθόδοξη Εκκλησία, «…τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον», και γι’ αυτό συστήνει – ή μάλλον προστάζει - στο Μητροπολίτη να συγκεντρώσει τα έντυπα και χειρόγραφα της «Νέας Πολιτικής Διοικήσεως» του Ρήγα, που υπήρχαν στην περιοχή της Μητροπόλεώς του, ώστε να μην διαβαστούν από χριστιανούς
«Ιερώτατε μητροπολίτα Σμύρνης, υπέρτιμε και έξαρχε Ασίας, εν αγίω πνεύματι αγαπητέ αδελφέ και συλλειτουργέ της ημών μετριότητος, κύρ Άνθιμε, χάρις ειή τη αρχιερωσύνη σου και ειρήνη του Θεού! Διά της παρούσης ημετέρας πατριαρχικής επιστολής δηλοποιούμεν τη αρχιερωσύνη σου, ότι συνέπεσεν εις χείρας ημών εν σύνταγμα εις μίαν κόλλαν χαρτί ολόκληρον, μεγάλην, εις απλήν φράσιν ρωμαϊκην, επιγραφόμενον «νέα πολιτική διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης των μικρών εν τη μεσογείω νήσων και της Βλαχομπογδανίας» και αναμνήσθημεν του ποιμαντικού χρέους.
Και διά τούτο γράφομεν τη αρχιερωσύνη σου να επαναγρυπνής, εις όλα τα μέρη της επαρχίας σου με ακριβείς ερεύνας και εξετάσεις, όταν εμφανίσθη τοιούτον σύνταγμα, ως άνωθεν, εις τύπον ή χειρόγραφον, να συνάξης άπαντα τα διασπειρόμενα, και να τα εξαποστέλλης εις ημάς εν τάχει, μη επιμένων τα πλείονα, αλλ’ αμέσως όσα αν εμπίπτωσι κατά μικρόν να εξαποστέλλης.
Και πρόσεχε, αδελφέ, ίνα μή φανής παραμελών εις την τοιαύτην ποιμαντικήν και αγρυπνόν σου ταύτην αρχιερατικήν επιστασίαν∙ και εκ της επαρχίας σου εμφανισθή τοιούτον σύνταγμα διασπειρόμενον και δεν το φανέρωσης προς ημάς και εξαποστείλης τα τοιαύτα, αλλά δι’ άλλου τινός ή σταλθή ενταύθα ή ακουσθή∙ ότι αποδεικνύεις σε αυτόν ανίκανον, και του ποιμαντικού χρέους ελλειπέστατον και αγρήγορον∙ και εκ τούτου υποπίπτεις εις ανυποληψίαν και ποινήν παρά Θεού και της εκκλησίας εξ αποφάσεως.
Όθεν εντελλόμεθα σοι σφοδρώς να εγρηγορής όλαις δυνάμεσιν, εν πάσι τοις μέρεσι της επαρχίας σου, και κώμαις και χωρίοις παρα λίοις και μεσογείοις, να μην παραμπέση τοιούτον σύνταγμα εις ανάγνωσιν τω χριστιανικώ εμπιστευθέντι σοι λαώ, όπερ να μην εμφανισθή πρώτον τη αρχιερωσύνη σου∙ ότι πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των θολερών αυτού εννοιών, τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον.
Ούτω ποίησον και μή άλλως, εξ αποφάσεως, ίνα και ή του Θεού χάρις είη μετά της αρχιερωσύνης σου!»
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1807, ο ίδιος Πατριάρχης έσπευδε να καταδικάσει τις επαναστατικές διεργασίες και με πατριαρχική εγκύκλιο προς την Αίγινα, την Ύδρα, τον Πόρο κτλ, συνιστούσε στους νησιώτες να μη στασιάσουν και να μη δεχτούν τις προτάσεις της Ρωσίας προς επανάσταση: «Και άλλοτε δια πολλών εκκλησιαστικών ημών εγκυκλίων και γραμμάτων εδηλώσαμεν προς πάντας τους ομογενείς ημών ευσεβείς … της κραταιάς και αηττήτου βασιλείας το χρέος όπου έχομεν να φυλάττωμεν το πιστόν ημών του ραγιαλικίου … να διατηρήσετε εαυτούς ανωτέρους πάσης διαβολής και ενέδρας των υπεναντίων και εχθρών της κραταιάς βασιλείας … να μην τολμήσετε καθ’ οιονδήποτε τρόπον να δεχτείτε ποτέ τους υπεναντίους και εχθρούς της κραταιάς βασιλείας...» διαβάζουμε στο βιβλίο του Γιάννη Κορδάτου “Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821”
Τελικά, ο Γρηγόριος Ε’ βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τους Τούρκους τον Απρίλη του 1821, κάτι που τον μετέτρεψε αυτομάτως σε μάρτυρα και ήρωα, αν και κάποιοι είχαν αντίθετη άποψη
«Ω τον ηλίθιον Σουλτάνον! Τους φίλους του σφάζει», σχολιάζει ο Αδαμάντιος Κοραής («Επιστολαί», Εν Αθήναις 1885)
Και αν ο Γρηγόριος που αφόρισε την Επανάσταση τιμάται ως ήρωας λόγω του μαρτυρικού θανάτου του, δε θα έπρεπε να τιμηθεί το ίδιο και ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης των Οθωμανών, ο Χατζή Χαλίλ Εφέντη, που βασανίστηκε με διαταγή του Σουλτάνου - και τελικά πέθανε - επειδή αρνήθηκε να εκδώσει διαταγή (φετφά) προκειμένου να επιτραπούν οι σφαγές των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη ;
Δυστυχώς, ο πραγματικά άξιος τιμής Χατζή Χαλίλ Εφέντης δεν ταίριαζε σε ένα εθνικό αφήγημα που ήταν τόσο πλαστό, ώστε να στήσει, στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου των Αθηνών, τον ανδριάντα του Γρηγορίου Ε’ δίπλα σε αυτόν του Ρήγα Φεραίου, για να μην μπορεί να ησυχάσει ούτε μετά θάνατον αυτός ο μεγάλος οραματιστής αλλά και για να επιβεβαιώσει πόσο διαφορετικές εκδοχές του παρελθόντος χωρά κάθε εθνική νοερή κοινότητα
Ας πάρουμε, όμως τα πράγματα από την αρχή, προκειμένου να παρακολουθήσουμε πώς σχηματίστηκε και πώς διατηρήθηκε αυτός ο φαινομενικά παράδοξος θεσμός ενός Ορθόδοξου Πατριαρχείου μέσα σε μια Οθωμανική Αυτοκρατορία
Γεώργιος Σχολάριος ή Γεννάδιος Β’ - Ο πρώτος πατριάρχης στην Οθωμανική Κωνσταντινούπολη
Μία από τις πρώτες αποφάσεις που πήρε ο Μωάμεθ Β΄, ο κατακτητής της Κωνσταντινούπολης, ήταν να διατηρήσει το θεσμό του πατριάρχη. Μια απόφαση που, όπως προαναφέραμε, αποδείχθηκε σοφή, καθώς με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να κρατά υπό έλεγχο τους χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας του
Και η δεύτερη επίσης σοφή απόφασή του ήταν που επέλεξε ως πατριάρχη των χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας του - αποκωδικοποιώντας έξυπνα τις σχέσεις εντός του χριστιανικού κόσμου - έναν εκπρόσωπο των «ανθενωτικών», οι οποίοι είχαν αποδείξει έμπρακτα ότι προτιμούσαν την Οθωμανική κατάκτηση από την υποταγή στη Δύση και στον Πάπα της Ρώμης. Με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζε ανάχωμα και έναντι των χριστιανών της Δύσης
Ο άνθρωπος αυτός, κατόπιν υποδείξεων των βυζαντινών συμβούλων του Μωάμεθ, Δημήτριου Απόκαυκου και Θωμά Καταβολινού, ήταν ο Γεώργιος Σχολάριος. Ο Γεώργιος Σχολάριος ήταν για δεκαετίες η κεφαλή των ανθενωτικών και επομένως ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά του Σουλτάνου. Έτσι, στις αρχές του 1454, στο μεγαλοπρεπή ναό των αγίων Αποστόλων - μιας και η Αγία Σοφία είχε μετατραπεί στο μεταξύ σε τζαμί - ο Γεώργιος Σχολάριος χειροτονήθηκε «Πατριάρχης των Ρωμαίων» με το όνομα Γεννάδιος Β΄.
Σύμφωνα με τον ίδιον τον Σχολάριο, οι υποχωρήσεις και οι συμβιβασμοί με τους Οθωμανούς ήταν αναγκαίες για να διαφυλαχθεί η πίστη στους δύσκολους αυτούς καιρούς, που η Εκκλησία ήταν υποχρεωμένη να ζήσει χωρίς την υποστήριξη χριστιανού ηγεμόνα αλλά συμβιώνοντας με τους αλλόθρησκους Οθωμανούς. Δεν δίσταζε μάλιστα να λέει πως η άλωση της κάποτε κραταιάς χριστιανικής αυτοκρατορίας από τους Μουσουλμάνους ήταν θέλημα Θεού για την τιμωρία των αμαρτιών των ορθοδόξων και παράλληλα έκφραση της θείας πρόνοιας, η οποία έδινε με τον τρόπο αυτό στους χριστιανούς, τη δυνατότητα της σωτηρίας με την ταπείνωση και τη μετάνοια
Παράλληλα με τη χειροτόνηση του Γενναδίου Β’, ο Μωάμεθ Β΄ εξέδωσε «βεράτιο», με το οποίο ορίστηκαν τα δικαιώματα και τα προνόμια του πατριάρχη. Σχετικά με αυτά, ο Γ. Φραντζής αναφέρει πως «έδωκε (ο Μωάμεθ Β΄) δε και προστάγματα εγγράφως τω πατριάρχη ίνα μηδείς αυτόν ενοχλήση ή αντιτείνη, αλλά είναι αυτόν αναίτητον και αφορολόγητον και αδιάσειστον τε από παντός εναντίου, και τέλους και δόσεως ελεύθερος έσηται αυτός και οι μετ’ αυτόν πατριάρχαι εις τον αιώνα, ομοίως και πάντες οι υποταγμένοι αυτώ αρχιερείς»
Αναίτητος, να μη δίνει δηλαδή εξηγήσεις για τις αποφάσεις που παίρνει σχετικά με την εκκλησία. Αφορολόγητος, να μην πληρώνει δηλαδή φόρο. Αδιάσειστος παντός εναντίου, να μην μπορεί δηλαδή κανένας εχθρός να τον βγάλει από την θέση του
Ο Φραντζής, επίσης, αναφέρει πως ο Μωάμεθ είπε στον Γεννάδιο:
«Πατριάρχευε εν ευτυχία και έχε την φιλία ημών εν οις θέλεις, έχων πάντα τα σα προνόμια, όπως και η προ σου Πατριάρχαι είχον»
O Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής παραχωρεί τα προνόμια του Πατριαρχείου στον Πατριάρχη Γεώργιο Σχολάριο ή Γεννάδιο Β'
Τα προνόμια του Πατριάρχη
Το κείμενο του βερατίου, δηλαδή του διοριστήριου εγγράφου που δόθηκε στον Γεννάδιο, δεν έχει σωθεί. Έχουν σωθεί άλλα όμως, όπως αυτό που παραχώρησε ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄ στον πατριάρχη Συμεών Α΄ το 1483 και μέσα από αυτά μπορούμε να παρακολουθήσουμε την ένταξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο οθωμανικό θεσμικό πλαίσιο:
« Τώρα, ο κομιστής του τιμημένου μου διατάγματος, ο Συμεών έχοντας διορισθεί Πατριάρχης στην θεοφρούρητη Κωνσταντινούπολη και υπεύθυνος να παραδίδει στο ηγεμονικό μου θησαυροφυλάκιο κάθε γιορτή των Χριστιανών [σ.σ κάθε Πάσχα] 2.000 φλουριά, να έχει στην εξουσία του τον διορισμό και την παύση στα βιλαέτια [σ.σ στις επαρχίες] Ηρακλείας… [σ.σ απαριθμούνται μία προς μία οι μητροπολιτικές έδρες].
Ο παραπάνω Πατριάρχης, ώσπου να πεθάνει, να είναι ο έγκυρος Πατριάρχης. Αλλά, αν ενεργεί αντίθετα προς τις δικές τους θρησκευτικές πρακτικές, η συνάθροιση των μητροπολιτών με σύμπνοια να κάνει ανάκριση και, αν είναι άξιος να παυθεί, να διορισθεί Πατριάρχης κάποιος άλλος, τον οποίο να εκλέξουν.
Όσοι γίνονται μητροπολίτες και επίσκοποι προηγουμένως να δίνουν στην αυλή μου το εθιμικό δώρο, το οποίο συνήθιζαν να δίνουν στην αυλή μου. Ποτέ κανένας να μην εμποδίζει και αποσοβεί.
Συνοπτικά, στην Δύση (Rumili) και στην Ανατολή (Anadolu), οπουδήποτε συνήθιζαν να εξουσιάζουν κατά το παρελθόν αυτοί που ήσαν Πατριάρχες, και αυτός επίσης να εξουσιάζει· και εκτός από αυτόν κανείς να μην υπεισέρχεται και να μην ανακατεύεται για το χρέος των εκκλησιών ανάμεσα στον Πατριάρχη και τους μητροπολίτες και τους παπάδες. Κανείς να μην υπεισέρχεται ανάμεσά τους και εμποδίζει οτιδήποτε κι αν κάνουν.
Να είναι στην εξουσία του οι μητροπολίτες, οι επίσκοποι, οι ηγούμενοι, οι παπάδες, καθώς και τα βακούφια, αμπέλια, κήποι, τόποι, αγιάσματα, πανηγύρια, μύλοι, που είναι προσαρτημένα σε εκκλησίες. Εκτός από τον ίδιο και από αυτούς που όρισε, κανένας Μουσουλμάνος ή άπιστος να μην παρεμβαίνει […]
Να παύει όποιον θέλει και στη θέση του να διορίζει όποιον θέλει στις εκκλησίες, που αναφέρθηκαν.
Αν πεθάνουν Πατριάρχες ή μητροπολίτες ή παπάδες ή Πατριάρχες ή ένας καλόγερος, και αν έχουν κάνει οποιαδήποτε διαθήκη, να γίνεται δεκτή. […]
Αν μια γυναίκα φύγει κρυφά από τον άνδρα της κι αν ένας άπιστος πρόκειται να χωρίσει την γυναίκα του, ή ένας άπιστος πρόκειται να παντρευθεί, στις τελετές που έχουν σύμφωνα με τις συνήθειές τους, και στις κληρονομίες των απίστων σύμφωνα με τις συνήθειές τους, κανείς να μην μεσολαβεί από τον Πατριάρχη. Χωρίς αυτόν κανένας άπιστος να μη συνάπτει γάμο σύμφωνα με τις θρησκευτικές πρακτικές τους, και να μη χωρίζει, και να μη γίνεται δεκτός στην εκκλησία.
Κανείς να μην υπεισέρχεται στην κληρονομία που έκανε ο Πατριάρχης, εκτός από τον Πατριάρχη που αναφέρθηκε. Να νέμεται και αυτός με οποιοδήποτε τρόπο συνήθιζαν να νέμονται οι Πατριάρχες πριν από αυτόν.
Οι εκάστοτε καδήδες, πρέπει να παίρνουν αποφάσεις να παραδίδουν τους φόρους που συσχετίζονται με το Πατριαρχείο, οποιοιδήποτε κι αν είναι στο κάθε βιλαέτι.
Κανείς να μην κάνει έναν άπιστο με τη βία Μουσουλμάνο.
Κανείς να μην ανακατεύεται στις υποθέσεις που είναι στην αρμοδιότητα του Πατριάρχη.
Να νέμεται και αυτός την εκκλησία που ονομάζεται Παμμακάριστος (Barmakaristi) μαζί με την περιοχή της […] με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίον συνήθιζαν να τα νέμονται οι Πατριάρχες πριν από αυτόν και να είναι ελεύθερος και απαλλαγμένος [σ.σ από προσωπική φορολογική υποχρέωση]
Ο Πατριάρχης που αναφέρθηκε να μην προσκομίζει με δυσκολία τα 2.000 φλουριά που δίνονται στο ηγεμονικό μου θησαυροφυλάκιο. Ο καθένας να βοηθεί σύμφωνα με την κατάστασή του. Ως προς το ζήτημα αυτό κανένας […] να μην ανακατεύεται και να μην παρεμβαίνει.
Ο παραπάνω Πατριάρχης είναι ο έγκυρος Πατριάρχης και το αξίωμά του δεν θα δοθεί σε κάποιον που δίνει περισσότερα. […] Από δω κι εμπρός να πατριαρχεύει κατά τον τρόπο, ο οποίος αναφέρθηκε, και καθ’ όσο διάστημα παραδίδει κάθε χρόνο στο ηγεμονικό μου θησαυροφυλάκιο τα 2.000 φλουριά, τα οποία αναφέρθηκαν, να μη γίνεται παράβαση στις παραπάνω διατάξεις, να μην παρενοχλείται και να μην γίνεται παρέμβαση»
Βλέπουμε, λοιπόν, πως οριζόταν απρόσκοπτη λειτουργία της Εκκλησίας, χωρίς να έχει το δικαίωμα να την εμποδίσει κανείς, ούτε Μουσουλμάνος ούτε Χριστιανός. Ο πατριάρχης είχε την ανώτατη διοίκηση των εκκλησιών και των μοναστηριών, ήταν ο ανώτατος ποινικός δικαστής του κλήρου, ενώ όλα τα κτήματα και κτήρια της Εκκλησίας ήταν υπό την εξουσία του.
Έλληνας ιερέας και Τούρκος - Έργο του Louis Dupre, φιλοτεχνημένο το 1819 και δημοσιευμένο το 1825
Η κύρια υποχρέωση που είχε ο Πατριάρχης απέναντι στο Σουλτάνο, ήταν να αποδίδει σε αυτόν 2.000 φλουριά κάθε χρόνο. Αυτός για να τα βρει, φορολογούσε τους μητροπολίτες, οι μητροπολίτες με τη σειρά τους φορολογούσαν τις εκκλησίες της επικράτειάς τους και οι εκκλησίες φορολογούσαν τους πιστούς. Έτσι έφταναν τα φλουριά στον Πατριάρχη, από τα οποία έδινε τα 2.000 στο Σουλτάνο
Βέβαια, όπως θα δούμε αργότερα, το πατριαρχικό αξίωμα κατέληξε να γίνει αντικείμενο δημοπρασίας
Ο Ανώνυμος συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» αναφέρεται στη φορολογική αφαίμαξη των χριστιανών από την Εκκλησία τους. « … πέμπουσι [ σ.σ οι επίσκοποι] τόσους ληστάς, δια να ειπώ έτζι, εις τα χωρία της επισκοπής των, και τους δίδοσι τον τίτλον ή του πρωτοσυγκέλου ή του αρχιμανδρίτου … Αυτοί λοιπόν περιφέρονται εις όλα τα χωρία της επισκοπής και με άκραν ασπλαγχνίαν εκδύουσι τους πολλά αθώους χωριάτας…»
Οι Οθωμανοί κατάργησαν το Πατριαρχείο των Σέρβων και των Βουλγάρων έτσι ώστε να υπάρχει μία μόνο κεφαλή του Χριστιανικού Ορθόδοξου millet, και αυτή να βρίσκεται δίπλα στο Σουλτάνο. Έτσι, ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης έγινε ο ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας και ο ηγέτης ολόκληρου του «μιλιέτ» των χριστιανών ορθοδόξων της αυτοκρατορίας, είτε επρόκειτο για Αλβανούς ή για Σλάβους ή για Έλληνες ορθόδοξους.
Στην πραγματικότητα, όμως, ο πατριάρχης δεν ήταν απλά ένας πνευματικός ηγέτης των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά ταυτόχρονα και πολιτικός. Ο Άγγλος ιστορικός William Miller σημειώνει χαρακτηριστικά: “ … εν τη οθωμανική αυτοκρατορία οι επίσκοποι είναι συνήθως πρώτον μεν πολιτευταί, έπειτα δε πνευματικοί αρχηγοί …”
Ο Πατριάρχης θεωρητικά ήταν αμετακίνητος, εκτός αν βρισκόταν ένοχος για καταπίεση των χριστιανών, αν παρέβαινε τον θρησκευτικό νόμο ή αν απιστούσε προς τον ηγεμόνα. Η ερμηνεία, όμως, αυτών των τριών εξαιρέσεων υπήρξε πάντοτε ελαστική και τέτοιου είδους κατηγορίες χρησιμοποιήθηκαν τόσο από τους Οθωμανούς, όσο και από τους ίδιους τους χριστιανούς, για να εκδιώξουν τον προηγούμενο Πατριάρχη και να βάλουν στη θέση του κάποιον άλλο
Η εξαγορά του πατριαρχικού θρόνου και οι Αλλαξοπατριαρχίες
Σιμωνία ονομάζεται η χειροτονία ή η προαγωγή κληρικών σε εκκλησιαστικό αξίωμα, με προσφορά οικονομικών ανταλλαγμάτων. Σιμωνία, επίσης, ονομάζεται η μετάδοση των εκκλησιαστικών μυστηρίων κατόπιν απαίτησης ανταλλάγματος. Προς μεγάλη μας έκπληξη, η Σιμωνία καταδικάζεται από την Εκκλησία. Ας το προσπεράσουμε όμως αυτό, χωρίς να μειδιάσουμε
Η Σιμωνία πήρε το όνομά της από το Σίμωνα, ο οποίος λέγεται πως πρόσφερε στους αποστόλους χρήματα λέγοντάς τους: «Δώστε και σε εμένα αυτή την εξουσία, ώστε, πάνω σε όποιον θέτω τα χέρια μου, να λαβαίνει άγιο πνεύμα». Ο απόστολος Πέτρος τότε επιτίμησε τον Σίμωνα : «Το ασήμι σου ας αφανιστεί μαζί με εσένα, επειδή νόμισες ότι με χρήματα θα αποκτήσεις τη δωρεά του Θεού. Δεν έχεις ούτε μέρος ούτε κλήρο σε αυτό το ζήτημα, γιατί η καρδιά σου δεν είναι ευθεία στα μάτια του Θεού»
Το εξοργιστικά προκλητικό με τους κήρυκες του χριστιανισμού είναι πως τύποις καταδικάζουν όσα οι ίδιοι πράττουν και πως πράττουν όσα φαίνεται πως καταδικάζουν, ζώντας σε μια μόνιμη αντίφαση. Εν πάσει περιπτώσει, δε θα μπορούσε ο πατριαρχικός θρόνος να μην αποτελέσει πεδίο δόξης λαμπρό για τους απανταχού Σίμωνες και να μη γίνει αντικείμενο δημοπρασίας. Όσο και να ακούγεται απίστευτο σε κάποιους, Πατριάρχης γινόταν αυτός που θα προσέφερε στο Σουλτάνο τα περισσότερα χρήματα. Από το 1488 μέχρι και το 1789 τη θέση κατέλαβαν 109 πατριάρχες, με μέσο όρο παραμονής στο αξίωμα τα 2,7 έτη. Η σιμωνία είχε καταστεί ο κανόνας.
Στην περίοδο του Βυζαντίου το πατριαρχείο είχε όντως μεγάλη δύναμη, όμως ήταν ο ένας από τους δύο πυλώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας - ο άλλος ήταν φυσικά ο αυτοκράτορας. Τώρα, που τη θέση του Χριστιανού αυτοκράτορα έχει πάρει ο Μουσουλμάνος Σουλτάνος, υποχρεωτικά τα βλέμματα όλων των Χριστιανών Ορθοδόξων πέφτουν πάνω στο πατριαρχείο.
Το Πατριαρχείο είναι επικεφαλής ενός τεραστίου διοικητικού δικτύου, με τις Μητροπόλεις, τις Επισκοπές, με τους δεσπότες και τους Ιερωμένους. Όσοι Ορθόδοξοι θέλουν να συνεχίσουν να είναι ή να γίνουν σημαντικοί μέσα στον Οθωμανικό κόσμο, αντιλαμβάνονται πως αυτό θα το πετύχουν αν καταφέρουν να συνδεθούν με κάποιον τρόπο με το Πατριαρχείο.
Αποτέλεσμα αυτού είναι να δημιουργηθούν φατρίες. Ομάδες ιερωμένων, άλλες προερχόμενες από τη Βουλγαρική πλευρά, άλλες απ’ την Σερβική πλευρά, άλλες που συνδέονται με σημαντικές Βυζαντινές οικογένειες που έχουν επιβιώσει μέσα στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες κοντινές πόλεις, ομάδες Τραπεζούντιων αρχόντων, μετά την πτώση της Τραπεζούντος στα χέρια των Οθωμανών, μοναχοί του Αγίου Όρους, αλλά και άλλοι προσπαθούν να διεισδύσουν στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Όλες αυτές οι ομάδες, για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων, προσπαθούν να ανατρέψουν τον νυν πατριάρχη και να τοποθετήσουν στη θέση του το δικό τους πατριάρχη. Η τακτική τους είναι να προσέρχονται στον σουλτάνο, να του δίδουν ένα μεγάλο ποσό, να του εξηγούν ότι ο νυν πατριάρχης δεν λειτουργεί σωστά και να του ζητούν να προωθήσει στη θέση του Πατριάρχη το δικό τους άνθρωπο
Όλο αυτό το βρώμικο αλισβερίσι δημιούργησε μία καινούργια λέξη· την «Αλλαξοπατριαρχία». Ο εκπεσών πατριάρχης, όμως, και η φατρία που τον υποστήριζε, δεν εγκατέλειπε τον αγώνα. Απεναντίας, συγκέντρωνε χρήματα για να ξαναεπισκεφθεί τον σουλτάνο, να τον δωροδοκήσει και να προσπαθήσει να ξανακερδίσει τη θέση του. Υπήρξαν πατριάρχες οι οποίοι πατριάρχευσαν 2 ή και 3 φορές.
Το φαινόμενο της εκλογής πατριάρχη είχε τόσο πολύ εκφυλιστεί, ώστε διάφορες φατρίες να επιτυγχάνουν να εκλεγούν ως πατριάρχες, άτομα που δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τα εκκλησιαστικά. Είναι χαρακτηριστικό πως το 1565 η φατρία των Καντακουζηνών επέβαλλε ως πατριάρχη έναν γουνέμπορο.
Μια ιλαροτραγική ιστορία περιγράφει ο Θ. Παναγόπουλος στο βιβλίο του “ Τα ψιλά γράμματα της Ιστορίας” στηριζόμενος στον ιστορικό Κ.Κούμα: « … Κάποιος γουναράς, με γενναία δωροδοκία, έκανε πατριάρχη το 1715, τον Κοσμά τον Γ’. Αλλά ο άλλος υποψήφιος πατριάρχης, ο μητροπολίτης Καισαρείας Ιερεμίας, πλήρωσε στο βεζίρη τα διπλά και έγινε εκείνος πατριάρχης, παίρνοντας τη θέση του Κοσμά που απολύθηκε. Οι οπαδοί του καθαιρεθέντος Κοσμά κατηγορούν τον Ιερεμία για προδοσία και καταφέρνουν να απομακρυνθεί από το θρόνο. Εκείνος, όμως, δεν παραιτείται από την ιδέα να ανεβεί πάλι στον πατριαρχικό θρόνο. Χρησιμοποιεί άλλο καλύτερο μέσον. Προσεταιρίζεται έναν Αρμένη ράφτη, ονόματι Λουκή με δυνατές γνωριμίες στο βεζίρη, του προσφέρει 50.000 γρόσια και επανέρχεται στο θρόνο … Οι συνοδικοί που δεν τους ρώτησαν καθόλου, διαμαρτυρόμενοι για την πραξικοπηματική εκλογή του Ιερεμία, καταφεύγουν στο βεζίρη και ζητούν την απόλυση του Ιερεμία. Τα καταφέρνουν. Ο Ιερεμίας απολύεται και στο θρόνο ανεβαίνει ο επίσκοπος Νικομήδειας Σεραφείμ. Αλλά ο νέος πατριάρχης μαχαιρώνεται μια Κυριακή έξω από την εκκλησία, από άνθρωπο του Ιερεμία»
Η αλλαξοπατριαρχία έγινε ένα είδος πλειστηριασμού και, επειδή ο κάθε πατριάρχης βρισκόταν εξαρχής βαθιά χρεωμένος, προκειμένου να μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος του προς το Σουλτάνο, μεταβίβαζε την υποχρέωση στους μητροπολίτες και όλο το ιερατείο που έλεγχε και διόριζε.
Το 1596, το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ζήτησε από τον σουλτάνο και πήρε το δικαίωμα να επιβάλλει φόρους στους πιστούς ούτως ώστε να υπάρχει εισόδημα στο πατριαρχείο. Ο σουλτάνος πράγματι παραχώρησε αυτό το δικαίωμα στο πατριαρχείο και έκτοτε, από το 1596 και μετά, ο κάθε Χριστιανός Ορθόδοξος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας πληρώνει κάθε χρόνο ένα φόρο για τον πατριάρχη.
Τον φόρο αυτό δεν τον εισπράττει το πατριαρχείο με δικό του φορολογικό μηχανισμό, παρά ο σουλτάνος για λογαριασμό του. Έτσι, οι φοροεισπράκτορες που επισκέπτονται τα χωριά και τις πόλεις και συγκεντρώνουν τους φόρους για το ταμείο του κράτους, παίρνουν σε ξεχωριστά πουγκιά από κάθε χωριό και από κάθε πόλη, “το δόσιμο” των Χριστιανών για τον πατριάρχη, τον «ορθόδοξο» φόρο δηλαδή.
Στην «Ελληνική Νομαρχία», ο συγγραφέας του οποίου είναι ανώνυμος, όμως όλα δείχνουν πως προέρχεται από τον κύκλο του Ρήγα Φεραίου, διαβάζουμε: «Η Σύνοδος αγοράζει τον Πατριαρχικό Θρόνο από τον Οθωμανόν Αντιβασιλέα δια μίαν μεγάλην ποσότητα χρημάτων, έπειτα τον πωλεί ούτινος την δώσει περισσότερων κέρδων και τον αγοραστήν τον ονομάζει Πατριάρχη. Αυτός λοιπόν δια να ξανά λάβει τα όσα εδανείσθει για την αγορά του θρόνου πωλεί τας επαρχίας ή τας Αρχιεπισκοπάς ούτινος δώσει περισσοτέρων ποσότητα και ούτος σχηματίζει τους Αρχιεπισκόπους οι οποίοι πωλώσι και αυτοί σε άλλους τας Επισκοπάς των. Οι δε Επίσκοποι τας πωλώσι των Χριστιανών δηλαδή γυμνώνωσι τον λαόν δια να εβγάλωσι τα όσα εξόδεψαν και ούτως εστίν ο τρόπος με τον οποίον εκλέγονται των διαφόρων ταγμάτων τα υποκείμενα»
Ο Alvise Contarini, βενετσιάνος αξιωματούχος στην Πόλη από το 1636 ως το 1641 αναφέρει: «Ο Πατριάρχης Κων/πόλεως εκμεταλλεύεται την έσχατη αμάθεια των Ελλήνων και αποθησαυρίζει χρυσάφι ώστε να δωροδοκή και τους Τούρκους και τη διεφθαρμένη εκκλησία και να εξασφαλίζει την υποστήριξη τους».
Ο Άγγλος περιηγητής George Wheler γράφει: «Για την εξαγορά του αξιώματος [ σ.σ οι πατριάρχες ] καταβάλλουν τεράστια ποσά. Και για να τα εισπράξουν καταπιέζουν τους φτωχούς χριστιανούς». Η σιμωνία ξεκίνησε ένα φαινόμενο «ντόμινο», όπου οι οικονομικές απαιτήσεις της ανώτερης ιεραρχίας μεταβιβάζονταν στο τέλος στις πλάτες του απλού ραγιά πολλαπλασιασμένες.
Ένας άλλος Άγγλος περιηγητής, ο Jacob Spon, αναφέρει: «Κατά την ανάδειξη του νέου πατριάρχη καλούνται οι αρχιεπίσκοποι για τη συγκέντρωση του αναγκαίου ποσού. Όσοι δυστροπήσουν εκδιώκονται. Οι αρχιεπίσκοποι κατανέμουν την δαπάνη αναλογικά στους επισκόπους και οι επίσκοποι στους παπάδες των ενοριών. Έτσι τα πάντα γίνονται δια της σιμωνίας»
Ο βοτανολόγος Pitton de Tournefort (1700) γράφει πως είναι θλιβερό να βλέπει κανείς τον αρχηγό της Εκκλησίας να διορίζεται από το Σουλτάνο, αλλά «… οι ίδιοι οι Έλληνες δημιούργησαν αυτή την κατάσταση … Πρώτοι οι Έλληνες έθεσαν το Πατριαρχείο σε πλειστηριασμό, χωρίς να περιμένουν το θάνατο του αρχιερέα τους»
Ο Κ. Παπαρηγόπουλος αναφέρει: «Το βέβαιον είναι ότι εν διάστημα 77 ετών (1623-1700) εγένοντο 50 περίπου αλλαξοπατριαρχίαι … κατέστησαν την τε παραχώρησιν και την ενάσκησιν όλων των ιερατικών αξιωμάτων αντικείμενον θλιβεροτάτης εμπορίας … Τοιουτοτρόπως εξευτελίσθη η εκκλησία ημών»
Ο Φωτάκος γράφει: «...οι αρχιερείς του Πατριαρχείου αγόραζαν τας τοιαύτας επισκοπάς ακριβά και δια βίου» κι όταν πέθαιναν «…πάλιν ο Πατριάρχης επώλει την Επισκοπήν εις άλλον νέον αρχιερέα και το εμπόριον τούτο εγίνετο δια πολλών χαμερπών μέσων…»
Ο Πιπινέλης διαπιστώνει: «Το Πατριαρχείον υπό την κραιπαλώδη αυτήν διαχείρησιν περιέπεσε ταχέως εις χρεωκοπίαν … οι εν Κωνσταντινουπόλει ευρισκόμενοι αρχιερείς εσύροντο στα δικαστήρια υπό των δανειστών των … οι μητροπολίται αναλαμβάνοντες μέρη των χρεών των Πατριαρχείων κατ’ανάγκην ήγοντο εις αύξησιν των εισπράξεών των, τόσον εκ των εκκλησιαστικών αυτών ποιμνίων, όσον και των εις τα κτήματα αυτών εργαζομένων χωρικών. Οι χωρικοί φυσικώς εδυσφόρουν … επροκαλούντο συχνά στάσεις. Τότε οι μητροπολίται κατέφευγον εις την Τουρκικήν εξουσίαν δια να λάβωσι την βοήθειάν της εναντίον των χωρικών»
Ο Κορδάτος είναι ακόμη πιο αφοριστικός: «...γύρω στον Πατριαρχικό θρόνο … μαζεύτηκε μια συμμορία καλοθρεμένων και χρυσοφορεμένων καλόγερων, που μετέβαλε το Πατριαρχικό αξίωμα σε χρηματιστήριο αξιωμάτων»
Η ζητεία και τα συγχωροχάρτια
Οι πηγές εισοδήματος της Εκκλησίας ήταν κυρίως τα εισοδήματα από βακούφια (δωρεές από ιδιώτες στην Εκκλησία) και τα «δοσίματα», ο φόρος δηλαδή που πλήρωναν οι χριστιανοί στον Πατριάρχη. Εκτός, όμως, από τις πηγές αυτές, η Εκκλησία έβρισκε και άλλους τρόπους για να μαζεύει εισοδήματα.
Ένας από τους τρόπους αυτούς ήταν και η «ζητεία». Γύρω στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου, όταν ο καιρός είχε ανοίξει, ομάδες ιερωμένων άρχιζαν να επισκέπτονται πόλεις και χωριά. Χτυπούσαν πόρτες, έβγαζαν κήρυγμα στις εκκλησίες μετά την κυριακάτικη λειτουργία, εξηγώντας την ανάγκη χρημάτων που υπάρχει και ζητούσαν την ενίσχυση των πιστών. Οι «ζητείες» σιγά-σιγά – από κάτι έκτακτο – απέκτησαν μια κανονικότητα και ο αριθμός τους αυξήθηκε στην περίοδο αυτών των αιώνων.
Ένας άλλος τρόπος αύξησης των εσόδων της εκκλησίας ήταν η περιφορά αγίων εικόνων και ακόμη περισσότερο θαυματουργών εικόνων, η οποία απέφερε όχι ευκαταφρόνητα εισοδήματα στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης
Η πιο ευφάνταστη όμως πηγή εσόδων του Πατριαρχείου ήταν η πώληση «συγχωροχαρτιών». Μία μέθοδος για την άντληση εσόδων που δεν ακολουθούσε μόνο το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, αλλά και τα πατριαρχεία Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.
Συγχωροχάρτι από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων
Τα συγχωροχάρτια στην αρχή ήταν χειρόγραφα. Από το 17ο αιώνα γίνονται έντυπα, αποκτούν έναν συγκεκριμένο τύπο, έχουν ένα συγκεκριμένο κείμενο και φέρουν την υπογραφή του πατριάρχη· του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ή του πατριάρχη Ιεροσολύμων ή του πατριάρχη Αντιοχείας. Τα συγχωροχάρτια αυτά παράγονται κατά χιλιάδες και διαθέτουν ένα κενό στο σημείο του ονόματος για να συμπληρωθεί από τον αρμόδιο ιερωμένο που αποφασίζει ότι οι αμαρτίες του συγκεκριμένου προσώπου συγχωρούνται.
Τα συγχωροχάρτια παραδίδονται στους ειδικούς διανομείς που είναι ιερωμένοι. Αυτοί επισκέπτονται πόλεις και χωριά και κωμοπόλεις, όπου υπάρχουν Χριστιανοί κάτοικοι. Οι διανομείς δεν περιορίζονται μόνο στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά φτάνουν ακόμη και μέχρι τη Ρωσία προκειμένου να πουλήσουν άφεση αμαρτιών και να μαζέψουν ζεστό χρήμα
Τα πατριαρχεία πουλούσαν συγχωροχάρτια ακόμη και για νεκρούς. Τα συγχωροχάρτια ήταν τριών διαβαθμίσεων, ανάλογα με το ποσό που μπορούσε να διαθέσει ο καθένας. Υπήρχαν συγχωροχάρτια για πλούσιους, υπήρχαν συγχωροχάρτια για τη μεσαία τάξη, και υπήρχαν συγχωροχάρτια ακόμη και για το φτωχό. Ό,τι πλήρωνε, έπαιρνε ο καθένας. Ανάλογα με το τι μπορούσε να πληρώσει, νόμιζε πως εξασφάλιζε μια καλή θέση ή έστω μια γωνία στον Παράδεισο
Ο ιστορικός Φίλιππος Ηλιού έχει μελετήσει και καταγράψει χιλιάδες συγχωροχάρτια που κατάφερε να εντοπίσει. Από τη δουλειά του αυτή, μπορούμε να διαβάσουμε ένα έγγραφο του 1725 που δείχνει πώς διανέμονταν τα συγχωροχάρτια. Πρόκειται για μια καταγραφή διανομέων συγχωροχαρτιών του 1725 στο νησί της Χίου.
“1725, Αυγούστου 20, απήλθομεν εις το χωρίον Θυμιανά, εκάμαμεν αγιασμόν και ομιλήσαμεν, εβάλαμεν κουτί για ζητεία, εμοιράσαμεν εις τους χωριανούς συγχωροχάρτια 57, εξ ων ελάβομεν γρόσια 43 και έμειναν να μας δώσουν και τα λοιπά. Εστείλαμεν ύστερον τον παπά-Παΐσιον και έδωκεν συγχωροχάρτια 10 και μας έφερε γρόσια 10» από όπου συνάγεται πως τα συγχωροχάρτια πωλούνταν ένα γρόσι το ένα
Και συνεχίζει : “εδώκαμεν χωριστά εις τους Στενακούσους, ήτοι τους λιθοκόπτους δια να φέρουν πέτραν εις το πηγάδι της Αγίας Κυριακής, συγχωροχάρτια 12” από όπου συνάγεται πως οι παπάδες, αντί να πληρώσουν με χρήμα τους λιθοκόπτες, τους πλήρωσαν με συγχωροχάρτια.
Σημειώνεται πως συγχωροχάρτια πωλούνταν μέχρι και τη δεκαετία του 1950
Ο αντικληρικαλισμός φουντώνει
Όλα αυτά είχαν ως επακόλουθο, να αρχίσει να αμφισβητείται το κύρος της εκκλησίας μετά από το Διαφωτισμό και να αρχίσει ένας έντονος αντικληρικαλισμός μεταξύ των Ελλήνων λογίων. Ένας αντικληρικαλισμός που δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την αθεΐα, αλλά με την αμφισβήτηση των προθέσεων αυτών που αυτοαναγορεύονται ως αντιπρόσωποι του Θεού επί της Γης. Πιστεύουν ότι οι εκκλησίες είναι διεφθαρμένες και αρπακτικές και περιορίζουν την ελευθερία και τη σκέψη του ανθρώπου.
Στην «Ελληνική Νομαρχία» ο αντικληρικαλισμός εντυπωσιάζει:
«Ω συ μιαρά Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως εις τι ομοιάζεις ήθελα να ηξεύρω, τώρα, οπού σε ερωτώ εις τι λέγω ομοιάζεις στους ιερούς και θείους αποστόλους του λόγου της σοφίας του Ιησού Χρυσού ή ιστού. Ίσως εις την ένδειαν και αφιλοκερδείαν οπού εκείνοι εκύρρηττον, αλλά εσύ είσαι γεμάτη από χρήματα όπου καθημερινώς κλέπτεις από τους ταλαιπώρους Χριστιανούς. Ίσως στην εγκράτειαν και χαληναγωγίαν των παθών, αλλά εις ποίον μεγάλον ξεφάντωμα δεν ευρίσκεται μέρος από τις Συγκλήτους του και ποιος από αυτούς δε λατρεύει δύο και τρεις αρχόντισσας;
… Η πρώτη έγνοια του πατριάρχου, λοιπόν, είναι να αποκτήση την φιλίαν των φίλων της Συνόδου, όπου, ως επί το πλείστον, είναι αι γυναίκες των πρώτων αρχόντων, ήτοι πλουσίων αμαθών του Φαναρίου. Και αυτό το κάμνει δια δυο αίτια: πρώτον μεν, δια να ημπορεί να κλέπτη με περισσότερο θάρρος, δεύτερον δε να κλέπτει δια περισσότερον καιρόν»
Και o ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας συνεχίζει να στολίζει τους κληρικούς χωρίς έλεος: «Εκατόν χιλιάδες, και ίσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι ζώσιν αργοί και τρέφονται από τους ιδρώτας των ταλαιπώρων και πτωχών Ελλήνων… Ιδού, ω Έλληνες, αγαπητοί μου αδελφοί, η σημερινή αθλία και φοβερά κατάστασις του ελληνικού ιερατείου, και η πρώτη αιτία όπου αργοπορεί την ελευθερία της Ελλάδος»
Ένα άλλο ανώνυμο κείμενο που κυκλοφόρησε παράλληλα με την Ελληνική Νομαρχία είναι ο «ΡωσοΑγγλογάλλος». Στο κείμενο αυτό, ένας Ρώσος, ένας Άγγλος και ένας Γάλλος συζητούν με διάφορες ομάδες της ελληνικής κοινότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να διαπιστώσουν εάν υπάρχει περίπτωση να γίνει Επανάσταση.
Κάποια στιγμή παρουσιάζεται μπροστά τους ο Μητροπολίτης, δηλαδή η Εκκλησία. Λέει ο Γάλλος:
«Ιδού ας ρωτήσομεν τούτον τον πολυγένην, Μητροπολίτης φαίνεται, κάμνει τον Δημοσθένην, σε αυτόν θέλειν γνωρίσομεν τον ζήλον της Γραικίας αν είναι φιλελεύθερος ή φίλος τυρρανίας. Χαίρε Πανιερότατε και γένος της Γραικίας, πώς υποφέρεις τον ζυγόν της Τούρκων τυρρανίας;»
Και ο Μητροπολίτης απαντά
«Να έχετε τέκνα την ευχήν μου και ακούσατε την απόκρισή μου/ εγώ τον ζυγόν δεν τον γνωρίζω, ούτε ξεύρω να τον νοματίζω / τρώγω, πίνω, ψάλλω με ευθυμίαν, δεν δοκιμάζω την τυρρανίαν / τότε υποφέρω αδημονίαν, όταν με βλάπτουν στην επαρχίαν
αυτή του Τούρκου η τυρρανία, σε μένα είναι ζωή μακαρία/ το ράσον τούτο αφού εφόρεσα, ζυγόν κανέναν εγώ δεν εγνώρισα/ Δύο ποθώ ναι μα ταις εικόναις, άσπρα πολλά
Περί δε της Ελλάδος που λέτε, ολίγον με μέλλει αν τυρρανιέται/ Αν βαστάζει χωρίς να στενάζει, όλες ταις αμαρτίαις εβγάζει/ Ημείς, πάντα τους ξεμολογούμεν, πάντας εις τα ψυχικά τους νουθετούμεν, πίστην να έχουν στον Βασιλέα»
Πλήθος είναι οι μαρτυρίες από ξένους περιηγητές που συνηγορούν στα παραπάνω
Ο Άγγλος γιατρός Julius Millingen, ένας από τους γιατρούς που βρέθηκαν στο Μεσολόγγι να προσπαθούν να θεραπεύσουν το λόρδο Βύρωνα, σημειώνει: «η σκανδαλώδης σε ανηθικότητα διαγωγή του κλήρου τον είχε αποξενώσει από το ποίμνιο, ενώ οι ανελεύθερες ιδέες του, η εχθρότητα που έδειξε αρχικά εναντίον του επαναστατικού κινήματος, προκάλεσαν την καταφρόνηση του καλύτερα πληροφορημένου τμήματος του έθνους»
Αυτά για τον ανώτερο κλήρο. Για τον κατώτερο κλήρο, ο Millingen γράφει:
“ Η φτώχεια, η εξαθλίωση και η αμάθειά τους δεν επέτρεπαν την ελάχιστη επιρροή πάνω στο λαό. Έτσι γίνονταν παθητικά όργανα στα χέρια του ανώτερου κλήρου. Αντίθετα, οι ιεράρχες ζούσαν σαν μεγιστάνες. Στις δημόσιες εμφανίσεις τους, η συνοδεία ήταν ελάχιστα κατώτερη από την κουστωδία του πασά»
Ο Γάλλος περιηγητής Bartholdy γράφει: “Αυτοί οι καλόγεροι καλλιεργούν κάθε δεισιδαιμονία, επιτρέπουν κάθε δολιότητα, καταδιώκουν τους φωτισμένους ανθρώπους. Όσες φορές βρέθηκα πλάι σε καλόγερους διαπίστωσα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, πως είναι ιδιοτελείς, φιλοχρήματοι, μοχθηροί, απελέκητοι και απίθανα ρυπαροί. Είναι βδέλες που απομυζούν το αίμα του λαού και βρίσκουν πάντοτε τον τρόπο να αρπάζουν για λογαριασμό τους το καλύτερο»
Αφορισμοί
Ο αφορισμός ήταν το έσχατο και το πιο τρομακτικό μέτρο επιβολής τιμωρίας από την Εκκλησία του Χριστού που μετέβαλλε το σταυρό από σύμβολο θυσίας, αγάπης και συγχώρησης σε ρομφαία θανάτου και καταστροφής. Η βεβαιότητα που καλλιεργούσε η Εκκλησία πως η τιμωρία θα ακολουθούσε τον αφορισμένο μετά θάνατον στην αναμενόμενη αιώνια ζωή, έκανε τους Έλληνες να τρέμουν τον αφορισμό περισσότερο από κάθε τι άλλο.
Ο αφορισμός ήταν το μεγάλο όπλο της Εκκλησίας για να επιβάλλεται στους πιστούς, αλλά μερικές φορές ήταν άλλη μία πηγή εσόδων για την ίδια
Ένας πολύ γνωστός αφορισμός ήταν αυτός του 1806 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Καλλίνικο ενάντια σε όποιον από τους κατοίκους του Μωριά βοηθούσε τους Κλέφτες και δεν τους κατέδιδε στους τοπικούς Οθωμανούς αξιωματούχους. Το κείμενο είναι αποκαλυπτικό του ρόλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής και περισσότερο θυμίζει τις ανακοινώσεις στα ελληνικά του Γερμανικού στρατού κατά την περίοδο της Κατοχής
Παραθέτουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα του αποκαλυπτικού εγγράφου που απέστειλε ο Πατριάρχης Καλλίνικος στον αρχιεπίσκοπο Δημητσάνας και τους κοτζαμπάσηδες της περιοχής
« Καλλίνικος ελέω Θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης
Θεοφιλέστατε αρχιεπίσκοπε Δημητζάνης … κυρ Θεόφιλε … και εντιμότατοι κληρικοί, ευλαβέστατοι ιερείς και τίμιοι προεστώτες και δημογέροντες και κοτζαμπασίδες και πρόκριτοι και λοιποί απαξάπαντες ευλογημένοι χριστιανοί της επαρχίας ταύτης …
Η κραταιοτάτη και ευεργετικώτατη εις ημάς βασιλεία, το δικαιότατον και πολυχρονιώτατον δοβλέτι, με το να προνοήται πάντοτε δια την ησυχίαν και καλήν κατάστασιν όλων των υπηκόων και ραγιάδων με το να επαγρυπνή και προστάζη με πάσαν δύναμιν όλους τους ηγεμόνας και κυβερνήτας, οπόσα αρμόζουν εις εξολόθρευσιν και τέλειον αφανισμόν των κακοποιών ανθρώπων …
Πολλές φορές εγράψαμεν …. Να εμποδίζετε με κάθε τρόπον και με όλην σας την δύναμιν κάθε κίνημα όπου είναι εναντίον εις τας βασιλικάς προσταγές …
Και κατά το παρόν εβεβαιώθη το δοβλέτι, ότι πολλοί κακοποιοί κλέπται από τους ιδίους Μωραΐτας παραφυλάττουν και σκοτώνουν κρυφίως και αυθαδώς με όπλα και άρματα αντιστέκονται κατά των σεϊμανίδων …
Δι’ αυτάς λοιπόν τις προφάσεις … [το δοβλέτι] προστάζει ότι εις όποιον χωρίον ή τζιφλίκι ευθύς όπου φανώσι οι κλέπται, οι προεστώτες και δημογέροντες εκείνων των χωρίων φανερώνοντες εις τους κοτζαμπασίδες του καζά … έχουν χρέος χωρίς αργοπορίαν να πιάνωσιν τους τοιούτους κλέπτας … και να τους δίδωσιν εις τον βοίβόνδα και τον ζαπίτην … δια να λάβουν τα επιχείρια της κακίας των …
Όλοι οι κοτζαμπασίδες έχουσι χρέος να βάλλουν όλους τους ευρισκομένους ραγιάδες εις τα χωρία και τα τσιφλίκια εις τους αναμεταξύ τους κεφιλεμέδες, ώστε να υπόσχεται ο ένας για τον άλλον
… όποιος από τους ραγιάδες ήθελε φανή κλέπτης και κακοποιός, ο μητροπολίτης εκείνος όπου ορίζει τον καζά, από τον οποίο ευγένουν οι κλ΄πεται, θέλει αποδιωχθεί από την επαρχίαν του και να μην πέρνη ποτέ άλλην επαρχίαν …
Ανίσως, όμως, καθένας από σας δεν ήθελε παύση από τας τοιαύτας κακίας και πονηρίας υπάρχωσιν αφορισμένοι, κατηραμένοι και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι και τυμπανιαίοι και πάσαις ταις πατριαρχικαίς και συνοδικαίς αραίς υπεύθυνοι και ένοχοι του πυρός της γεένης και τω αιωνίω αναθέματι υπόδικοι»
Με λίγα λόγια, ο πατριάρχης απευθυνόμενος στον αρχιεπίσκοπο Δημητσάνας και τους ντόπιους κοτζαμπάσηδες, υμνεί το «δικαιότατον δοβλέτι», την Οθωμανική διοίκηση δηλαδή, και προστάζει τους δημογέροντες να συλλαμβάνουν τους κλέφτες και να τους παραδίνουν στους Οθωμανούς αξιωματούχους. Προστάζει μάλιστα τους κοτζαμπάσηδες να αναγκάσουν τους κατοίκους του κάθε χωριού να είναι υπεύθυνοι όχι μόνο για τον εαυτό τους, αλλά και για τους υπόλοιπους. Όποιος δεν συμμορφωθεί, καταλήγει ο εκπρόσωπος του Θεού επί της Γης, να μείνει μετά το θάνατό του «άλυτος και τυμπανιαίος»
Μόλις κηρύχθηκε η Επανάσταση στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και το Μιχαήλ Σούτσο, ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ σπεύδει να τους αφορίσει. Στις 23 Μαρτίου του 1821, διαβάζεται ο πρώτος αφορισμός στις εκκλησίες
«... αμφότεροι [ σ.σ Υψηλάντης και Σούτσος ] αλαζόνες και δοξομανείς, ή μάλλον ειπείν ματαιόφρονες εκήρυξαν του γένους την ελευθερίαν και με τη φωνήν αυτήν εφείλκυσαν πολλούς των εκεί κακοήθεις και ανοήτους (...) έγινε γνωστή εις το πολυχρόνιον κράτος η ρίζα και η βάσις όλου αυτού του κακοήθους σχεδίου.
Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισήτε και να τους αποστρέφεστε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία και το γένος τους έχει μεμισημένους, και επισωρεύει κατ' αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς: ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας. Ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονικών διατάξεων... αφορισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον (...)».
Το κείμενο του αφορισμού του Υψηλάντη
Ο δεύτερος μεγάλος αφορισμός της Ελληνικής Επανάστασης, λίγες μέρες αργότερα, στρέφεται εναντίον όλων πλέον των επαναστατημένων Ελλήνων. Εκεί, ο πατριάρχης καταγγέλλει τους αχάριστους Έλληνες που ξεσηκώθηκαν εναντίον του ευεργέτη Σουλτάνου
« … όταν δε η αχαριστία ήναι συνωδευμένη και με πνεύμα κακοποιόν και αποστατικόν, εναντίον της κοινής ημών ευργέτιδος και τροφού, κραταιάς και αηττήτου βασιλείας, τότε εμφαίνει και τρόπον αντίθεον, επειδή ουκ έστι βασιλεία και εξουσία ειμή από θεού τεταγμένη
… εις όλου στους ομογενείς μας είναι άγνωστα τα άπειρα ελέη, όσα η αέναος της βασιλεία πηγή εξέχεεν εις τον κακόβουλον Μιχαήλ … αυτός όμως φύσει κακόβουλος ων, εφάνη τέρας έμψυχον αχαριστίας και συνεφώνησε μετά του Αλεξάνδρου Υψηλάντου, υιού του δραπέτου και φυγάδος Υψηλάντου, όστις παραλαβών μερικούς ομόιους του … εκήρυξαν του γένους ελευθερίαν … διοργανίζοντες οι ασυνείδητοι τον κοινόν και όλεθρον εναντίον παντός του γένους … »
Και στη συνέχεια, ο πατριάρχης εξαπολύει τις πιο φριχτές κατάρες που δε θα μπορούσε να σκεφτεί ούτε και ο πιο διεστραμμένος και ο πιο νοσηρός νους, πόσο μάλλον οι κήρυκες του Ευαγγελίου της Αγάπης
«… Ως παραβάται των θείων νόμων και αποστολικών διατάξεων, ως καταφρονηταί του ιερού χρήματος, της προς τους ευεργετήσαντας ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας, ως ενάντιοι των ηθικών και πολιτικών όρων, ως την απώλειαν των αθώων ανευθύνων ομογενών μας, ασυνειδήτως τεκταινόμενοι, αφωρισμένοι υπάρχουσι και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και άλυτοι μετά θάνατον και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι και τυμπανιαίοι
… Σχισθείσα η γη καταπιοί αυτούς … Πατάξαι Κύριος αυτούς τη ψύχει, τω πυρετώ, τη ανεμοφθορία και τη ώχρα … Γεννηθήτω ο ουρανός, ο υπέρ την κεφαλήν αυτών χαλκούς, και η γη υπό τους πόδας αυών σιδηρά … Εκακοποίησαν αόρως της παρούσης ζωής και προσζημιωθείησαν και την μέλλουσαν. Επιπεσάτωσαν επί τας κεφαλάς αυτών κεραυνοί της θείας αγανακτήσεως. Είησαν τα κτήματα αυτών εις παντελήν αφανισμός και εις εξολόθρευσιν. Γεννηθήτωσαν τα τέκνα αυτών ορφανά και αι γυναίκες αυτών χήραι. Εν γενεά μια εξαλειφθείη το όνομα αυτών μετ΄ ήχου, και μη μένει αυτοίς λίθος επί λίθου. Άγγελος Κυρίου καταδιώξαι αυτούς εν πυρίνη ρομφαία …»
Εκτός όμως από τους αφορισμούς που είχαν σαφή πολιτική χροιά, ο αφορισμός ήταν μια κοινή πρακτική που μπορούσε να αποφέρει και έσοδα στην εκκλησία. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Grasset de Saint-Sauveur που υπηρέτησε ως επίτροπος των εμπορικών σχέσεων της Γαλλίας στα Επτάνησα από το 1781:
« Αλλά η πιο αποδοτική πηγή πόρων και ταυτόχρονα πανίσχυρο μέσο για τη διατήρηση του λαού σε μια κατάσταση γελοίας ευπιστίας, ήταν ο αφορισμός. Με ένα ασήμαντο πρόσχημα, κάθε Έλληνας μπορούσε να πετύχει τον αφορισμό του γείτονά του. Εκείνος πάλι είχε τη δυνατότητα να ανταποδώσει τον αφορισμό κι έτσι, ισοφαρίζοντας, να εξαφανίσει το επιτίμιο που εξαπέλυσε εναντίον του ο εχθρός του. Ο ίδιος παπάς πραγματοποιούσε τα αναθέματα με τον ίδιο ζήλο και για τους δύο. Αυτοί οι κεραυνοί της εκκλησίας στοίχιζαν ακριβά στους ανόητους που τους αποζητούσαν.
Η τελετή ήταν δημόσια και γινόταν στο δρόμο μπροστά στο σπίτι του υποψήφιου για αφορισμό. Μεγαλύτερη ήταν η επιτυχία αν πλήρωνε κανείς αρκετά για να χωροστατήσει στον αφορισμό ο ίδιος ο Πρωτοπαπάς. Σ’ αυτή την περίπτωση πήγαινε στον ορισμένο τόπο με πένθιμο ράσο κρατώντας ένα κατάμαυρο κερί στο χέρι. Μπροστά του βάδιζαν παπάδες κρατώντας ένα μεγάλο σταυρό και μια μαύρη σημαία. Ακολουθούσαν άλλοι παπάδες βουτηγμένοι κι αυτοί στα μαύρα
Ο Πρωτόπαπας συνόδευε την απαγγελία του αφορισμού με σπασμωδικές χειρονομίες. Ύστερα έφευγε τινάζοντας το ράσο του. Από τη στιγμή αυτή απαγορευόταν στον αφορισμένο να πατήσει το πόδι του στην εκκλησία.
Ο λαός επηρεαζόταν τόσο πολύ από τον αφορισμό ώστε νόμιζε πως η γη έτρεμε τη στιγμή που ακουγόταν το ανάθεμα. Είδα ανθρώπους να εκδηλώνουν τον τρόμο τους με κραυγές. Είχαν καταληφθεί από πανικό, λες και γινόταν σεισμός»
Και, όμως, αυτό το μεσαιωνικό κατάλοιπο εξακολουθεί ακόμη και στις μέρες μας να χρησιμοποιείται από την Εκκλησία ως απειλή. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Ανδρέας Λασκαράτος, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο μεγάλος σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος είναι οι πιο γνωστοί αφορισμένοι. Ακόμη υπάρχουν άνθρωποι του Θεού, όπως ο Αμβρόσιος Καλαβρύτων που καταριούνται και αφορίζουν, νομίζοντας (;) πως έχουν τη δύναμη του Θεού
Η Εκκλησία απέναντι στο Διαφωτισμό
Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, από το 1760 περίπου και μετά, έχουμε σαφείς διεισδύσεις του Διαφωτισμού στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Γαλλική επανάσταση του 1789 θα επιταχύνει τη διάδοση των ιδεών και θα αυξήσει το κύρος τους.
Οι Έλληνες αστοί του εξωτερικού, επηρεασμένοι από το δυτικό διαφωτισμό, χρηματοδοτούν την ίδρυση σχολείων σε πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως στα Γιάννενα, στο Πήλιο, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Τραπεζούντα και αλλού. Σε αυτά τα σχολεία πρωτοδιδάχτηκαν τα μαθηματικά, η φυσική, η βιολογία και ένα πλήθος νέων φιλοσοφικών ιδεών της δυτικής διανόησης. Μεγάλοι δάσκαλοι, όπως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο Άνθιμος Γαζής και πλήθος άλλων, δίδαξαν σε αυτά τα σχολεία και προσπάθησαν να διαφωτίσουν τον λαό και να τον προετοιμάσουν για την μετάβαση
Το πατριαρχείο από την αρχή τάχθηκε εναντίων των ιδεών αυτών και τις πολέμησε με κάθε τρόπο· ακόμη και με το βαρύτερο όπλο που είχε, τον αφορισμό. Επέλεξε να μείνει για πάντα κλεισμένο στα στενά πλαίσια μιας θεοκρατικής αντίληψης των πραγμάτων, εχθρευόμενο κάθε νεωτερισμό.
Έτσι κι αλλιώς, ο αντιδυτικισμός είχε επιβληθεί στους κόλπους της Εκκλησίας μέσω της επικράτησης του κινήματος των ανθενωτικών και κάθε ιδέα που ερχόταν από την «αιρετική» Δύση χαρακτηριζόταν ως αθεϊστική ή αιρετική.
Στην πραγματικότητα, οι ιδέες αυτές συνιστούσαν απειλή για το πατριαρχείο και τον τρόπο λειτουργίας του. Μια κοινωνία σκεπτόμενη, ορθολογική και απαλλαγμένη από δεισιδαιμονίες, δε θα μπορούσε να αγοράζει συγχωροχάρτια, να περιφέρει λείψανα επί πληρωμή και να αποδέχεται το ρόλο του πιστού και υπάκουου τροφοδότη της Εκκλησίας.
Η εξουσία του πατριαρχείου θα παρέμενε ακλόνητη όσο οι θρησκόληπτες μάζες των χριστιανών δέχονταν μοιρολατρικά την καταπίεση του κατακτητή, ως θεία τιμωρία, όπως ήταν εξαρχής το αφήγημα των πατριαρχών προκειμένου να μη γεννιούνται ιδέες στους χριστιανούς για εξεγέρσεις, για δημοκρατία και, γενικότερα, για ανατροπή του έως τότε status quo
Ο Γάλλος περιηγητής Bartholdy αναφέρει δηκτικά: «Αυτοί οι καλόγεροι καλλιεργούν κάθε δεισιδαιμονία, επιτρέπουν κάθε δολιότητα, καταδιώκουν τους φωτισμένους ανθρώπους»
To πατριαρχείο εκδίδει λίβελους κατά των φορέων των νέων ιδεών, ενώ πολλούς από αυτούς τους αφορίζει. Στην «Πατρική διδασκαλία» που αναφέραμε και πιο πάνω και η οποία εκδόθηκε το 1798, γίνεται επίθεση στις γαλλικές δημοκρατικές ιδέες που τις θεωρούν πλάνη και τέχνασμα του διαβόλου ο οποίος «εις τον τρέχοντα αιώνα μεθοδεύθη μιαν άλλην πονηρίαν και απάτην ξεχωριστήν, δηλαδή το νυν θρυλλούμενον σύστημα της ελευθερίας» ενώ παράλληλα οι Οθωμανοί παρουσιάζονται ως θεόσταλτη τιμωρία για τις αμαρτίες των χριστιανών: «(ο Κύριος ημών) ήγειρεν εκ του μηδενός την ισχυράν αυτήν βασιλείαν των Οθωμανών, αντί της των Ρωμαίων ημών βασιλείας, η οποία είχεν αρχίσει, τρόπον τινά, να χωλαίνει εις τα της ορθοδόξου πίστεως φρονήματα, και ύψωσε την βασιλείαν αυτήν των Οθωμανών περισσότερο από κάθε άλλην, δια να αποδείξη αναμφιβόλως, ότι θείω εγένετο βουλήματι…»
Ο Κοραής περιγράφει τον σκοταδισμό του πατριαρχείου: «Πατριάρχαι προέτρεπον τους χριστιανούς να μη ενασχολούνται εις την ελληνικήν παιδείαν και εις την των Ευρωπαίων μωροσοφίαν, ως ενάντιαν της χριστιανικής εκκλησίας, αλλά μόνο εις την γραμματικήν, στηριζομένην εις την εξήγησιν των εκκλησιαστικών πατέρων. Οι Πλάτωνες και Αριστοτέλαι, οι Νεύτωνες και Καρτέσιοι, τα τρίγωνα και οι λογάριθμοι, φέρουν αδιαφορίαν εις τα θεία…»
Και για το μέγεθος της πνευματικής καταπίεσης γλαφυρός είναι και ο ανώνυμος συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας»: «Οι διδάσκαλοι δεν επρόφεραν το όνομα της ελευθερίας, από τον φόβο μήπως και τους ακούσωσι οι προεστοί ή οι αρχιερείς και τους κηρύξωσι αθέους»
Ο Κυριάκος Σιμόπουλος, στο βιβλίο του «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», γράφει: «Κάθε προοδευτική, νεωτεριστική, εθνοπαιδευτική προσπάθεια, η εισαγωγή εκσυγχρονισμένων συστημάτων και η διδασκαλία των επιστημών χαρακτηρίζονταν από τους φωτοσβέστες ανώτερους κληρικούς και τα όργανά τους επιβουλή του Σατανά, της αθεΐας παρακίνηση…»
Μεθόδιος Ανθρακίτης
Πράγματι, δεν υπήρξε εκπρόσωπος του νεοελληνικού διαφωτισμού που να μην σπιλώθηκε από το πατριαρχείο ως άθεος. Το 1723 η εκκλησία καθαιρεί από το ιερατικό του αξίωμα το Μεθόδιο Ανθρακίτη, έναν από τους πρόγονους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, και αφορίζει τη διδασκαλία του. Είναι χαρακτηριστική η επιστολή που έστειλε ο Μεθόδιος Ανθρακίτης στους πρόκριτους των Ιωαννίνων, αδυνατώντας να πιστέψει όσα βίωσε από την Ιερά Σύνοδο :
«Δεν είναι εντροπή τους να ακούεται πως έκαυσαν λογικήν, φυσικήν, Ευκλείδην και αριθμητικήν; Γενομένης συνόδου παρεστάθηκα έμπροσθέν τους. Πόσοι ήσαν δεν δύναμαι να μετρήσω. Μου παρουσίασαν τα τετράδια διδασκαλίας μου με γνώμες από αρχαίους φιλοσόφους και την Γεωμετρίαν του Ευκλείδου. - Είναι δικά σου; - Δεν είναι δικές μου γνώμες, είναι γνώμες των φιλοσόφων. Τα κατεδίκασαν και τα έκαυσαν. Την άλλην Κυριακήν άναψαν φωτιά εις τρία μέρη της αυλής των Πατριαρχείων. Ολόγυρα, δια να ευχαριστηθούν το σωτήριον θέαμα, ευρίσκοντο κληρικοί και λαός άπειρος, γεμιτζήδες, παπουτσήδες, ραφτάδες. Συναθροίζουν Λογικές, Φυσικές, Ευκλείδην και έτερα Μαθηματικά και τα ρίπτουν στις πυρές. Οι φλόγες αντιφέγγισαν στα πρόσωπά τους, όχι όμως το φως μα τα σκοτάδια. Μου ζήτησαν να ομολογήσω, ότι παρεκινήθην από σατανικήν συνεργίαν, εθελοκακίαν και φρενοβλάβειαν και να τα αναθεματίσω ως δυσσεβή και γέμοντα πάσης βλασφημίας και ότι ουδέποτε πλέον θα διδάξω, ειδάλλως θα είμαι υπόδικος τω αιωνίω αναθέματι - 30 Νοεμβρίου 1723»
Το 1793 αφορίζεται ο Χριστόδουλος Παμπλέκης. Ο Αθανάσιος Ψαλλίδας κατηγορήθηκε για αθεΐα, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος καταγγέλθηκε «για αθεϊστικό ορθολογισμό»
Στις αρχές του 19ου αιώνα το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως φροντίζει ώστε να κλείσουν ελληνικά σχολεία στη Σμύρνη, στις Κυδωνίες, στο Αϊβαλί, στη Μυτιλήνη και στη Χίο, κατηγορώντας τους διδάσκοντες πως είναι οπαδοί του Διαφωτισμού. Βιβλία «επικίνδυνων» λογίων συγκεντρώνονται και καίγονται στην αυλή του Πατριαρχείου.
Το 1819, ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ με εγκύκλιό του καταφέρεται ενάντια στην «καταφρόνηση» που κατ’ αυτόν επιδεικνύεται στη διδασκαλία της Γραμματικής και της Θεολογίας και η οποία προέρχεται από την ολοκληρωτική αφοσίωση μαθητών και διδασκάλων στα Μαθηματικά και τις Επιστήμες. Καταγγέλλει , επίσης, την « αδιαφορία εις τας παραδεδομένας νηστείας, προκύπτουσα εκ τινών διεφθαρμένων ανδραρίων, τα οποία καθώς τα ζιζάνια μεταξύ του καθαρού σίτου, ούτω και αυτά μεταξύ των πεπαιδευμένων του Γένους ανεφύησαν, πλανώμενα υφ’αυτών και πλανώντα τους αφελεστέρους και απεριφράκτους την διάνοιαν»
Το 1821 με εγκύκλιο του πατριαρχείου διατάσσεται η παύση - ως διδασκόντων στα σχολεία που διδάσκουν - του Κ.Κούμα, του Βενιαμίν Λεσβίου, του Θεόφιλου Καΐρη, του Νεόφυτου Βάμβα και άλλων
Η Εκκλησία απέναντι στην Επανάσταση
Ίσως, μετά από όσα προαναφέρθηκαν, να είναι περιττή μια τέτοια παράγραφος. Θεωρούμε όμως πως είναι χρήσιμο να συνοψίσουμε το χρονολόγιο των χαρακτηριστικών αντεπαναστατικών ενεργειών του Πατριαρχείου
Όπως προαναφέραμε, η κίνηση του Μωάμεθ να διατηρήσει το πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, αποδείχθηκε εξαιρετικά ευφυής καθώς με τον τρόπο αυτό μπόρεσε να εξασφαλίσει αιώνες υποταγής των χριστιανών στο Πατριαρχείο και κατ’ επέκταση στο Σουλτάνο.
Όπως αναφέρει ο Δημήτρης Φωτιάδης: « Η πολυπόθητη λευτεριά άργησε πάρα πολύ να έλθη, γιατί το πατριαρχικο-φαναριώτικο κράτος κατέπνιγε κάθε ελευθερωτική πνοή με αφορισμούς, αρές, κατάρες και διαβρώσεις μέσω πολυπληθών ρασοφόρων του, και ιδιαίτερα των αργόσχολων καλογέρων του, εκτός από το “σφάξε με αγά μου, για ν’ αγιάσω”. »
Υπήρξαν βέβαια κάποιες εξαιρέσεις, όπως ο Σεραφείμ ο Β’ , ο οποίος βρέθηκε γύρω στα 1760 να περιπλέει το Αιγαίο πάνω σε ρωσικό πλοίο προτρέποντας τους χριστιανούς να εξεγερθούν στο πλευρό των Ρώσων. Φυσικά καθαιρέθηκε από τη θέση του για να επανέλθει η τάξη
Το 1768 η Οθωμανική αυτοκρατορία βρίσκεται σε πόλεμο με τη Ρωσία. Ο πατριάρχης Θεοδόσιος Β’ στέλνει παραινετικές εγκυκλίους στους χριστιανούς καλώντας τους να μην επαναστατήσουν τασσόμενοι στο πλευρό των ομόδοξων Ρώσων.
Το 1774 υπογράφεται η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, με την οποία ο Σουλτάνος αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι της Ρωσίας να προστατεύει τη θρησκευτική πίστη και τους τόπους λατρείας των χριστιανών. Το 1787, όμως, ξεσπά νέος πόλεμος μεταξύ των Τούρκων και των Ρώσων. Στον πόλεμο αυτό, η Εκκλησία καλείται από το Σουλτάνο να αφοπλίσει από τη μια τους χριστιανούς και από την άλλη να στρατολογήσει χιλιάδες χριστιανούς για να επανδρώσουν τον Οθωμανικό στόλο
Το 1798 ο Σουλτάνος κηρύσσει τον πόλεμο στη Γαλλία. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, συνεπικουρώντας, στέλνει εγκυκλίους προς το πιστούς – και αυτούς που βρίσκονται εντός της Αυτοκρατορίας αλλά και προς τους Επτανήσιους – με τις οποίες τους συμβουλεύει να μη δελεαστούν με τις επαναστατικές ιδέες που οδηγούν στην αθεΐα και τις οποίες προβάλλουν οι Γάλλοι και τους καλεί να μη συμπράξουν με αυτούς
Το 1799, ο προσωρινός διάδοχος του Γρηγορίου του Ε’ , Νεόφυτος ο Ζ’, (ο Γρηγόριος διετέλεσε τρεις φορές Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, 1797-1798, 1806-1808 και 1818-1821) αποστέλλει νέες εγκυκλίους με τοις οποίες ζητά από τους χριστιανούς να αντισταθούν και να απορρίψουν τα «εξωλέστατα βιβλία», τα οποία πράκτορες των Γάλλων διακινούν «διερεθίζοντες τους απλουστέρους των χριστιανών»
Το 1801, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων στέλνει επιστολή προς τους κατοίκους της Πάργας και τους καλεί να μη δίνουν καμία βοήθεια στους κυνηγημένους Σουλιώτες. Αν το κάνουν, ο ίδιος θα ζητήσει από τον Αλή Πασά να τους συγχωρήσει. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως λέει, το κρίμα να πέσει στο λαιμό τους και σ’ αυτόν αλλά και στον άλλον κόσμο. Βλέπουμε ξανά την επίκληση του «άλλου κόσμου» από την Εκκλησία ως φόβητρο και ως όργανο επιβολής
«Ευγενείς προεστώτες και λοιποί κάτοικοι της Πάργας, σας εύχομαι και σας ευλογώ πατρικώς.
… Ένας καλός και άγρυπνος ποιμήν χρεωστεί να προφυλάττη πάντοτε τα πρόβατά του από κρημνούς, βράχους και άγρια θηρία, και τότε τα κερδίζει και τα χαίρεται· και εγώ λοιπόν ως καλός ποιμήν των λογικών μου προβάτων χρεωστώ να προφυλάττω αυτά πάντοτε από πάσαν βλάβην και απώλειαν· και άλλοτε σας έγραψα, και προφορικώς, όταν απέρασα από την πατρίδα σας, ωμίλησα και σας εσυμβούλευσα πνευματικώς και πατρικώς να τραβήξετε χέρι από τους Σουλιώτας, να μη τους δίδετε καμμίαν βοήθειαν, ούτε εις τον τόπον σας να τους δέχησθε, επειδή είναι κακούργοι και φερμανλίδες (= επικηρυγμένοι) από το δοβλέτι, και όποιος δέχεται τοιούτους κακούργους πίπτει και αυτός εις την ιδίαν οργήν του υψηλού δοβλετίου, και εις το τέλος αφανίζεται από το πρόσωπον της γης.
… Σεις όμως, η από ανοησίαν σας η ισχυρογνωμίαν σας η ξένας κακάς συμβουλάς παρακινούμενοι, δεν εδώκατέ ποτε ακρόασιν και κλίσιν εις τας πατρικάς και σωτηριώδεις δια την πατρίδα σας νουθεσίας μου· ακούτε και ακολουθάτε, ως μανθάνω, τας συμβουλάς του Περραιβού, ο οποίος σας απατά, δεν ηξεύρετε, ότι αυτός με κάποιον Ρήγαν Θεσσαλόν και άλλους μερικούς παρομοίους λογιωτάτους συνεννοημένοι με τους Φραντζέζους εσκόπευον να κάμνουν επανάστασιν κατά του κραταιοτάτου Σουλτάνου; Αλλʼ ο μεγαλοδύναμος θεός τους επαίδευσε κατά τας πράξεις των με τον θάνατον, οπού τους έπρεπε, μόνος δε ο Περραιβός εσώθη δια τας ιδικάς σας αμαρτίας· λοιπόν, αν θέλητε την σωτηρίαν και ευτυχίαν σας, τραβάτε χέρι, ως προείπα, από την φιλίαν των Σουλιωτών και συμβουλάς του Περραιβού, και ζητήσατε το γρηγορώτερον την χάριν και σκέπην του υψηλοτάτου Βεζύρη, την οποίαν ελπίζω να την λάβετε, επειδή, όταν ιδώ την μετάνοιάν σας, θέλει προσπέσω εις τα γόνατά του να τον παρακαλέσω να συγχωρήση τα απερασμένα σφάλματά σας, οπού αρνηθήκατε την συμφωνίαν οπού εκάμετε με την υψηλότητά του, και είμαι βέβαιος ότι δεν θα πέση κάτω ο ριτζάς μου (=η διαταγή μου)· εάν όμως μείνητε αμετανόητοι, καθώς έως τώρα, τότε ο Θεός μέλλει να σας παιδεύση δια την παρακοήν σας, και το κρίμα των φαμελιών σας ας ήναι εις τον λαιμόν σας και εις τούτον και εις τον άλλον κόσμον· εγώ το πνευματικόν και πατρικόν χρέος το έκαμα, όθεν δεν σας μένει πλέον κανένα παράπονον εναντίον μου και υγιαίνετε.
Ιωάννινα 1801, Ιουλίου 5.
Ιερόθεος Μητροπολίτης Ιωαννίνων
και εν Χριστώ ευχέτης
Το 1806, ο Πατριάρχης Καλλίνικος απειλεί με αφορισμό όποιον από τους κατοίκους του Μωριά βοηθούσε τους Κλέφτες και δεν τους κατέδιδε στους τοπικούς Οθωμανούς αξιωματούχους
Το 1821, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ αποκηρύσσει την Επανάσταση και αφορίζει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη
Η Εκκλησία σήμερα
Πολλοί λένε – και μάλλον δεν έχουν άδικο – πως τα τετρακόσια χρόνια κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνα για την καθυστέρηση της χώρας σε πολλά μέτωπα.
Αυτό που δεν λένε όμως, είναι πως ακόμη κουβαλάμε πάνω μας ένα μεγάλο βαρίδι – κατάλοιπο εκείνης της περιόδου - που μας εμποδίζει να προχωρήσουμε. Και αυτό δεν είναι άλλο από το καθυστερημένο και άφιλο ανώτατο ιερατείο της χώρας αυτής. Μια αλλόκοτη κυβερνητική οργάνωση προσκολλημένη στο Μεσαίωνα που με το πρόσχημα της διάδοσης μιας θρησκείας που γεννήθηκε με σύνθημα την αγάπη προς τον άνθρωπο και την ταπεινότητα, καταλήγει να κινείται σε ακριβώς αντίθετους δρόμους.
Ακόμη αφορίζουν, ακόμη περιφέρουν λείψανα επί πληρωμή αντί να τα αφήνουν στη γαλήνη τους, ακόμη μισούν τους αλλόθρησκους, αλλά και τους ίδιους τους ομόδοξους αν αυτοί δεν πειθαρχούν. Ακόμη και τώρα, με την πανδημία, αρνούνται να υπακούσουν σε κάποιους στοιχειώδεις κανόνες ασφαλείας πιστεύοντας πως ο Θεός τους, τους προστατεύει επιλεκτικά
Μεσαιωνικά βαρίδια σαν τον Άνθιμο Θεσσαλονίκης, σαν τον Αμβρόσιο Καλαβρύτων, σαν τον Σεραφείμ Πειραιά, παλιότερα τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, σήμερα τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Και φυσικά δεν ξεχνάμε τον Μητροπολίτη Φλώρινας Αυγουστίνο Καντιώτη, ο οποίος πριν από τριάντα μόλις χρόνια (το 1990) αφόρισε τον πιο αναγνωρισμένο Έλληνα σκηνοθέτη, το Θόδωρο Αγγελόπουλο και όλους τους συντελεστές της ταινίας "Το μετέωρο βήμα του πελαργού", ανάμεσα στους οποίους οι διάσημοι ηθοποιοί Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και Ζαν Μορό.
Αριστερά, οι τραγικοί ποιμένες και το ποίμνιό τους - Δεξιά, η ανακοίνωση του αφορισμού του σκηνοθέτη Θόδωρου Αγγελόπουλου
και όλων των συντελεστών της ταινίας "Το μετέωρο βήμα του πελαργού" από τον Μητροπολίτη Φλώρινας το 1990
Δεν μπορούμε να προσπεράσουμε την εκτίμηση του αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου για το Ρήγα Φεραίο, πως ήταν ένας επικίνδυνος ονειροπόλος. Στο βιβλίο του «Γρηγόριος Ε’ ο εθνάρχης της οδύνης» (εκδ. Αποστολική Διακονία ΑΘΗΝΑ 2004), ο πρώην αρχιεπίσκοπος γράφει:
«Ενεφανίσθη λοιπόν ένας οραματιστής, με πρόγραμμα επαναστατικό αλλά με βάσι τις αρχές της Γαλλικής Επαναστάσεως, που δεν άγγιζαν το μέγα πρόβλημα της υπόδουλης χώρας. Απεναντίας έσπερναν αναρχία και θεωρητική εξέγερσι. Κρινόμενος ο Ρήγας με τα μέτρα της εποχής του ήταν ένας επικίνδυνος ονειροπόλος. Η υπό στυγνή δουλεία Ελλάς είχε ανάγκη πολιτικής και όχι κοινωνικής επαναστάσεως.
Από τη στιγμή που ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι κήρυκές του πέταξαν πρόθυμα το ένδυμα της ταπεινότητας και φόρεσαν τα χρυσοποίκιλτα άμφια στεκόμενοι πάντα δίπλα σε αυτοκράτορες, σε Σουλτάνους και σε βασιλιάδες. Δίπλα στη χούντα του Μεταξά, δίπλα στους Ναζί, δίπλα στη χούντα των συνταγματαρχών, δίπλα στη Χρυσή Αυγή, δίπλα στους ανθρώπους του υποκόσμου, δίπλα σε όποιον απλά τους αφήνει να υπάρχουν "αναίτητοι, αφορολόγητοι και αδιάσειστοι"
Αριστερά, ο Αμβρόσιος Καλαβρύτων ανάμεσα στους καταδικασθέντες χρυσαυγίτες Λαγό και Παναγιώταρο - Δεξιά, ο επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου (Χανίων) Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης χαιρετά ναζιστικά, δίπλα στον δωσίλογο διοικητή Κρήτης Ιωάννη Πασσαδάκη και τον γερμανό στρατιωτικό διοικητή Κρήτης στρατηγό Μπρούνο Μπρόυερ.
Αριστερά, ο πατριάρχης Βαρθολομαίος αναγορεύει Άρχοντα του Οικουμενικού Θρόνου το Δημήτρη Μελισσανίδη
τιμώντας τον με το οφφίκιο του Άρχοντα Κουροπαλάτου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας (μη γελάτε, μιλάμε σοβαρά)
Δεξιά, ο Πειραιώς Σεραφείμ βραβεύει το Βαγγέλη Μαρινάκη για την προσφορά του στην ελληνική κοινωνία (μη γελάτε πάλι)
Πηγές
«Ιστορία του Νέου Ελληνισμού: 11ος – 18ος αιώνας», της Μαρία Ευθυμίου
«Η Εκκλησία στην Τουρκοκρατία», του Δημήτρη Αποστολόπουλου, από το συλλογικό έργο «Ιστορία των Ελλήνων», εκδόσεις ΔΟΜΗ
«Τα Ψιλά Γράμματα της Ιστορίας», του Θεόδωρου Παναγόπουλου, εκδόσεις ΕΝΑΛΙΟΣ
«Ελληνική Νομαρχία», Ανωνύμου του Έλληνος
«Το 1821 και η αλήθεια», του Γιάννη Σκαρίμπα, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ
«Πατριαρχικές business», του Μανόλη Πλούσου, από τον Ερανιστή, eranistis.net/wordpress
«Το άγνωστο ’21, οι μισές αλήθειες και η παραχάραξη της Ιστορίας», http://mavrioxia.blogspot.com/2013/03/21_24.html
«Οι πατριαρχικοί αφορισμοί Μπουμπουλίνας, Αρματολών, Σουλιωτών, …», https://www.freeinquiry.gr/articles/erevnes/oi-patriarxikoi-aforismoi-mpoympoylinas-armatolon-kakoyrgon-soylioton-klp/267.html
«η Εθνική αποκατάσταση του αφοριστή», Τάσου Κωστόπουλου https://www.efsyn.gr/themata/fantasma-tis-istorias/240628_i-ethniki-apokatastasi-toy-aforisti
«Η Πατρική Διδασκαλία», Μιχάλης Μιχαήλ https://dialogos.com.cy/i-patriki-didaskalia/
«Αλλαξοπατριαρχίες», https://roides.wordpress.com/2009/04/06/6apr09/
«Η διαπάλη του ελληνικού διαφωτισμού και της Εκκλησίας στα ύστερα προεπαναστατικά χρόνια», https://www.imerodromos.gr/i-diapali-toy-ellinikoy-diafotismoy-kai-tis-ekklisias-sta-ystera-proepanastatika-chronia-a/