Με αφορμή την πρόσφατη επέτειο της 28ης Οκτωβρίου και τις αναπόφευκτες αναφορές και τιμές στον ηρωϊκό και εντυπωσιακό αγώνα των Ελλήνων στρατιωτών στα βουνά της Πίνδου, δεν γίνεται να μη γεννάται η απορία για ποιο λόγο λείπει η ηγεσία του ελληνικού στρατού στο αλβανικό μέτωπο – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως αυτή του συνταγματάρχη Δαβάκη - από το ηρωϊκό αφήγημα του Ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41.
Και ο λόγος φαίνεται πως δεν είναι δεν είναι άλλος από τη μετέπειτα συνεργασία της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας με τους γερμανούς κατακτητές. Είναι χαρακτηριστικό πως στην πρώτη προδοτική κυβέρνηση συνεργατών των Γερμανών, συμμετείχαν οκτώ στρατηγοί που διοίκησαν μεγάλα τμήματα του ελληνικού στρατού στο αλβανικό και στο μακεδονικό μέτωπο, καθώς και δύο συνταγματάρχες.
Όπως σημειώνει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης στο έργο του «Οι δωσίλογοι»: “Η μεταπολεμική μνήμη επικεντρώθηκε στα κατορθώματα του ελληνικού στρατού στο αλβανικό μέτωπο, ενώ η συνεργασία των Ελλήνων στρατηγών με τους κατακτητές ξεχάστηκε πολύ γρήγορα”
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή
Η Ελλάδα ήταν η τελευταία χρονικά κατάκτηση των Γερμανών πριν αυτοί ξεκινήσουν τη μεγάλη εκστρατεία εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και ενώ είχαν κατακτήσει σχεδόν όλη την Ευρώπη. Στις κατακτημένες χώρες, οι Γερμανοί δεν επέβαλλαν ενιαίο μοντέλο διοίκησης, αλλά ακολούθησαν τρεις διαφορετικούς τύπους κυριαρχίας.
Ο πρώτος τύπος ήταν η προσάρτηση εδαφών στο γερμανικό κράτος, όπως συνέβη στην Αλσατία και στη Λωραίνη της Γαλλίας, στη δυτική Πολωνία, στο Λουξεμβούργο και σε τμήμα της Σλοβενίας
Ο δεύτερος τύπος κυριαρχίας ήταν η απευθείας στρατιωτική και πολιτική διοίκηση των κατεχόμενων εδαφών από Γερμανούς αξιωματούχους, χωρίς την παρουσία εθνικών μεσολαβητών. Έτσι διοικήθηκαν η Ολλανδία, το Βέλγιο, μεγάλο τμήμα της Γαλλίας και τα κατεχόμενα εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης (Ουκρανία, Λευκορωσία και Βαλτικές Χώρες)
Ο τρίτος τύπος κυριαρχίας ήταν μέσα από το διορισμό «εθνικών» κυβερνήσεων. Έτσι διοικήθηκε τμήμα της Γαλλίας (με την περιβόητη κυβέρνηση του Βισύ), η Νορβηγία, η Τσεχοσλοβακία, η Γιουγκοσλαβία και η Ελλάδα
Στην περίπτωση της Ελλάδας, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, σχηματίστηκαν τρεις ελληνικές κυβερνήσεις συνεργατών με τους Ναζί κατακτητές: του αντιστράτηγου Γεωργίου Τσολάκογλου (30/4/1941-2/12/1942), του καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου (2/12/1942-7/4/1943) και του πολιτικού Ιωάννη Ράλλη (7/4/1943-12/10/1944), πατέρα του μετέπειτα πρωθυπουργού και πολιτευτή της Νέας Δημοκρατίας Γεωργίου Ράλλη
(από την Εφημερίδα των Συντακτών)
Το ημερολόγιο δείχνει 27 Απριλίου του 1941. Έχουν περάσει έξι μήνες από την ιταλική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου του 1940 και τρεις εβδομάδες από τη γερμανική επίθεση της 6ης Απριλίου του 1941. Οι στρατοί εισβολής (γερμανικός, ιταλικός και βουλγαρικός) έχουν καταλάβει σχεδόν όλη τη χώρα, εκτός από την Πελοπόννησο και τα νησιά. Εκείνη ακριβώς την ημέρα, η Αθήνα παραδίδεται στους Γερμανούς και από το ελληνικό ραδιόφωνο των Αθηνών μεταδίδεται στη γερμανική γλώσσα το ακόλουθο μήνυμα προς τον Αδόλφο Χίτλερ:
“Προς τον Φύρερ και Καγκελάριον του Ράιχ, Βερολίνον
Φύρερ μου,
την 27 Απριλίου 1941 και ώραν 8.10 πρωϊνήν, εφθάσαμεν εις Αθήνας ως πρώτα γερμανικά στρατεύματα και την 8.45 υψώσαμε την γερμανικην σημαίαν επί της Ακροπόλεως και του Δημαρχείου
Χάιλ Μάιν Φύρερ
Ίλαρχος Γιακόμπι του 10ου Συντάγματος του Βραδεμβούργου και υπολοχαγός Ελσνίτς της 6ης Ορεινής Μεραρχίας”
Η παράδοση των Αθηνών γίνεται από τον υποστράτηγο Καβράκο ο οποίος, με την ιδιότητα του στρατιωτικού διοικητή των Αθηνών, παραδίδει την Αθήνα στους Γερμανούς κατακτητές και συγκεκριμένα στον συνταγματάρχη Χέρμαν φον Σέφεν.
Η παράδοση έγινε στο καφενείο «Παρθενών», στη συμβολή των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Κατά την παράδοση, ο στρατηγός ήταν ευδιάθετος, χαμογελούσε και επιχείρησε να… κεράσει και καφέ τους Γερμανούς αξιωματικούς, όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Το Βήμα» (24/04/2010), στο οποίο μιλά ο αυτόπτης μάρτυς της εποχής εκείνης, Μάρκος Γλεντζάκης, γιος του ιδιοκτήτη του καφενείου, Ανδρέα Γλεντζάκη. (Πηγή)
Για την Ιστορία, αξίζει να αναφέρουμε πως στην κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, ο στρατηγός Καβράκος ανέλαβε καθήκοντα γενικού διευθυντή της Πανελλήνιας Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών τον Ιούνιο 1941. Μαζί με άλλους 100 αξιωματικούς ανέλαβαν τη συγκέντρωση των σιτηρών της χώρας για τις ανάγκες των κατακτητών. Στα Δεκεμβριανά του 1944 συνελήφθη από την Πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ και εκτελέστηκε στον Υμηττό για δωσιλογισμό. Αξίζει να σημειωθεί πως στο Πικέρμι η μνήμη του τιμάται, με ένα δρόμο της πόλης να έχει πάρει το όνομά του
Ας επιστρέψουμε όμως στις κρίσιμες ημέρες της συνθηκολόγησης. Ήδη, από τις 9 Απριλίου είχε παραδοθεί το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) που είχε δώσει επί τρεις ημέρες σκληρές μάχες στα οχυρά της «γραμμής Μεταξά», στις 18 Απριλίου αυτοκτονούσε ο πρωθυπουργός Κορυζής, ενώ στις 20 Απριλίου ο αντιστράτηγος Τσολάκογλου, ως διοικητής της στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας, υπέγραφε την άνευ όρων παράδοση του στρατού της Αλβανίας στους Γερμανούς κόντρα στις διαταγές του βασιλιά, της κυβέρνησης και του αρχιστράτηγου Παπάγου που επιθυμούσαν τη συνέχεια του αγώνα, ώστε να προλάβουν τουλάχιστον οι βρετανικές δυνάμεις να αποχωρήσουν συντεταγμένα και να μην εγκλωβιστούν στην Ελλάδα
Όπως αποδεικνύεται από πλήθος πηγών, οι στρατηγοί του μετώπου επεδίωκαν επί ημέρες την παράκαμψη της κυβέρνησης και τη συνθηκολόγηση με τους Ναζί. Είναι χαρακτηριστική μία επιστολή του υποστράτηγου Μπάκου προς τον Γ.Τσολάκογλου, στην οποία αναφέρει μεταξύ άλλων και την πρόθεσή του για σχηματισμό πραξικοπηματικής κυβέρνησης υπό την προεδρίαν του Μητροπολίτη Ιωαννίνων (!) :
«Μεγάλο Σάββατο 19 Απριλίου 1941
Αγαπητέ Γιώργο,
όπως εμείναμε σύμφωνοι προ ολίγου εις το τηλέφωνο, σε εξουσιοδοτούμε και γώ και ο κ.
Δεμέστιχας ν΄αναλάβης ως αρχαιότερος την Διοίκησιν της Στρατιάς Ηπείρου και να έλθης εις συνθηκολόγησιν με τους Γερμανούς, διότι δεν πρέπει ν΄ανεχθώμεν να μας προδίδουν οι εν Αθήναις ανάλγητοι και αργυρώνητοι. Αλλ΄ ούτε πρέπει ν΄ανεχθώμεν το αίσχος να μας διοική ο ανόητος Κοτζιάς …
Ιδού πώς πρέπει να εξελιχθούν κατά σειράν τα γεγονότα:
1) Ανάληψιν της Διοιλήσεως της Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας υπό του Αντιστρατήγου
Τσολάκογλου και κοινοποίησις σχετικής διατάγης εις τα Σώματα Στρατού και Μεραρχίας , δι΄ης θα καθίστατο γνωστόν ότι θα ζητήση ανακωχήν παρά των Γερμανών.
2) Σχηματισμός Κυβερνήσεως ή Διευθυντηρίου εν Ιωαννίνοις ,υπό την προεδρίαν του Μητροπολίτου Ιωαννίνων και μέλη Τσολάκογλου, Δεμέστιχας, Μπάκος .
Αμέσως μετά , διάγγελμα προς τον Ελληνικόν Λαόν.
…….
Γιώργο, και πάλιν σ’ εξορκίζω να μη διστάσωμεν προ ουδενός….
(υπ.) Γεώργ. Μπάκος, Υποστράτηγος»
Πηγή : ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Κ. Σ. ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ ΑΝΤΙΣΤΡΑΤΗΓΟΥ Έτος Έκδοσης:1959 (Πηγή)
Ο Τσολάκογλου υπογράφει τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς
Αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση, στις 21 Απριλίου, εγκαταλείπουν την Αθήνα για την Κρήτη το ζεύγος των βασιλικών διαδόχων (Παύλος και Φρειδερίκη) μαζί με τα παιδιά τους, οι υπουργοί της κυβέρνησης, η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας και ένα πλήθος αξιωματούχων. Ενώ, στις 23 Απριλίου εγκαταλείπουν την Αθήνα ο βασιλιάς, ο νέος πρωθυπουργός Τσουδερός και ο Άγγλος πρέσβης
Στις 26 Απριλίου, ο Τσολάκογλου προτείνει στους Γερμανούς το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, προσφέροντάς τους «ένα δώρο εξ ουρανού», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών φον Ρίμπεντροπ, καθώς αυτό θα βοηθούσε τους Γερμανούς να πετύχουν την ομαλότερη δυνατή μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας στην κατοχική πραγματικότητα
Σχηματίζεται έτσι η πρώτη κυβέρνηση συνεργατών που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «κυβέρνηση στρατηγών» του ελληνοϊταλικού πολέμου, καθώς σε αυτήν συμμετείχαν οκτώ στρατηγοί που διοίκησαν μεγάλα τμήματα του ελληνικού στρατού στο αλβανικό και μακεδονικό μέτωπο. Συμμετείχαν επίσης δύο συνταγματάρχες
Αναλυτικότερα:
1. Ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, διοικητής Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας: Πρωθυπουργός
2. Ο αντιστράτηγος Παναγιώτης Δεμέστιχας, διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού: υπουργός Εσωτερικών
3. Ο αντιστράτηγος Σωτήριος Μουτούσης, διοικητής Πυροβολικού του Γ’ Σώματος Στρατού και της 13ης Μεραρχίας Πεζικού: υπουργός Σιδηροδρόμων και Αυτοκινήτων
4. Ο υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, διοικητής της 8ης Μεραρχίας Πεζικού: υπουργός Γεωργίας και Εργασίας
5. Ο υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος, διοικητής της 3ης Μεραρχίας Πεζικού και από τις Μαρτίου 1941 του Γ’ Σώματος Στρατού : υπουργός Εθνικής Αμύνης
6. Ο υποστράτηγος Νικόλαος Μάρκου, διοικητής της 6ης Μεραρχίας Πεζικού : υφυπουργός Δημόσιας Ασφάλειας
7. Ο υποστράτηγος Αναστάσιος Ρουσόπουλος, διοικητής της 17ης Μεραρχίας Πεζικού : υπουργός Εργασίας
8. Ο υποστράτηγος Νικόλαος Ρίζος-Ραγκαβής : υπουργός-διοικητής Μακεδονίας
Εκτός από τους παραπάνω στρατηγούς, στην κυβέρνηση συνεργασίας συμμετείχαν και δύο συνταγματάρχες και συγκεκριμένα οι
1. Ο συνταγματάρχης Δημήτριος Πολύζος, διοικητής του 10ου Συντάγματος Πεζικού: υπουργός Αγορανομίας και αργότερα Επισιτισμού
2. Ο συνταγματάρχης Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος, διοικητής της 15ης Μεραρχίας Πεζικού: αρχηγός Χωροφυλακής
Όπως γράφει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης: «Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση αποτέλεσε σημείο τομής για τον ελληνικό στρατό, τόσο ως προς την εικόνα του στην ελληνική κοινωνία όσο και για τις εξελίξεις στο εσωτερικό του. Διαχώρισε το τμήμα της ηγεσίας του, που συνεργάστηκε με τους κατακτητές, από τον ηρωϊκό αγώνα των στρατιωτών και των αξιωματικών, οι οποίοι συνέχισαν τον πόλεμο στελεχώνοντας τις αντιστασιακές οργανώσεις στο εσωτερικό της χώρας και τον ελληνικό στρατό στη Μέση Ανατολή [… ] Η μεταπολεμική μνήμη επικεντρώθηκε στα κατορθώματα του ελληνικού στρατού στο αλβανικό μέτωπο, ενώ η συνεργασία των Ελλήνων στρατηγών με τους κατακτητές ξεχάστηκε γρήγορα. Ήταν ένας τρόπος για να μην αμαυρωθεί το κύρος του ελληνικού στρατού»
Και βέβαια δε γίνεται κανείς να μην απορήσει για το τι είδους πατριωτισμός είναι αυτός που ωθεί ήρωες πολέμου να συνεργάζονται με τους εχθρούς-νικητές τους.
Ο Σόλωνας Γρηγοριάδης στο έργο του «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974», σε μια μετριοπαθή προσέγγισή του θεωρεί ότι κάποιοι από αυτούς ίσως κινήθηκαν θέλοντας να προφυλάξουν το στρατό και το λαό από την εξόντωση. Σίγουρα πάντως δεν κατάφεραν να προφυλάξουν το λαό από την πείνα του χειμώνα του 1941 που προκάλεσε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς. (Οι διάφορες εκτιμήσεις μιλούν για 100.000 έως τις 500.000 νεκρούς)
Όσο δε για το στρατό, είναι γεγονός πως οι κατοχικές κυβερνήσεις φρόντισαν με την παροχή συντάξεων, βαθμών, επιδομάτων, τροφίμων και με διορισμούς σε θέσεις ευθύνης του δημοσίου να δημιουργήσουν σχέσεις εξάρτησης και πατρονίας με μεγάλο τμήμα όσων Ελλήνων αξιωματικών παρέμειναν στη χώρα και δεν εντάχθηκαν στις αντιστασιακές οργανώσεις. Πολλοί από αυτούς τους αξιωματικούς δε, στελέχωσαν αργότερα τα Τάγματα Ασφαλείας
Και αν σε κάποιους από αυτούς τους στρατηγούς θα μπορούσε να καταλογιστεί το ελαφρυντικό της άγνοιας και της αφέλειας όπως στον υποστράτηγο Ρουσόπουλο, ο οποίος ύστερα από 45 ημέρες, παραιτήθηκε καταγγέλλοντας τους κατακτητές και φυλακίστηκε, για κάποιους άλλους στρατηγούς όμως, όπως ο υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος, τα δεδομένα είναι αμείλικτα.
Όπως γράφει ο άνθρωπος που τον γνώριζε καλύτερα από όλους, ο επιτελάρχης του στο Β’ Σώμα Στρατού, συνταγματάρχης τότε και αργότερα αρχηγός ΓΕΣ, Θρ. Τσακαλώτος στο βιβλίο του «40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδας» :
«Ο στρατηγός Μπάκος … μόνον έναν εχθρό έβλεπε, τους κομμουνιστάς. Τους δε Γερμανούς ως τους μόνους που μπορούσαν να τους εκμηδενίσουν. Γι αυτό ηθέλησε να κάμη εθελοντικά Σώματα υπό καταλλήλους διοικητάς για να σταλούν να πολεμήσουν εναντίον των Ρώσων… Έκαμε ειδική συγκέντρωσιν τότε, εις την οποία εκάλεσεν έναν αριθμόν συνταγματαρχών, υπηρετούντων εις το υπουργείον. Δεν είχον κληθή, έμαθα τον σκοπόν και μετέβην αυτόκλητος δια να αντιδράσω. Εξήγησε σαφέστατα την επιθυμίαν του και την πεποίθισίν του ότι όταν νικήση η Γερμανία, αυτό ( η αποστολή Σώματος στη Ρωσία ) θα είναι ένα επιχείρημα στα χέρια της Ελλάδος. Τον απέτρεψα με όλην μου την δύναμιν και ενθυμούμαι ακόμη την φράσιν που του είπα: “Προσέχετε, ο ελληνικός στρατός δεν συγχωρεί τοιαύτας αποφάσεις. Θα σηκωθούν και οι πέτρες ακόμη εναντίον εκείνων που θα τολμήσουν να πολεμήσουν εναντίον οιουδήποτε συμμάχου μας”. Με άκουσε, αλλά κατάλαβα πλέον ότι δεν μπορούσα να έχω εμπιστοσύνην εις την κρίσιν του»
Αποτελεί ευτύχημα για την Ελλάδα το γεγονός ότι οι προσπάθειες του Μπάκου για τη συγκρότηση της «Κυανόλευκης Μεραρχίας» που θα πολεμούσε στο πλευρό της Βέρμαχτ εναντίον του Κόκκινου Στρατού δεν ευοδώθηκαν. Γιατί, όπως γράφει ο Σόλωνας Γρηγοριάδης : «…αν είχε υλοποιηθεί η πρόθεση του Μπάκου, θα αποτελούσε στίγμα για την Ελλάδα, που στην πράξη θα μεταβαλλόταν σε θαυμαστό επιχείρημα στα χέρια αυτών που, είτε απλά ως επικριτές είτε ως διεκδικητές, θα είχαν συμφέρον να επιζητούν μείωση των ελληνικών αξιώσεων»
Ήταν αυτός ακριβώς ο αντικομμουνισμός των στρατιωτικών και των πολιτικών συνεργατών της Χούντας που κινούσε τις πράξεις τους και αποκάλυπτε πως ο πατριωτισμός τους ήταν πολύ ελαστικός. Τόσο ελαστικός που να φτάνουν στο σημείο να θεωρούν τους Γερμανούς κατακτητές ως συμμάχους τους στον πόλεμο εναντίον των κομμουνιστών (!)
Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του συνταγματάρχη και διοικητή Πελοποννήσου Διονύσιου Παπαδόγκωνα, ο οποίος στις 20 Ιουνίου του 1944 σε ομιλία του στο χώρο του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη έλεγε: «Εάν δεν παταχθή αποτελεσματικώς η πολυκέφαλος αυτή Λερναία ύδρα του Κομμουνισμού η φυλή μας διατρέχει κίνδυνον να εξαφανισθή. Επιβάλλεται σήμερον άμεσος και ειλικρινής συνεργασία μετά του Γερμανικού Στρατού Κατοχής προς επαναφοράν της Τάξεως […] δεν νομίζω ότι πρέπει να θεωρώμεν ως εχθρόν το γερμανικό έθνος […] Πρέπει να είμεθα ευγνώμονες διότι η Γερμανία μας παρέχει τα μέσα και ο γερμανικός στρατός μάχεται μαζί με τα ιδικά μας τμήματα εναντίον των απισίων εγκληματιών μπολσεβίκων. Δύναται τις να φαντασθή τι θα συνέβαινεν εάν δεν έδιδεν η Γερμανία εις ημάς όπλα και μίαν ημέραν απεσύρετο ο γερμανικός στρατός από τας πόλεις μας; Δεν θέλω ούτε να το σκεφθώ […] Προσκαλώ πάντας να αναφωνήσωμεν: “Κάτω ο μπολσεβικισμός. Ζήτω η Ελλάς. Ζήτω το ανδρείον γερμανικόν έθνος”»
Από τους στρατηγούς της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης, ο Μπάκος δεν πρόλαβε να δικαστεί, καθώς συνελήφθη στα Δεκεμβριανά του 1944 από αντάρτες του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Εκτελέστηκε από τους αντάρτες του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ στις 6 Ιανουαρίου 1945 στο χωριό Κρώρα Βοιωτίας
Οι υπόλοιποι στρατιωτικοί δικάστηκαν στις 21.2.1945, στη δίκη των δωσίλογων πρωθυπουργών και υπουργών και τιμωρήθηκαν με ποινές ασύμμετρα ελαφρές σε σχέση με τη βαρύτητα των πράξεών τους. Ποινές, οι οποίες στη συνέχεια μετριάστηκαν ακόμη περισσότερο με αποτέλεσμα να αποφυλακιστούν όλοι μετά από μερικά χρόνια με εξαίρεση τον Τσολάκογλου, ο οποίος πέθανε από λευχαιμία το 1948.
Πιο συγκεκριμένα,
Ο Γ. Τσολάκογλου, ενώ αρχικά είχε καταδικαστεί σε θάνατο, η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά. Έχοντας όμως προσβληθεί από λευχαιμία, νοσηλεύθηκε επί έναν χρόνο στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΝΙΜΤΣ), όπου και πέθανε στις 22 Μαΐου του 1948
Ο Π. Δεμέστιχας καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια φυλάκιση, αποφυλακίστηκε όμως το 1951 με Βασιλικό Διάταγμα.
Ο Σ. Μουτούσης καταδικάστηκε σε φυλάκιση 11 ετών, αποφυλακίστηκε όμως το 1951 με Βασιλικό Διάταγμα.
Ο Χ. Κατσιμήτρος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5,5 ετών, αποφυλακίστηκε όμως το 1951 με Βασιλικό Διάταγμα και το 1953 αποκαταστάθηκε αναδρομικά με επαναφορά στο βαθμό του Αντιστράτηγου εν αποστρατεία, με όλες τις απολαβές και τις διακρίσεις του.
Ο Δ. Πολύζος, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5,5 ετών
Την επόμενη μέρα από την έκδοση της δικαστικής απόφασης, στο κύριο άρθρο της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (φύλλο της 1ης Ιουνίου 1945), αναφέρονται τα εξής
« Εντός εκατόν ακριβώς ημερών η ελληνική δικαιοσύνη απέδειξεν ότι δεν έχει καμμίαν επαφήν με το λαϊκόν αίσθημα επί του προβλήματος της τιμωρίας των δοσίλογων κυβερνητών της Κατοχής .
Η απόφασίς της θ’ αποτελή εσαεί την ευγλωττοτέραν προτροπήν προς την εθνικήν προδοσίαν.
Είθε ποτέ άλλοτε να μη δουλωθή αυτή η χώρα.
Αν όμως μέσα εις των αιώνων τον ρουν δοκιμάση και άλλοτε το πικρόν ποτήριον της δουλείας, τότε όλοι οι Έλληνες θα είναι προδόται.
Ο λαός, ο οποίος βλέπει πολύ απλά τα πράγματα, ανέμενεν ότι έκαστος εκ των κατηγορουμένων θα κατεδικάζετο 20.000 φοράς εις θάνατον
[…[ Και το δικαστήριον ένα μόνον εξ αυτών – και δύο ερήμην – ευρήκε να καταδικάση με την ποινήν που εξέτισαν αναιτίως 500.000 αθώων»