" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ

του Αλέξη Κροκιδά

 

Ένα πολύ σύντομο, κάπως τηλεγραφικό σχόλιο για την ανάρτηση του ψυχολόγου Αντώνη Ανδρουλιδάκη όπως την αναδημοσίευσε η Attica Voice.

Η επίκληση της "πραγματικής πραγματικότητας" (sic) μπροστά σε όντως άθλιες, εξόφθαλμες, συστηματικές (και συστημικές) απόπειρες διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, είναι κατανοητή μεν, πολιτικά αφελής δε.

Να το θέσουμε κάπως αφοριστικά εδώ. Η πραγματικότητα δεν είναι και δεν ήταν ποτέ στην ιστορία κοινωνικών σχηματισμών, αδιαμεσολάβητη από συγκεκριμένες σχέσεις και μηχανισμούς εξουσίας. Καμία επιστημολογία δεν μπορεί ανενόχλητη και ανέμελη να ανακαλύψει την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι πάντα-ήδη (always-already ή Γερμανιστί για όποιον το προτιμά, immer schon) διαστρεβλωμένη, πολιτικά διαμορφωμένη και υπό περαιτέρω διαμόρφωση. Χωρίς να ισοπεδώνουμε τις ιστορικές διαφορές, μπορούμε να διακρίνουμε από την αρχαία Αίγυπτο, την αρχαία Ελλάδα, την Ευρώπη του μεσαίωνα (που δεν υπήρχε ως τέτοια βέβαια) μέχρι τις μέρες μας, τους τρόπους με τους οποίους κατασκευάζεται η πραγματικότητα.

Δείτε, ας πούμε, τον ρόλο της εξουσίας της εκκλησίας τον 14ο αιώνα στο να τρομοκρατεί τον κόσμο την περίοδο της πανώλης. Θα σας πρότεινα επίσης να δείτε και το σχετικό απόσπασμα από τους Monty Python, καθώς και την συγκλονιστική ταινία του Ingmar Bergman “Η Έβδομη Σφραγίδα”

Ο Μαρξ και αργότερα ο Γκράμσι και αργότερα ο Αλτουσέρ, επεξεργάστηκαν την προβληματική, αλλά προσεγγιστικά χρήσιμη, έννοια της κυρίαρχης ιδεολογίας. Χωρίς να υπεισέλθουμε εδώ στην ενδιαφέρουσα Μαρξιστική βιβλιογραφία, και, για μένα τουλάχιστον, την πιο ενδιαφέρουσα αναρχική βιβλιογραφία, αρκεί ίσως να σημειώσουμε εδώ ότι το ολοκληρωτικό gaslighting στο οποίο αναφέρεται ο Ανδρουλιδάκης, δεν είναι κάτι καινούργιο. Δεν είναι εφεύρεση του καθάρματος Μητσοτάκη και των συνεργατών του.

Θα έπρεπε, φρονώ, να σταματήσουμε να επικαλούμαστε την "πραγματική πραγματικότητα" και να παλέψουμε πρωτίστως συλλογικά, όπως μπορεί ο καθένας, ακόμα και μοναχικά, για την δική μας εκδοχή της πραγματικότητας κι ας μη φοβόμαστε την έννοια "εκδοχή". Πρόκειται για πάλη, για σύγκρουση. Κοινωνική-πολιτική-ηθική.

Αν και προσωπικά λειτουργώ ως μοναχικότητα και το αναγνωρίζω ανεπιφύλακτα αυτό ως ένας είδος πολιτικής αναπηρίας, συμφωνώ με τον συγγραφέα ότι το πιο βασικό είναι το κάλεσμα που απευθύνει να συναντήσουμε τον διπλανό μας Άλλο "στην πορεία κοινωνικής και πολιτικής διαμόρφωσης ενός ακηδεμόνευτου κινήματος που θα μας απελευθερώσει."

Τα άλλα, περί διατήρησης μιας νηφάλιας και αμερόληπτης ματιάς της πραγματικότητας, τα θεωρώ ανακουφιστικά φύλλα συκής.

Αλέξης Κροκιδάς

Από το φίλο Αλέξη Κροκιδά, όπως δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών

 

«Η ποίησή μου-Πεζοποίηση γραμμένη σαν τηλεγράφημα-Η ψυχιατρική αγωγή μου πήρε τα σημεία στίξης- Αλλά μου άφησε μια παύλα-Από τότε-Η ποίησή μου και η γραφή μου-Τηλεγράφημα---- Οι ποιητικές μου συλλογές Καρουσέλ του Τσε Γκεβάρα-Εκδόσεις Οδού Πανός 2016 Το ''Κάθαρμα''-Εκδόσεις Οδού Πανός 2020-Μια ωραία πεταλούδα-Εικοσι πέντε πεζοποίηματα με τη συνοδεία μουσικής παρουσιασμένα στο Υutube από τον Απρίλιο του 2024 έως τον Σεπτέμβριο του 2024–Αφιερωμένα στα τοιχομάχα αδέρφια της Μητρόπολης»

Εδώ μπορείτε να γνωρίσετε κάπως, όπως, όσο μπορείτε, την πεζοποίηση της. //www.youtube.com/@AlhtisTsalahouri-1968>">https://www.youtube.com/@AlhtisTsalahouri-1968

Ακούστε την να ραπάρει τα πεζοποιήματα της. Η φωνή της μεσμερική. Σχεδόν ισοκρατική, σαν να κρατάει το ίσο σε Ηπειρώτικο μοιρολόι.

Κάποια μικρά αποσπάσματα εδώ. Τα εναποθέτω ευλαβικά.

«-Μπρονξ ιν αθενς-Βίντεο γκέιμ-Πόσους έφαγες στην πίστα-Ποιος σε σκότωσε στη μέση- Ένας άστεγος στον κάδο- Σκουπιδιαριάκο τον παίρνει-Τον πετάει σε ένα ίδρυμα-Θα το σκάσει μ’ ένα αστέρι-- Μπρονξ ιν Αθενς-Βίντεο γκέιμ--"

«Μια ωραία πεταλούδα-Μια ωραία πεταλούδα- Στον σκατόκοσμο που ζούσε- Κι ήταν όλα μια ψευτιά- Κόκκινες πιτσίλες λάμπουν-Κόκκινες πιτσίλες λάμπουν- - Στη λεπίδα που βαρά-Κι όλον τον καιρό γυρίζει-Όλον τον καιρό γυρίζει- Και λεπίδες χαιρετά-Κι όταν θα φανούν οι μπάτσοι πέφτει κάτω και ψοφά-Κι όταν φεύγουνε οι μπάτσοι-Ζωντανεύει και πετά- Μια ωραία πεταλούδα- Αιρ μαξ λερωμένα μ’ αίμα- Αιρ μαξ λερωμένα μ’ αίμα»

«Σεσημασμένοι-Μες σε κελί της πόλης είμαστε θαμμένοι-Κι εσύ μου λες πως θα την κάνουμε απ’ τη μάντρα-Ή με ελικόπτερο σαν τον Παλαιοκώστα- Να προσγειωθεί σε μια ταράτσα στην Κυψέλη- Μπορεί να φύγουμε ‘’σαν κύριοι’’ κι απ’ την πόρτα-“

Μέσα στην αφωνία μου, παρηγοριέμαι κάπως, σκεφτόμενος ότι το κατηγορούμενο είναι ένταλμα σύλληψης του υποκειμένου. Από σεβασμό και αγάπη στην Αλήτις Τσαλαχούρη, στον Ζαν Ζενέ, στον Ντοστογιέφσκι, στην Κατερίνα Γώγου, στην Μαργαρίτα Καραπάνου, στον Κίρκεγκορ, θα παραμείνω προς το παρόν σ’ αυτήν την αφωνία. Σχετική αφωνία, όχι απόλυτη.

Την ευχαριστώ βαθιά. Ίσως με μάθει την απόλυτη αφωνία. Αυτή που δεν κατάφερε να μου μάθει ο Βίτγκενσταϊν .“Whereof one cannot speak, thereof one must be silent”.

 

Το ελατήριο

Μαρτίου 19, 2025

του φίλου και συνεργάτη της Attica Voice, Αλέξη Κροκιδά

 

Η Καλαμάτα είναι γνωστή για τις ελιές της και την εξαιρετική κοκκινόφουντα με το ιδιαίτερο τερπενικό προφίλ, το κύριο άρωμα της οποίας είναι μια ισχυρή, διεισδυτική γήινη μυρωδιά ξύλου,η οποία συνοδεύεται από τόνους ρετσινιού/δέρματος και ήπια ευχάριστη γεύση λεμονιού και λάϊμ. Εγώ στην Καλαμάτα δεν έχω πάει και δεν πρόκειται να πάω ποτέ. Δεν μ' αρέσουν οι ελιές, ούτε το χασίς, ούτε η Πελοπόννησος. Εχω όμως μια πολύ αγαπημένη φίλη που κατάγεται από την Καλαμάτα, ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Δεν ξέρω γιατί το νομίζω, μάλλον θα μου το είπε κάποια στιγμή ή το φαντάστηκα. Δεν έχω ρωτήσει για να το επιβεβαιώσω.

Η φίλη μου είναι τρυφερή με και αφοσιωμένη στους ανθρώπους που αγαπάει, μόνο....μη τσαντιστεί, αν και, σκέφτομαι ότι η τσαντίλα της είναι πάντα εκεί, κάτι σαν μία αδιάλειπτη, σχεδόν υπόκωφη,  ζωογόνος δύναμη. Αν αυτή εξέλιπε, η φίλη μου θα εξέλιπε. Τέλος. Εξάλλου πιστεύω ότι η τεράστια αγάπη που έχει για τους αθρώπους, αυτούς που επιλέγει να αγαπήσει, πηγάζει από την αστείρευτη τσαντίλα της, την οποία προσπαθεί με διάφορους τρόπους, ενίοτε κωμικούς, ενίοτε συγκινητικούς, ενίοτε χημικούς, να ελέγξει. Δεν λέω να δαμάσει, γιατί αυτό, ευτυχώς, είναι αδύνατον. Μόνο να ελέγξει. Μου θυμίζει κάπως η φίλη μου τον ιδιότροπο Σοπενχάουερ, όχι φατσικά. 

Τον Σοπενχάουερ έτυχε να τον γνωρίζω πριν την γνωρίσω. Βέβαια το παρελθόν έχει αυτή την φανταστική ιδιότητα που γουστάρω πολύ. Μπορεί να αλλάξει από το παρόν κι αυτό συμβαίνει πολλές φορές χωρίς καν να το καταλαβαίνουμε. Μια τυχαία συνάντηση, μια κουβέντα, κάτι που συμβαίνει στο παρόν, μπορεί να με εμπνεύσει να γυρίσω πίσω σε κάτι που νόμιζα ότι ίσχυε και να το αναθεωρήσω, δηλαδή να το αλλάξω. Τόσο απλά. Ισως κιόλας το παρόν διαμορφώνει το παρελθόν και όχι το ανίθετο κι ας ωρύεται η φάρα των ψυχολόγων. Οσο για τις καταδικασμένες ψυχές που κατοικούν στον έκτο κύκλο της Κόλασης του Δάντη (Κάντο 10), η καταδίκη τους είναι να γνωρίζουν το μέλλον, αλλά όχι το παρόν. Συγκλονιστικό όσο και εξόχως διαστροφικό. 

Τέλος πάντων. Τον Ρόμπερτ Χουκ πάντως δεν τον ήξερα καθόλου. Δεν τον είχα καν ακουστά. Ντρέπομαι λίγο γιατί πρόκειται για μια εξέχουσα φυσογνωμία, κάτι σαν τον Μικελάντζελο της Αγγλίας. Όλοι γνωρίζουν τον Νεύτωνα και τους γαμο-νόμους του. Ελάχιστοι αυτόν και ίσως μόνο μέσα από το μπιφ που ειχε με τον Νεύτωνα, οι υποστηρικτές του οποίου έθαβαν τον Ρόμπερτ συστηματικά με τον πιο άθλιο τρόπο για αιώνες. Τον γνώρισα, κάπως, από την φίλη μου με αφορμή κάτι που είχε γράψει σε μία φίλη της και έτυχε να το διαβάσω. Γράφει με αδημονία, σαν να τσαντίζεται με την ίδια την γλώσσα. Σιχαίνεται την κομψότητα, τις πιρουέτες, τις υποκλίσεις, τα περίτεχνα σχήματα λόγου. Όπως σιχαίνεται την εξουσία. Ισως γι αυτό της αρέσει ο Μπουκόφσκι αν και ούτε αυτός δεν γλυτώνει από την τσαντίλα της. Αν δεν της αρέσει κάτι, θα του την πει, θα του υποδείξει λάθη που πρέπει να διορθώσει αμέσως, θα του πει τί εννοεί και τί δεν εννοεί. Κανένας δεν γλυτώνει.

Ο Ρόμπερτ Χουκ ίσως θα την εκτιμούσε ιδιαίτερα για το ατίθασο, διερευνητικό πνεύμα της που δεν χαμπαριάζει από αυθεντίες. Αν την γνώριζε βέβαια, ακόμα και τότε, μια εποχή (17ος αιώνας) στην Αγγλία όπου η πατριαρχική κοινωνία τιμωρούσε ανελέητα όποια γυναίκα τολμούσε να μη συμμορφωθεί. Δεν την γνώρισε τότε. Γνώρισα εγώ αυτόν, έχοντας την τύχη να γνωρίσω αυτή. Η πατριαρχία πάντως καλά κρατεί ακόμα, όπως και η μαλακία που προστατεύει τους προστάτες. Οπως έγραψε και η φίλη μου, κάτι σαν τηλεγραφικό corrigendum αφού είχε τελειώσει βιαστικά το μικρό της μήνυμα στη φίλη της "Ο κορέκτορας είναι μαλάκας, οπότε, τρέχουν = τα έχουν, νευραλγικό = νευραλγία"

Ιδού το μήνυμα της με τα δύο λάθη που διέπραξε ο μαλάκας ο κορέκτορας "Στο στρώμα μου, που είναι από το 2003 κάτι ελατηριάκια τρέχουν παίξει καθότι η ηλικία τους ανέρχεται στα 22 έτη...... και έχουν ζήσει πολλά.. και εκεί που μου πιέζουν την πλάτη ακριβώς στο σημείο της νευραλγικό μου, εγώ γυρνάω πλευρό και πάω σε σημεία που δεν έχει ελατήριο...εκτός από τις μέρες που γουστάρω να πονώ και κοιμάμαι πάνω από το γαμημένο ελατήριο εις γνώση μου."

Η ιστορία 22 ετών σε πέντε συγκλονιστικές γραμμές. Ο Μπουκόφσκι θα την λάτρευε κι ας του ζάλιζε τον πούτσο. Ο Προυστ θα πέταγε το χειρόγραφο του Αναζητωντας τον Χαμένο Χρόνο (καμμιά εξακοσαριά σελίδες) στο τζάκι του και δεν θα ξανάπιανε πέννα στο χέρι. Ο Ζαν Ζενέ θα την ερωτευόταν κι ας μη γούσταρε γυναίκες.

ακ

16/3/2025

 

ΥΓ: κι εδώ ο νόμος του Χουκ που ισχύει απόλυτα για τα ιδανικά ελατήρια : Fs = kx  , όπου F η δύναμη του ελατηρίου και x η γραμμική παραμόρφωση (η διαφορά μεταξύ αρχικής και τελικής θέσης), ενώ η σταθερά k είναι δείκτης της σκληρότητας του ελατηρίου.

Πάντως κάθε ελατήριο έχει κάποια όρια αντοχής τα οποία αν η δύναμη που ασκείται στο ελατήριο τα υπερβεί, αυτό θα παραμορφωθεί ή θα σπάσει. Επιπλέον, με την επαναλαμβανόμενη χρήση το υλικό χάνει τις ιδιότητές του λόγω μηχανικής κόπωσης και αν δεν αντικατασταθεί, θα σπάσει.

Over

Μαρτίου 15, 2025

Ο φίλος και συνεργάτης της Attica Voice, Αλέξης Κροκιδάς απέδωσε στα ελληνικά ένα ποιηματάκι αγνώστου Άγγλου ποιητή, που χρονολογείται στις 2 πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Το ύφος του είναι μάλλον παιδικό αλλά μέχρι την εποχή του τέλους του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο. Το ποίημα πιθανόν να γράφηκε νωρίτερα από το 1917 και ο ποιητής να χάθηκε σε κάποιο χαράκωμα, μεσούντος του "Μεγάλου Πολέμου" όπως τον αποκαλούσαν τότε, αλλά αυτό είναι κάτι που ίσως δεν μάθουμε ποτέ, όπως και την ταυτότητα του ποιητή

OVER

ήταν ένα μικρό πουλί
(έμοιαζε λίγο με τσαλαπετεινό, αλλά δεν ήταν)

είχε φάει ένα σκάλωμα
και κάθε πρωί
ανέβαινε
σε ένα ψηλό κλαδί
και τραγουδούσε (κάπως φωναχτά)

Μ' ακούει κανείς;
Αν μ' ακούει κανείς
ας μου απαντήσει
όβερ

(δεν ήταν τραγούδι αυτό,
πώς να το περιγράψει κανείς;
ας πούμε, ήταν κάτι σαν παράταιρο νανούρισμα,
ίσως διπλά παράταιρο
πρώτον γιατί τραγουδούσε πρωί πρωί
και δεύτερον γιατί τραγουδούσε φωναχτά
δεν είναι έτσι το νανούρισμα)

ήταν αυτό το μικρό πουλί
και κάπως αστείο
γιατί έπινε όλη τη νύχτα
(ουίσκια το χειμώνα
βότκες το καλοκαίρι
ενδιάμεσες εποχές δεν είχε
στο νησί που ζούσε
μόνο χειμώνα και καλοκαίρι)

και κάθε πρωί παραπατούσε
και παραπετούσε
(δεν χρειαζόταν πάντως να πετάξει μακριά ή ψηλά,
μόνο να φτάσει στο κλαδί του)

τέλος πάντων
προβλέψιμα όπως είναι αυτά τα πράγματα
ένα πρωί
καθώς τραγουδούσε το τραγούδι του
(που τραγούδι δεν ήταν ακριβώς)
πάνω στο κλαδί του
παραπάτησε κι έπεσε

δεν πρόλαβε να κάνει αυτό που κάνουν τα πουλιά
να πετάξει δηλαδή
και έπεσε στο έδαφος
κάτω από το δέντρο
μ' ενα μικρό γδούπο

ένα τσακάλι που περνούσε
το είδε
σταμάτησε και το ρώτησε
Τί έπαθες εσύ;

όβερ
απάντησε το πουλί
όβερ

όπως θες
μουρμούρισε το τσακάλι αδιάφορα

και το κανε μια χαψιά


Ανώνυμος Αγγλος ποιητής circa 1917

Αντιστάσεις στη βία της ψυχοθεραπείας. Αναδημοσιεύουμε ένα άρθρο του φίλου και συνεργάτη Αλέξη Κροκιδά, όπως αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών

 

Η επιτυχία της ιδεολογίας της λεγόμενης ψυχολογικής υποστήριξης δεν οφείλεται πρωτίστως στην άσκηση βίας, αν και η παρουσία της τελευταίας παραμένει πάντα ως ήσυχη αλλά τρομερή απειλή, αλλά στην γλυκιά σαγήνη και ταχυδακτυλουργική απάτη που διαμορφώνει υποκείμενα που πιστεύουν ότι είναι μοναδικά, αφού τα έχει αλέσει στον μύλο της ανταλλαξιμότητας και αντικαταστασιμότητας σαν να ήταν φτηνά εξαρτήματα στη διαδικασία παραγωγής.

Παραφράζοντας τον αφορισμό του δύστροπου φιλοσόφου της  Σχολής της Φρανκφούρτης Teodor Adorno «Nach Auschwitz, ein Gedicht zu schreiben, ist barbarisch”,   θα μπορούσαμε να πούμε: Μετά τις εκατόμβες στη Μεσόγειο, ανοιχτά της Πύλου, ανοιχτά της Λαμπεντούσα.... και αλλού... και αλλού... σε γη και θάλασσα, το να επιμένεις να προσφέρεις γραμμές τηλεφωνικής υποστήριξης, είναι βαρβαρότητα. Αλλά και δια ζώσης να ήταν, πάλι βαρβαρότητα θα ήταν. Η βαρβαρότητα του Ίδιου που κατασκευάζει τον Άλλο ως Άλλο για να τον εξολοθρεύσει, δηλαδή να τον εξημερώσει, δηλαδή να τον κάνει Ίδιο. Παραλλαγή και μετάλλαξη του “Wo Es war soll Ich werden”.  Εδώ δεν εκτυλίσσεται άραγε μια μορφή συμβολικής και επιστημονικής εξολόθρευσης που δεν αφήνει κανένα ίχνος προς ανίχνευση; Η θλίψη και η οργή πρέπει να καλυφθούν, έστω και με κακότεχνα φύλα συκής σαν αυτά που φιλοτέχνησε ο δύσμοιρος ζωγράφος Daniele da Volterra ο οποίος προσλήφθηκε μετά την Σύνοδο του Τρέντο για να καλύψει τα γεννητικά όργανα σε διάφορες φιγούρες του Michelangelo στην Capella Sistina.

Στο μεταξύ, κάποιοι θα συνεχίζουν να προσπαθούν να έρθουν ή να πάνε, αλλά δεν θα φτάσουν  ποτέ. Πνίγονται ή για να είμαστε κάπως πιο ακριβείς, δολοφονούνται. Μέσα από συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις πράξεων που φέρουν ανεξίτηλα το στίγμα μιας εκκωφαντικά σιωπηλής θεσμικής και υπερθεσμικής βίας.

NB: Με εικαστικούς όρους μιας εύκολης, ίσως και αγοραίας αλληγορίας, οι βιβλιογραφικές αναφορές / παραπομπές στο παρόν κείμενο θα μπορούσαν να αναπαρασταθούν σαν  άδεια πορτοκαλί σωσσίβια διασκορπισμένα άτακτα σε μία ακτή ή ίσως σαν μια άδεια επιφάνεια τσιμεντωμένη με τσιμέντο ταχείας στερεοποίησης. Προς το παρόν και εν αναμονή μίας σχετικής εικαστικής έκθεσης, θα παραμείνουν απούσες εδώ.

 

Όποιος δεν έχει κλάψει

Η αριστουργηματική νουβέλα του Αντον Τσέχοφ “Ο Θάλαμος Αριθμός 6” (Палата № 6) που δημοσιεύθηκε το 1892, μας προσφέρει μια ριζοσπαστική, δηλαδή άκρως συγκινητική απάντηση avant la lettre στο ερώτημα, Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε την ψυχική οδύνη του άλλου; Η απάντηση είναι, Δεν μπορούμε. Ούτε με τον θάνατο μας. Ο θάνατος του τρυφερού γιατρού Αντρέι Γιεφίμιτς Ράγκιν στον ψυχιατρικό θάλαμο 6, εκεί που συζητούσε με τον έγκλειστο «τρελό» Γκρόμοφ, μας το επιβεβαιώνει. Όποιος δεν έχει κλάψει διαβάζοντας τη νουβέλα, δεν θα έπρεπε να δουλεύει στο πεδίο της ψυχικής οδύνης. Όποιος έχει κλάψει, αλλά συνεχίζει να δουλεύει, δεν έχει κλάψει αρκετά. Ο Ρένος Παπαδόπουλος, του οποίου παρεμπιπτόντως το έργο τα τελευταία χρόνια φαίνεται να χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης, θα χαμογελούσε μάλλον ειρωνικά μ’ αυτόν τον «απλοϊκό» αφορισμό που αρνείται πεισματικά και ρομαντικά την πολυπλοκότητα. Λέει ο Ρένος, «Ρητορικά μιλώντας, υποστηρίζω πως το πρώτο θύμα του τραύματος είναι η πολυπλοκότητα».  Απαντούμε εδώ ρητορικά και αποφαντικά, Το πρώτο θύμα του τραύματος δεν είναι η πολυπλοκότητα, αλλά η συνταρακτική απλότητα της βαρβαρότητας. Ίσως επανέλθουμε σ’ αυτό. Αν δεν επανέλθουμε εμείς, θα επανέλθει η ίδια η βαρβαρότητα.

 

Ό,τι δεν με σκοτώνει....

Aus der Kriegsschule des Lebens. Was mich nicht umbringt, macht mich stärker (από το Λυκόφως των Θεών)

Όποιος επιζήσει, επέζησε. Αν επιζήσει, δεν μας ενδιαφέρει πώς και από τι επέζησε, μόνο ότι επέζησε, δηλαδή ότι άντεξε, ότι είναι ανθεκτικός. Καλούμαστε λοιπόν εμείς οι  επαγγελματίες ψυχοκοινωνικής υποστήριξης να αγκαλιάσουμε αυτή την ανθεκτικότητα και να δουλέψουμε, να συνεργαστούμε μ’ αυτή, χρησιμοποιώντας ό,τι εργαλεία έχουμε στην διάθεση μας, γραμμές, κύκλους, τρίγωνα, πλέγματα αντιξοοτήτων, ό,τι νάναι, αρκεί η οργή και η θλίψη όσων επέζησαν να γίνουν ένα μεγάλο ευχαριστώ προς τους σωτήρες, δηλαδή εμάς. Για όσους δεν επέζησαν εξάλλου, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.

 

Θα σας φροντίσουμε

Πάντως εμείς το μόνο που θέλουμε είναι να σας φροντίσουμε. Όσο περιμένετε. Γηγενείς και μετανάστες. Για σας τους τελευταίους, όσο περιμένετε για τα πολυπόθητα χαρτιά, προσωρινή άδεια παραμονής, ΑΜΚΑ, για κάποιο πιστοποιητικό ευαλωτότητας, για την πιστοποίηση ότι έχετε υποστεί βασανιστήρια σύμφωνα με το πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης, για έναν διερμηνέα, ένα ιατρικό ραντεβού (μα τί νομίζετε αλήθεια, ότι εμείς οι Έλληνες, τουλάχιστον όσοι από εμάς δεν έχουμε ιδιωτική ασφάλιση, δεν περιμένουμε μήνες για ένα ιατρικό ραντεβού στο Εθνικό Σύστημα Υγείας;) ίσως για την απέλασή σας πίσω στη χώρα από την οποία φύγατε με τα λιγοστά σας υπάρχοντα τυλιγμένα σε ένα σεντόνι, ή ίσως σε κάποια άλλη χώρα που εμείς ορίζουμε ως ασφαλή.

Για να είμαστε ειλικρινείς, μας το επιβάλλει η επιστήμη μας αυτό, όχι ακριβώς όσο περιμένετε, αλλά ακριβώς για να μάθετε να περιμένετε. Θα σας μάθουμε να περιμένετε. Να αντέχετε την αβεβαιότητα του Αύριο, την αβεβαιότητα του Τώρα. Έχουμε ένα αξιοθαύμαστο οπλοστάσιο για να το πετύχουμε. ‘Οπως και νάχει, θα σας φροντίσουμε, δηλαδή θα σας συμμορφώσουμε.

Υπομονή. Προ πάντων υπομονή. Ξέρετε, έχουμε κιόλας ένα πολύ δημοφιλές τραγούδι εδώ στην Ελλάδα που λέει “Υπομονή, Κάντε υπομονή Κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός, Κάντε υπομονή, Μια λεμονιά ανθίζει στη γειτονιά”... Υπομονή λοιπόν, υπομονή, υπομονή. Αυτό, όσον αφορά εσάς τους άλλους, τους ξένους, οι δικοί μας το ξέρουν ήδη αυτό το τραγουδάκι. Κι αν το ‘χουν ξεχάσει, θα τους το θυμίσουμε εμείς.

Εξάλλου η υπομονή είναι αρετή σε όλες τις κουλτούρες και θρησκείες του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Το ότι απευθύνεται πρωτίστως και διαχρονικά στης γης τους κολασμένους, τους αδύναμους, τους κατατρεγμένους, τους αποκλεισμένους, είναι μια άλλη ιστορία ή πολλές ανείπωτες ιστορίες. Εμείς ως  “ψ” επιστήμονες δεν ασχολούμαστε μ’ αυτές τις ιστοριούλες. Κάτι ακτιβιστές και αλληλέγγυοι που δεν σέβονται τις παραδόσεις, τα μουρμουρίζουν αυτά. Μην τους ακούτε. Μην ακούτε τις σειρήνες. Ακούστε εμάς. Έχουμε τον Ευρωπαϊκό ορθολογισμό με το μέρος μας. Εμείς μιλάμε επιστημονικά.

 

«Faire attendre: prérogative constante de tout pouvoir, "passe-temps” millénaire de l'humanité»

Η έννοια (όχι όπως την διατύπωσε έξοχα ο αγαπημένος Roland Barthes) αναπτύχθηκε και βαφτίστηκε «αργή βία» το 2011 από τον Rob Nixon στο βιβλίο του, Slow Violence and the Environmentalism of the Poor. Συνδέεται βέβαια στενά και γενεαλογικά, χωρίς να ταυτίζεται, με την έννοια της δομικής βίας που διατύπωσε και ανέπτυξε ο Νορβηγός κοινωνιολόγος Johan Vincent Galtung την δεκαετία του ‘60. Ίσως η καίρια διαφοροποίηση από την δομική βία, είναι το στοιχείο της χρονικότητας (temporality), μιας και τα αποτελέσματα της αργής βίας μπορεί να πάρουν ακόμα και γενιές να εμφανιστούν. Το ίδιο βέβαια θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ισχύει και για την δομική βία. Σε κάθε περίπτωση, η συνηθισμένη χρονική εγγύτητα μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος δεν ισχύει για τον τρόπο που λειτουργεί η αργή βία.

Για τα περαιτέρω, ας ανατρέξει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης στη σχετική βιβλιογραφία. Δεν θα το κάνουμε εμείς εδώ. Το είπαμε και πιο πάνω. Να μην επαναλαμβανόμαστε. Εκτός εάν θέλουμε να μιλήσουμε για την επανάληψη του τραύματος. Αλλά δεν θέλουμε. Ο φίλτατος ψυχαναλυτής Βασίλης Δημόπουλος μπορεί να επαναλαμβάνει «στον ψυχαναγκασμό της επανάληψης το άτομο επαναλαμβάνει το δυσάρεστο εμπρός στην απελπισία του από την έλλειψη ανάμνησης, με σκοπό την εκφόρτιση. Εδώ έχει ίσως θέση η μνήμη, όχι όμως η ανάμνηση».

Εμείς, μπροστά στην συνεχιζόμενη και επαναλαμβανόμενη απελπισία, δεν διαλέγουμε ούτε μνήμη ούτε ανάμνηση. Μόνο αντίσταση, αργή, άμεση, συνεχιζόμενη, απέναντι σε όποιον μας τραυματίζει, αλλά επίσης καίρια σε όποιον αποπειράται να εξημερώσει το τραύμα μας.

Ειρήσθω εν παρόδω, ότι η έννοια της δομικής όσο και της αργής βίας που εισάγει την διάσταση των «καθυστερημένων» αποτελεσμάτων ή ίσως μίας βραδυφλεγούς αιτιότητας, παραπέμπει στην Σπινοζική έννοια ότι η δομή ενυπάρχει στα αποτελέσματά της, όποτε κι αν αυτά εμφανιστούν ως τέτοια.

 

Δεν είναι πληγή για να θεραπευτεί

Τελειώνω εδώ μ’ ένα ανεκδοτάκι που άρεσε ιδιαίτερα στον Slavoj Zizek. Για το αδιάφορο ιστορικό, είναι η δεύτερη φορά που το δανείζομαι δημόσια.

The night before Jesus Christ was arrested and crucified, his followers started to worry — Christ was still a virgin; wouldn't it be nice to have him experience a little bit of pleasure before he dies? So they asked Mary Magdalene to go to the tent where Christ was resting and seduce him; Mary said she would do it gladly and went in, but five minutes later, she ran out screaming, terrified and furious. The followers asked her what went wrong, and she explained: "I slowly undressed, spread my legs and showed Christ my pussy; he looked at it, said 'What a terrible wound! It should be healed!' and gently put his palm on it."

 

Αλέξης Κροκιδάς, κοινωνιολόγος

Σελίδα 1 από 3

Youtube Playlists

youtube logo new

Χρήσιμα

farmakia

HOSPITAL

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.