Είναι βέβαιο πως όλοι μας έχουμε τραγουδήσει - και πολλές φορές μάλιστα - το «Να’ τανε το ‘21». Ακόμη και τα πολύ νέα παιδιά το ξέρουν, καθώς το έχουν τραγουδήσει σε σχολικές γιορτές, χωρίς βέβαια ποτέ να μπουν στη διαδικασία να αποκωδικοποιήσουν το νόημα ενός προβληματικού τετράστιχου, το οποίο στην πρώτη έκδοση του τραγουδιού ήταν ακόμη πιο προβληματικό.
Αναφερόμαστε, φυσικά, στο τραγούδι «Να’τανε το 21», σε μουσική του Σταύρου Κουγιουμτζή και στίχους της Σώτιας Τσώτου, που κυκλοφόρησε το 1969 και καθιέρωσε τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Γιώργο Νταλάρα:
«Μου ξανάρχονται ένα ένα, χρόνια δοξασμένα
νάτανε το Εικοσιένα, νάρθει μια στιγμή
Να περνάω καβαλάρης, στο πλατύ τ’ αλώνι
και με τον Κολοκοτρώνη, να’πινα κρασί».
Και στο αμέσως επόμενο τετράστιχο :
«να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα
και το σπαθί του να βγάζει φωτιά
και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα
μια ομορφούλα αγκαλιά»
Γιατί όμως ο πολεμιστής πολεμάει με μια ομορφούλα αγκαλιά; Γιατί στην αρχική εκδοχή του τραγουδιού, η «ομορφούλα» ήταν «Τουρκοπούλα»; Και γιατί άλλαξε τελικά η λέξη;
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Τάσο Κωστόπουλο, σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών, οι φήμες της εποχής είχαν αποδώσει την αλλαγή της λέξης σε παρέμβαση της τουρκικής πρεσβείας, κάτι που και ο ίδιος ο Τάσος Κωστόπουλος είχε υιοθετήσει παλιότερα σε άρθρο του στον πάλαι ποτέ «Ιό» της Ελευθεροτυπίας. Όπως όμως ο ίδιος λέει σήμερα , το άνοιγμα των αρχείων της χουντικής λογοκρισίας καθώς και ένα άρθρο του ιστορικού Γιάννη Γκλαβίνα («Η προληπτική λογοκρισία στο τραγούδι την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών», περ. «Σύγχρονα Θέματα, τχ.153-154, σ. 18-27) ήρθαν να αμφισβητήσουν αυτή την εικόνα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή
Στις 15/1/1970 το «Έθνος» δημοσιεύει την παρακάτω είδηση: «Θα συνεχισθή ν’ ακούγεται από το ραδιόφωνο το “Νάτανε το 21”; Πληροφορούμεθα ότι εδόθη εντολή να μη μεταδίδεται, εφ’ όσον δεν απαλειφθούν ή αλλάξουν ορισμένες λέξεις ή φράσεις από τους στίχους – όπως λ.χ. “μια Τουρκοπούλα”»
Την επομένη, η «Μίνως Μάτσας & Υιός» στέλνει στην υπηρεσία λογοκρισίας την παρακάτω επιστολή:
«Αξιότιμοι Κύριοι
Αναφερόμενοι εις τον δίσκον μας, τον περιέχοντα το άσμα υπό τον τίτλον “Νάταν το 21”, το οποίον έχει εγκριθεί υπό του υμετέρου Υπουργείου […], έχομεν την τιμήν να σας γνωρίσωμεν ότι, συμμορφούμενοι προς την τηλεφωνικώς διαβιβασθείσαν ημίν εσχάτως εντολήν σας, απαλείψαμεν από τους στίχους του άσματος την λέξιν “Τουρκοπούλα” και την αντεκαταστήσαμεν διά της λέξεως “Ομορφούλα”.
Η αντικατάστασις αύτη κατέστη δυνατή διά της εκ νέου ηχογραφήσεως και αναπαραγωγής του περί ου ο λόγος δίσκου, τον οποίον –και μόνον αυτόν– θα πωλούμεν από τα κεντρικά καταστήματά μας από της μεθαύριον Δευτέρας 19ης Ιανουαρίου 1970, συμφώνως προς την αυτήν ως άνω εντολήν σας».
Σε δεύτερη επιστολή της εταιρείας, αναφέρεται πως:
«Οι κάτωθι υπογεγραμμένοι […] εκπροσωπούντες την Γραμμοφωνικήν Εταιρίαν ΕΜΙΑΛ […], δηλούμεν υπευθύνως ότι από της 19ης τρ[έχοντος] μηνός ο υπό της ημετέρας Εταιρίας κυκλοφορών δίσκος 7PG 3897, τίτλος: “ΝΑΤΑΝΕ ΤΟ 21”, θα πωλήται εις νέαν ηχογράφησιν. Εις την νέαν αύτην ηχογράφησιν, η λέξις “Τουρκοπούλα” έχει αντικατασταθεί διά της λέξεως “Ομορφούλα”, κατόπιν υποδείξεως της Υμετέρας Υπηρεσίας».
Στις 29/1/1970, το Έθνος γράφει:
«Είχαμε γράψει ότι επίκειται –κατόπιν υποδείξεως– αλλαγή στο θρυλικό πια “Νάτανε το ‘21”. Πράγματι, η “Τουρκοπούλα” κρίθηκε απηγορευμένη και αφηρέθη. Στην θέσι της η αθώα “Ομορφούλα”. Από δω και πέρα, λοιπόν, η κόπια των δίσκων διορθώθηκε»
Σύμφωνα με το συνθέτη Σταύρο Κουγιουμτζή:
«Στην αρχή είχαμε μια Τουρκοπούλα αγκαλιά και έγινε στην τότε κυβέρνηση μια παρατήρηση από τον Τούρκο πρόξενο, όπως είχα μάθει, και παρεξηγήθηκαν οι Τούρκοι, γι’ αυτό βάλαμε μετά μια ομορφούλα αγκαλιά» ( Σταύρος Κουγιουμτζής, «Χρόνια σαν βροχή», Αθήνα 2005)
Σύμφωνα, όμως, τον παραγωγό Μίνωα Μάτσα, οι λογοκριτές επικαλέστηκαν ενδεχόμενη τουρκική ενόχληση, δεν θεωρεί όμως δεδομένη την ύπαρξη σχετικού διαβήματος:
«Οι λογοκριτές της χούντας έπαθαν αναφυλαξία όταν άκουσαν πως θα βγάζαμε τραγούδι για έναν Έλληνα που έχει αγκαλιά μια Τουρκοπούλα! Μας είπαν οι ατρόμητοι στρατιωτικοί της χούντας ότι μπορεί να προκληθεί μέχρι και διπλωματικό επεισόδιο. Προκειμένου λοιπόν να μην παρεξηγηθούν τα ήθη των “φίλων Τούρκων”, καθώς μπορεί να πίστευαν ότι ο Έλληνας του τραγουδιού δεν θα έμενε μόνο σε μια αγκαλιά, αλλά θα συνέχιζε ακάθεκτος τις περιπτύξεις με την ευάλωτη Τουρκοπούλα, αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε την τελευταία στιγμή το στίχο και η “Τουρκοπούλα” έγινε τελικά “ομορφούλα”…» (Μάνος Μάτσας, «Πίσω απ’ τη μαρκίζα», Αθήνα 2014)
Εντελώς διαφορετική όμως εκτίμηση, κάνει δημοσίευμα της εποχής στην εφημερίδα «Μακεδονία» της 3/2/1970. Σύμφωνα με αυτό, η εξαφάνιση της «Τουρκοπούλας» αποδίδεται στην ανάγκη προστασίας όχι της τουρκικής εθνικής τιμής, αλλά της ελληνικής εθνικής:
«Εις το τόσον επιτυχές αυτό λαϊκόν τραγούδι υπάρχει και ένας στίχος που το κάμει να χωλαίνη και να προκαλή ακόμη και την αγανάκτησιν. Παρουσιάζει ένα πολεμιστήν να πολεμά στα κάστρα την νύκτα κάτω απ’ τ’ άστρα με μια Τουρκοπούλα αγκαλιά. Ο στιχουργός προσεπάθησε να γράψη ένα τραγούδι κατά τα σημερινά πρότυπα των λαϊκών τραγουδιών και δεν ελογάριασε ότι με τον στίχον του αυτόν προσέβαλλε τους αγωνιστάς που έκαμαν πόλεμον διά την ελευθερίαν, εις την πλήρη της λέξεως σημασίαν και όχι απλώς ερωτοπόλεμον. Οι φρόνιμοι άνθρωποι εξηγέρθησαν και ηκούσθησαν πλείσται όσαι διαμαρτυρίαι διά το άτοπον. Έτσι κατά τας εκπομπάς των σταθμών της τηλεοράσεως, προχθές Κυριακήν, που ηκούσθη δύο φοράς το τραγούδι αυτό, ο στίχος “μια τουρκοπούλα αγκαλιά” είχε μεταποιηθή εις “μια ομορφούλα αγκαλιά”. Και πάλιν όμως ο στίχος αυτός δεν έπαυσε να είναι υβριστικός διά τους Ελληνας του ’21, που εσκοτώνοντο διά το μέγα ιδεώδες που λέγεται ελευθερία και πατρίς. Ο στίχος πρέπει ν’ απαλειφθή πλήρως και ν’ αντικατασταθή με κάποιον άλλον, περισσότερον σύμφωνον με την ατμόσφαιραν του ’21. Δεν χρειάζεται, βέβαια, να προσθέσω τίποτε περισσότερον, διότι όλοι αντιλαμβάνονται ότι οι Ελληνες του ’21 εμάχοντο με την καρδιάν, την ψυχήν και κάθε των δύναμιν και όχι με γυναίκες αγκαλιά».
Το άνοιγμα των αρχείων της χουντικής λογοκρισίας έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό το δεύτερο σενάριο. Στο σχετικό φάκελο, περιέχεται ένα απόκομμα της παρακάτω επιστολής που δημοσιεύτηκε στην «Εστία» της 15/1/1970 με τίτλο «Βεβήλωσις του ’21!»:
«Κύριε Διευθυντά
Κυκλοφορεί κατ’ αυτάς, μεταδίδεται δε και από του ραδιοφώνου, μία “λαϊκή επιτυχία” που φέρει τον τίτλο “Νάταν το ’21”. Και δεν θα αναμένομεν, βεβαίως, από τοιούτου είδους δημιούργημα να περιέχει σοβαρούς στίχους. Ούτοι, όμως, πόρρω απέχουν από τας αηδίας περί “κρασιών”, “μπαξέδων” και …“μενεξέδων”, αι οποίαι περιλαμβάνονται εις αυτό και δίδουν την εντύπωσιν ότι το ηρωικόν Εικοσιένα διεξήγετο με το εορταστικόν πνεύμα μιας πανηγύρεως!
Το αποκορύφωμα δε της όλης αυτής πανδαισίας ευρίσκεται εις τους στίχους, οι οποίοι λέγουν:
“Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα
και το σπαθί μου να βγάζει φωτιά
και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα
μια Τουρκοπούλα αγκαλιά”.
Δεν εγνώριζεν, άραγε, ο λαϊκός στιχουργός ότι οι –κομμουνιστικόν αντάρτικο ενθυμίζοντες– τελευταίοι ούτοι στίχοι αναφέρονται εις κάτι (τας ερωτικάς σχέσεις την παραμονήν της μάχης και δη με …Τουρκοπούλαν) το οποίον εθεωρείτο ως ανοσιούργημα υπό εκείνων που διεξήγαγον τον μεγαλειώδη αγώνα της Εθνεγερσίας;
Και θα ηδύναντο, βεβαίως, μερικοί υπεραμυνόμενοι του τραγουδιού να είπουν ότι τα όσα περιέχει εγράφησαν ποιητική αδεία. Θα ηδυνάμεθα, όμως, και ημείς να ανταπαντήσωμεν ότι πάντα ταύτα τα αδεία (τουριστική ή άλλη), τα οποία μαστίζουν τον τόπον μας, θα μας οδηγήσουν τελικώς εις το σημείον του να νοθεύωμεν, να περιφρονώμεν και να διακωμωδώμεν τα στοιχεία εκείνα της εθνικής μας κληρονομίας που αποτελούν δόξαν διά το παρελθόν και φωτεινόν οδηγόν διά το μέλλον.
Αλλ’ η κυκλοφορία του εν λόγω δίσκου, πλην της αγανακτήσεως την οποίαν προκαλεί, ως προς το περιεχόμενον των στίχων του, οδηγεί και εις μίαν απορίαν: Δεν υπήρχε κάποια υπηρεσία του αρμοδίου υπουργείου, η οποία, πριν ή εγκρίνη τους στίχους της επιτυχίας, να διέκρινε τας ασχημίας τας οποίας ούτοι περιέχουν;
Μετά τιμής
Πέτρος Ν. Μακρής-Στάικος».
Ο συγγραφέας της επιστολής ήταν ο εικοσάχρονος –τότε– φοιτητής της Νομικής Πέτρος Μακρής-Στάικος (1949-2021), ο οποίος ως συγγραφέας αργότερα, εξωράισε τον ένοπλο δωσιλογισμό της Κατοχής σαν νόμιμη αντίσταση στην «κόκκινη βία».
Όταν στις 18/6/1976 ο Καραμανλής ξήλωσε την ηγεσία της νεολαίας του, επειδή στελέχη της είχαν συμμετάσχει σε αντιαμερικανική εκδήλωση στη Ρόδο, ο Πέτρος Μακρής-Στάικος ήταν ένα από τα πέντε διορισμένα μέλη της νέας διοίκησης («υπεύθυνος οργανωτικού-τοπικών γραφείων»), μαζί με τους Αναστάση Παπαληγούρα (πρόεδρο), Αντώνη Σαμαρά (υπεύθυνο Σπουδάζουσας), Βύρωνα Πολύδωρα (υπεύθυνο Τύπου-διαφώτισης) και Α. Βασιλείου (Αγγελος Μπρατάκος, «Η ιστορία της Νέας Δημοκρατίας», Αθήνα 2002)
Διατήρησε επίσης συναγωνιστικές σχέσεις με μερίδα της Ακροδεξιάς, όπως πιστοποιεί η ενεργός συμμετοχή του σε εκδηλώσεις και συμβολικές ενέργειες του «Συνδέσμου μαχητών και Φίλων της Χ» («e-grammes», 7/2/2015)
Η ιστορία πίσω από το τραγούδι
Ας επιστρέψουμε όμως πίσω πάλι στους στίχους του τραγουδιού και ας προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε από πού η στιχουργός Σώτια Τσώτου συνέλαβε την εικόνα του πολεμιστή που πολεμούσε με την Τουρκοπούλα αγκαλιά. Μια Τουρκοπούλα προφανώς κουρσεμένη και έπαθλο του αγωνιστή
Αποτελεί κοινό μυστικό για όσους μελετούν την ιστορία πως οι μουσουλμάνες αιχμάλωτες αποτελούσαν ένα είδος επάθλου για τους Έλληνες. Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί με οικονομική επιφάνεια σχημάτιζαν με αυτές ένα είδος χαρεμιού, ενώ άλλοι τις χρησιμοποιούσαν σαν παλλακίδες ή τις βάφτιζαν χριστιανές και τις παντρεύονταν (όπως ο Νικόλαος Κριεζώτης και ο Χατζηχρήστος, κατά τον γάμο του οποίου στο Ναύπλιο το 1824 έγινε γλέντι παρουσία των καπεταναίων και της κυβέρνησης). [Χρήστος Λούκος, εισήγηση του με τίτλο «Ερωτικές σχέσεις και σεξουαλικές πρακτικές κατά την Επανάσταση του 1821» στον συλλογικό τόμο «Όψεις της Επανάστασης του 1821», ο οποίος κυκλοφόρησε από την Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού και το περιοδικό «Μνήμων»]
Στο σημείο αυτό ο Χρήστος Λούκος επικαλείται τον ιστορικό Παναγιώτη Στάθη, ο οποίος γράφει σχετικά με τα χαρέμια των ελλήνων οπλαρχηγών: «...Δεν υποδηλώνουν τόσο μια κουλτούρα για τον έρωτα και τη σεξουαλική ζωή, όσο μια αντίληψη για τις πρακτικές κυριαρχίας και δημόσιας επίδειξης της κοινωνικής ισχύος»
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Γεωργίου Καραϊσκάκη, η οποία έχει καταγραφεί από τον ιστοριοδίφη Γιάννη Βλαχογιάννη σε άρθρο του στην «Εστία» το 1917. Ο «γιος της καλογριάς», παρότι οικογενειάρχης, κουβαλoύσε πάντα μαζί του στις μάχες μια εκχριστιανισμένη Τουρκοπούλα ντυμένη ανδρικά. Την έλεγαν Μαριώ, αλλά τη φωνάζανε «Ζαφείρη». Γράφει ο Βλαχογιάννης: «Ήταν στρογγυλοπρόσωπη, με μαύρα μάτια και μια κοτσίδα γύρω στο κόκκινο φέσι με τη γαλάζια φούντα. Φορούσε άσπρες μπαμπακερές κάλτσες, άσπρο φλοκωτό σακκάκι, φουστανέλλα και στο σελλάχι δυο μπιστόλια και ένα γιαταγάνι και στο χέρι ένα ελαφρό ντουφέκι. Ο Καραϊσκάκης, αρρωστιάρης και μακριά από τους δικούς του, είχε ανάγκη από τη φροντίδα μιας γυναίκας». Όταν μια φορά η γυναίκα του , η Γκόλφω, ζήλεψε την παρουσία της Μαριώς και δυσανασχέτησε, ο Καραϊσκάκης της απάντησε με τη γνωστή βωμολοχία του: «Έγνοια σου, μουρή, έχω και για σένα πούτσο. Μη μου χολιάζεις».
Εκτός όμως από τις μουσουλμάνες αιχμάλωτες, υπήρχαν και πολλά νεαρά κορίτσια, χριστιανές και Ελληνίδες, που λόγω ξεριζώματος, ορφάνιας και φτώχειας βρέθηκαν σεξουαλικά εκτεθειμένα. Δεν έλειψαν δε και οι περιπτώσεις των νεαρών αγοριών που έπεφταν θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης … «Αν και παρασιωπάται, η θέση αρκετών αγοριών δεν θα ήταν καλύτερη. Δεν έλειψαν φυσικά και μεταξύ των Ελλήνων σεξουαλικές πρακτικές που συνήθως αποδίδονται μόνο στους Τούρκους... Οι πηγές αναφέρονται συχνά στα ψυχοπαίδια που ακολουθούν τους οπλαρχηγούς στο στράτευμα και χρησιμοποιούνται για ποικίλες ανάγκες» [Χρήστος Λούκος]
Οι ευρωπαίοι περιηγητές, κατά βάση άνθρωποι φιλελεύθεροι, έχουν καταγράψει πολλά περιστατικά που οι επίσημες πηγές των εξεγερθέντων Ελλήνων έχουν επιλέξει να λησμονήσουν. Γράφοντας για την τύχη των αιχμαλώτων γυναικών του Ακροκορίνθου, ο εθελοντής ιταλός αξιωματικός Μπρενγκέρι δεν κρύβει τον αποτροπιασμό του: «Μια μέρα περνώντας από την αγορά, είδα πλήθος συγκεντρωμένο. Ζύγωσα και είδα μια νεαρή Τουρκάλα που οι έλληνες στρατιώτες, ύστερα από κάθε λογής προσβολές και ταπεινώσεις, την είχαν μαχαιρώσει πολλές φορές στο πρόσωπο και στα χέρια… Ήταν μια από τις φρικαλέες σκηνές που αντίκριζα καθημερινά» [«Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21» του Κυριάκου Σιμόπουλου, Πολιτιστικές Εκδόσεις, 2004)
Η ιστορία του τραγουδιού
Το τραγούδι κυκλοφόρησε πρώτα με την εκτέλεση του νέου τότε τραγουδιστή Γιώργου Νταλάρα. Σχεδόν ταυτόχρονα, κυκλοφόρησε και η εκτέλεσή του από το Γρηγόρη Μπιθικώτση. Στην πορεία τραγουδήθηκε και από διάφορους άλλους τραγουδιστές όπως ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Γιώργος Ζωγράφος, ο Σταύρος Μιχαλόπουλος και άλλους πολλούς
Παρακάτω ακούμε τις πρώτες εκτελέσεις του τυραγουδιού από τον Νταλάρα και τον Μπιθικώτση με την αρχική εκδοχή των στίχων και την «Τουρκοπούλα»
Το αστείο της υπόθεσης είναι πως το τραγούδι αυτό – που σύμφωνα με μία από τις εκδοχές – κόντεψε να προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, διασκευάστηκε και παίχτηκε στη γειτονική χώρα ως "Aşkolsun sevgilim sana" από ένα «αστέρι» της εποχής, την Semiramis Pekkan. Οι στίχοι βέβαια δεν έχουν καμία σχέση με τους ελληνικούς, είναι καθαρά ερωτικοί
Η ιστορία τελικά μας κάνει πλάκα
Πηγές
https://www.efsyn.gr/themata/kryfa-hartia/337344_poios-logokrine-tin-toyrkopoyla
https://www.tanea.gr/print/2018/09/15/lifearts/o-erotas-sta-xronia-tou-1821/
https://www.tovima.gr/2014/06/03/vimagazino/to-seks-kai-oi-prwtergates-toy-1821/
https://www.ethnos.gr/greece/article/27981/1821sexkaierotesstaxroniathsepanastashs
https://www.lifo.gr/culture/music/na-tane-21-i-istoria-piso-apo-pio-gnosto-kai-exypno-tragoydi-gia-tin-elliniki
https://www.ogdoo.gr/erevna/rakosyllektika/na-tane-to-21-ena-ainigmatiko-kai-pareksigimeno-tragoydi