" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν Τίποτα παραπάνω από το ότι Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό Και από τους θεατές περιμένουμε Τουλάχιστον να ντρέπονται"
Το πανηγύρι της Eurovision έχει πολλές παραμέτρους που δεν μας ενδιαφέρουν καθόλου. Δεν μας ενδιαφέρει αν είναι ένα κιτς καρναβάλι, δεν μας ενδιαφέρει αν το ένα τραγούδι είναι χειρότερο από το άλλο, δεν μας ενδιαφέρει αν προωθεί woke ατζέντες, όπως του καταλογίζουν από τα ακροδεξιά έδρανα
Εμείς θα σταθούμε μόνο στην ελληνική συμμετοχή και όχι στο τραγούδι αυτό καθεαυτό, αλλά σε αυτό που προσπάθησε να μας πείσει ότι αντιπροσωπεύει και να διεγείρει με τον τρόπο αυτό το εθνικό μας φαντασιακό. Για να αποδείξει για μια ακόμη φορά ότι η ελληνική κοινωνία πουλάει τσάμπα μαγκιά από τη μία και υποκρισία από την άλλη
Ας τα πάρουμε όμως ένα-ένα
Τζάμπα μαγκιά
Αρχικά, όταν παρουσιάστηκε στο ελληνικό κοινό το τραγούδι, μας είπαν πως είναι ένα μοιρολόι εμπνευσμένο από τη γενοκτονία των Ποντίων. Αργότερα όμως, όταν τα νέα έφτασαν στα αυτιά της Τουρκίας που διαμαρτυρήθηκε πως πρόκειται για πολιτικό τραγούδι και μόλις αντιληφθήκαμε πως υπήρχε περίπτωση να αποκλειστούμε γι αυτό το λόγο από το διαγωνισμό, ανακρούσαμε πρύμνα και κάναμε τον Κινέζο. Είπαμε πως το τραγούδι μιλά για την προσφυγιά και τον ξεριζωμό γενικά και αόριστα, αποτυπώνοντας την οδύνη του αποχωρισμού και την πίκρα της ξενιτιάς, μέσα από τη μάνα που αποχωρίζεται από το παιδί της, το τζιβαέρι της
Παρεμπιμπτόντως η λέξη «τζιβαέρι» που ακούγεται πολλές φορές στο τραγούδι είναι τούρκικη λέξη που σημαίνει πολύτιμος λίθος ή κόσμημα, υποδηλώνοντας μεταφορικά κάτι πολύτιμο, όπως ένα αγαπημένο πρόσωπο.
Ακόμη και ο Παύλος Μαρινάκης έσπευσε να καθησυχάσει τις τούρκικες ανησυχίες λέγοντας πως « Η διαδικασία επιλογής και υποβολής υποψηφιοτήτων (για τη Eurovision) δεν έχει να κάνει με πολιτικές σκοπιμότητες. Ήταν η ενισχυμένη ψήφος κοινού σε μία εντελώς μουσική διαδικασία και όχι σε πολιτικό διαγωνισμό. Οι στίχοι του τραγουδιού δεν έχουν καμία προσβλητική αναφορά έναντι οποιουδήποτε, ούτε κάνουν μνεία ιστορικών γεγονότων».
Μόλις λοιπόν μας πήρανε χαμπάρι, εμείς κάναμε άτακτη υποχώρηση. Γνωστή τακτική. Η παροιμιώδης ελληνική γενναιότητα έγινε φύλλο και φτερό μπροστά στο φόβο του αποκλεισμού.
«Γενοκτονία των Ποντίων» και λεονταρισμοί για εσωτερική κατανάλωση προς τέρψιν των νοσταλγών της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, για όσους παριστάνουν ότι θρηνούν για χαμένες πατρίδες, αλλά δεν βλέπουν ότι η σημερινή πατρίδα δεν έχει μέλλον και οι άνθρωποί της υποφέρουν, ενώ οι νέοι – όσοι μπορούν τουλάχιστον- την εγκαταλείπουν μαζικά
Αυτά προς τα έξω. Προς τα μέσα όμως «ξενιτιά και ξεριζωμός, χωρίς να γίνεται μνεία ιστορικών γεγονότων». Κάτι σαν το ανέκδοτο με το λαγό και το λιοντάρι για όποιον το ξέρει. Για όποιον δεν το ξέρει μπορεί να το διαβάσει εδώ σε μια κορυφαία ανάλυση της ελαφρότητας με την οποία ο νεοέλληνας πετάει κουβέντες στον αέρα χωρίς περισυλλογή και χωρίς καμία δέσμευση
Υποκρισία
Πάντως, είτε για «γενοκτονία των Ποντίων» μιλάει το τραγούδι είτε «για ξενιτιά και ξεριζωμό, γενικά και αόριστα» δεν γίνεται να μην πάει το μυαλό όποιου το τραγουδάει και όποιου παριστάνει ότι συμμερίζεται τον προβληματισμό του τραγουδιού, στη σύγχρονη γενοκτονία που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη Γάζα και στον ξεριζωμό των Παλαιστινίων από την πατρογονική τους γη
Και φυσικά δεν θα περιμέναμε από την Κλαυδία να φερθεί όπως η Μαρίνα Σάττι. Άλλωστε για να κάνει κανείς αυτό που έκανε η Μαρίνα – και μην το απαξιώνουν καθόλου οι απανταχού υπερεπαναστάτες, γιατί η Μαρίνα συγκέντρωσε πιο πολύ από όλους τους άλλους τα πυρά της Ισραηλινής αντιπροσωπείας – απαιτείται τσαγανό και αυτοπεποίθηση. Μια αυτοπεποίθηση που σε κάνει να μη λογαριάζεις τις πιθανές συνέπειες από έναν αποκλεισμό ή από μια χαμηλή κατάταξη στη βαθμολογία
Δεν περιμέναμε λοιπόν κάτι ηρωϊκό από την Κλαυδία. Ένα κορίτσι με μια καλή φωνή που πάλευε να αναδειχθεί μέσα από διάφορα talent show και που μέχρι τώρα τραγουδούσε σε νυχτερινά κέντρα άσματα λαϊκοπόπ υποκουλτούρας
Δεν περιμέναμε όμως και ότι θα φωτογραφιζόταν περιχαρής ανάμεσα από Ισραηλινές δημοσιογράφους
Ποια γενοκτονία λοιπόν και ποια εθνική υπερηφάνεια; Για εθνική ντροπή θα έπρεπε να μιλάμε σήμερα.