Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Μανώλης Αναγνωστάκης
13 Ιουλίου του 1967. Η Χούντα των Συνταγματαρχών είχε μόλις λίγους μήνες ζωής και στο πάλκο του νυχτερινού κέντρου «Δειλινά» στη Γλυφάδα, σε μια εκδήλωση που είχε διοργανώσει ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και η Βίκυ Μοσχολιού ερμήνευσαν τον «ύμνο της επανάστασης», ένα προπαγανδιστικό κακόγουστο εμβατήριο, αντάξιο της κακογουστιάς του γελοίου θίασου που οργάνωσε το Απριλιανό πραξικόπημα
Τους στίχους του τραγουδιού έγραψε ο διάσημος κονφερασιέ-ηθοποιός της εποχής Γιώργος Οικονομίδης. Για τη μουσική αναφέρεται το όνομα του Γιώργου Κατσαρού, αν και ο ίδιος το αρνείται, υποστηρίζοντας πως έβαλαν το όνομά του στο δίσκο χωρίς να τον ρωτήσουν και πως ο ίδιος βέβαια δεν αντέδρασε ποτέ γι αυτό. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε σε πρώτη εκτέλεση με τον ερμηνευτή του ελαφρού τραγουδιού Φώτη Δήμα και ακολούθησε η επίσημη παρουσίασή του στα Δειλινά από τα δύο μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού
Λίγες μέρες πριν την εμφάνιση στα Δειλινά ο Μίκης Θεοδωράκης είχε στείλει προσωπική επιστολή στον Μπιθικώτση, παρακαλώντας τον να μην ερμηνεύσει τον ύμνο.
«Γρηγόρη», γράφει ο Θεοδωράκης ...« Διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα Δειλινά τον “Ύμνο της Επαναστάσεως”.
Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνεις τι πρόκειται να κάνεις. Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια. Μην γκρεμίζεις, με μια κλωτσιά, αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια. Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στον βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα. Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει. Γιατί αν εσύ, ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας, τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα, θα πρέπει να ξέρεις, ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης που γέννησε ο Λαός μας. Στο όνομα της φιλίας μας και για χάρη της γυναίκας σου, των παιδιών σου και όλων των αμέτρητων φίλων μας, σε ικετεύω να μ’ ακούσεις για τελευταία φορά. Μετά την Πέμπτη θα είναι αργά. Πάρα πολύ αργά»
Ο Μπιθικώτσης τελικά εμφανίστηκε στα Δειλινά και ερμήνευσε το εμβατήριο. Ένα χρόνο μετά, στις 21 Απριλίου του 1968, στη γιορτή που έστησε η χούντα στο Παναθηναϊκό Στάδιο για τον έναν χρόνο της δικτατορίας, το παρών έδωσαν όλοι όσοι ενεπλάκησαν στη δημιουργία του ύμνου. Και ο Μπιθικώτησς και η Μοσχολιού και ο Δήμας και ο Κατσαρός. Αλλά και πλήθος άλλων καλλιτεχνών
Ο Γιώργος Ζαμπέτας, με το χαρακτηριστικό ανέμελο ύφος του αφηγείται στην Ιωάννα Κλειάσιου αποσπάσματα από εκείνη τη βραδιά και αυτή μας τα μεταφέρει στο βιβλίο της : «Γιώργος Ζαμπέτας, Βίος και Πολιτεία».
«Το 1968 έστειλε ο Παπαδόπουλος (σ.σ.: ο δικτάτορας) πρόσκληση σ΄όλους εμάς του καλλιτεχνικού στερεώματος να πάρουμε μέρος στο Καλλιμάρμαρο, για την επέτειο της 21ης Απριλίου. Όποιος δεν ήτανε να έρθει, να ειδοποιήσει εγκαίρως και όποιος θα πήγαινε, είναι καλεσμένος την τάδε μέρα στο Χίλτον που θα γίνει η πρες-κόφερανς.
Πάμε στο Χίλτον, είμαστε μαζεμένοι διάφοροι. Οικονομίδης (σ.σ.:κονφερανσιέ), Νίκυ Γιάκοβλεφ (σ.σ.:συνθέτης), Μαίρη Λω (σ.σ.:τραγουδίστρια), Κατσαρός (σ.σ.:συνθέτης), Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Μοσχολιού, και βέβαια Καρέζη, Καζάκος (σ.σ.:ηθοποιός, βουλευτής αργότερα του ΚΚΕ) και λοιποί κομμουνιστές…
Αρχινάει ένας συνταγματάρχης και πλέκει το εγκώμιο των καλλιτεχνών. Εσείς που είσαστε η αφρόκρεμα, τα ψηλά ιδανικά της πατρίδας και τέτοια. Πετάγεται ο Γιάκοβλεφ και λέει, εμείς, στρατηγέ μου, είμαστε αυτοί που ζούμε σε μια υπόγα και θα πεθάνουμε σε υπόγα, αυτά τα λόγια ταιριάζουν σε σας , εσείς είστε η αφρόκρεμα της πατρίδας, οι ήρωες, που σας κάνουνε κι αγάλματα. Εγώ σε μια γωνιά έχω πεθάνει απ΄τα γέλια και συμπληρώνω διάφορα και γίνεται κει μέσα μια πλάκα κι ένα γέλιο φοβερό. Κόκαλο ο συνταγματάρχης. Επεμβαίνει και καλμάρει τη συζήτηση ο Οικονομίδης και κύλησαν όλα εντάξει.
Πάμε λοιπόν στο καλλιμάρμαρο, πάτα με να σε πατώ γινότανε. Πίσω μας αναβοσβήνει το Ζήτω η 21η Απριλίου και μπουκάρει ο Παπαδόπουλος. Να και η Σοφία Βέμπο, να κι η Καρέζη, να κι ο Καζάκος! Όλοι τους παίρνουνε μέρος , κι οι αντιστασιακοί! Το πάλκο είναι στο πέταλο ακριβώς. Προχωράμε προς το πάλκο μαζί με τον Ηλιόπουλο κι ο Ντίνος με ρωτάει, ρε Ζαμπέτα, τι θα πούμε στους άλλους τώρα που ήρθαμε κι εκτεθήκαμε εδώ; Γελάω και του λέω, ρε μη σε νοιάζει, τα ίδια που θα τους πούνε κι όλοι όσοι μαζευτήκαν εδώ μέσα, όλοι αυτοί που κάνουνε τους αντιστασιακούς.
Ανεβαίνω πάνω με τη Μανταλένα (σ.σ.: λαϊκή τραγουδίστρια) και το σάρωσα το Καλλιμάρμαρο. Χαμός έγινε.
Όλα καλά κι όλα ωραία, αλλά δε μ΄άρεσε όταν ανέβηκε η μεγάλη ντίβα, η Βέμπο κι αρχίζει να φωνάζει το «Παιδιά, της Ελλάδος , παιδιά!» αφιερωμένο στα παιδιά της επανάστασης. Καλά όλα, αλλά αυτό το τραγούδι το είχαμε συνδέσει όλοι αυτοί που ζήσαμε την Κατοχή με τους αγώνες και την επιβίωσή μας κι όχι με την επανάσταση του Παπαδόπουλου. Δε μ΄άρεσε καθόλου, στεναχωρήθηκα γι΄αυτό.
Έρχεται μετά στα πράματα , 1974, ο Καραμανλής και μας ξανακαλάνε πάλι όλους αυτοί τώρα. Τα ίδια στο Καλλιμάρμαρο ξανά. Μαζευόμαστε ξανά οι ίδιοι… Τώρα είναι στην επικαιρότητα κι ο Κοινούσης με «Τα παιδιά, τα φιλαράκια τα καλά».
Αλλά ξαφνικά ανεβαίνει η Βέμπο, με το σεγκούνι της κι ανακράζει τώρα «Παιδιά, του Πολυτεχνείου, παιδιά!»
Με έπιασε ένας κρύος ιδρώτας και σκέφτηκα, ρε τι κάνουμε; Αν υπήρχε Θεός έπρεπε να ρίξει φωτιά να μας κάψει! Όλους! Ιησού Χριστέ, έλεγα από μέσα μου, όλοι πρέπει να περάσουνε δίκη, αν δικάσεις μόνο μένα, δεν κάνει, μόνος θα πάω στράφι.
Με βρίζουνε εμένα και με λένε δεξιό, χουντικό, βασιλικό κι όπως θέλουνε. Ρε, εγώ δεν είπα ποτέ τα τραγούδια μου όπως εξυπηρετούν τους άλλους. Εγώ δεν είμαι με κανένανε, είμαι με τον εαυτό μου. Εγώ τον Αράπη μου μου μαύρο τον έφτιαξα, μαύρο τον βάφτισα και μαύρονε θα τον ψοφήσω. Ούτε τον κοκκίνησα ούτε τον πρασίνισα ούτε τον έβαψα μπλε. Μαύρος μού ήτανε πάντα και μια ζωή έτσι θα τον έχω. Δεν το αλλάζω τον αραπάκο μου με τίποτα ρε, πάρτε το είδηση!
Βγάλανε κείνη την εποχή και κάτι τέτοια τραγούδια «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν» και τα σχετικά. Ήτανε ελαφρά τραγουδάκια, σουξέ της εποχής, και ξαφνικά με τη μεταπολίτευση βρέθηκε ο κάθε τέτοιος Μαρκόπουλος να λέει πως έκανε αντίσταση με αυτά τα τραγούδια, κι εννοούσε άλλα , απ΄αυτά που έλεγαν τα λόγια, για τη λογοκρισία.
Το κάθε τραγούδι χτυπάει πάντα ένα συγκεκριμένο στόχο, εννοεί αυτό που λέει ξεκάθαρα. Μας λένε μετά οι ίδιοι ή οι σχολιαστές κι οι κριτικοί, πως είναι αλληγορικά κι ότι ο ποιητής άλλα υπονοεί. Μπούρδες είναι αυτά, μπορεί να μας αρέσει να λένε οι ειδικοί καλά λόγια για τα έργα μας, αλλά να μη φτάνουνε και σε αυτό το σημείο, πως άλλα γράφουμε και άλλα εννοούμε. Προς Θεού!»
Δεν το έκαναν όλοι βέβαια οι καλλιτέχνες για τον ίδιο λόγο. Κάποιοι από αυτούς είχαν σαφώς ταυτιστεί με το καθεστώς. Κάποιοι άλλοι το έκαναν γιατί δεν ήθελαν να χαλάσουν την ευκολία της ζωής που είχαν καταφέρει να φτιάξουν, όπως άλλωστε έκανε και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας, άσχετα αν μετά βρέθηκαν όλοι να παριστάνουν τους αντιστασιακούς. Κάποιοι το έκαναν γιατί φοβούνταν πως θα είχαν την τύχη του Σταύρου Παράβα, ο οποίος βρέθηκε εξόριστος στη Γυάρο. Υπήρξαν βέβαια και καλλιτέχνες όπως η Καρέζη και ο Καζάκος που αργότερα μετέβαλλαν τη στάση τους και διώχθηκαν από τη χούντα
Γιατί τα γράφουμε όλα αυτά, κινδυνεύοντας να παίξουμε το παιχνίδι κάποιων αμετανόητων υποστηρικτών της χούντας; Για ακριβώς τους αντίθετους λόγους από αυτούς. Για να δείξουμε πως η μεγάλη μάζα των ανθρώπων έχει μια απίστευτη ικανότητα να προσαρμόζεται σε κάθε κατάσταση αλλά και μια απίστευτη ικανότητα επίσης, να μην έχει καμία ιδεολογική συνέπεια. Γι αυτούς τους ανθρώπους μιλάει ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο συγκλονιστικό ποίημά του «Φοβάμαι»
Πολλοί από αυτούς που σήμερα θα εκφωνήσουν λόγους κατά της χούντας, στην πραγματικότητα δε θα είχαν κανέναν ενδοιασμό να την υπηρετήσουν. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως ο Μάκης Βορίδης, ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο Θάνος Πλεύρης – ιδεολογικά παιδιά της ακροδεξιάς και της χούντας – βρίσκονται στη σημερινή κυβέρνηση και δε θα εκπλαγούμε καθόλου εάν σήμερα και αυτοί εκφωνήσουν λόγο κατά της χούντας