Του Γιώργου Μπάλια
Η πανδημία του νέου κορωνοϊού (COVID-19) θεωρείται η μεγαλύτερη απειλή για τη δημόσια υγεία από το 1918, όταν ξέσπασε η πανδημία της γρίπης που μόλυνε το 1/3 περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού με απώλειες τουλάχιστον 50 εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές. Τα κρούσματα του COVID-19, αλλά και οι θάνατοι αυξάνονται εκθετικά, ενώ υπάρχει μεγάλη επιστημονική αβεβαιότητα για τις τελικές επιπτώσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Ίσως, καθώς είναι ανησυχητικές αυτές οι εκτιμήσεις, εκείνο που εμποτίζει με φόβο και παραλύει τις κοινωνίες είναι η αβεβαιότητα σχετικά με τις επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και, σε δεύτερο επίπεδο, στην οικονομία.
Η Ρύθμιση Κινδύνου
Για την πανδημία COVID-19 έχει αρχίσει, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας, μια συζήτηση στο χώρο των κοινωνικών επιστημών (ιδίως του δικαίου) αναφορικά με τον τρόπο αντιμετώπισής της και, κυρίως, με ό,τι έχει να κάνει με το μέτρο της «κοινωνικής αποστασιοποίησης». Αξίζει να σημειωθεί ότι η σημερινή υγειονομική κρίση, συγκρινόμενη με τις προηγούμενες όπως εκείνη του 2018 ή αυτές του SARS και MERS, έχει εντελώς ειδικότερα χαρακτηριστικά καθώς αναδύεται σε ένα κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο που είναι γνωστό στο χώρο της κοινωνικής θεωρίας ως κοινωνία της διακινδύνευσης.
Σύμφωνα με τον Ούλριχ Μπεκ, αυτή η έννοια περιγράφει μια φάση ανάπτυξης των σύγχρονων κοινωνιών, στην οποία οι κοινωνικοί, πολιτικοί και οικολογικοί κίνδυνοι που δημιουργούνται από την ορμητική καινοτόμο ώθηση, εκφεύγουν ολοένα και περισσότερο από τον έλεγχο και τους προστατευτικούς θεσμούς τους. Το κοινό -και καινοφανές- χαρακτηριστικό των εν λόγω κινδύνων είναι ο καθολικός, ο παγκόσμιος και ο μη αναστρέψιμος χαρακτήρας τους. Είναι καθολικοί διότι απειλούν όλα τα έμβια όντα, ανθρώπους, ζώα και φυτά. Είναι παγκόσμιοι διότι δεν γνωρίζουν ούτε γεωγραφικά ούτε πολιτικά όρια. Τέλος, είναι μη αναστρέψιμοι διότι οι επιπτώσεις τους εκτείνονται σε βάθος χρόνου και συνιστούν απειλή για τις επόμενες γενεές. Περαιτέρω, οι εν λόγω κίνδυνοι διαπερνούνται σε μεγάλο βαθμό από επιστημονική αβεβαιότητα (γνωρίζουμε αυτό που δεν γνωρίζουμε) ή από άγνοια (δεν γνωρίζουμε αυτό που δεν γνωρίζουμε».
Για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων δημιουργήθηκε ένα θεσμικό πλαίσιο, αυτό που ονομάστηκε Ρύθμιση Κινδύνου (Risk Regulation) και το οποίο αποτελεί ένα τρόπο διακυβέρνησης όπου συνυπάρχουν η επιστήμη, η πολιτική και το δίκαιο μέσα από μια διαρκή αλληλεπίδραση. Έτσι, στο εν λόγω πλαίσιο, η αντιμετώπιση ενός κινδύνου με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία του ανθρώπου γίνεται σε τρεις φάσεις δηλαδή σε εκείνη της επιστημονικής αξιολόγησης του κινδύνου, σε εκείνη της πολιτικής διαχείρισής του και τέλος στη φάση της επικοινωνίας του κινδύνου.
Δύο εκδοχές
Με βάση αυτό το ρυθμιστικό πλαίσιο αντιμετωπίστηκαν μέχρι τώρα μια σειρά τέτοιων κινδύνων, όπως οι τρελές αγελάδες, οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί, τα ορμονούχα κρέατα, η έκθεση στον αμίαντο. Να σημειωθεί ότι το ανωτέρω πλαίσιο καθορίζει, επίσης, τη θεσμική αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Θα πρέπει να τονιστεί ότι το ως άνω ρυθμιστικό πλαίσιο έχει δύο εκδοχές που συνιστούν δύο διακριτά παραδείγματα: το πρώτο στηρίζεται στην ποσοτικοποιημένη ανάλυση κόστους-οφέλους, σύμφωνα με την οποία η λήψη μέτρων επιτρέπεται όταν το κόστος τους είναι μικρότερο από το όφελος που προξενούν αυτά τα μέτρα στο περιβάλλον ή/και στην υγεία του ανθρώπου (πρόκειται για το κλασικό δίπολο οικονομία-περιβάλλον/υγεία, στο οποίο η προτεραιότητα δίνεται κατά βάση στην οικονομία).
Το δεύτερο παράδειγμα βρίσκεται στον αντίποδα του πρώτου και στηρίζεται στην αρχή της προφύλαξης. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα πρόληψης ακόμη και αν υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα όσον αφορά το υποστατό ή τις πιθανότητες επέλευσης μιας βλάβης. Η προκείμενη αρχή δεν απαιτεί ποσοτικοποιημένη ανάλυση κόστους-οφέλους για τη λήψη των μέτρων, αλλά τα τελευταία θα πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας δηλαδή να είναι τα αναγκαία και τα κατάλληλα μέτρα και να τελούν σε σχέση αναλογικότητας προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Εδώ η προτεραιότητα δίνεται στην προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου. Μάλιστα, το Δικαστήριο της ΕΕ θεωρεί ότι η υγεία του ανθρώπου έχει υπερέχουσα θέση έναντι της οικονομικής ελευθερίας, η δε αρχή της προφύλαξης θεωρείται γενική αρχή του δικαίου της ΕΕ και του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ, υπόθεση Tatar).
Το μέτρο της κοινωνικής αποστασιοποίησης
Ας έρθουμε τώρα στην εφαρμογή αυτού του θεσμικού πλαισίου στην υπόθεση της πανδημίας COVID-19. Στην παρούσα φάση, εξ αιτίας της έλλειψης εμβολίου, το βασικό μέτρο πρόληψης είναι η κοινωνική αποστασιοποίηση με τη μορφή κυρίως του περιορισμού στο σπίτι. Για να εξετάσουμε αν το μέτρο αυτό είναι αναγκαίο και κατάλληλο θα πρέπει να δούμε μερικές παραμέτρους, τις οποίες επικαλούνται οι αρμόδιες επιστημονικές ομάδες τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα. Να σημειωθεί ότι, τόσο στα κράτη μέλη της ΕΕ όσο και στις ΗΠΑ, οι επιστημονικές ομάδες που αξιολογούν τους κινδύνους της πανδημίας φαίνεται ότι διασφαλίζουν τις προβλεπόμενες απαιτήσεις, καθώς στηρίζονται στις αρχές της εμπειρογνωμοσύνης, της διαφάνειας και της ανεξαρτησίας. Άλλωστε, τουλάχιστον μέχρι τώρα, δεν εκφράστηκε κάποια εμπεριστατωμένη σχετική αιτίαση επ’ αυτού.
Στην επιστημονική κοινότητα έχουν αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης οι δύο βασικές επιλογές, δηλαδή αφενός η μη λήψη μέτρων και αφετέρου η λήψη μέτρων μετριασμού της διασποράς του ιού. Σύμφωνα με την αρμόδια, κοινά αποδεκτή, επιστημονική ομάδα του London Imperial College (Ferguson κλπ) η μη λήψη μέτρων θα είχε ως αποτέλεσμα την ανεξέλεγκτη εξάπλωση της πανδημίας που θα οδηγούσε σε μόλυνση έως και το 80% των πληθυσμών και, επιπλέον, σε θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους. Αντίθετα, η λήψη μέτρων (η κοινωνική αποστασιοποίηση και η καραντίνα για διάστημα τριών μηνών αρχομένων από το Μάρτιο) θα οδηγήσει σε μείωση κατά δύο τρίτα των περιπτώσεων που θα χρειάζονται νοσοκομειακή περίθαλψη με ό,τι θετικό αυτό συνεπάγεται σε ζωές και σε αποφυγή κόστους. Τα ευρήματα αυτά δεν αμφισβητήθηκαν από κανέναν μέχρι τώρα.
Ας έρθουμε τώρα στην αντίδραση των αρμόδιων πολιτικών οργάνων απέναντι στην κρίση. Όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ έλαβαν μέτρα τα οποία είχαν ένα κοινό παρονομαστή, αλλά και διαφοροποιήσεις τόσο αναφορικά με τη δεσμευτικότητα όσο και με το εύρος τους. Θα λέγαμε ότι κινήθηκαν στο πλαίσιο της αρχής της προφύλαξης, καθώς δε αυτή δεν επιβάλλει συγκεκριμένα μέτρα αλλά υποδεικνύει κατευθύνσεις, οι ως άνω διαφοροποιήσεις των μέτρων αντανακλώνται στον αριθμό των κρουσμάτων και των θανάτων. Δύο κράτη, όμως, οι ΗΠΑ και η Βρετανία είχαν, αρχικά, μια διαφορετική οπτική. Δεν έλαβαν μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης παρά μόνο όταν προέκυψε η αναμφισβήτητη απόδειξη ότι η μεταδοτικότητα του ιού είναι εξαιρετικά μεγάλη, οι δε επιπτώσεις του στην υγεία είχαν ήδη καταστεί προφανείς. Με άλλες λέξεις, τα δύο αυτά κράτη υιοθέτησαν, σε μια πρώτη φάση, την προσέγγιση της ποσοτικοποιημένης ανάλυσης κόστους-οφέλους, την οποία στη συνέχεια απέρριψαν αφού εντωμεταξύ επήλθαν τα γνωστά αρνητικά αποτελέσματα αναφορικά τόσο με τα κρούσματα όσο και με τους θανάτους.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η κοινωνική αποστασιοποίηση, σε όλα τα κράτη, λειτούργησε μέχρι τώρα απρόσκοπτα, όχι λόγω της νομικής δεσμευτικότητας του μέτρου, αλλά κυρίως λόγω του γνωστού ψυχολογικού μηχανισμού που θέτουν σε κίνηση οι πολίτες σε περιόδους ύπαρξης κινδύνων και ο οποίος είναι γνωστός ως «αποστροφή στις απώλειες». Με βάση αυτόν, οι πολίτες αποδέχονται τις πολιτικές εκείνες που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της μη απώλειας της υγείας ή της ζωής τους.
Για την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου
Υπο το φως των παραπάνω επισημάνσεων, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η διατυπωθείσα άποψη ότι, εν προκειμένω, η έλευση της υγειονομικής κρίσης συνυπάρχει με την αναχώρηση του δικαίου καθόσον πλήττονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες είναι, κατά πρώτο λόγο, ανεδαφική. Και τούτο διότι δεν λαμβάνει υπόψη της το παραπάνω θεσμικό πλαίσιο της Ρύθμισης του Κινδύνου, στο οποίο το μέτρο της κοινωνικής αποστασιοποίησης τελεί σε συνάρτηση με την επιστημονική εκτίμηση των κινδύνων και, ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο και κατάλληλο, κινείται δηλαδή στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας. Τα παραπάνω δεν θα ίσχυαν παρά μόνο αν υιοθετούταν η άποψη ότι τέτοιοι κίνδυνοι δεν υπάρχουν. Αυτό όμως, όπως προκύπτει από τα πραγματικά δεδομένα, δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Επομένως, με δικαιϊκούς όρους, πρόκειται για νόμιμο περιορισμό του δικαιώματος της συνάθροισης ή της οικονομικής ελευθερίας για να εξασφαλιστεί το έννομο αγαθό της δημόσιας υγείας (που, ας το θυμίσουμε, έχει υπερέχουσα θέση έναντι όλων των άλλων αγαθών στην ενωσιακή, και κατ’ επέκταση, στην εθνική έννομη τάξη).
Κατά δεύτερο λόγο, η ως άνω άποψη, καθίσταται άκρως προβληματική καθόσον η αναγωγή της οικονομικής ελευθερίας σε ισοδύναμο προς το δικαίωμα της προστασίας της υγείας μέγεθος, οδηγεί εκ των πραγμάτων στην υιοθέτηση της πρώτης εκδοχής του κανονιστικού πλαισίου της ρύθμισης του κινδύνου που στηρίζεται στην ανάλυση κόστους-οφέλους, δηλαδή στην σε τελική ανάλυση υποβάθμιση της προστασίας της ανθρώπινης υγείας. Πολλώ δε μάλλον που η εν λόγω άποψη συνοδεύεται και από την απολύτως στρεβλή ερμηνεία της αρχής της προφύλαξης, η οποία δήθεν επιβάλλει «στους κυβερνώντες να διαχειρίζονται την εξουσία με βάση τις στατιστικές και τις εκτιμήσεις των ειδικών και στους πολίτες να προσαρμόζουν τα δικαιώματά τους στις πολιτικές προστασίας των πρωτευόντων αγαθών της ζωής και της υγείας» (Ι. Καμτσίδου, «Εποχή», 5 Απριλίου 2020).
Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αρχή της προφύλαξης συνιστά, κατά γενική αναγνώριση, τη σημαντικότερη νομικοπολιτική αρχή για την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου. Μάλιστα, η αναγνώρισή της ως τέτοια είναι αποτέλεσμα διαρκών αγώνων των προοδευτικών και δημοκρατικών θεωρητικών και εφαρμοστών του δικαίου σε πλανητική κλίμακα. Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η τωρινή υγειονομική κρίση ώθησε τον σημαντικότερο πολέμιο της εν λόγω αρχής, τον διάσημο καθηγητή του Χάρβαρντ Κας Σάνστεϊν να παραδεχθεί ότι μόνο η εφαρμογή της θα συμβάλει στην απόκρουση της απειλής της πανδημίας.
Καταληκτικά, να τονίσουμε ότι διαχρονικά η αντιμετώπιση των υγειονομικών κρίσεων συνοδευόταν πάντοτε από τον αναγκαίο περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων (απαγόρευση μετακινήσεων, υποχρεωτικός εμβολιασμός κλπ) ο οποίος, βέβαια, δεν μπορεί παρά να έχει προσωρινό χαρακτήρα. Η μη αποδοχή αυτού του εύλογου περιορισμού οδηγεί σε ένα νομικισμό των δικαιωμάτων «στα παγωμένα νερά του εγωϊστικού υπολογισμού» (Μαρξ).
* Ο Γ. Μπάλιας είναι αναπληρωτής καθηγητής Περιβαλλοντικής Πολιτικής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΕΠΟΧΗ 11/4/2020