Του συνεργάτη της atticavoice, Δημήτρη Βελαώρα
Συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας στο μουσικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη, παρουσιάζουμε ένα συνοπτικό δείγμα της μουσικής του για τον κινηματογράφο. Και λέμε συνοπτικό, γιατί ο Μίκης έντυσε με μουσική πάνω από 100 κινηματογραφικές ταινίες, ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικές παραγωγές, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το κινηματογραφικό του έργο γνώρισε μεγάλη διεθνή αποδοχή τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και σε εμπορικό επίπεδο. Αν και δεν ευτύχησε να τιμηθεί με βραβείο Όσκαρ για μουσική επένδυση ταινίας από την Αμερικανική Ακαδημία κινηματογράφου, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις για το «Ποτέ την Κυριακή» το 1961, ο Μίκης κέρδισε βραβείο BAFTA της αντίστοιχης Βρετανικής Ακαδημίας το 1970 για την ταινία «Ζ», ενώ ήταν υποψήφιος για βραβείο BAFTA δυο φορές (1975 - για το “Serpico» & 1974 – για την «Κατάσταση Πολιορκίας) και άλλες δύο φορές για βραβείο Grammy (1975 - για το “Serpico» & 1966 – για τον «Ζορμπά»).
Σε κάποιες από τις μουσικές επενδύσεις ο Μίκης έγραψε πρωτότυπη μουσική και τραγούδια ενώ σε άλλες διασκεύασε -ήδη γνωστά- δικά του μουσικά θέματα. Για το τελευταίο έπαιξε ρόλο και η πολύχρονη «ταλαιπωρία» του από το χουντικό καθεστώς, καθώς ο συνθέτης δεν μπορούσε να παραδώσει εύκολα καινούργιο μουσικό υλικό στους παραγωγούς, όντας ο ίδιος σε κατ’ οίκον περιορισμό με ελάχιστες δυνατότητες επικοινωνίας με τον έξω κόσμο.
Οι επιλογές των πιο αντιπροσωπευτικών μουσικών κομματιών για τον κινηματογραφικό Μίκη μπορούν -όπως είναι φυσικό για ένα τόσο εκτενές έργο- να είναι σχεδόν ανεξάντλητες. Αναγκαστικά λοιπόν θα περιοριστούμε μόνο στις κινηματογραφικές παραγωγές με επιλογές με βάση πάντα τα εντελώς υποκειμενικά δικά μας αισθητικά κριτήρια. Δεν θα αναφερθούμε εδώ σε κινηματογραφικά τραγούδια που ερμήνευσαν ξένοι καλλιτέχνες, γιατί θα ετοιμάσουμε ειδικό αφιέρωμα σε αυτό.
Ας ξεκινήσουμε όμως το σημερινό αφιέρωμα ακολουθώντας χρονολογική σειρά
1. Συνοικία τ’ όνειρο (1961)
Η ταινία αυτή σε σκηνοθεσία του γνωστού πρωταγωνιστή Αλέκου Αλεξανδράκη και σε σενάριο των Τάσου Λειβαδίτη & Κώστα Κοτζιά, αποτέλεσε ορόσημο για τον Ελληνικό κινηματογράφο, καθώς είναι ίσως η πρώτη Ελληνική ταινία φτιαγμένη στο ύφος του αισθητικού κινήματος του Ιταλικού νεορεαλισμού. Είναι ίσως πάλι η μοναδική Ελληνική ταινία (τουλάχιστον για την εποχή εκείνη) που αποτυπώνει την αληθινή ζωή και τους ανθρώπινους χαρακτήρες των εξαθλιωμένων ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων της μετεμφυλιακής Ελλάδας που ωθήθηκαν σε βίαιη αστικοποίηση. Είναι γυρισμένη στα παραπήγματα της συνοικίας του Ασύρματου, στα σημερινά Άνω Πετράλωνα. Σε μια εποχή που ο εμπορικός κινηματογράφος έδειχνε τους νεοέλληνες να ζουν σε διώροφα στο Ψυχικό, το Κολωνάκι ή τα -ακόμα τότε «αριστοκρατικά»- Πατήσια (με εξαίρεση μόνο κάποια μελοδράματα με καρικατούρες αντί για χαρακτήρες), δεν είναι τυχαίο ότι η ταινία λογοκρίθηκε σκληρά και πολλές σκηνές της αφαιρέθηκαν. Η επίσημε αιτιολογία ήταν πως η ταινία «δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας». Δυστυχώς, οι κομμένες σκηνές δεν βρέθηκαν ποτέ ξανά, όπως αποκάλυψε ο σκηνοθέτης χρόνια μετά, κι έτσι μάλλον δεν θα τις απολαύσουμε ποτέ. Πρωταγωνιστούν, εκτός από τον Αλ. Αλεξανδράκη, η Αλίκη Γεωργούλη, ο Μάνος Κατράκης, η Αλέκα Παΐζη, η Σαπφώ Νοταρά, κ.ά. Παρά τα προβλήματα, η ταινία τιμήθηκε με βραβείο α΄ανδρικού ρόλου για τον Μάνο Κατράκη και φωτογραφίας για τον Δήμο Σακελλαρίου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1961.
Η μουσική της ταινίας αποτελείται από τραγούδια του Μίκη που κυκλοφορούσαν την ίδια εποχή, άλλοτε ως ορχηστρικά, άλλοτε με τη φωνή του μεγάλου Γρ. Μπιθικώτση.
Επιλέξαμε:
Βρέχει στη φτωχογειτονιά
Μαργαρίτα - Μαργαρώ
Νυχτερινό (Καϋμός)
Δραματικό (Να ‘χα τ’ αθάνατο νερό)
Έχει ενδιαφέρον πως το κομμάτι της ταινίας που αναφέρεται με το όνομα «Ο χορός του Ρίκο» είναι στην ουσία το τελευταίο, διονυσιακό μέρος του πασίγνωστού χορού του Ζορμπά, που ακούγεται εδώ τρία χρόνια πριν την προβολή της ομώνυμης ταινίας. Για το μουσικό αυτό τμήμα έχει έντονα ακουστεί πως αποτελεί διασκευή σύνθεσης του μεγάλου Κρητικού Λαουτιέρη Γιώργη Κουτσουρέλη με τίτλο «Αρμενοχωριανό Συρτό» που πρέπει να γράφτηκε το 1949-50. Και σίγουρα η ομοιότητα είναι ολοκάθαρη (https://mikepatt.tripod.com/k1.mp3). Άλλοι πάλι λένε πως ακόμα και το κομμάτι του Κουτσουρέλη είχε βασιστεί σε παλιότερη σύνθεση του Κρητικού βιολιστή Μανώλη Φαντάκη (Φαντομανώλη). Ο Κουτσουρέλης αντιδίκησε με τον Μίκη για την πατρότητα της μελωδίας, αλλά η υπόθεση δεν πήρε μεγάλες διαστάσεις (αγωγές, δικαστήρια, κλπ) ίσως γιατί ο Κουτσουρέλης αντιμετώπιζε κάποια οικογενειακά προβλήματα, είτε (πιο πιθανό) γιατί οι δύο μουσικοί είχαν έρθει σε κάποιας μορφής συνεννόηση, τουλάχιστον πριν την προβολή Ζορμπά. Αλλά το ζήτημα μάλλον θα παραμείνει ομιχλώδες.
2. Ηλέκτρα (1962)
Η ταινία γυρίστηκε σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη το 1961 και έκανε το ντεμπούτο της στις αίθουσες το 1962. Βασίζεται στο ομώνυμο έργο του Ευριπίδη, με πρωταγωνιστές τους Ειρήνη Παππά, Γιάννη Φέρτη & Αλέκα Κατσέλη. Η ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το επόμενο έτος, υποψήφια για Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 1962, όπου και κέρδισε το Μέγα Τεχνικό Βραβείο (Technical Grand Prize) και το βραβείο καλύτερης κινηματογραφικής μεταφοράς (Prix de la meilleure transposition cinématographique). Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το ίδιο έτος κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, το Βραβείο Σκηνοθεσίας και του α΄ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της Ειρήνης Παππά. Ο Μίκης έγραψε την ορχηστρική μουσική στο Παρίσι, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία έγχορδων, πνευστών και κρουστών οργάνων, αλλά και φυσικούς ήχους από πέτρες και σίδερα. Ο ίδιος δήλωσε: «Τη μουσική την έγραψα στο Παρίσι….. Ήθελα να γράψω μια γήινη, μια πέτρινη μουσική και συγχρόνως να πλησιάσω και να εκφράσω το τραγικό πάθος των ηρώων…..».
Επιλέγουμε το πέμπτο κομμάτι της μουσικής επένδυσης, με κυρίαρχο ήχο από σαντούρι:
3. Φαίδρα (1962)
Η ταινία γυρίστηκε σε σκηνοθεσία Jules Dassin το 1962, σε σενάριο που έγραψε ο ίδιος ο σκηνοθέτης και η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, βασιζόμενοι στην τραγωδία «Ιππόλυτος» του Ευριπίδη. Πρωταγωνίστησαν η Μελίνα Μερκούρη, ο Anthony Perkins και ο Raf Vallone. Η ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ ενδυματολογίας το 1963.
Ο Μίκης είχε δηλώσει: «Η μουσική για την “Φαίδρα” ξεκίνησε με το τραγούδι “Αγάπη μου”. Πήγα να συναντήσω για πρώτη φορά τη Μελίνα στο σπίτι της στην οδό Ακαδημίας κι εκεί βρήκα και τον Antony Perkins. Μου λέει η Μελίνα: Αυτός ο κούκλος είναι γιος μου στην ταινία, δηλαδή γιος του άντρα μου, του Αιγέα. Κι εγώ υποτίθεται ότι τον ερωτεύομαι τρελά. Γι αυτό θέλω να μου γράψεις το πιο ερωτικό αλλά και το πιο παθιασμένο για αγάπη τραγούδι. Στη συνέχεια πήγα κι εγώ στα γυρίσματα της ταινίας στην Ύδρα και έζησα από κοντά την ατμόσφαιρα της ταινίας. Το επόμενο ταξίδι ήταν στο Παρίσι, όπου ήταν και το δικό μου σπίτι. Εκεί είδα το φιλμ πολλές φορές μαζί με τον Dassin. Στη συνέχεια άρχισα να γράφω τη μουσική κάνοντας παράλληλα πρόβες με τη Μελίνα. Νομίζω πως εκείνη διάλεξε να πει το “Ροδόσταμο” γιατί της άρεσε πολύ. Το στούντιο ήταν στα δυτικά προάστια κι ακόμα θυμάμαι τις πρωινές διαδρομές με το αυτοκίνητο που τις έκανε δύσκολες ένας ασυνήθιστος για το Παρίσι βαρύς χειμώνας. Είχα μια μεγάλη συμφωνική ορχήστρα, έναν σολίστα του πιάνου και ένα σύνολο Λατινοαμερικάνους μουσικούς. Διηύθυνα βλέποντας τις σκηνές σε μια γιγάντια οθόνη. Θυμάμαι ότι ο Dassin στην περίφημη ερωτική σκηνή μπροστά στο τζάκι ήθελε να γίνει ένα μεγάλο ρομαντικό accelerendo. Επειδή τον έβλεπα συνεπαρμένο, του πρότεινα να διευθύνει αυτός κι εγώ κάθισα στο πιάνο».
Δεν θα ήταν δυνατό να ακούσουμε οτιδήποτε άλλο από το διαχρονικά εμβληματικό «Αγάπη μου» που ταυτίστηκε με την ερμηνεία της Μ. Μερκούρη. Αφού όμως η συγκεκριμένη ερμηνεία φιλοξενήθηκε σε προηγούμενο αφιέρωμά μας για τον «Λυρικό Μίκη» (https://atticavoice.gr/politismos/mousiki/item/3866-o-lyrikos-mikis), θα επιλέξουμε να ακούσουμε το ίδιο τραγούδι με τη αισθαντική φωνή της Αρλέτας σε μια διαφορετική αλλά πανέμορφη απόδοση:
4. Ζορμπάς (1964)
Η ταινία γυρίστηκε σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη το 1964, σε σενάριο του ίδιου του σκηνοθέτη βασισμένο στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη «Ο βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Πρωταγωνίστησαν ο Anthony Quinn, ο Alan Bates, η Lila Kendrova και η Ειρήνη Παππά. Η ταινία κέρδισε τρία Όσκαρ το 1965 (α’ γυναικείου ρόλου για τη Lila Kendrova, καλύτερης φωτογραφίας για τον Walter Lassally και καλλιτεχνικής διεύθυνσης – σκηνικών για τον Βασίλη Φωτόπουλο), ενώ ήταν υποψήφια για τα Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου και α΄ανδρικού ρόλου (Anthony Quinn). Ο εμβληματικός «Χορός του Ζορμπά» αποτελεί μαζί με το «Τα παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζιδάκι, ίσως το πιο αναγνωρίσιμο κομμάτι Ελληνικής μουσικής στο εξωτερικό. Αυτό βέβαια έχει και κάποια σημαντικά μειονεκτήματα, αφού και τα δύο αυτά εξαιρετικά μουσικά κομμάτια έχουν παιχτεί τόσο πολύ και με τόσους διαφορετικούς τρόπους στο βωμό της τουριστικής εκμετάλλευσης που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να έχουν γίνει μάλλον κουραστικά από την διαρκή επανάληψη. Ο «Ζορμπάς» μάλιστα γέννησε κι έναν νέο χορό, το συρτάκι, με βάση τη χορογραφία του λαϊκού χορευτή Γιώργου Προβιά στην τελευταία σκηνή της ταινίας που γυρίστηκε στη παραλία του Σταυρού στο Ακρωτήρι Χανίων και που βλέπουμε εδώ:
Μουσικά ο «Χορός του Ζορμπά» είναι ένα χασάπικο – χασαποσέρβικο, χωρισμένο σε τρία μέρη: Την εισαγωγή που δεν είναι άλλη από την εισαγωγή του «Στρώσε το στρώμα σου για δύο», ακολουθουμένη από μια γέφυρα με επιταχυνόμενο τέμπο που ενώνει την εισαγωγή με το διονυσιακό τελευταίο μέρος με τα προφανή στοιχεία Κρητικής παραδοσιακής μουσικής. Για το τρίτο αυτό μέρος και τη σχετική «διαμάχη» μιλήσαμε παραπάνω με αφορμή την ταινία «Συνοικία τ’ όνειρο», όπου και σας παραπέμπουμε.
Θα ακούσουμε όμως και ένα δεύτερο ορχηστρικό κομμάτι από την ταινία, που δεν είναι άλλο από το μουσικό θέμα του τραγουδιού «θα αφήσω τη μανούλα μου» που ακούστηκε πρώτη φορά στο δίσκο «Αρχιπέλαγος» το 1961.
5. Οι νέοι θέλουν να ζήσουν (1965)
Η συγκεκριμένη είναι μια μάλλον άγνωστη ταινία σε σενάριο και σκηνοθεσία του Νίκου Τζίμα με πρωταγωνιστές τους Φαίδωνα Γεωργίτση, Αλεξάνδρα Λαδικού, Σύλβια Χατζηγεωργίου, Μπέτυ Αρβανίτη & Νότη Περγιάλη. Η ταινία περιγράφει την προσπάθεια ενός νέου ζευγαριού της γενιάς του 1-1-4 από την επαρχία, να βρει το δρόμο της μέσα από τις συνθήκες φτώχιας που κυριαρχούσαν στην Ελλάδα της εποχής. Η προσπάθεια καταλήγει σε αποτυχία και ο νέος καταλήγει μετανάστης. Με τέτοιο σαφή κοινωνικό και πολιτικό σχολιασμό, η ταινία είχε δυσκολίες στη διανομή στις Ελληνικές αίθουσες, κατάφερε όμως να κερδίσει Βραβείου πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Μόσχας το 1965.
Ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του το 2011 θυμάται τα λόγια που του είχε πει για την ταινία ο Μίκης: «”Εδώ δεν είσαι τόσο αυθόρμητος, όσο ήσουν στην πρώτη σου δουλειά”. Είχα επηρεαστεί τότε κι εγώ από τη nouvelle vague, έκανα κάτι πλάνα μακρινά, κάτι νυχτοπερπατήματα και για αυτά «μου έβαλε πάγο» ο Θεοδωράκης. «Οι Γάλλοι που κάνουν τέτοιο κινηματογράφο δεν αγωνίζονται για το ψωμί αλλά για το μπιφτέκι και την ποιότητά του. Ο ήρωάς σου αγωνίζεται για το μεροκάματο και την επιβίωσή του», μου είπε. Και είχε πολύ δίκιο. Τότε είδα το παράδειγμα του Θεοδωράκη, ο οποίος είχε σπουδάσει κι αυτός στη Γαλλία αλλά πάτησε στον Τσιτσάνη και στην ελληνική παράδοση».
Επιλέγουμε να ακούσουμε τμήμα της μουσικής επένδυσης της ταινίας. Πρόκειται για συλλογή πανέμορφων ορχηστρικών εκτελέσεων γνωστών τραγουδιών του Μίκη:
6. Ζ (1969)
Ερχόμαστε τώρα στην ίσως πιο γνωστή ταινία του Κώστα Γαβρά που αναφέρεται στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς στις 27 Μαΐου 1963 στη Θεσσαλονίκη και βασίζεται το ομώνυμο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού. Η ταινία είναι παραγωγή του 1969 και καθώς τότε στην Ελλάδα υπήρχε Χούντα, αναγκαστικά γυρίστηκε σε τοποθεσίες στην Αλγερία με Γάλλους κυρίως ηθοποιούς. Πρωταγωνιστούν οι Yves Montand, Jean-Louis Trintignant και η Ειρήνη Παππά. Η ταινία τιμήθηκε με Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και Όσκαρ μοντάζ (Françoise Bonnot) το 1970, καθώς και με το Βραβείο της Επιτροπής αλλά και α΄ ανδρικού ρόλου (Jean-Louis Trintignant) στο Φεστιβάλ των Καννών το 1969. Και στα δύο φεστιβάλ συγκέντρωσε πολλές άλλες υποψηφιότητες. Ο Μίκης που την εποχή εκείνη ήταν σε εξορία στην ορεινή Ζάτουνα της Αρκαδίας, κέρδισε βραβείο BAFTA της Βρετανικής Ακαδημίας για τη μουσική.
Ας δούμε τι έχει δηλώσει ο ίδιος σχετικά με τη μουσική της ταινίας: «Η συμμετοχή μου στην ταινία του Κώστα Γαβρά έχει μία ιδιομορφία γιατί, λόγω του ότι τον καιρό εκείνο ήμουν εξόριστος στη Ζάτουνα, το σενάριο δεν μπόρεσε να φτάσει στα χέρια μου παρά τις προσπάθειες του Γαβρά. Επομένως, η επιλογή της μουσικής πρέπει να έγινε από τον Κώστα Γαβρά και τον Γάλλο υπεύθυνο για τη μουσική του φιλμ. Νομίζω ότι η επιλογή ήταν σωστή, όπως επίσης κι η ενορχήστρωση υπήρξε πολύ καλή. Δεν μπορώ εκ των υστέρων να φανταστώ ότι θα έγραφα καλύτερη μουσική. Πάντως γι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Την ταινία την είδα στο Παρίσι την επόμενη κιόλας της απελευθέρωσής μου, τον Απρίλιο του 1970, μαζί με τον Βασιλικό, τον Γαβρά και τον Yves Montand. Εκείνη τη στιγμή με συγκίνησε πολύ».
Μουσικά, η επένδυση της ταινίας έγινε με κομμάτια από τα έργα του Μίκη «Ένας Όμηρος» και «Μαουτχάουζεν», ενώ σε σκηνές της ταινίας ακούγεται σιγανά από το ραδιόφωνο «Το παλληκάρι έχει καημό» από τη φωνή του Μίκη και το «Σε αυτή τη γειτονιά» με τη Μαρία Φαραντούρη.
Ξεκινάμε με τους τίτλους αρχής της ταινίας, όπου ακούγεται το μουσικό θέμα του «Αντώνη» από το Μαουτχάουζεν:
Ακολουθεί το μουσικό θέμα «The arrival of Helen» που είναι το θέμα των τραγουδιών «Το γελαστό Παιδί» & «Δε παίρνει εδώ κανείς» από τη μουσική του Μίκη για την θεατρική παράσταση «Ένας Όμηρος»:
Εδώ θα ακούσουμε το ορχηστρικό από το τραγούδι «Ποιος δε μιλά για τη Λαμπρή» επίσης από το «Ένας Όμηρος»:
Και κλείνουμε με ένα ορχηστρικό θέμα με τίτλο «La Course De Manuel» σε μεταγενέστερη διασκευή του 2002 από τον Ν. Χατζόπουλο. Η διασκευή έχει γίνει πολύ γνωστή από τη χρήση της σε δημοσιογραφική εκπομπή.
7. Τρωάδες (1971)
Άλλη μια ταινία σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη, με σενάριο βασισμένο στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Η ταινία γυρίστηκε στην Ισπανία με διεθνές καστ. Πρωταγωνιστούν η συνταρακτική Katharine Hepburn, η εκθαμβωτικά όμορφη Vanessa Redgrave, η Geneviève Bujold & η Ειρήνη Παππά. Ο Μίκης έγραψε μια πρωτότυπη μουσική που ταιριάζει στο Αρχαίο Δράμα, στους ίδιους δρόμους που είχε συνθέσει και τη μουσική για την «Ηλέκτρα». Ακούμε το μουσικό θέμα από την εισαγωγή και το τέλος της ταινίας:
8. Κατάσταση Πολιορκίας (Etat de siège) (1972)
Κατά τη γνώμη μας ίσως η πιο ενδιαφέρουσα ταινία του Κ. Γαβρά. Μια αρκετά «γκρίζα» ταινία όπου «θετικοί» & «αρνητικοί» ήρωες μπερδεύονται, ενώ στο τέλος ο θεατής μένει να αναρωτιέται για τα αδιέξοδα του αντάρτικου πόλης απέναντι σε ένα σύστημα που καταφέρνει να χειρίζεται προς όφελός του όλες τις καταστάσεις και να κυριαρχεί κάτω από όλες τις συνθήκες. Το σενάριο της ταινίας ανήκει στον Franco Solinas και τον σκηνοθέτη. Πρωταγωνιστούν οι Yves Montand, Renato Salvatori & O.E. Hasse. Σίγουρα από τα καλύτερα σαουντρακ του Μίκη, με το εκπληκτικό λατινοαμερικάνικο σχήμα των Los Calchakis που συνάντησε στο Παρίσι, να αποδίδουν τις μελωδίες με μοναδικό μουσικό χρώμα. Αξίζει να σημειωθεί πως η ταινία γυρίστηκε στη Χιλή του Αλιέντε πριν το πραξικόπημα, με πλάνα από το Σαντιάγκο, το Βαλπαραΐσο και την Βίνια ντελ Μαρ. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Ουρουγουάη και αναφέρεται σε έναν πράκτορα της CIA που απαγάγεται από αντάρτες στην λατινοαμερικάνικη χώρα όπου έχει σταλεί για να οργανώσει τις μυστικές υπηρεσίες του καθεστώτος. Ο πράκτορας εκτελείται τελικά από τους αντάρτες, για να αντικατασταθεί στην τελική σκηνή της ταινίας από έναν νέο Αμερικάνο πράκτορα.
Σχετικά με τη μουσική του στην ταινία, ο Μίκης έχει σχολιάσει:
«Τις μέρες των Χριστουγέννων του 1972 τις περάσαμε με τον Κώστα Γαβρά και τους μουσικούς σ' ένα στούντιο στο Παρίσι, ηχογραφώντας τη μουσική του φιλμ "Κατάσταση Πολιορκίας". Η παρουσία του σκηνοθέτη καθ' όλη τη διάρκεια της φωνοληψίας σημαίνει ότι υπήρξε απολύτως σύμφωνος για το ύφος και το χαρακτήρα της μουσικής. Στο φιλμ αυτό, εκτός από τους μουσικούς της ορχήστρας μου, χρησιμοποίησα και τους Χιλιανούς Los Calchakis. Κι αυτό γιατί είδα το φιλμ σαν μια πτυχή του έπους του αγώνα των νοτιοαμερικάνων εναντίον του βορειοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού και των μεθόδων του, όπως τις περιγράφει και ο Pablo Neruda στο "Canto General", που κατά σύμπτωση συνέθετα εκείνο τον καιρό. Άλλωστε μόλις είχα επιστρέφει από τη Χιλή του Αλιέντε και ήμουν γεμάτος από εμπειρίες, συναισθήματα και ήχους. Θυμάμαι μάλιστα ότι κατά την επιστροφή μας από το Σαντιάγκο, το αεροπλάνο έκανε σκάλα στο Μοντεβιδέο. Οι επιβάτες θα έπρεπε να μείνουν στις θέσεις τους, όμως άνοιξε η πόρτα και άκουσα το όνομά μου. Βγήκα στην πόρτα και είδα στην πίστα τον Κώστα Γαβρά περιστοιχισμένο από Tupamaros, όπως μου είπε, που τραγουδούσαν όλοι μαζί στα ισπανικά τον "Αντώνη" από το "Mauthausen". Ηρωικές εποχές! Μετά από λίγο καιρό με επισκέφθηκε ο Yves Montand στο σπίτι μου και ανήσυχος μου είπε ότι ενώ στην αρχή ο Γαβράς είχε βάλει στο φιλμ όλη τη μουσική, στη συνέχεια αφαίρεσε ένα μεγάλο μέρος της, πράγμα που τον λυπούσε, δεδομένου ότι του άρεσε πολύ όπως την είχε ακούσει αρχικά. "Το φιλμ φτωχαίνει" μου είπε, "κάνε κάτι για να ξαναμπεί". Σε λίγο βρεθήκαμε και οι τρεις και είδαμε το φιλμ με την κομμένη μουσική. Όταν ρώτησα τον Γαβρά γιατί το έκανε, μου είπε ότι τελικά φοβόταν ότι αυτός ακριβώς ο επικός χαρακτήρας της μουσικής θα δημιουργούσε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, μιας και ο ίδιος πίστευε ότι ο αγώνας των Tupamaros είναι αδιέξοδος. Νομίζω ότι είχε τελικά δίκιο. Είχα όμως κι εγώ δίκιο γιατί, όπως είπα, ο Γαβράς όχι μόνο παρακολουθούσε τη φωνοληψία, αλλά και δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του. Κρίμα, γιατί θα μπορούσα να συνθέσω διαφορετικά πράγματα από τη στιγμή που θα έβλεπα το φιλμ πιο πολύ με ρεαλιστικό, παρά με ιδεαλιστικό ρομαντικό τρόπο. Πάντως στο CD υπάρχει η ολοκληρωμένη μουσική, όπως δυστυχώς δεν μπήκε τελικά στο φιλμ».
Θα ακούσουμε τρία κομμάτι από το πραγματικά υπέροχο αυτό σαουντρακ:
Pueblo en Lucha
Paola 11099
State of siege
9. Σέρπικο (1973)
Μια κλασική πια νέο φιλμ-νουάρ ταινία σε σκηνοθεσία Sidney Lumet και σενάριο των Waldo Salt και Norman Wexler βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Peter Maas. Το βιβλίο και η ταινία στηρίζονται πάνω στη βιογραφία του Frank Serpico, ενός ιταλοαμερικάνου αστυνομικού της Νέας Υόρκης που τα ‘βαλε με την διαφθορά στην αστυνομία. Πρωταγωνιστούν οι Al Pacino, John Randolph & Jack Kehoe. Η ταινία ήταν προτεινόμενη το 1974 για Όσκαρ α΄ανδρικού ρόλου (Al Pacino) και Όσκαρ σεναρίου καλύτερης διασκευής βιβλίου. Η μουσική της ταινίας είναι ορχηστρικές παραλλαγές πάνω στο θέμα του γνωστού τραγουδιού «Δρόμοι Παλιοί» που είχε κυκλοφορήσει σε στίχους Μανώλη Αναγνωστάκη.
Ο σκηνοθέτης Sidney Liumet εξιστορεί τα γεγονότα:
«Το Σέρπικο δεν θα έπρεπε να έχει μουσική, αλλά στο τέλος προσέθεσα 14 λεπτά σε στρατηγικά σημεία για να προστατέψω την ταινία και εμένα τον ίδιο. Ευτυχώς, την τελευταία στιγμή διάβασα στις εφημερίδες για την απελευθέρωση του Μίκη Θεοδωράκη, του σπουδαίου αυτού Έλληνα συνθέτη που μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Ήξερα ότι εκείνα τα χρόνια οι αριστεροί στην Ελλάδα βρίσκονταν υπό διωγμό από το ακροδεξιό καθεστώς της χούντας. Δεν είχα άλλη επιλογή, αμέσως έτρεξα στο Παρίσι να τον βρω».
Την εποχή εκείνη ο Μίκης θα ξεκινούσε περιοδεία στις ΗΠΑ κι έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσει μια πρώτη κόπια της ταινίας. Κατά τον σκηνοθέτη πάντα, στο τέλος της προβολής ο Μίκης είπε: «Η ταινία είναι υπέροχη, αλλά δεν της χρειάζεται η μουσική, δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτήν». Ο Liumet του απάντησε: «Φίλε μου, σε παρακαλώ, σκέψου τη θέση μου! Ο Dino (σημ.: εννοεί τον παραγωγό της ταινίας Dino de Laurentis) θα ξετρελαθεί αν ένας συνθέτης του δικού σου βεληνεκούς βάλει την υπογραφή του στο σάουντρακ και τότε ίσως μπορέσουμε να τη “γλιτώσουμε” με ένα ελάχιστο μουσικής γύρω στα 10 λεπτά». Ο Μίκης τότε έβγαλε από την τσέπη του μια κασέτα και τον ρώτησε: «Πριν από κάποια χρόνια έγραψα αυτό το χαριτωμένο τραγούδι (σημ.: εννοεί το «Δρόμοι παλιοί»). Πιστεύεις ότι θα μπορούσα να ζητήσω, ….ας πούμε 14 δολάρια για αυτό;».
Ο ίδιος ο Μίκης θυμάται μια διαφορετική εκδοχή:
«Είχαμε πάει στις ΗΠΑ για μια μεγάλη περιοδεία σε 15 μεγάλες πόλεις. Στη Νέα Υόρκη θέλησε να με δει ο Sidney Lumet. Είχε ακούσει το τραγούδι μου “Δρόμοι παλιοί” και ήθελε πάση θυσία να χρησιμοποιήσει τη βασική του μελωδία σαν light motif της νέας του ταινίας, το Serpico. Η συνάντηση στο στούντιο του στη Νέα Υόρκη ήταν πολύ φιλική, πολύ εγκάρδια, σε σημείο που με αιχμαλώτισε. Του εξήγησα ότι για ένα μήνα θα βρίσκομαι μέσα σ’ ένα αεροπλάνο και θα διασχίζω χιαστί τη μεγάλη χώρα του δίνοντας συναυλίες. Αυτός όμως ήταν αμετάπειστος. “Θέλω να γράψετε εσείς τη μουσική. Σε κάθε πόλη, στο ξενοδοχείο σας θα σας περιμένουν βοηθοί μου που θα σας δείχνουν την ταινία. Θα έχετε πιάνο και θα συνθέτετε. Τον άλλο μήνα, όταν τελειώσει η περιοδεία, θα μπούμε σε στούντιο στη Νέα Υόρκη για να ηχογραφήσουμε”. Ευτυχώς μου έδωσε και ένα βοηθό μουσικό (που στη συνέχεια εξελίχθηκε σε σπουδαίο συνθέτη), ο οποίος με συνόδευε σε όλη τη διάρκεια της περιοδείας μου και κατέγραφε τις εμπνεύσεις μου. Στη Νέα Υόρκη, για την εγγραφή, χρησιμοποιήσαμε μουσικούς από τη Φιλαρμονική και τους καλύτερους σολίστες τζαζ».
Μετά το θάνατο του Μίκη, ο Al Pacino δήλωσε σχετικά με τη μουσική της ταινίας: «Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα τη μουσική του Σέρπικο. Ήταν στο γραφείο του παραγωγού στο Μανχάτταν στον 16ο όροφο με θέα τον φωτισμένο νυχτερινό ουρανό και εκείνος έπαιζε το μουσικό θέμα της ταινίας. Φυσικά αμέσως μου ήρθε στο μυαλό εκείνη η σκηνή όταν έμαθα για το θάνατό του. Και κατάλαβα όταν άκουσα τη μουσική του εκείνο το βράδυ. Είχα πει: «Το ‘χει… Έχει την ταινία… Το ‘πιασε!» Αυτή είναι η ανάμνησή μου».
Ας ακούσουμε το βασικό θέμα της ταινίας:
αλλά και το ίδιο θέμα σε μια jazz-funk παραλλαγή:
10. Τίτο: Η Μάχη της Sutjeska (1973)
Το ίδιο έτος θα κυκλοφορήσει και η ταινία του Stipe Delic που αφορά τη κρίσιμη μάχη των Γιουγκοσλάβικων παρτιζάνων με επικεφαλής τον Τίτο κατά των Γερμανών τον Μάιο – Ιούνιο του 1943. Το σενάριο ήταν των Branimir Scepanovic, Wolf Mankowitz, Ugo Pirro, Miljenko Smoje & Sergey Bondarchuk. Πρωταγωνίστησαν οι Richard Burton, Ljuba Tadic & Velimir Zivojinovic. Η ταινία τιμήθηκε το 1973 στο Διεθνές Φεστιβάλ της Μόσχας με το Χρυσό και το Ειδικό βραβείο. Η μουσική του Μίκη είναι ορχηστρική. Επιλέγουμε να ακούσουμε το εισαγωγικό κομμάτι, που είναι μια υπέροχη παραλλαγή πάνω στο γνωστό ελληνικό αντάρτικο τραγούδι «Ο Άρης κάνει πόλεμο (Του Μικρού χωριού)» που έχει συνθέσει ο Αλέκος Ξένος.
11. Ιφιγένεια (1977)
Η τελευταία ταινία της τριλογίας πάνω στο αρχαίο δράμα του Μιχάλη Κακογιάννη, σε σενάριο του ίδιου βασισμένο στην τραγωδία του Ευριπίδη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Πρωταγωνιστούν η υπέροχη εφηβική μορφή της Τατιάνας Παπαμόσχου, η Ειρήνη Παππά, ο Κώστας Καζάκος & ο Κώστας Καρράς. Η ταινία προτάθηκε για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 1978 και για Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1977. Το ίδιο έτος κέρδισε βραβείο καλύτερης ταινίας και καλύτερης ερμηνείας (Τατιάνα Παπαμόσχου) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Η μουσική του Μίκη εδώ κινείται σε καθαρά συμφωνικές φόρμες, σε αντίθεση με τις άλλες δυο ταινίες του Κακογιάννη. Ο συνθέτης έχει δηλώσει: «Πριν γράψω τη μουσική για την Ιφιγένεια ασχολήθηκα πολύ με την προετοιμασία του φιλμ, δεδομένου ότι ο Κακογιάννης μου ζήτησε ορισμένες μουσικές, πάνω στις οποίες εκείνος θα έκανε λήψεις της εικόνας. Ήταν ένα έργο δύσκολο από την άποψη ότι έπρεπε να αποδοθεί η ατμόσφαιρα του πολέμου με εκατοντάδες κομπάρσους. Είναι νομίζω η πρώτη φορά που στον ελληνικό κινηματογράφο υπάρχει μια τόσο πειστική απεικόνιση των Ελλήνων εκείνης της εποχής. Για το φιλμ αυτό χρησιμοποίησα βασικά συμφωνικά όργανα προσπαθώντας να αποσπάσω τους ήχους που ήθελα και ταίριαζαν στην ξεχωριστή ατμόσφαιρα της ταινίας. Τη μουσική αυτή τη θεωρώ ως μία από τις καλύτερες που έχω γράψει για τον κινηματογράφο».
Θα ακούσουμε το 9ο κομμάτι του σάουντρακ:
12. Ο Ασυμβίβαστος (1979)
Μια ταινία του Ανδρέα Θωμόπουλου, με θέμα τη ζωή και τις περιπλανήσεις ενός ασυμβίβαστου νέου στην Αθήνα της δεκαετίας του ‘70. Η ταινία στηρίζεται πάνω στον πρίγκιπα του ελληνικού ροκ Παύλο Σιδηρόπουλο, που ερμηνεύει και τα τραγούδια της. Μαζί με τον Παύλο πρωταγωνιστεί η Βέρα Κρούσκα & η Ελένη Μανιάτη.
Ο Μίκης έχει γράψει για την ταινία αυτή το γνωστό τραγούδι «Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν» που ερμηνεύει μοναδικά ο Παύλος σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου.
13. Ο Άνθρωπος με το γαρύφαλλο (1980)
Η ταινία αυτή σε σκηνοθεσία του Νίκου Τζίμα έσπασε τα ταμεία το 1980 κόβοντας πάνω από 600.000 εισιτήρια μόνο σε πρώτη προβολή. Αφορά την υπόθεση του Νίκου Μπελογιάννη, στελέχους του ΚΚΕ και τις συνθήκες που οδήγησαν στη σύλληψη, δίκη και τελικά στην εκτέλεσή του στις 30 Μαρτίου του 1952 παρά τη διεθνή κατακραυγή. Πρωταγωνιστής της ταινίας στον ρόλο του Μπελογιάννη ήταν ο ερασιτέχνης Φοίβος Γκικόπουλος, κατοπινός Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Μαζί του εμφανίστηκε με πλειάδα σημαντικότατων ηθοποιών όπως οι Μάνος Κατράκης, Πέτρος Φυσσούν, Κώστας Καζάκος, Αλέκος Αλεξανδράκης, Άγγελος Αντωνόπουλος, Αντώνης Αντωνίου, Βαγγέλης Καζάν, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Κώστας Αρζόγλου, Αιμιλία Υψηλάντη κ.ά.
Ο ίδιος διηγείται: «Τον ρόλο του Μπελογιάννη στην ταινία ήταν να τον παίξει ο Ιταλός ηθοποιός Gian Maria Volonte, με τον οποίο ο σκηνοθέτης Νίκος Τζίμας είχε υπογράψει συμβόλαιο. Έτσι, έψαχνε έναν μεταφραστή για τα Ιταλικά, κυρίως για το κομμάτι της απολογίας, που ήταν το βασικό τμήμα της ταινίας. Απευθύνθηκε στο Ιταλικό Ινστιτούτο, απ’ όπου τον παρέπεμψαν σ’ εμένα. Τότε δίδασκα και στο μεταφραστικό τμήμα του Ιταλικού Ινστιτούτου και ήμουνα και μεταφραστής. Βρεθήκαμε. Μου έδωσε τα κείμενα και μεταξύ αστείου και σοβαρού μου λέει: “Α ρε γαμώτο, να σε είχα συναντήσει νωρίτερα. Ποιος Volonte και ξέρω εγώ… Εσύ θα ήσουν ο Μπελογιάννης”. Ένα βράδυ, έτσι ξαφνικά μου τηλεφωνεί από τη Ρώμη και εν εξάλλω μου λέει: ο “ Volonte έσπασε το συμβόλαιο γιατί αρρώστησε. Επιστρέφω αύριο στην Ελλάδα και αρχίζουμε τα γυρίσματα”. “Δεν κατάλαβα του λέω, ποια γυρίσματα;” “Θα πάρεις εσύ το ρόλο”, μου λέει και επιμένει! Φθάνοντας στην Ελλάδα μου τηλεφωνεί από το αεροδρόμιο και μου ζητάει να βρεθούμε για να κουβεντιάσουμε. Ήδη η μισή ταινία είχε ολοκληρωθεί. Έλειπαν μόνο οι σκηνές με τον Μπελογιάννη. Εγώ από την άλλη την ιστορία του Μπελογιάννη την ήξερα. Είχα διαβάσει και το σενάριο και δεν σου κρύβω ότι κάτι μ’ έτρωγε μέσα μου, κάτι με γοήτευε. Με άλλα λόγια: “τραβάτε με κι ας κλαίω” ήταν το θέμα. Τελικά δέχτηκα! Κάπως έτσι λοιπόν άρχισαν όλα».
Η ταινία είχε προβλήματα με τη λογοκρισία, αλλά και αντιδράσεις από τον πολιτικό χώρο. Ενδιαφέρον έχουν οι δηλώσεις του σκηνοθέτη: «Δεν είχα την υποστήριξη ούτε της Αριστεράς, ούτε της Δεξιάς, γιατί η κάθε πλευρά θεωρούσε ότι η ταινία θα εξυπηρετούσε τους αντιπάλους της. Ήθελα να κάνω γυρίσματα στο Παλάτι ή στη Βουλή και δεν μου το επέτρεπαν. Μου είχαν δώσει άδεια αρχικά να χρησιμοποιήσω κάποια καμιόνια από τον στρατό, αλλά όταν έμαθαν το θέμα της ταινίας, την πήραν πίσω. Δεν είχα λεφτά. Δεν είχα αργότερα την υποστήριξη ακόμα και του ΠΑΣΟΚ γιατί ο ήρωας, ο Γεώργιος Παπανδρέου, είχε κάνει κι αυτός τα σφάλματά του, είχε εναντιωθεί στον Πλαστήρα σε κρίσιμες στιγμές, όταν εκείνος αγωνιζόταν για την ειρήνευση. Μόλις ολοκληρώθηκε η ταινία, η λογοκρισία την έκοψε. Πήγα να δω τον Τσαλδάρη για να του εξηγήσω το περιεχόμενο του έργου και εκείνος μου ζήτησε να δει μια κόπια. Όταν αργότερα πήγα να την πάρω, ο μηχανικός προβολής μου είπε ότι είδαν την ταινία μαζί ο Τσαλδάρης, η Βλάχου από την Καθημερινή και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Μάλιστα ο Καραμανλής είχε πει στον Τσαλδάρη ότι «Η ταινία είναι αληθινή και να δώσεις συγχαρητήρια στον σκηνοθέτη». Ο Τσαλδάρης, όταν με ξανακάλεσε, μου έδωσε συγχαρητήρια, αλλά δεν μου είπε ότι είχε δει την ταινία μαζί με τον Καραμανλή. Όμως εκείνη η ιστορία που μου είπε ο μηχανικός προβολών, πρέπει να ήταν αληθινή, γιατί αμέσως μετά είχα δει ένα άρθρο στην Καθημερινή με διθυραμβικά σχόλια για την ταινία που περνούσε γενιές δεκατέσσερις όσους κριτικούς χτυπούσαν τον «Άνθρωπο με το γαρύφαλλο» ».
Η μουσική του Μίκη κινείται σε χαμηλούς τόνους τρυφερής μελαγχολίας. Ακούμε το ομώνυμο με την ταινία τραγούδι σε ερμηνεία της Μαργαρίτας Ζορμπαλά.
14. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθούμε και σε δύο άλλες ταινίες τις οποίες ο Μίκης δεν επένδυσε μουσικά, όμως ακούγεται η μουσική του. Στην πρώτη, ένα τραγούδι του που εμφανίζεται στην ίσως πιο χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας, χαρίζει στον πρωταγωνιστή Θανάση Βέγγο την ευκαιρία για μια αξεπέραστη κωμικοτραγική ερμηνεία. Πρόκειται για την ταινία του 1976 «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» σε σκηνοθεσία και σενάριο Ντίνου Κατσουρίδη & Πάνου Γλυκοφρύδη. Ακολουθεί το απόσπασμα:
Στη δεύτερη, που δεν είναι άλλη από την ταινία «Οι κυνηγοί» του Θόδωρου Αγγελόπουλου από το 1977, ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα μονοπλάνο απίστευτης αισθητικής, όπου βάρκες με κόκκινες σημαίες αναχωρούν ηττημένες από το ιστορικό προσκήνιο πλέοντας αργά στα ήρεμα πια νερά της λίμνης, με το τραγούδι «Της Αγάπης αίματα» από το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη να ακούγεται από τα στόματα των επιβατών.